1 ΛΙΒ183 ΑντίγραφοΌταν κατέφκα στου Γυμνάσιου στα Σέρβια είχα συμμαθητές αλλά κι συγκατοίκους στου Οικοτρουφείου απ’ του Μόκρου. Στου Οικουτρουφείου δεν έμισκναν πουλά Μουκριώτκα πιδιά, γιατί χάλιβαν τς κ μονουκατικίες μι κήπου κι πισίνα κι τν ιδιόρρυθμη παρά  τν κοινουβιακή ζουή.

Οικότρουφ ήταν  τα Τσιουκανούλια, Μενέλαος κι Γιάννης, ου Γιάντς ου Γκουρτσάς κι ου Θουδουρής ου Δίγκας που μόλις είχι έρθει απ τν Γιρμανία. Δουκιούμι πως ου Θοδωρής μόλις ήρθι στου θάλαμου ήταν σιλουτιμένους". -Που  μέφιρι η μοίρα μι τούτ τς Ταλιμπάν θα είπι. Στν Διφτέρα Γυμνασίου ήμαν στου ίδιου τμήμα μι τουν Φουτάκ Παπαχαρίσ, τουν Θουδουρή τουν Τσιτσιουρή κι τουν Γούλη τουν Τσαράβα, που έφυγε πουλύ νέους. Ου Θουδωρής κι ου Γούλης ήταν πουλύ μόλαβα πιδιά κι ου Γούλης άριστος μαθητής. Ου Φωτάκς, καλό πιδί, να σι δως κι την ψυχή τ, αλλά τσιφτιλής, ζουρζουβήλτς κι τρανό πειραχτήρ! Ολ οι μαθητές είχαμι απού μια σιλίδα μι κατρατσιές στου Ποινολόγιο, ου Φωτάκς τρεις! Του ποινολόγιο ήταν ένα ντουσιέ γιουμάτο σιλίδες. Σι κάθι σιλίδα αντιστοιχούσε ένας μαθητής ή μαθήτρια. Ικεί σημείουναν οι καθηγητές τς κατρατσιές που εφκιανάμι ιντός αιθούσης. Απ’ ικεί έπιρνε αφουρμή ου Γυμνασιάρχης κι ου σύλλουγους για να πεσν οι τιμουρίες κι οι απουβουλές. Στν Διφτέρα τν τάξη εκανάμι μάθημα στς Παράγκις. Οι κυρίες Παπαδοπούλου (είχι κατ γυαλιά και μαλλιά σαν του Βιολάρη), που μας έκανι χημεία κι τς σφηνώθκι του τακούνι στα σανίδια, κι η Κουκουλώτη των Μαθηματικών έγραφαν μια σιλίδα τν ιβδουμαδα παρατηρήσεις για τουν Φωτάκ. Μια μέρα ου Φωτάκς αμπόζουνταν μι έναν άλλουν. Πήραν σβάρνα τν σόμπα κι έπισαν τα μπουργιά. Γιόμσι η τάξη καπνό κι πιτάθκαμι όλοι όξου στν αυλή, όπους τα κνάβια φόντς τα κάπνιζι ου Κλιάνθης. Μιτά απού μέρις χάθκι του καπάκ απ’ τν σόμπα. Δε χρήζητι να πω πχιός θιουρήθκι βασικός ύπουπτος…Πρόκουψι όμους κι αυτός ζν Ιλβιτία, όπους κι τόσα άλλα τσιουκαλιάρκα πιδιά απ’ του Μόκρου, αφού εχν μυαλό ξουράφ κι καρδιές μάλαμα!

Ικίν τν σχουλική χρουνιά, του 1974-75, νοικιαζάμι στου μαντζάτου τ Αγόρου στ Ζιβγαλατιά ιγώ, ου Νικουλάκς ου Χριστόδουλος κι ου Σιάκας τ Θουμά. Στν ίδια τ στράτα, λίγου παραπάν, στου διώρουφου τ Σιαμαντζιούρα, κάθουνταν τα Τσαραβούλια μαζί μι τουν Γιωργ τουν Γιουργανάκ. Γηροί μαθητές κι οι τρεις κι γραμμένα τέκνα. Τς ζιλιβάμι, είνι αλήτχια, που είχαν καλό σπίτ μι παρτέρια κι βαμμένου κι απόξου. Ιγώ πήγινα τακτικά μουσαφίρς, να μ αβουηθήσ ου Γούλης στα μαθήματα, αλλά κι να πάρου του μιράδι απ’ του «χαρτόν», του δέμα μι φαγώσιμα απ’ του χουριό. Ικεί προυτουδουκίμασα σουκουλατούχου γάλα Carnation. Τόσου ου Γούλης μαζί μι τουν Τάκη (γνωστός σήμερα ιδιώτης μηχανολόγος στο χώρο των κατασκευών) όσου κι ο αγαπητός Γιώργος, γνωστός κι έγκριτος φοροτεχνικός  της Κοζάνης,  μι ιντυπωσιάζαν μι του ήθος τους κι τν όψη τους. Ου Τάκης πάντα μειλίχιος και προσηνής, χουρίς υπερβουλή συνδύαζε "θεία ωραιότητα και ιερά μελαγχολία"!   Ενώ ου σοβαρός κι αυστηρός Γιώργος μι είχ δώκ τν ιντύπουσ ότις θα γένουνταν εισαγγιλέας! Βέβια,  δεν θ αστουχήσου κι τουν πατέρα απ τα Τσαραβούλια, τουν Μπαρμπαγιάνν, μι τα χαρακτηριστικά άσπρα μαλλιά. Σι αντίθισ μι τσ αλνούς γουνίδις, που δεν πάτσαν στου Γυμνάσιο να ρουτήξν για τα πιδιά, ου Μπαρμπαγιάντς ήταν τακτικός μουσαφίρς αφού κατέβινι στ Σέρβια κάθι Δευτέρα. Αφού στν αρχή, που τουν έγλιπα να έρχιτι στου Γυμνάσιου, θάρσα πως είνι κι αφτός καθηγητής!

Κάμπουσα ντρασκίλια παραπάν, νοίκιαζι κι ου Μπίλυς ου Δισερής. Ικεί μαζώνουνταν κι άλλα πιδιά από αλνούς μαχαλάδις.Αραδούσαν μπρουστά απ’ του φτουχικό μας κι ρουπουτούσαν τν πόρτα ιπίτιδις, για να μας σκιάξν. Όταν χιόντζι, παθινάμι κι άλλουν μπέρκου. Ου Παρίδης κι άλλα πιδιά μάζιβαν τόπις απού χιόν κι μας βούλουναν τν τρύπα απ’ του μπουρί τς σόμπας που έβγαζι τουν καπνό στουν ακάλυπτου. Έτσιας, ου καπνός γυρνούσι τσπίσους κι γιόμζι του δουμάτιου καπνό. Λιώνουντας του χιον, σουρβαλνούσι μέσα στου φουτιουτόπ. Τα δαβλιά γένουνταν σκλίδα απ’ του νιρό κι σβούσαν ζιουρίζουντας. Αξέχαστις πλάκις απού πιδιά που έψαχναν για ψυχαγουγία κι ξέσκασμα απ’ τν ανέχεια κι τν μαναχουσύν κι όχι για bullying. Για δυο χρουνιές μιτά έφυγα, για να παένου Γυμνάσιου στν Δισκάτα. Ικεί απόμεινα στν Τιτάρτη Γυμνασίου κι ξαναγύρσα στα Σέρβια στην ίδια τάξ, αλλά λέγουνταν «Πρωτ Λυκείου». Συμμαθητές απ’ του Μόκρου τώρα είχα τέσσιρις: τουν Θανάσ τ μπαρμπα Λάμπρου, γηρό μαθητή αλλά κι πρόιδρου του δικαπινταμιλούς. Τώρα διαβάζ σι τρανά δασκαλούλια στου Πανεπιστήμιου. Τουν Τσαραβουνάτσιου (τ Βαγγέλη), που έκανι γαμπρό τουν Ταχυδρόμου απ’ του Νιζησκό, κι τουν Γιαν τουν Φαρμάκ, που είχι πατέρα μι φουρτηγά, του Φώντη. Μαζί μ αφνούς κι τουν Γραμματέα απουλήθκαμι απ’ του Λύκειου. Πιρισσότιρις κουβέντις δε χρήζουντι για τουν Γραμματέα.Τουν ξέρ όλους ου κόζμους, όσου κι Πόντιοι τουν Καζαντζίδη. Κι απ’ τα κουρίτσια τ Θοδώρα τ Φαρμάκη, τ Βάϊα Τσιόκανου κι τ Σοφία τ Κλητήρα. Όλα όμορφα, καλά κι σμαζουχτάρκα!

Στν Σαλουνίκ αγνώρσα κι άλλα γνήσια τέκνα απ’ του Μόκρου που είτι σπούδαζαν είτι δούλιβαν ή κι απ’ τα δυο. Κάμπουσοι σπούδαζαν κι ήταν κι γκαρσόνια στα «Κουμπαράκια», γνουστά όσου κι η Καμάρα κι ου Λιφκός Πύργους ή στου «Πινιρλί» κι σι άλλα μαγαζιά εστίασης κι μουσικά στέκια. Απ’ τα Κουμπαράκια πέρασαν πλιότιρ φοιτητές γκαρσόνια παρά φαντάρ απ’ του ΚΕΒΟΠ παλιά. Αλλά κι οι πλιότιρις οικουδουμές γίνκαν μι αίμα κι ιδρώτα μουκριώτκου. Προυκουμένα πιδιά που τν ανέχεια τν έκαναν ιφκιρία για πρόουδο κι οχ για μοιρουλόγια. Η δίψα για μάθησ κι προυκουπή  δε φουβάτι κανένα σκόνταμα κι αμπόδιου!

Αρχές του ’90. Στν Κουζάν που είπα να καζαντήσου, ξανανταμώθκα μι πολνούς Μουκριώτις.Τον Πάνου τουν Τσιανάκα ή «Ρούγα» που ήμασταν κι συγκάτοικ στα Σέρβια για κάνα φιγγάρ. Ικείνα τα χρόνια είχι αντάμα μι τουν ξάδιρφου τ τουν Θανάς κι τς γουνίδις τς τν οικουγινιακή Ταβέρνα «Η Ρούγα». Ιτότις πιο εύκουλα γένουσαν μόνιμους στν ΔΕΗ παρά να βρεις τραπέζ να φας στν Ρούγα! Αυτός μι προυξένιψι να δλέψου στουν Γιώργου του Δάσκαλου που μας άφσι χρόνους νέος. Ιτούτος αναβίουσι όλα τα παλιακά πιχνίδια στου χουριό τ κι έφκιασι κι  Μουσείου Παραδοσιακού Πιχνιδιού. Λάτρης της παράδουσης σι όλες τς μορφές τς. Είχι ιτότις του «Ζικ Ζακ» μισιακό μι τουν φίλου τ τουν Γιώργο απ’ του Δαφνερό, night club που έπιζι τραγούδια-ιπιτυχίες  τς ιπουχής. Ικεί γνώρσα κι τουν μικρότιρου αδιρφό τ, τουν Βασίλ -καθηγητή φιλόλουγου σήμιρα. Εκανάμι αντάμα τα «μιταπτυχιακά» μας. Όταν οι Δεητζήδις έφυβγαν για προυινή βάρδια, ιμείς τότις σκουλνούσαμι.

Απού ικεί πήρα «μιταγραφή» για του καφινείου τ αδιρφού μ που τ άνοιξι παραδίπλα απ’ του «Μουκριώτικο» που είχι ου μπαρμπα Μήτσιους ου Βρόντζους. Ετς γνώρσα κι τ θεια μας, γιατί ήμιστι κι σόι, τν κυρα Φρειδειρίκ, «τ θεια τ Μπρόντζινα», όπους είνι γνουστή. Τέτχις γνέκις σαν αφτή γιννιούντι σπάνια. Είνι ου εφευρέτς του ποδαράτου ντιλίβερυ και του «πάρι, πλήρουσι κι φεύγα». Κουβαλούσι καφέδις,τσίπουρα, μιζέδια κι ό,τ τρώγουνταν κι πίνουνταν σ όλις τς στράτις τς Κουζάνς. Έφτανι μέχρι Πετρανά κι Ζωοδόχο Πηγή. Δεν περπατούσι, πιτούσι! Πλιότιρα χιλιόμιτρα έκανι η θεια παρά όλα μαζί τα ταξιά απ’ του Μόκρου στν Κουζάν, που δεν είνι κι λίγα. Όσα κι να πούμι είνι πουλύ λίγα, για να πιριγράψουμι πόσου άξια κι ικανή γνέκα είνι.

Τν ίδια χρουνιά που γίγκι ου σεισμός-«σωσμός» στν Κουζάν, του χινόπουρου του ’95, ξικίντσα καριέρα ως γκαρσόν στου «Κονάκι», μουσική σκηνή μι φαϊ, που του είχι ιτότις μαναχός τ ου Βαγγέλτς ου Βέττας. Ιγώ όχι, βέβια, ως μουσικός, αφού έχου μυαλό κι χέρια μόνου για χουντρουδλιές, όπους να φκιάνου παχνιά κι στρούγκις, κι του στόμα να τρώου κι να κόβου μασλάτχια. Κι όχι να τραγδώ. Τουν Βαγγέλ τουν αγνώρζα απού τα Σέρβια όπους κι τουν Σπύρου κι αλνούς αφτουδίδακτους μουσικούς, που γραβαλνούσαν τα τζαγκανάρια κι τραγδούσαν απού φοντς ήταν μαθητές σι ικδρουμές, σι εκδηλώσεις κι στα πάρτυ. Δούλιψα γκαρσόν τρεις χρουνιές στου Κουνάκ. Ένα ιξάμηνου αντάμα μι τουν Τάσιου τουν Αρίδα, φοντς γύρσι απού τ Γιρμανία. Δοκιούμι ότις τουν άρεζι πουλύ του «φιλέτου σενιάν»! -« Ήσαν μαθμένους κι απ’ του χουριό σ, όπους κι ιγώ, να τρώμι  σινιάν, Τάσιου», τουν πείραζα. Αλλά κι ικίνους μι αραδούσι όσα μαζών η φουκαλίτσα. -«Είμι κι ιγώ κακιά κλουστή, αλλά κι συ κακιά βιλόνα!», τουν έλιγα. Ικεί γνώρσα κι αλνούς μουσικάντις Μουκριώτις, τουν Γιαννάκ που έπιζι αρμόνιο κι δούλιβι κι του ταξί τ πατέρα τ, αλλά κι τουν Κουστάκ του Δανίλη, που εχν ζαχαρουπλαστείου στου χουριό, γνουστό βιρτουόζου στου μπουζούκ. Πριν απού κάμπουσα χρόνια παρατόρσι κι αφτός στν Ιλβιτία κι ρίζουσι στ Ζυρίχ, που τν έφκιασαν μουκριώτκου μαχαλά.

1 ΛΙΒ1832 ΛΙΒ1833 ΛΙΒ1834 ΛΙΒ1835 ΛΙΒ1836 ΛΙΒ1837 ΛΙΒ1838 ΛΙΒ1839 ΛΙΒ18310 ΛΙΒ18311 ΛΙΒ18312 ΛΙΒ18313 ΛΙΒ18314 ΛΙΒ18315 ΛΙΒ18316 ΛΙΒ18317 ΛΙΒ183

Στις φωτογραφίες:

Φωτ.1: (από αριστερά)Τάκης Τσαράβας (με το καλλιτεχνικό γυαλί), Μπίλυ Δισερής, Βαγγέλης Βέττας, Τάκης Βέττας (κάτω)

Φωτ.2: Φώτης Παπαχαρισίου

Φωτ.3: Γούλης Τσαράβας με τους συμμαθητές του

Φωτ.4: Ο Γούλης πρώτος στα γράμματα και στις τέχνες

Φωτ.5: Παρίδης

Φωτ.6: Μενέλαος Τσιόκανος & Τάκης Τσαράβας

Φωτ.7: Βαγγέλης Βέττας

Φωτ.8: Σπύρος Στραπάτσαλος

Φωτ.9: Κώστας Δανίλης

Φωτ.10, 11, 12: Τα κουμπαράκια

Φωτ.13, 14, 15: Η ορχήστρα στο θρυλικό "Κονάκι"

Φωτ.16, 17: Ο Σπύρος σε νεότερη ηλικία

Σχόλια   

Βαγγέλης Παπαδόπουλος
0 # Βαγγέλης Παπαδόπουλος 18-03-2022 07:04
Κώστα ....τις μας θυμίζεις τώρα Σέρβια , Θεσσαλονίκη , Κοζάνη ίδιες εποχές , κοινές παρέες ....τέλεια περιγραφή.
Παράθεση