Φλιβάρς του ’69. Τότις γνώρσα απού κουντά τουν μπαρμπα Λάμπρου, τουν Τσιόκανο. Γνουστός και ξακουστός στα χουριά μας. Δεν χρειάζονταν να πεις ιπίθιτου, αρκει να έλιγις ου Λάμπρους.
Ου μπαρμπα Λάμπρους ήταν ου πρώτους Πρόεδρος στου Μόκρου μετά τη μεταπολίτευση κι τουπικός πουλιτικός παράγουντας όλα τα χρόνια. Ήταν γηρός τσέλιγκας, συνεχίζοντας ν οικογενειακή παράδοση. Αλλά ήταν κι τρανός μουστηρής, τσιαμπάσ κι μισίτς. Αγόραζι ζώα «κουτουρού κι στου πουδάρ», όπους έλιγαν το εμπόριο «ζώντων ζώων». Ημπορεύονταν και τουν ήξερναν απού την Κρήτη μέχρι τν Αλβανία. Τουν ήξερναν μέχρι κι τα λιανουπαίδια! Όπους μουλουγούν, πήγι μια μέρα σι ένα χουριό τσ Πτουλεμαΐδας, να εμποριφτεί, κι στου σχουλιό τα δασκαλούλια είχαν κλειδώσ μέσα του Δάσκαλου κι δεν τουν άφναν να βγει όξου. Μια κι δυό ου μπαρμπα Λάμπρους επιμβαίν κι λέι στα πιδιά: -Αστυνουμία, συλλαμβάνιστι, μπρος όλοι στου Αστυνομικό Τμήμα! Τα παιδούλια φοβήθκαν κι ήταν έτοιμα να τουν ακλουθήσν. Τότι πετάγιτι ένα κι λέι: -Τι αστυνουμία ρα, ισύ είσι ου Λάμπρους που μας πέρς τα κατσίκια…
Ου μπαρμπα Λάμπρους, κατά πως λέν, τιλιφταίος πήγινι για ύπνου, αφού πρώτα πιρνούσι για επιθιώρηση απού όλα τα μαγαζιά, κι πρώτους σκώνουνταν του προυί. Στου χωριό τουν βράδιαζι, στν Κρυσταλλοπηγή τουν ξημέρουνι! Σι σχέσι μι αυτό είνι κι η παρακάτ ιστουρία: Ένα μικρό πιδί ήθηλι από τουν παππού τ να του πάρι ένα πουδήλατο και γκριζιαλούνταν συνέχεια. -Θέλου πουδήλατο, σήκου να πάμε στα Σέρβια, στου Λαδιά, να μι αγοράις! Ου παππούς δεν ενέδιδι. Όσπου απού τη συνεχή γκριζιάλα έφτασι η νύχτα. -Σήκου ρα σι λέου, θέλου να πάμι να μι παρς πουδήλατο. -Α ρα, που δα πάμι όλ τν νύχτα, θα μας φαν οι λύκοι, λέι ου παππούς. Κι ου εγγονός τουν απουστόμουσι: -Ποιοι λύκοι, του Λάμπρου, που γκιζιράει όλ τν νύχτα, πώς δεν του τρών;
Πολλές ιστορίες μπουρώ να αναφέρου για του μπαρμπα Λάμπρου, μέχρι κι για τότι που πήγι στν Αλβανία, όταν έπισι του καθιστώς του Χότζα, για να παντρέψει έναν Αλβανό, αλλά δεν είναι του παρόντος. Θα περιουριστώ στις εντυπώσεις που μι άφκι η πρώτη μας γνωριμία.
Μια Κυριακή ήρθι κι μας αντάμουσι στουν Μύλου τ Πιτσίκα, που μισαρνούσαμι τα γιλάδια. Λίγα είχαμι ιτότις θκά μας Τα πλιότιρα ήταν χουριανκά, που τα βουσκούσαμι μι ρόγα. Τουν πατέρα μ τουν ήξιρνι απού χρόνια. Αρχίντσαν να παζαρέβν πριν απ’ του μισμέρ. Κατά του δειλνό φάνκι «άσπρους καπνός» και διαφαινόμενη συμφουνία. Τόσις ώρις παζάριμα έκαναν μούγκι αφτοί οι δυο κι ου Τσίπρας μι τν Μέρκιλ!
- «Δόκταμι, Γιάνν, τα μσκάρια τριάντα τρεις χιλιάδις, δεν τραβούν παραπάν!»
- «Δικατρία πράματα σι δίνω, θα μι δως τριάντα πέντι χιλιάρκα κι πάρτα! Ιγώ κατέφκα απ’ τα σαράντα, ανέβα λίγου κι συ να σώνουμι! Μας πήρι η νύχτα!», τ απάντσι ου πατέρας μ.
Ου αδερφός μ κι ιγώ παρακολουθούσαμι χαζιμένοι. Σι μια στιγμή, ου μπαρμπα Λάμπρος έβγαλι ένα μασούρ χιλιάρκα, απ’ αφτά που είχαν του Μιγαλέξαντρου κι απ’ τς δυο τς μιριές κι μύρζαν όπους όλις οι παράδις απ’ τς ζουεμπόρ.
- «Θα σι δώκου τριάντα τέσσερις χιλιάδις, δικάρα παραπάν! Πάρι καπάρου κι τν αλλ τν Κυριακή θα ξανάρθου να τα μαζέψου για τν Αλασσόνα κι θα σι ξουφλήσου.Τόσα χρόνια έχουμι αλισβιρίς. Μη χαλνάς παζάρ, ικκλισιά κι προυξηνιά, που λεν κι οι τρανύτιρ!».
- «Λάμπρου, η μπάμπου πέθανι απού κουμάτχια κι οχι απού μασλάτχια», τ ανταπάντσι ου πατέρας μ. «Άμα αρχινίσουμι κι τς παραβουλίις, θα κάνουμι ιδώ Ανάστασ! Πάλι πιδουκλιά μ έβαλις! Μι τόκουψις του χιλιάρκου. Θα έπιρνα κάνα ζιβγάρ μπότις για τα πιδιά.»
- «Να σι φέρου ιγώ δυο ζιβγάρια μπότις, να μη γκρνιάιζ! Κουριμός να γενι!», είπι πρόθμα ου μπάρμπας.
- «Τέσσιρα ζιβγάρια θα μ φερς, γιατί έχου κι άλλα δυο πιδιά στου χουριό!».
- «Καλά, ρα Γιάνν, ιπιδίς ισύ έκανις ένα τέλου κούτσκα, ιγώ θα τα πουδέσου όλα, σάματς είμι νούνους για τν Πασκαλιά; Κάθι φουρά που παζαρέβουμι, μι βγάζ παπίλα!», παραπουνέθκι.
- «Τς μπούζις στου θκόμ μ του στόμα δεν τς γλέπς; Γιαφτό οι παππούδις έλιγαν «Στου παζάριμα να ιδρώντς, οχ στ δλια. Πες, κι οπ τουν πιάισ του άλλουν. Τα παζάρια δεν εχν κάκιου. Έλα να κάνουμι κι τόκα κι να ’ρθεις αγλήγουρα να τα παρς, μη γεν δαμάλια κι γιλάδις σι μένα!»
Όντως, ο μπαρμπα Λάμπρος ήρθι μι έναν ακόμα χριστιανό να τα μαζέψ μι τα πουδάρια τν Κυριακή κι μας έφιρι κι τς μπότις «Αλυσίδα», μι μαλλί απού μέσα κι τρακτιρουτό πάτου, για να μη γλιστρούμι. Πριν τα μαζέψν τα μσκάρια μπρουστά να φύγν, ξιρίζουσι κανα δυο τρίχις απ’ ένα μσκάρ κι τς έδουσι τουν πατέρα μ:
- «Πάρι κι φύλαξέ του αφτό του πλουκάρ», είπι. «Να μη σι πάρου κι του τυχιρό σ!»
- «Ξέρου κι ιγώ ξιτάγματα, αλλά κι συ είσι γιριά γκουρμπέτσα», είπι ου πατέρας μ.
Ου ουποίους μια ζουή έλιγι πως τόσις πουλλές παράδις δεν είχι ξαναπάρ μαζουμένις. Κι όντους αποδείχταν γουρλίδκις κι καλή μαγιά. Κι είχι καλό χειρκό ου Λάμπρους!
Αφτός ήταν ου μπαρμπα Λάμπρος, ένας τρανός μύθους μαναχός τ! Που όταν γίνγκι πρόεδρους είπι στουν Νομάρχη τουν Χαλάτση:
- «Στείλι κάνα γκρέντιρ κι στου Μόκρου, κύριε Νουμάρχα! Έχουμι έναν κώλου χιον ιδώ!».
Στις φωτογραφίες:
Ο 20χρονος Λάμπρος, έφιππος
Ο μπαρμπα Λάμπρος, όπως τον ξέραμε
Ο Λάμπρος νούνος στην Αλβανία