παλπ69 Στου  χουργιό μας  σι κάθι μαχαλά έχουμι κι απού μιαν ικκλισιά. Ίσους οι παλιότιρ που τν  έκτισαν, νάθελαν, ικτός  απ’ την Τρανή Ικκλισιά που έχουμι στν πλατέα, να  εχν κι απού μια συνοικιακή ή  «ιδιουτική» ικκλισιά,  όπους καν σήμιρα οι πλούσιοι.

Κτήτουρες ήταν  όλους ου μαχαλάς, αφού ου καθένας θεωρούσε τν  ικκλησιά   στουν μαχαλά τ όχι μόνου κατοικία του Θεού αλλά κι θκή  τ, γι’ αυτό κι οι γνκέκις είχαν φρουντίδα να ίνι  η ικκλισιά τους  καθαρή, περιποιημέν,  σιλαρουμένους ου ουβρός  κι τα καντήλια κάθι βράδ αναμμένα. Ανάλουγα με του πρόσουπο  που  ήταν αφιερουμένις οι  ικκλισιές, έπιρνι κι ου μαχαλάς τ όνουμα τ.Τουν ουπανό τουν λέμι στουν Αηδημήτρη, τουν  πέρα κατά πώς βγέν ου ήλιους, στουν Αγινικόλα . Κατά πως βασιλέβ ου ήλιους, μιτά του μισιχώρ στου τζιαντέ για τουν Πιτρουτό, ήρθαν κι γάστρουσαν  νοικουκήρδις   απ’ τν Τσιαπατουριά. Για  να μη θυμίζ ου μαχαλάς αφτός  υπουβαθμιζμένα «δυτικά προυάστια», τουν  λέμι  «στουν Θιουτόκου»  ή «στη Βρυσούλα» κι όχι  «στουν Τσιαπατόρκου». Στουν  μαχαλά που τράνιψα  ιγώ,  έχουμι  τν ΑγιαΠαρασκιβή,  την « τελιφτέα κατοικία»  απ’ όλνους τς χουριανοί.  Ήταν κι παραμέν τόπους  συνάντησης  ζουντανών και  νεκρών, φίλων κι εχθρών.  Αφτές,  ας πούμι, είνι  «οι πιριφιριακές» ικκλισιές.   Έχουμι ιπίσης  κι τα ξουκλήσια ή βακούφια. Αγιώρ, Αηθανάση, Αηλιά, Σταυρό, Πατλιά   κι  τουν  Άγιου Χριστόφουρο, πολιούχο κι προστάτη του χωριού μας. Παρακάτ απ’ τ Ζιαγκλιαβού  του σπίτ υπάρχει κι ένα  σιδερένιο  εικονοστάσι, τ’ «ακόντζμα», όπους τόλιγι κι η γιαγιά  μ. Του τοπουθέτσι  συγχωριανός μας  ως ανάμνησ κι ευχαριστήριο αφιέρουση   για  του  θαύμα απ’  τον Αγινικάνουρα.    

    Κάθι  Σαββάτου αλλά  κι κάθι   ισπιρινό  απ’ τς τρανές  γιορτές, αφού χτυπούσι η καμπάνα, γνέκις κι κουρίτσια  μι μια αγκαλιά  κιργιά   η καθιμιά, ,έπιρναν παρανταριά   όλις τς ικκλισιές κι τα ξουκλήσια ανά παρέες. Έτσιας κι  τα βακούφια  στουλίζονταν κι φεγγοβολούσαν, ινώ οι γνέκις   μι  του πιρπάτημα  κι του κουβιντουλόι ξυμπιζιρνούσαν απ’ τς  έγνις κι τς σκασίλις  κι ξυγλύτουναν ψίχα απ’ τς πιθιρές οι νύφις κι τα κουρίτσια απ’  τς μάνις.  Τα ξουκλήσια παρικτός απού   σημείο συνάντησης με τουν Θεό, γένουνταν κι τόπους ανταμώματος με γιτόντσις, φιλινάδις κι ούλις τς συγχουριανές. Συνάμα τα κουρίτσια βίγλιζαν κι κάνα γαμπρό. Για μας τα  πιδούλια, οι ικκλισιές αλλά  ιδίους τα ξουκλήσια,  ήταν  πιδότουπους  τόσου μέσα που επιζάμι κρυφτό ουπχάτ στα στασίδια, όσου κι όξου στου ίσιουμα κυνηγητό κι μπίλις.  Δεν  πατούσαμι όμους μέσα  στου Ιερό, γιατί μας είχαν ουρμηνέψ ότι δεν καν. Όταν αρχίντσαμι να τραβούμι κρυφά  τσιγάρις στριφτές απού  ουξιό ή κιδαρόπετσις, κλουριασμένις  με  φημηρίδις ή καλαμκόφυλλα, στα ξουκλήσια  καηπονουμάσταν κι  ριμπαριβάμι να βρούμι  κάνα τσιακμιάκ ή σπιρτουκούτ, για  να  φουργκαλιάσουμι  τς τσιγάρις.  Ικί  πάλι  ζαρουνάμι,   φοντς γκιζιρούσαμι στις φουλιές, στ’ αμπέλια κι στα  ύπουρα ή βουσκούσαμι τα μανάρια, για να μη γένουμι σκλίδα απ’ τα καθόρια  κι τα χαλάζια. Βέβια  στουν  Αγιουχριστόφουρο που  ίχαμι… το Ολυμπιακό μας στάδιο, όταν τσάκουνι βρουχή,  μετατρέπαμι την ικκλισιά σι «σκιπαστή ιξέδρα».

  Ου Θιουτόκους, όπους ακόμα  τουν λέμι, είνι ναός  αφιερουμένος στη Γέννηση της Θεοτόκου, εουρτάζ στις 8  απ’ το Σταυρό. Ικτός  απού ανήμερα τς γιουρτής, λειτουργία γένηται κι τν Παρασκευή αμέσους  μιτά τν Κυριακή  του Πάσχα, εουρτή τς Ζωοδόχου Πηγής, αλλά κι στς 21 Νοεμβρίου ,στα Εισόδια της Θεοτόκου, άμα   έχ καλόν κιρό. Η ικκλισιά είχι τρανό ίσιουμα «πολλαπλών χρήσεων». Απού  τα παλιά χρόνια, τν Παρασκευή  που ξυπροβουδούν  τν Πασχαλιά,αφού απουλνούσι   η Ικκλισιά ,οι γνέκις μαζέβουνταν στου ίσιουμα, για  να  αποχαιρετήσουν τν Πασχαλιά,  χουρέβοντας κι τραγουδώντας. Ικί  μαζέβουνταν τα νιόγαμπρα-του γαμήλιο ταξίδι τς εποχής- κι όλου του χουριό στς τρανές γιουρτές απ’ τν Απουκριά μέχρι τν Πασκαλιά  κι ικί αρχίντσι  να προυτουγένητι η βόλτα κι του νυφουδιάλιγμα.  Όπους μουλουγούν  οι τρανοί,  στου ίσιουμα του Θιουτόκου,  έθαβαν πουλύ παλιά  κι τα πρόωρα ή τα νεουγέννητα  που πέθιναν  αβάπτιστα. Εκεί  κάθι προυί  συγκεντρώνονταν τα χουριανκά γιλάδια-ιτότις του κάθι σπίτ  ίχι κι κάνα δυο γιλάδις-  για να τα παέν ου γιλαδάρς  στν βουσκή κι να ξανάρθουν  στου χουριό  μουργκίζουντας . Τα βόδια  μι τα  οποία  όργουναν τα χουράφια, φόντς δεν ήταν στουν όργου,  συγκιντρώνουνταν  στου ίσιουμα τς ΑγιαΠαρασκιβής .

  Για  τα πιδγιά  που πήγαν  σκουλιό  για πρώτ φουρά του σχουλικό έτος  1967-1968, ου Θιουτόκους ήταν  και παραμένει χώρος δυο φορές ιερός. Για μας που γινήθκαμι του  ’61,αλλά κι για  καναδυό  πιδγιά  αρχές του ’62,είνι η πρώτη  σχολική μας αίθουσα, του πρώτου μας  δημοτικό σκουλιό. Μαζί μι όσους δε  συνάλλαξαν τν πρώτ τάξη κι απόμιναν στν ίδια, ιπιδίς «δεν…έφτασαν τα αντιχτικά», δηλαδή τα ενδεικτικά, καμιά  σαρανταριά δασκαλούλια,  απ’ ικί αρχίντσαμι  να  μάθουμι  γράμματα, να μάθουμι «ναβλακιάζουμι», όπους  έλιγαν οι γουνίδις μας,  παρομοιάζουντάς μας μι νεαρά βόδια που  έμπιναν πρώτη φουρά στ’ αυλάκι του χωραφιού, καθοδηγούμινα απ’ το παλιότερο βόδι, τουν «μέντουρα» που λένι τώρα, κι απ’ τον ζευγά. Τς  πρώτις όμους  μαθητικές  μέρις –αν δουκιούμι καλά, γιατίς τα χρόνια πιρνούν κι του μυαλό μ φύρανι-μάθημα εκανάμι  στ Κουρδελουγιάννη του σπίτ, ουπίσου απ’ του  μαγαζί τ Χρηστάκ.

παλπ69

     Γι αυτό, κάθι χρόνου τέτχις μέρις, δουκιούμι  τα μαθητικά μ χρόνια κι του μάθημα στουν Θιουτόκου. Όλα τα πιδγιά που  του καλουκέρ  του πιρνούσαμι  στα αρμάνια μαζί με τα κουπάδια, έπριπι να  ιγκατασταθούμι στου χουριό,  για να πάμι στου σκουλιό. Ινώ ο Ιούνιος ήταν ου αγαπημένος μας μήνας, ιπιδίς τα σχουλιά έκαναν πάψις κι ξιγλυτουνάμι απ’ του δάσκαλου, κι  τραγδούσαμι απ’ τν χαρά μας «χαρτιά μου πάτι στουν Θιό, βιβλία στα ουράνια», μι  του που ζύγουνι ου Σιπτέμβριους μας έκουβι μάβρους ίδρουτας. Έπριπι να προυσαρμουστούμι αγλήγουρα στη μαθητική μας ζουή  κι να αστουχήσουμι  την καλουκιρνή…. ανεμελιά  χουρίς δάσκαλου κι διάβασμα.  Έπριπι ν’ αλλάξουμι  συνήθειες κι να συμμορφουθούμι. Κούριμα στν πέτσα μι τν ψιλή, αλλά μας πιρίμινι κι άλλου βάσανου. Η μάλλινη  φανέλα. Χινουπουριάζουντας ικίνα τα χρόνια, έπχιαναν κρύα κι βρουχές κι έπριπι  να προυσαρμοστούμι κι ενδυματολογικά .Η αγουραστή  λιπτή φανιλίτσα απουσύρουνταν κι οι μάνις μας  μάς έβαζαν   μάλλινη φανέλα που  έφκιαναν στουν αργαλειό. Τί ανίλα τραβούσαμι   μέχρι να τη συνηθήσουμι! Η μάλλινη φανέλα  μας τσιουμπούσι του κουρμί  λες κι είχαμι έναν αρίτσιου ουπάν στου τουμάρι μας. Αλλά κι τα παπούτσια μάς ζόρζαν. Τα λαστιχένια παπούτσια  μάς πατούσαν κι μάς πλήαζαν στ φτέρνις κι στα δάχτυλα, αφού ίχαμι μάθ μι τα καλοκιρνά σαντάλια ή γιατίς πιρπατούσαμι ξυπόλτα, κι τα παπούτσια να μη χαλνούμι κι για να παίρνουμι ..βιταμίνες απ’ τη γης .

        Τν πρώτη μέρα που πήγαμι σκουλιό, οι μάνις μας δε μας συνόδιψαν καλουντιμένις κι αρουματισμένις όπους τώρα οι νιότιρις, ούτι έβγαζαν φουτουγραφίις,  για να τσανιβάσν «στόρι» στου ινσταγκράμ. Πέρα απ’ τα σπιτχιακά χουσμέτχια, έπριπι να παέν να μαζώξν κι τα καλαμπούκια ή να βγάλν τα φασυλόξυλα στουν κήπου, να στήσν αργαλειό  κι χίλις άλλις δλές.  Όσουν αφορά τα σχουλικά μας είδη τα πιρνάμι μαναχά μας. Μι ένα αβγό ή βιρισιέ μι πιστουτική κάρτα πέρναμι ένα τιτράδιο, ένα μουλύβ κι μια σβήστρα. Γιά ξύστρα δεν ίχαμι παράδις γιαφτό κι πιλικούσαμι τα μουλύβια μι τα μαχαίρια ,για να έχν μύτ. Αφτά ήταν τα όπλα κατά τς αμάθειας. Θιμουστακλής, Χρηστάκς  κι  Μάρκους ήταν ιτότις του Τζάμπου, του Πλαίσιο κι του Πάμπλικ τς επουχής μας. Απ’ του  πουλικατάστημα    τ Μπαρμπακώτσιου στουν Αηδημήτρη  αγοραζάμι… ξενόγλουσσα βιβλία, βουηθήματα, μπίλιες τ αγόρια κι άσπρες κορδέλες, γιακάδις κι μλπε πουδιές by Tseklenis τα κουρίτσια!! Η σχουλική μας τσιάντα , «το σακκούλ», ήταν  χειρουποίητου απ’ τν μάνα κι απ’ τν γιαγιά μας. Ήταν  τρανή  όμους  η χαρά μας που θα γράφαμι για πρώτη φουρά στ ζωή μας  μι μολύβι κι χαρτί. Στου νηπιαγουγείου, όσα πήγαμι κι όταν παγηνάμι, είχαμι μια πλάκα πέντι κούτσκα αντάμα κι ικί τραβούσαμι  γραμμές μι τν κιμουλία κι εφτιαχνάμι παπούδις, όπους  ελιγάμι ιτότις τς  ζουγραφιές.

     Σεπτέμβριος  1967.Η πρώτη σχουλική αίθουσά μας ίνι ου κυρίους ναός στουν Θιουτόκου. Στα θρανία τς εποχής εκείνης καθουμάσταν τρία –τέσσιρα πιδιά μαζί. Χουρούσαμι άνιτα  στα θρανία, έτς ζιούνταβα κι αψόμουτα που ήμασταν .Στν μιαν άκρια τ’ αγόρια κι στν άλλ τν άκρια τα κουρίτσια .Η αγουνία μας ήταν πχιόν κύριου ή κυρία θα έχουμι κι πόσου αυστηρός θα είνι. Η καλή μας τύχη  μας  έστειλε  για πρώτου μας δάσκαλο έναν προυτοδιόριστο  απ’ του Μεταξά, τουν δάσκαλου που όλοι μι τόση αγάπη θυμόμαστι, τον Παναγιώτη Μπασιά. Ου δάσκαλός μας ήταν για εμάς  ου Θεός που θα μας γιόμζι του κιφάλ μι γράμματα. Μι του ύφος ,τουν χαρακτήρα, την  γλυκύτητα τς φωνής τ, την αγάπη τ για μας κι την έγνοια τ  για τη μόρφωσή μας, πέτυχι απλά και μιθοδικά, χουρίς να έχει μιταπτυχιακά, διδακτουρικά κι σιμινάρια, ό,τι  κι σήμερα είνι του σπουδαιότερο: Σι εποχές που ου δάσκαλος ήταν ου φόβος  κι ου τρόμος των παιδιών, αγαπήσαμε του σχολείο κι δεν φουβόμασταν τουν δάσκαλο. Κάθε πρωί κουβαλούσαμι μούγκι  του ξύλου για τν σόμπα και όχι τουν απαίσιου κι μισητό  «παιδονόμο» τς εποχής, τν κρανίσια βίτσα. Τον λατρεβάμι κι τον παρακολουθούσαμι μι τα μάτια  ουρθάνοιχτα. Μπροστά στς  εικόνις απ’ του τέμπλου κι με τα  καντήλια ουπάν απ’ τα κιφάλια μας αρχίντσαμι  να μαθαίνουμι τα πρώτα γράμματα, να  συλλαβίζουμι αντάμα  μι τουν Μίμη κι την Λόλα, να μετράμε μι τα δάχτυλα,  ινώ η ικκλισιά αντί για θυμίαμα μοσχοβολούσε όπους τα παλιά βιβλιοπωλεία απ’ τν μυρουδιά των κανούργιων  βιβλίων κι τετραδίων. Φοντς όμως  αρχινούσαν να βράζν τα τσίπουρα ,η τάξη μας αλλά κι όλους ου μαχαλάς  σκεπάζουνταν απ’ την μυρουδιά που έβγινι απ’ του Καζαναριό τ  Μπαρμπαλέκου. Έπριπι τότι να έχουμι του νου μας  να μην πλιακατούμι στου αυλάκ κι θιλώνουμι του νιρό που πήγινι  στου Καζαναριό. 

  Στουν  Θιουτόκου εκανάμι μάθημα μι τουν κύριου Παναγιώτη κι όταν πήγαμι στν Διφτέρα τάξ. Στν Τρίτ τάξ εκανάμι μάθημα στου μιτέπιτα Ζαχαρουπλαστείου τν Γριβουγιάν. Κι  ναι, δεν ίχαμι  «ευάερες, ευήλιες και λειτουργικές τάξεις» ούτι «αίθουσες πολλαπλών χρήσεων», είχαμι όμους σχουλικό κήπου ουπχάτ μιριά απ’ τουν Θιουτόκου. Ικί  που τώρα ίνι πιδική χαρά.  Φόντς ήταν  καλός ου κιρός,  μας πήγινι ου κύριους Παναγιώτς  ικί, για να  φρουντίσουμι  τα δέντρα, ώστε να απουκτήσουμι κι… κοινωνικές δεξιότητες. Πάντως  ιμάς πλιότιρου μας άριζι ου χειμώνας που  εκανάμι γλίστρα  στν κατηφόρα, τ δική μας  «πίστα του σκι». απ’ την μιριά τς ικκλισιάς προς τ Αμύντα του σπίτ.

  Τώρα ου Θιουτόκους, χάρη στις  συνδρομές και  τις ανιδιοτελείς  προσπάθειες  όλου του χωριού αλλά  κι την ευγενική προσφορά των επιστημονικών  γνώσεων και του πολύτιμου  χρόνου της Τσιαπατόρισας  Νίκης του Χριστόδουλου, έγινε «καλαίσθητος και μεγαλοπρεπής ναός», όπως περήφανος λέγει ο Παπαγιώργης. Πραγματικό  στολίδι της γειτονιάς  και σημείο  μνήμης  για τους συγχωριανούς. Κάτω όμως από τις  πρόσφατες   τοιχογραφίες έχουν παραμείνει για πάντα  θαμμένες οι παιδικές μας αναμνήσεις και  οι  φωνούλες μας ότι «τα φωνήεντα είναι επτά και φωνάζουν δυνατά» και «Έλλη, να ένα μήλο. Λόλα να ένα άλλο. Μήλα, Μίμη.», οι πρώτες προτάσεις που μάθαμε να διαβάζουμε «νεράκι», χωρίς να έχουμε το δάχτυλο κάτω από τη σειρά, όπως υπομονετικά μας συμβούλευε ο δάσκαλός μας. Κάθε φορά που περνώ από τον δρόμο, φέρνω στο μυαλό μου τους  συμμαθητές μου αλλά και τον σοφό μας δάσκαλο, που όλοι αγαπήσαμε και όλοι ευγνωμονούμε. Μακάρι να μας αξιώσει ο Θεός να ξανανταμώσουμε σύντομα  και υγιείς  εκεί που ζήσαμε τα πιο δύσκολα αλλά κυρίως  τα πιο ευτυχισμένα χρόνια.

   Εύχομαι η γενέθλιος ημέρα της Θεοτόκου, της μητέρας όλων των Χριστιανών -ημέρα που πανηγυρίζει  η Παναγιά στου Ζντιάν- να φέρει χαρά σε όλους.

 

Σημ. Ο Κώστας Παλπάνης είναι θεολόγος και κατάγεται από την Ελάτη Σερβίων Κοζάνης

                                                                                                      

Σχόλια   

Κορδέλα Μορφω
0 # Κορδέλα Μορφω 08-09-2021 10:37
Κώστα μου αγαπημένε και εγώ γεννήθηκα το 1959 πηγα πρώτη τα ΜΗ στην Θεοτόκο μας με δάσκαλο τον αγαπητό Κοτρωνακη
Παράθεση
Κώστας Παλπάνης
0 # Κώστας Παλπάνης 08-09-2021 22:57
Παραθέτοντας Κορδέλα Μορφω:
Κώστα μου αγαπημένε και εγώ γεννήθηκα το 1959 πηγα πρώτη τα ΜΗ στην Θεοτόκο μας με δάσκαλο τον αγαπητό Κοτρωνακη


Αγαπητή,Μόρφω.Δεν σε θυμάμαι στο χωριό μας,αφου φύγατε για την πρωτεύουσα ....το Τρανόβαλτο.Στα Σέβια όμως ήμασταν γείτονες,εσυ με τον αείμνηστο Θανάση στον Μπαρμπαγιάννη κι εμείς δίπλα στον Αγόρου,ως μαθητές Γυμνασίου.Αξέχαστα,α μέριμνα,ανεπανάληπτα χρόνια.Πρώταο Θεός,θα γράψω και για αυτά. Να είσαι πάντα καλά.
Παράθεση