Καλουκέρ του ’97, μι έφιρι η μοίρα μ στν Νεράιδα, παραλίμνιου χουριό κι πανέμουρφο, απ’ οπ αγναντέβς μέχρι Πιέρια, Καμβούνια κι κουρφές απ’ τουν Έλυμπου. Εχ πλιότιρα μαγαζιά ιστίασης παρά σπίτχια. Όταν προυτουμπήκα στου μαγαζί στου «Ανεμοχάδι» κι είδα πχιος ήταν μάγειρας, είπα μαναχός μ:
- «Πάλι σι Μουκριώτ έπισα; Πάλι καλά θα πουρέψω!».
Ετς ξικίντσι η συνιργασία κι η βαθιά φιλία μ μι τουν Φωτ τουν Παπαχαρισίου. Δουλιβάμι διπλουβάρδια σι ιποχές που η ουρά απ’ τ’ αμάξια έφτανι μέχρις του Βαθύλακου. Ικατό ώρις του εικουσιτιτράουρο δλεια, απουσταμέν κι συγκαμέν, καταπρόσηλα τα καλουκέρια μι θιρμουκρασίις Αραβίας. Αν ήμασταν μπλάρια κιρατζήθκα, θα είχαμι ψουφήσ δέκα φουρές ή θα είχαμι του κουρμί γιουμάτου πληγές απ’ του φουρτιό! Καλά λεν ότις «οι παράδις σι φταχν δούλου»! Ο κυρ Νίκους ου Κουρκούτας μας είχι ιμπιστευθεί του μαγαζί τ κι αφτό μας έκανι να του προυσέχουμι καλύτιρα κι απ’ θκόμας! Γκρίνιαζι ότι μας πλήρουνι πουλλές παράδις:
- «Ούτι ου Διευθυντής στν ΔΕΗ δεν εχ τέτχιου τρανό μιστό που πέρτι!», έλιγι. «Αφήστι, ρα πιδιά, καμιά δικάρα κι για μένα, να πάρου κι γω καμιά μπλούζα απ’ αφτό του μαγαζί!».
Όντως είχαμι άψουγη συνεργασία κι φιλία οικουγινειακή μι τουν Φώτ κι μι τ αφιντικό μας. Όταν έβρισκα ιφκιρία, έριχνα καμιά ματχιά στα βιβλία, για να δώσου ιξιτάσεις στουν ΑΣΕΠ των ικπιδευτικών του ’98. Ο φίλους μι έσκαζι πλιότιρου, λέγουντας:
- «Δε μπουρώ να καταλάβου τι μαθέντς όλα τα χρόνια! Απ’ όσου ξέρου, όλα τα χρόνια Δέκα Ιντουλές έδουσι ου Θιος κι δώδικα μαθητές είχι ου Χριστός! Τι είνι αυτό που μαθέντς κινούργιου κι σι κόφτ ίδρουτου; Ολ τ μέρα να κουβαλάς πιάτα, δεν ιδρώντς τόσου!».
- «Άσι μι, να μι κλαίει η τυρράνια μ!», τουν έλιγα.
- «Μην κουλάζισι κι μην τουν σκαζ παραπάν κι συ!», τουν ουρμήνιβι η Κατερίνα, η γνέκα τ. «Τήρα, κόψι κάνα ίσιουμα γκαρμπουλάχανα, για να φκιάξ πικάντικη κι ζύμουσι κάνα σκαφίδ κιμά, να φτιαξ μπιφτέκια κι κιφτέδις!», τουν συδρουμούσι.
Απ’ ικεί χωρίσαμι, όταν τουν Άη Δημήτρη του 2000 ιπιτέλους αρχίντσα να δλέβου κι μι τα δασκαλούλια. Πέρα απ’ την κοινή μας χαμαλίκα κι συννινόηση, γιατί «ένα δαβλί μαναχό τ, δεν καίει, ούτι ένα βόδι, όσου ικανό κι να είνι, οργων μαναχό τ», παραμένει φίλους καρδιακός μαζί μι τν Κατιρίνα στα εύκουλα κι στα πουλλά μου δύσκουλα! Βέβια, δεν γλύτουσι απού ιμένα, ακόμα κι τώρα που ρίζουσα μακριά τ, κι πάντα τουν γένουμι μπιλιάς. Μι του δίκιου τ αγανάκτσι κι μι είπι:
- «Πάντριψα τα κουρίτσια κι είπα ότις ησύχασα κάπους απ’ τς ευθύνις! Ισένα θα σ’ έχου όλα τα χρόνια πανουγόμ κι γκαλιγκότσια!».
Πίστιψα ότις μιτά κι τουν φίλου μ σώθκαν οι γνουριμίις μι Μουκριώτις. «Αλλ φουρά, είπα, θα κάθουμι μαναχός μ σαν τουν ψώραβου κι σι Μουκριώτ δεν ξαναζγνώνου!». Αμ δε! Όπους λέει κι ου λόγους, «πουτές μη λες πουτές». «Ικεί π δε χαλεύς ούτι να πιρνάς, ικεί σι αμπώζ η μοίρα σ κι γιουματάς!». Το 2010, τιλιφτέα χρουνιά που είχαμι πουλλές παράδις κι πιστιβάμι ότι «λιφτά υπάρχν άσουτα» κι, όταν εβγηνάμι για φαϊ στς ταβερνις, μαλουνάμι πχιος κι πχιος θα κιράσι τουν λουγαριασμό κι άφναμι μπουρμπουάρ ακόμη κι στου ΑΤΜ, γνώρσα κι τουν Λιάκο, όπους τουν φουνάζ η μάνα τ κι τουν καμαρών, λες κι μούγκι αυτή γέντσι τέτχιουν αραϊά. Τουν άμπλαξα στν Κλινική τ Κουσταντινίδη, που παηνάμι τ γουνίδις μας κι τς καθαρνούσι του αίμα του μηχάνημα κι πάηναν μέχρι του παραστάθ στουν Θιο κι ξαναγυρνούσαν στν γη, όπους έλιγαν. Ιγώ καρτιρούσα τν μάνα μ κι ου Λίας τουν πατερα τ, τουν κυρ Θανάση τουν Φαρμάκη. Είχι του ταξί κι του καμάρουνι κι του φύλαγι, όπους οι μυρουφόρες τουν Επιτάφιου στν ικκλισιά ικίνα τα χρόνια! Καθουμάσταν στου κυλικείου κι σκώνουνταν οι άρρουστ απ’ τα κριβάτια μι τα μασλάτχια κι τα αστεία μας. Ου Λιάκους, πιρήφανους κι καλουντημένους σα λόρδους, γραβαλνούσι απού ιτότις ένα τρανό κινητό σαν τραπέζ. Του ταξί του είχι «διμένου» σι μια γκουρτσιά κατάματα απ’ οπ κάθουνταν κι του τηρούσι ολν τν ώρα, μη τ ακουμπήσ ου αέρας κι ζγωσ κάνα γατί ή πλι! Άμα είχι καλόν κιρό του γυάλτζι κι του αρουμάτζι.
- «Τι του καθαρνάς ολν τν ώρα, βρε καψουπαίδ!», τουν έλιγα. «Θα ξιπιτουρθεί η μπουγιά κι θα φανεί η λαμαρίνα τ! Θα είνι τσίτσαρου, όπους τα γκλαμπατσιάρκα τα πρόβατα που τα έφυγνι του μαλλί!».
- «Τι χαλέβς, Κώτσιου, να το χου γιουμάτου ψύλλια κι σαν τζιουμπανουκάλυβα σαν ισένα, που στο θκος τ’ αμάξ κι τα γρούνια ασκένουντι να σεβούν μέσα κι να λουνστούν;»
Άσι που μ είχι κάνει «ασφαλιστικά μέτρα» να μη ζγώνου ούτι στα διακόσια μέτρα μι τ’ αμάξ του θκόμ στου ταξί κι του γρατσουνίσου ή του ζαβώσου απού καμιά σιούμπα!
- «Σι πχιο ίσιουμα πάρκαρις σήμιρα, Κώτσιου; Σιακάτ κατά Πιτρανά του πήγις; Όπους ουδηγάς, τέτχιου μάθημα κάντς κι στα δασκαλούλια;»
Η μητέρα τ, άλουγου ριβανούθκου, που τόσου τα σέβουμι και τν υπουλήπτουμι, η αξιέπαινη κι πάντα γλυκουμίλητη κυρα Βαγγελιώ (Λούδα), ακόμα κι τώρα μι πινέβ. Έλιγι κι στ μάνα μ:
- «Τυχιρή είσι, κυρα Χρυσούλα, που σι φρουντίζ ου Κωστάκς!».
Η μάνα μ μουρμούρζι κι απαντούσι μι παράπουνου:
- «Πάρτουν ισύ τουν Κουστάκ για πιδί καμιά βδουμάδα κι θα πιράσεις σαν του διάουλου μι τ θυμιάμα! Πώς έλιγι ικίνους; Βραζ η φακή σ, αγά μ; Ιγώ που τν βράζου, ιγώ ξέρου!»
Όταν βρέθκα μακριά απ’ τουν τόπου μ, κουβάλτσα μαζί μ κι τς αναμνήσεις μ. Απού φόντς ασχουλούμι μι τν τιχνουλουγία κι τα σόσιαλ μίντια, ξαναβρήκα πουλλούς παλιόφιλους, αλλά κι έκανα κι κινούργις διαδικτυακές γνωριμίις. Όλοι αντάμα εστησάμι ένα πουλύ τρανό «ιντιρνιτικό» χουριό. Απ’ του Μόκρου γνώρσα τουν Τσαράβα τουν Θανάση, που είνι ηλικτρουλόγους- ιλικτρουνικός τάχατις…Γιρός μάστουρας, αλλά καταπιάνιτι μούγκι μι ψουμουμένις δλειες, αφτουματισμοί κι δουρυφουρικά δίκτυα κι όχι μι τσιγκαλίδια. Τώρα γίγκη τρανός κι έπιασι τα Μέγαρα τα πολιτιστικά! Απ’ του φεϊσμπούκ γνώρσα κι τουν δάσκαλου, ιστουρικό και συγγραφέα λεξικών ντοπιολαλιάς, Τάκη Τζήκα, αλλά κι τουν άλλου ιραστή κι συγγραφέα τς παράδουσης Κώστα Φαρμάκη, που κι αυτός ξενουπαντρέφκι. Κι πουλλά άλλα πιδιά Μουκριώτκα, γραμμένα κι προυκουμένα ιντός κι ικτός Ελλάδας! Απ’του Δέλνου κι τ Μιταξά αλλά κι απού τ’ άλλα χουριά των Καμβουνίων κουταλέβουντας, αντάμουσα κοινούς μας φίλους. Τουν Νικόλα απ’ τ Μπισιρτσιά, γαμπρό Κρανιώτκου, που όταν δε διαβάζ ιξουσχολικά βιβλία, κουσέβ στα αρμάνια για μαρτάρια, όπους έκανι μκρός απουλνούντας απ’ του σκουλιό, που πουλιμούσι του σακκούλ στουν ουβρό κι κόσιβι στς κουρουμπλιές. Τουν Κώτσιου απ’ τν Γιαννουτά Αλασσόνας, που ζάει στου Μόναχου καρτιρούντας πότι θα γιράσ ου Λιβαντόφσκι, να αναλάβ ικείνους σκόρερ… Κι τουν Βασίλ απ’ τν Κρανιά, προυκουμένους νοικουκύρς κι αφτός, που ξειχιμάζ στου Καζακλάρ. Με όλνους αυτούς κι ένα σουρό άλλα πιδιά κρατούμι τν παράδουση, αγαπούμι τουν τόπου μας, δουκιούμιστι τα παλιακά κι μασλατούμι κάθι μέρα. Λέμι τα γκιντέρια μας, πειράζουντας ου ένας τουν άλλουν, όπους όταν ήμασταν λιανουτσιάτσιαλα στα χουριά μας.
Έτσι αγροίξα κι τράνιψα κι μπήκα στν τρίτ ηλικία κι δουκιούμι τόσις κι άλλις τόσις πιριπέτειες με Μουκριώτις. Άνθρωποι με ιδιαίτιρα χαρίσματα κι ερωτευμένοι μι τουν τόπου τς κι ό,τ θυμίζ αυτόν. Δεν άφσαν τουμέα τς δημόσιας ζουής που να μην τουν κατέκτησαν. Ακόμα κι τ Βουλή! Προυκουμέν όπ κι αν ζουν, πρωτοπόροι κι απουτελισματικοί. Ένα χουριό που τα καλά τα χρόνια δεν μπουρούσις να πιράσις απ’ τουν κόζμου. Τα καλουκέρια πλιότιρου κόζμου είχι του Μόκρου παρά η Χαλκιδική, η Μύκουνους κι η Σαντουρίν! Ταβέρνις, ψησταριές, αίθουσις για χουρούδια, αλλά κι εκδηλώσεις αναβίωσης της παράδουσης, για να δουκιούντι οι τρανοί αλλά κι να μαθν κι οι νιότιρ. Είχαν «Μιρσέντες» αλλά κι «Παραλία», «κτήματα για κουσμικές ικδηλώσεις» κι θερινές καφιτέριις. Διακρίνουντι κι στις Τέχνες, στουν πολιτσμό κι στουν αθλητισμό κι καμαρών- ικτός τουν άλλων- κι για του πουδουσφιρικό τς σουματείου, τν «Αναγέννηση». Όσ απόμειναν στου χουριό, πέταξαν σιαπέρα τα καρδάρια κι ξιπάτουσαν τς στρούγκις κι τα κλουρουμάντρια. Γίγκαν σύγχρον γιουργοί κι κτηνουτρόφ μι πιριστριφόμινα αρμιχτήρια κι βιουκλιματικές στάνες, μι δυναμικές κι βιουλουγικές καλλιέργειες κι σταβλισμέν βιουλογική κτηνουτροφία κι πτηνουτροφία. Εχν κατακτήσει τν αγουρά μι προυιόντα αρίστης ποιότητας.
Ασιγούριφτους κόσμους οι Μουκριώτις, πρόκουψαν οπ κι αν τς φύτιψι η ζουή, πιστοί στις παραδόσεις. Στα καλά τα χρόνια, όταν οι ξενιτιμέν έρχουνταν στου χουριό τα καλουκέρια, κάθι Σαββατουκύριακου αλλά κι μισουβδόμαδα γένουνταν πεντ –εξι γάμοι κι άλλις τόσις αρραβώνις. Παραλίγου να έφκιαναν Μετρό κι υπόγειου πάρκινγκ, αφού τα καλουκέρια τ’ αμάξια προυκαλούσαν «τράφικ» στα σουκάκια κι είχαν γιουμόσι όλα τα ισιώματα. Για να γένουντι οι γάμοι κι μέσα στ νηστεία για τουν Δικαπινταύγουστο, γιατί αλλιώς δεν έφταναν οι μέρις, ζήτησαν κι έλαβαν ειδική άδεια για «προσωρινή άρση εκκλησιαστικών κανόνων», προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι ανθρώπινες ανάγκες. Η Μητρόπολη Σερβίων και Kοζάνης εφάρμοσε το «κατ’ οικονομίαν», πιστή στη ρήση του Ναζωραίου κι ακρογωνιαίο λίθο της πίστης μας: «Το Σάββατον διά τον άνθρωπον εγένετο και ουχ ο άνθρωπος διά το Σάββατον». Έτσιας, διευκόλυνε τουν πόθου των γονέων κι των τέκνων να μοιραστούν τη χαρά του μυστηρίου μι όλου του χουριό τς, πιστοί στς παραδόσεις.
Τιλειώνουντας τα μασλάτχια μ, θέλου να ειπώ αμέτρητα «ευχαριστώ» σι αγαπητούς γνωστούς κι φίλους- παλιούς κι νέους- μι καταγουγή απ’ τ’ όμουρφο Μόκρο, ανεξαρτήτως φύλου. Ελπίζου να μην έθιξα προυσουπικά διδουμένα. Είμι ιβγνώμουν στουν καθένα που μι πρόσιχαν, μι τράνιψαν κι διαμόρφουσαν κι αφτοί τουν χαρακτήρα μ. Ιφχαριστώ κι όσους μι έδουκαν ουρμήνις κι συντάκια, για να γράψου αφτές τς…πέντι αράδις, ετς, για να θυμθούμι παλιές καλές στιγμές απ’ τα δύσκουλα αλλά κι αξέχαστα χρόνια μας. Τους ικφράζου τν ευγνωμουσύνη μ κι αυτήν τ φουρά. Εύχουμι μι του καλό να ξαναγυρίσν οι ξινιτιμέν κι «καλή αντάμουση» να έχουμι γιροί, ορθοί κι αγλήγουρα. Τς χαίρουμι που δεν αστόχσαν απού πού ξικήντσαν κι κατέκτησαν όλουν τουν κόσμου, για να τς γλέπουμι να προυκόβν κι να τς καμαρώνουμι.
- Α ρα Μουκριώτις, μακάρ να γεν επιτέλους κι του Φράγμα στουν Αμάρμπη, να ασχουληθείτι κι μι τς ιχθυουκαλλιέργιις κι τα θαλάσσια σπορ! Πολλοί δα πουν ότι είστι σαλοί, αλλά ισείς είστι γνωμκοί, πρωτοπόρ κι καινοτόμ, αφού ασχουλήθκιτι μι τα πιο απίθανα πράγματα! Τώρα που είπα «σαλοί», μι ήρθι στου νου το «Σ.Α.ΛΙ.» (Σύλλογος Αλιέων Λιβαδερού), «Ο Νηρεύς», όπους σχεδιάζν να ιδρύσν ο Θανάης τ μπαρμπα Λάμπρου κι ο «Μπαμπινιώτς του τόπου μας» Τάκης Τζήκας, μόλις γενει του Φράγμα!
- Να αξιουθήτι να τα φκιάξτι, όπους τα ινουρέβιστι! Αλλά να μας δίντι κι ιμάς καμιά πέστρουφα κι τσιπούρα Λιβαδερού να τρώμι, αφού έχουμι χουλιστηρίν απ’ τα πουλλά τα κριάτα…Γεροί να είστι κι όλα γένουντι! Ακόμα κι τ σπανού τα γένια γένουντι τώρας…Μαναχά τς αστόχις κι τουν Χάρου δεν μπόρσαν ακόμα να γιαστράψν!
Στις φωτογραφίες:
Φωτ.1: Σάκης Τσαράβας & Νίκος Γκουτζιομήτρος
Φωτ.2: Σάκης Τσαράβας
Φωτ.3: Το πρώτο «πτυχίο» του Σάκη, με διαγωγή κοσμιωτάτη
Φωτ.4: Φώτης Παπαχαρισίου και η γυναίκα του Κατερίνα
Φωτ.5: Ηλίας Φαρμάκης
Φωτ.6: Το ταξί του Ηλία
Φωτ.7: Ο «Μπαμπινιώτης» του Λιβαδερού Τάκης Τζήκας
Φωτ.8: Τάκης Τζήκας με συμμαθητές και φίλους
Φωτ.9: Το εξαιρετικό λεξικό της ντοπιολαλιάς
Σχόλια
Τροφοδοσία RSS για τα σχόλια αυτού του άρθρου.