Παλπ110Για τους κατοίκους των χωριών του ορεινού όγκου των Καμβουνίων, τα Σέρβια -πριν τη δεκαετία του ’70- ήταν «Η πόλη», «ο πολιτισμός». Καθώς η πόλη της Κοζάνης απείχε τουλάχιστον δύο ώρες από τα χωριά μας, τα Σέρβια αποτελούσαν το πλησιέστερο διοικητικό, οικονομικό, πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο της περιοχής.

Δεν ήταν τυχαίο, άλλωστε, ότι το δρομολόγιο της «άγονης γραμμής» των χωριών μας άρχιζε και τελείωνε στα Σέρβια. Έτσι, μπορεί  η  ιστορική και μαρτυρική πόλη των Σερβίων, έδρα Επισκοπής από το 1745 έως το 1882, που προήχθη σε «Μητρόπολη Σερβίων και Κοζάνης» με έδρα την Κοζάνη, να απέχει «παρασάγγας» από την πόλη των… Σεβρών,  είναι  όμως εξίσου διάσημη-όχι βέβαια για τις πορσελάνες της-  αλλά για τη Βυζαντινή Καστροπολιτεία, τις σπηλαιοεκκλησιές, τα φαράγγια, τους ανθρωπόμορφους και ζωόμορφους βράχους της, τη νικηφόρα μάχη στις Πόρτες το 1912, τη μεγαλύτερη  γέφυρα των Βαλκανίων, την τεχνητή λίμνη, αλλά κυρίως για … τα πλούσια κοιτάσματα χρυσού και το χρυσωρυχείο που λειτούργησε στις αρχές της δεκαετίας του 1970.

   Οι  παππούδες και οι πατεράδες μας «τα Σέρια», όπως τα έλεγαν, τα γνώριζαν από τη στρατιωτική τους θητεία στο Κέντρο Κατάταξης είτε ως νεοσύλλεκτοι φαντάροι είτε ως υποψήφιοι Υπαξιωματικοί στα… Λ.Υ.Β. Επισκέπτονταν όμως συχνά πυκνά και το Ειρηνοδικείο, όπου έλυναν πάσης φύσεως αγρονομικές παρατυπίες και  προσωπικές διαφορές, καθώς και τον Δενδροκομικό Σταθμό, που τους προμήθευε οπωροφόρα δενδρύλλια και κλήματα, υβρίδια και εισαγωγής. Οι επισκέψεις μετά συζύγων προβλέπονταν μόνο για τον «Νιάημερο», την πασίγνωστη εμποροζωοπανήγυρη  στο τέλος Σεπτεμβρίου. Ωστόσο, και οι Σερβιώτες επισκέπτονταν τα χωριά μας. Έρχονταν ζωέμποροι και πραματευτάδες  γενικού εμπορίου και ιδιαίτερα ειδών οικιακής χρήσης. Για τις καλόγουστες, καλοντυμένες και μοδάτες μητέρες μας, τα Σέρβια ήταν «η καρδιά της μόδας», αφού εκεί είχαν την έδρα τους  οι βασιλιάδες της  ένδυσης και των ειδών προικός, ο  Σάκης Τσελεπής κι ο Στέφανος Ζέρβας, πρωτοπόροι της εποχής εκείνης στην παράδοση προϊόντων «κατ’ οίκον» και στην πληρωμή με αντικαταβολή ή πίστωση «ολίγων ημερών». Κατά τις επισκέψεις τους «κατ’ οίκον» προμήθευαν τις μητέρες μας με επώνυμα ρούχα και αξεσουάρ υψηλής αισθητικής και κορυφαίας ποιότητας. Βέβαια, δε λησμονούσαν να δώσουν και τις απαραίτητες στυλιστικές συμβουλές τόσο στις μητέρες μας όσο και στις υποψήφιες νύφες.Τα επώνυμά τους υποδήματα προμηθεύονταν από τον διάσημο οίκο υποδημάτων «Shoes by Vagiotas», ο οποίος είναι ο μόνος οίκος που συνεχίζει την παράδοση προϊόντων «κατ’ οίκον»  στα χωριά μας!  Για εμάς τα παιδιά τα Σέρβια ήταν «η γη της Επαγγελίας» και το τρανό χωριό από το οποίο μας έφερναν «χαλβά παζαρίσιο» και άλλα καλούδια. Το όνειρό μας ήταν να τα επισκεφθούμε κάποια μέρα, «όταν τρανέψουμε». Έτσι μας ξεγελούσαν οι γονείς μας, κάθε φορά που ξεσπούσαμε σε «κλαυθμούς και οδυρμούς» καταμεσής στην πλατεία, όταν το λεωφορείο έφευγε για τον «Νιαήμερο» χωρίς εμάς.

   Για  όσα παιδιά  είχαν την τύχη να  πάνε στο Γυμνάσιο, τα Σέρβια ήταν η «μαθητούπολη», η πρώτη ευκαιρία να σπουδάσουν, να γλυτώσουν από τις λάσπες και να ζήσουν σαν άνθρωποι. Τα δεκατριάχρονα χωριατούλια, μετά από τις επιτυχείς εισαγωγικές εξετάσεις του Ιουνίου, έπρεπε να εγκατασταθούν στα  Σέρβια και να στήσουν σπιτικό, ξεκινώντας το ταξίδι της γνώσης στο μοναδικό εξατάξιο γυμνάσιο της τότε επαρχίας Σερβίων. Το γυμνάσιο που θα τους απελευθέρωνε από την αμάθεια και τη φτώχεια, αποκτώντας ταυτόχρονα αυτοπεποίθηση και ανεξαρτησία  «μακριά από της μάνας τους  την αγκαλιά». Πέρα απ τα ενοικιαζόμενα δωμάτια που στέγαζαν τους μαθητές και τα όνειρά τους στις μαθητογειτονιές: «Ζευγαλατιά», «Παράγκες  και «παλιά Πρακτορεία», σημαντική ήταν η προσφορά στη διαμονή και τις σπουδές πολλών εξ ημών και των δύο Οικοτροφείων που λειτούργησαν στα Σέρβια τις δεκαετίες 1960 έως και 1980.

    Στην κατηφόρα δίπλα  από τον ιερό ναό της Αγίας Κυριακής, προστάτιδος και πολιούχου των Σερβίων, σώζονται μέχρι σήμερα τα κτήρια του οικοτροφείου Θηλέων «Αγία Κυριακή» και του Αρρένων «Ο Άγιος Γεώργιος», που υπήρξαν οι πρώτες κατοικίες, πέραν της πατρογονικής, χιλιάδων παιδιών που κατάγονταν κυρίως από τα ορεινά χωριά των Καμβουνίων, τα παραποτάμια χωριά των Σερβίων αλλά και από χωριά της  επαρχίας Ελασσόνας. Τα Οικοτροφεία αυτά λειτουργούσαν υπό την εποπτεία του Φιλανθρωπικού Σωματείου Στέγη Παιδιού Κοζάνης «ο Άγιος Στυλιανός», με πρωτεργάτες τον Κυρό Μητροπολίτη Πολυανής και Κιλκισίου Αναστάσιο και την αείμνηστο επί σειρά δεκαετιών  Πρόεδρο του Σωματείου Άννα Καραγκούνη. Παρείχαν διαμονή, διατροφή, ασφάλεια, φροντίδα αλλά και «εικοσιτετράωρη παρακολούθηση» σε περίπου εκατόν πενήντα  ξενιτεμένους μαθητές και μαθήτριες ετησίως, για τους οποίους το Οικοτροφείο ήταν «το σπίτι μακριά από το σπίτι τους». Για τους φτωχούς γονείς μας που ονειρεύονταν καλύτερο μέλλον για τα παιδιά τους, το Οικοτροφείο και κυρίως το προσωπικό του ήταν «τα σίγουρα χέρια» για τις τύχες των παιδιών τους, που θα μεγάλωναν «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου».  

Παλπ110

   Για τους οικοτρόφους αμφοτέρων των φύλων η εγκατάσταση στα Οικοτροφεία ήταν μια βίαιη  εμπειρία ζωής, απότομη ενηλικίωση, απογαλακτισμός από την πολυμελή, συνήθως, οικογένεια μας και υποχρεωτική  συσσωμάτωση στην κοινοβιακή ζωή, καθώς  αναγκαζόμασταν για πρώτη φορά σε τόσο μικρή ηλικία να συνυπάρξουμε αρμονικά με συνομήλικους και μεγαλύτερους από άλλα χωριά με διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο και διαφορετικές συνήθειες. Ταυτόχρονα, ήμασταν υποχρεωμένοι να τηρούμε κανονισμούς και να υπακούμε σε πρόσωπα που δεν ήταν πια οι γονείς, οι παππούδες,  οι γείτονες, οι συγχωριανοί μας. Παρόλα αυτά, τα  οικοτροφεία έγιναν φυτώρια «καλών καγαθών» ανθρώπων αλλά και επιφανών μορφωμένων επιστημόνων, «αρένες» ανταγωνισμού αλλά και «κιβωτοί» αλληλεγγύης, κοιτίδες ισχυρών δεσμών μεταξύ των οικότροφων, που αντέχουν ακόμα στο χρόνο. Δε θα μπορούσαν να εκλείψουν  και τα πρώτα της ψυχής σκιρτήματα και καρδιοχτύπια, οι πρώτοι εφηβικοί έρωτες. Έρωτες πλατωνικοί, έρωτες ανεκπλήρωτοι και έρωτες που οδήγησαν τους… δράστες «εις γάμου κοινωνίαν», παραμένοντας «αιώνιοι έρωτες».

   « Νιάημερος» του 1973. Kυριακή 30 Σεπτεμβρίου. Κάτω από το «Γήπεδο του… Τιτάν», επικρατούσε, όπως σε κάθε παζάρι- «πανηγύρι» το λένε οι Σερβιώτες-, συνωστισμός, οχλαγωγία και αποπνικτική ατμόσφαιρα από τα σύννεφα καπνού, σκόνης και τσίκνας. Τα αυτιά μας εκτός από τις φωνές των διαλαλητών εμπορευμάτων, εδεσμάτων και θεαμάτων όπως «ο Γύρος του Θανάτου», «Ο Ξανθός Μάγος», «ο Σαμψών και ο Γορίλας», βομβαρδίζονται αδιάκοπα κι από τον «Μπαρμπαλιά», το τραγούδι  με το οποίο ο άγνωστος τότε Κοντολάζος απέσπασε το πρώτο βραβείο τραγουδιού στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Οι γονείς μου «θυσίασαν» τις δυο πρώτες αγελάδες από μία «εκατόμβη» που χρειάστηκε για να ολοκληρώσω τις σπουδές μου, για να ψωνίσουν για την «φαμπλιά» και «σπιτομάζωμα», αλλά και για εμένα, το γυμνασιόπαιδο, βαλίτσα, αθλητικές φόρμες, καλά ρούχα και παπούτσια «σπορτέξ». Το απόγευμα με όλον τον εξοπλισμό με οδήγησαν στο Οικοτροφείο. Είχα βέβαια αγωνία  ως πρωτάκι για το νέο μου σπίτι αλλά κανένα άγχος, αφού θα είχα μαζί μου τον συμμαθητή και φίλο Νίκο Χριστόδουλο, την αγαπημένη μου ξαδέρφη Ελευθερία –που εκτελούσε χρέη μεγάλης αδερφής- και άλλα γυμνασιόπαιδα από το χωριό μου. Πολλοί όμως συμμαθητές στο Δημοτικό, προτίμησαν τη Δεσκάτη για τις γυμνασιακές τους σπουδές. Την επόμενη  μέρα,1η Οκτωβρίου, άρχιζαν τα μαθήματα στα εξατάξια τότε Γυμνάσια.

   Η επί σειρά ετών Διευθύντρια, η αείμνηστος Ζαχαρούλα Τσιρέκα, με υποδέχτηκε εγκάρδια και με οδήγησε στον πρώτο όροφο του κτηρίου. Εκεί βρίσκονταν οι τέσσερις  κοιτώνες, «οι θάλαμοι», όπως εμείς τους λέγαμε, αφού τα σιδερένια διώροφα κρεβάτια θύμιζαν στρατιωτική  μονάδα. Το ευάερο και ευήλιο δωμάτιό μου ήταν ένας… μικρός θάλαμος δεκατεσσάρων ατόμων, εφαπτόμενος με το κτήριο των Θηλέων. Στα αριστερά της εισόδου του θαλάμου ήταν το διώροφο  κρεβάτι που- κατόπιν προσωπικής συμφωνίας με τον φίλο Νίκο- μοιραζόμασταν εναλλάξ τον πάνω και κάτω όροφο ανά μήνα. Τον λιτό και απέριττο διάκοσμό του συμπλήρωνε η χωνευτή ντουλάπα για την πλούσια γκαρνταρόμπα μας αλλά και το ατομικό μας ντουλαπάκι. Στο ισόγειο του κτηρίου βρίσκονταν οι χώροι προσωπικής υγιεινής, τα λουτρά αλλά και η τεράστια αίθουσα της τραπεζαρίας, χώρος σωματικής και πνευματικής τροφής, αφού μετά το μεσημεριανό φαγητό και την  ημίωρη  ανάπαυση μεταβαλλόταν σε αναγνωστήριο.

   Το  ίδιο απόγευμα στο «αθλητικό μας κέντρο» έναντι του οικοτροφείου, ο Νίκος και εγώ κάναμε κα την πρώτη μας γνωριμία, τον Θύμιο Παπαγιάννη. Μία γνωριμία που έγινε φιλία που αντέχει στον χρόνο. Συζητώντας, όχι βέβαια για iphone,data και gigabyte αλλά για τα κοινά μας βουκολικά  βιώματα, ο πρώτος κοινός μας φίλος εμπλούτισε τις γνώσεις μας για την Ντοβρά και τον Αμάρπη στον οποίο άφησε τα γίδια «να πλαλούν στα βαλάνια» και αγωνιούσε για την τύχη τους. Το βράδυ η Διευθύντρια μας έκανε το πρώτο «κήρυγμα» της χρονιάς και ζήτησε σεβασμό και υπακοή στον επιμελητή. Ακολούθησε ενημέρωση για το ημερήσιο πρόγραμμα, τον κανονισμό λειτουργίας και τον οδηγό των υποχρεώσεών μας για την εύρυθμη λειτουργία και ευταξία του οικοτροφείου, μολονότι η κυρά Γιαννούλα και η κυρά Βαγγελιώ έκαναν τιτάνιο αγώνα να διατηρούν τους χώρους του καθαρούς και ευπρεπισμένους. Η μέρα έκλεισε με ελαφρύ βραδινό και αποσυρθήκαμε στους θαλάμους.

  Προφανώς, οι πληροφορίες για την οργάνωση  και λειτουργία της πτέρυγας των θηλέων είναι λιγοστές. Κανένας  δεν παραβίαζε το «Άβατο» του Οικοτροφείου Θηλέων άνευ αδείας της Διευθύντριας και μόνο «για  λόγους ανωτέρας βίας». Πιο εύκολα περνούσε Ανατολικογερμανός το τότε «Τείχος του Βερολίνου» παρά οικότροφος αρσενικού γένους τη σιδερένια πύλη του «Θηλέων». Μόνο το δίδυμο «Νικολάκης και Κωστάκης» αποτελούσε εξαίρεση στην απαγόρευση. Προφανώς το άγουρο της ηλικίας τους αλλά και τα αγνά  κίνητρα να αποτελούσαν  την «πράσινη κάρτα» εισόδου και ολιγόωρου παραμονής στο «Άβατο». Εντελώς αβάσιμες αποδείχτηκαν οι κατηγορίες ότι το τρομερό δίδυμο δρούσαν ως διπλοί πράκτορες και κατάσκοποι «του ψυχρού πολέμου» μεταξύ Αρρένων και Θηλέων. Το μόνο κίνητρο τους ήταν να πάρουν «μέρισμα» από «τα πακέτα βοηθείας» που έστελναν οι γονείς των κοριτσιών-έχοντας ιδιαίτερη αδυναμία στις σοκολάτες από μετανάστες γονείς- ή να κατέβουν στην κουζίνα, για να παραδώσουν τα ψώνια από τον «Μαρίκο» στην κυρά-Σοφία. Εκείνη, πάντα στοργική, φρόντιζε να τους ανταμείψει με κάποιο κολατσιό, καθότι αμφότεροι έπασχαν από νευρική «υπερ…ορεξία  επί εδάφους αρχομένης σωματικής ανάπτυξης».

    Η επόμενη μέρα θα ήταν γεμάτη από τις ανεξίτηλες εμπειρίες  της…Σπαρτιατικής και γυμνασιακής ζωής. Όντως, το επόμενο πρωί η κατηφόρα από το οικοτροφείο μέχρι το Γυμνάσιο ήταν γεμάτη από ευειδείς παιδίσκες, καλλιπάρειες και καλλίκομες έφηβες, με μπλε σχολικές ποδιές και καλοσιδερωμένους άσπρους γιακάδες, συνδυασμένες με άσπρα σοσόνια και παπούτσια «σπορτέξ»-όπως λέγαμε τότε κάθε φίρμας  αθλητικά παπούτσια- σύμφωνα με τις επιταγές της μόδας και της υποχρεωτικής ομοιόμορφης μαθητικής ενδυμασίας. Μαζί τους αλλά… σε απόσταση ασφαλείας, κατηφόριζαν  φερέλπιδες ζωηροί  νεανίσκοι και ευσταλείς καλοχτενισμένοι έφηβοι με την κουκουβάγια στο στήθος, στεφανωμένη με το διακριτικό λογότυπο «Γυμνάσιον Σερβίων»,  γεμάτοι από όνειρα και ελπίδες ότι θα αλλάξουν τη ζωή τους  και ταυτόχρονα  τον κόσμο…

   Όντως το Οικοτροφείο άλλαξε τη ζωή μας, μας «ξεβλάχεψε». Έπρεπε να υιοθετήσουμε νέους τρόπους ατομικής και  κοινωνικής συμπεριφοράς, να ενσωματωθούμε ειρηνικά στην «πολυπολιτισμική» κοινωνία των Σερβίων, πιστοί στο ρηθέν «μην τηράς νύφη μ πώς ήξερνις, αλλά κατά πώς τα βρήκις». Προσαρμόσαμε τις διατροφικές αλλά και ενδυματολογικές μας συνήθειες, υιοθετήσαμε κανόνες  ευταξίας και ευπρέπειας κοινόχρηστων χώρων, ατομικής και δημόσιας υγιεινής, ατομικού καλλωπισμού. Οι περισσότεροι, ίσως για πρώτη φορά, είχαμε κρεβάτι «καταδικό» μας, πυτζάμες, παντόφλες. Το στρώμα μπορεί να μην ήταν ορθοπεδικό και πουπουλένιο, δεν  ήταν όμως από «λόζιο», φτέρη ή «καλαμκόφυλλα» που στρώναμε στις καλύβες, πριν φτάσει στα χωριά μας «ου σιλτές». Το αστραφτερό μας χαμόγελο οφειλόταν στην οδοντόβουρτσα και οδοντόκρεμα «Kolynos» και όχι στο αλατόνερο. Για τα όμορφα και υγιή μαλλιά μας χρησιμοποιούσαμε σαμπουάν ΟM-OR. Για τα απαλά μας χέρια και τη βελούδινη επιδερμίδα αποκλειστικά σαπούνι «LUX», όπως η διαφημίζουσα αυτό Σοφία Λόρεν. Το πράσινο σαπούνι γενικής χρήσης που τόσα δάκρυα μας προξενούσε, το βάλαμε οριστικά στο «χρονοντούλαπο της Ιστορίας». Δεν έλειπε από το νεσεσέρ φυσικά η αρρενωπή κολόνια «Μυρτώ».

    Για την υγιεινή διατροφή μας, τη σωστή σωματική και πνευματική μας ενδυνάμωση φρόντιζε η αείμνηστος διατροφολόγος-διαιτολόγος, μαγείρισσα και «μητέρα» μας κυρά-Σοφία Χαρισοπούλου. Χωρίς σπουδές γαστρονομίας και αστέρια Μισελέν αλλά με σεβασμό στην αποστολή της και με απέραντη αγάπη για τα παιδιά του Οικοτροφείου, που τα φρόντιζε ίσως καλύτερα από τα δικά της, κατάφερε να γίνει η φιλόστοργος «μητέρα» όλων μας. Προφανώς και δεν είχαμε γαλλικό πρωινό, κρουασάν και  άλλα εδέσματα της υψηλής κοινωνίας, αλλά τώρα πια, αντί για  «τραχανοπάπαρα», «γαλοπάπαρα»  και την «κατσιαμάκα», καταναλώναμε μαργαρίνη «Super fresco» με μαρμελάδα από τον «Μαρίκο» και γάλα με χαμηλά λιπαρά για όσους έκαναν υγιεινή διατροφή… Τα αιτήματα των vegan οικοτρόφων για γάλα καρύδας ουδέποτε ικανοποιήθηκαν από τη Διεύθυνση. Κάθε Τετάρτη και Παρασκευή όμως καταναλώναμε τίον-κατά το τέιον- ευρωπαϊκό με ελιές και χαλβά. Το  αρχοντικό μεσημεριανό, προσαρμοσμένο στις ανάγκες της ηλικίας μας, περιελάμβανε συχνά πυκνά ζυμαρικά, γεώμηλα και όσπρια εμπλουτισμένα με πρωτεΐνες από «το αθώο μαμούνι της φακής», όπως μας διαβεβαίωνε η σεβαστή μας Διευθύντρια. Φυσικά, με βάση τη γνωστή ρήση «ένα μήλο την ημέρα τον γιατρό τον κάνει πέρα», το μήλο αποτελούσε το μόνιμο επιδόρπιό μας. Το δείπνο περιοριζόταν σε ελαφριές σούπες, γιαουρτάκια και ρυζόγαλα, προετοιμάζοντας μας για τη διατροφή που ακολουθούμε τώρα πια λόγω ηλικίας! Όλα τα φαγώσιμα ήταν σε ικανοποιητικές ποσότητες αλλά και υψηλής διατροφικής αξίας. Τις περιόδους νηστείας το μενού προσαρμοζόταν ανάλογα…

  Για την παράθεση του φαγητού και την τακτοποίηση της τραπεζαρίας υπήρχε η «ομάδα  υπηρεσίας» που άλλαζε ανά βδομάδα. Μια ομάδα οικοτρόφων, υπό την εποπτεία και τον συντονισμό κάποιου μεγαλύτερου, ήταν επιφορτισμένη  να βοηθάει στην παράθεση των γευμάτων. Ήμασταν  οι άμισθοι... τραπεζοκόμοι. Έπρεπε να ξυπνάμε νωρίτερα από τους υπόλοιπους για την προετοιμασία του πρωινού, να στρώνουμε τα τραπέζια με τα ανάλογα σερβίτσια για κάθε γεύμα και να μεταφέρουμε τα  εδέσματα από το μαγειρείο στην τραπεζαρία, απόσταση μικρή μεν, αλλά αρκετή, για να προλάβουμε να ελέγξουμε αν είχε αλάτι το φαγητό… Ακολουθούσε το σερβίρισμα του φαγητού-με αυστηρή τήρηση όλων των κανόνων σερβιρίσματος και υπό το άγρυπνο βλέμμα της κυρά Σοφίας. Ίσως αυτή η προϋπηρεσία  να ήταν το εφαλτήριο για αρκετούς από εμάς που «διακριθήκαμε» ως σερβιτόροι αλλά και ως… καλοί σύζυγοι! Τότε μόνο δίναμε το σύνθημα να κατέβουν και οι υπόλοιποι χτυπώντας συνθηματικά το κάγκελο της εσωτερικής σκάλας του οικοτροφείου με τα κουταλοπήρουνα… Κανένα γεύμα δεν ξεκινούσε, χωρίς να ζητήσουμε ομαδικά και μεγαλοφώνως από τον Κύριο να ευλογήσει «την βρώσιν και την πόσιν» και δεν τελείωνε, χωρίς να επαναλάβουμε πως «πλούσιοι  επτώχευσαν και επείνασαν…». Κανείς δεν μπορούσε να πάρει «απαλλαγή» από την προσευχή, ειδικά όταν παρούσα ήταν η Διευθύντρια. Αν και, όταν κάποια στιγμή έκανε παρατήρηση σε μαθητή γιατί δε συμμετείχε στην προσευχή, εκείνος απάντησε ατάραχος: «Δε νουμίζου, Δεσποινίς, ότι χρειάζιτι κάθι μέρα να παρακαλούμι τον Θιό δημόσια κι φουναχτά!!».

    Το πρόγραμμα της ημέρας άρχιζε με δυναμωτικό πρωινό και αναχώρηση για το σχολείο. Οι μεγαλύτερες τάξεις για το ιστορικό κτήριο του Γυμνασίου και οι μικρότερες για τα «παραρτήματα». Εμείς ως «πρωτάκια» κατευθυνθήκαμε στα «γκαράζια» δίπλα από το Γυμνάσιο, ενώ οι της Δευτέρας Τάξης προς τις  ιστορικές «Παράγκες», παραπλεύρως του Δευτέρου Δημοτικού. Μετά το πέρας του σχολικού μας προγράμματος- πλήρεις πνευματικής τροφής, ηθικής και σωματικής  διάπλασης- παίρναμε τον δρόμο της επιστροφής. Στην διαδρομή μας προς το Οικοτροφείο είχαμε συνοδοιπόρους νεαρούς  «εξωγυμνασιακούς» ή «εξωοικοτροφικούς» επίδοξους μνηστήρες που «πολιορκούσαν» τις συμμαθήτριές μας με όπλο… τη λεκτική τους δεινότητα και την «υψηλή τους καταγωγή» ως γόνοι επώνυμων οικογενειών των Σερβίων. Οι γυμνασιόπαιδες δεν τολμούσαν δημόσια να εκφράσουν τα αισθήματά τους προς τις συμμαθήτριές τους, καθώς η προειδοποίηση δεν άφηνε περιθώρια: «η λεκτική παρενόχλησις των θηλέων τιμωρείται με διήμερον αποβολήν». Εμείς των πρώτων τάξεων του Γυμνασίου τελειώναμε νωρίτερα και έτσι είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε την ησυχία του Οικοτροφείου μακριά από τα «παιδαγωγικά» καψόνια των μεγαλυτέρων. Αφού σχολούσαν και τα εξάωρα, σερβιριζόταν το γεύμα. Μεσολαβούσε ανάπαυλα μίας ώρας, προκειμένου να αλλάξει… το σκηνικό και η πολύβουη τραπεζαρία να μετατραπεί σε αναγνωστήριο, χώρο μελέτης, περισυλλογής και προετοιμασίας για τα μαθήματα της επόμενης μέρας.

    Στον δυτικό τοίχο της τραπεζαρίας  υπήρχε μεταλλική βιβλιοθήκη για τα σχολικά μας βιβλία και τα ελάχιστα βοηθήματα, «λυσάρια» και «μεταφράσεις». Τις πρώτες ημέρες γνωριμιών και  προσαρμογής ζητούσαμε από τους μεγαλύτερους να ντύσουν τα βιβλία  και τα τετράδια μας με το γνωστό μπλε χαρτί και να γράψουν το ονοματεπώνυμό μας στις ετικέτες. Οι περισσότεροι προστρέχαμε στον καλλιγράφο Φώτη Νάνο, ενώ αποφεύγαμε όσους ο γραφικός τους χαρακτήρας δυσκόλευε ακόμα και τον πιο έμπειρο φαρμακοποιό!  Για τις πάσης φύσεως ζωγραφιές προστρέχαμε στον αυτοδίδακτο εκπληκτικό «ζωγράφο»  Ανέστη Νάκα, από τους πρώτους που χρησιμοποιούσαν «το  κακό» χέρι, δηλαδή το αριστερό… Θεματοφύλακας της «τάξης και ηθικής» ήταν ο επιμελητής του Οικοτροφείου, ο εκ Μεταξά ορμώμενος Γιώργος Μπατσίλας, απόφοιτος του Γυμνασίου, πρώην οικότροφος και αδαμάντινος χαρακτήρας. Ήταν ο  Big Brother,ο εγγυητής της ειρηνικής συμβίωσης, διαιτητής δίκαιος όχι μόνο στα καθημερινά μας «διπλά», τις μεταξύ μας ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις, αλλά και πυροσβέστης στις εφηβικές αψιμαχίες των ευέξαπτων οικοτρόφων. Θυμάμαι μια τέτοια ανταλλαγή «γαλλικών» μεταξύ Αντρέα και Χάρη, με λάφυρο  το μαυρισμένο πρησμένο μάτι του Αντρέα. Αφού επήλθε άμεσα η συμφιλίωση, ο μετανοημένος Χάρης ρώτησε τον Αντρέα αν βλέπει. Τότε ο… αείμνηστος  Έντριους, με το ιδιαίτερο χιούμορ του και επηρεασμένος από την ομότιτλη ταινία της εποχής, απάντησε: «Δυστυχώς… Ορατότης μηδέν». Σε αψιμαχία άλλων αψίκορων για το ποιος είναι πιο «μάγκας»,  επινοήθηκε ο συγκριτικός βαθμός του «μάγκας», το γνωστό πια «μαγκύτερος»!

   Η προετοιμασία για τα μαθήματα της επόμενης  μέρας ήταν μια επίπονη διαδικασία που «απάλυναν» τα πειράγματα και οι σκανταλιές μας. Οι οικότροφοι των μεγαλύτερων τάξεων, υπέρμαχοι και εφαρμοστές της αλληλοδιδακτικής μεθόδου  διδασκαλίας και μάθησης, γίνονταν οι «φροντιστές» μας και οι βοηθοί μας στη διεκπεραίωση των  γραπτών εργασιών, στην επίλυση ασκήσεων και αποριών-πέρα από τα λυσάρια και τα βοηθήματα των μεταφράσεων για μαθηματικά και αρχαία ελληνικά αντίστοιχα. Τα πρωτάκια, με το θρυλικό «Αναγνωστικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης» του Γ. Ζούκη  πάσχιζαν να μάθουν από το πρώτο κιόλας κείμενο τη μετάφραση -«Πιστεύω τω φίλω. Πιστόν φίλον εν κινδύνοις γιγνώσκεις»- αλλά και τα γραμματικά και συντακτικά φαινόμενα. Έτσι η πρόταση «Ότε τα ζώα φωνήν είχε, τα πρόβατα έλεγε τω δεσπότη» αποτελούσε το γνωστό παράδειγμα για την εκμάθηση της περίφημης «Αττικής σύνταξης». Ταυτόχρονα, έπρεπε να κατανοήσουν και να εμπεδώσουν διάφορα αποφθέγματα, όπως «Μηδέν άγαν» και «Μη προτρεχέτω η γλώττα της διανοίας», κατάλληλα για την ηθική «διάπλαση των παίδων». Οι της Δευτέρας τάξης, εκτός από το «Δαρείου και Παρυσάτιδος…»,  αποστήθιζαν την «Αρχήν του Αρχιμήδους»: «Παν σώμα βυθιζόμενον εντός υγρού,..». Στην Τρίτη, ασχολούνταν με την «Ανάβαση του Αλεξάνδρου» και αποστήθιζαν… «ισοβίως» το «Πυθαγόρειον Θεώρημα»: «Το τετράγωνον της υποτεινούσης…» Στην Τετάρτη η εκμάθηση των Αγγλικών συμπληρωνόταν με δεύτερη «ξένη» γλώσσα: «Regina rosas amat» και το πασίγωστο «Dum spiro, spero». Οι της Πέμπτης τάξης έπρεπε να γνωρίζουν-εκτός από τους όρους  και κανόνες της Τριγωνομετρίας- τις «Νεαρές» του Ιουστινιανού αλλά και τις ένδοξες σελίδες του Βυζαντίου. Στη συγκεκριμένη τάξη οι μεταφράσεις αρχαίων ελληνικών κειμένων ήταν αυξημένης δυσκολίας. Ήταν λοιπόν άκρως απαραίτητο να γνωρίζουν οι «μεταφραστές» πως η απορία στην ερώτηση του φυλακισμένου Σωκράτη προς τον μαθητή του Κρίτωνα «Τι τηνικάδε αφίξαι, ω Κρίτων» μεταφράζεται «Γιατί έχεις έρθει τόσο πρωί, Κρίτωνα;» και όχι «Τι τενικέδια ρουπουτάς χαραϊάτκα, ξιπατουμένε Κρίτουνα;». Επιπλέον έπρεπε να κατανοήσουν ότι η σωστή απάντηση στην πραγματολογική ερώτηση «Γιατί νομίζετε ότι δεν απέδρασε ο Σωκράτης από τη φυλακή, ενώ μπορούσε;»  δεν είναι, φυσικά, «γιατί είχι τζιάμπα του φαϊ κι τουν ύπνου»! Οι δε τελειόφοιτοι άνετα  μπορούσαν να απαγγείλουν έμμετρα στίχους από τα Ομηρικά έπη αλλά και στα λατινικά αποσπάσματα από την «Αινειάδα» του Βιργιλίου. Την καλλιέργεια των χρηστών ηθών και αρχών και την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας μας υποβοηθούσε το δεκαπενθήμερο μαθητικό περιοδικό «Η ζωή του Παιδιού».

    Εμείς όμως, ως φιλομαθείς νέοι, διψασμένοι για  ποικιλία γνώσεων και εντυπώσεων, δεν αρκούμασταν στις γνώσεις που μας προσέφερε το παραδοσιακό μοντέλο διδασκαλίας… Ακολουθώντας- ήδη από τότε- τις παιδαγωγικές απόψεις περί διερευνητικής- βιωματικής μάθησης και διαθεματικής προσέγγισης της γνώσης, προστρέχαμε και σε άλλα παιδικά και εφηβικά περιοδικά, που τα κυκλοφορούσαμε λαθραία μεταξύ μας και δανείζαμε ο ένας στον άλλον. Το θράσος μας ήταν τέτοιο που τα είχαμε μαζί μας και στο αναγνωστήριο. Για να ξεφύγουμε από το άγρυπνο βλέμμα του επιμελητή μας, εφαρμόζαμε τη μέθοδο «Ξεφεύγω διά της παραπλανήσεως»! Ενώ  είχαμε ορθάνοιχτα τα σχολικά βιβλία, τοποθετούσαμε  ανάμεσα στις σελίδες τα «απαγορευμένα» περιοδικά : «Μικρός Σερίφης», «Μικρός Καουμπόυ», «Μπλεκ», «Όμπραξ», «Μίκυ Μάους» και άλλα συναφή και αγαπητά αναγνώσματα στους νέους της εποχής εκείνης. Ο επιμελητής μας, ο Γιώργος, βλέποντας μας προσηλωμένους και απορροφημένους, καταλάβαινε την παρανομία μας και χωρίς να γίνεται αντιληπτός κατάφερνε την αρπαγή και  κατάσχεση του απαγορευμένου  εντύπου. Αποτέλεσμα, το δωμάτιο του, η μοναδική  ατομική «πολυτελής σουίτα», να έχει περισσότερα τεύχη περιοδικών από το βιβλιοπωλείο του Βλάχου. Εντελώς ανυπόστατες, κακόβουλες και αναπόδεικτες παρέμειναν οι συκοφαντίες «εξωοικοτροφικών» στοιχείων ότι  οι μεγαλύτεροι οικότροφοι εμπλούτιζαν τις εγκυκλοπαιδικές τους γνώσεις με περιοδικά ποικίλης ύλης με τον ξενόγλωσσο τίτλο «Καζανόβας»! Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, μη διασταυρωμένες όμως, στο «Άβατο» των θηλέων κυκλοφορούσαν τα «ακατάλληλα» για τα χρηστά ήθη των κορασίδων έντυπα «Μανίνα» και «Σούπερ Κατερίνα», με δώρο αφίσα του Πασχάλη και του Τζορντανέλι, αλλά και τα «Φαντάζιο», «Ντομινό» και «Βεντέτα», με αφίσες του «Πρίγκιπα» Τόλη, του «ερωτικού» Πάριου αλλά και του «ποιοτικού» Νταλάρα, που μόλις είχε κυκλοφορήσει τον ολοκαίνουργιο δίσκο «Βυζαντινός Εσπερινός». Θραύση έκαναν στους «κύκλους φιλαναγνωσίας» των συμμαθητριών μας και τα περίφημα βιβλία τσέπης «Βίπερ Νόρα».

   Το καθημερινό  μας πρόγραμμα  τηρούνταν με θρησκευτική ευλάβεια. Έναρξη  μελέτης στις 15:30. Διάλειμμα  από το πολύωρο διάβασμα στις 17:30 και έξοδος στο γήπεδο. Το οικόπεδο απέναντι από το οικοτροφείο είχε περισσότερες πέτρες από ό,τι καρπούζια το μποστάνι. Ο «πετροτάπητας» όμως δεν αποτελούσε εμπόδιο για το ταλέντο των ποδοσφαιρόφιλων. Πολλοί οικότροφοι εκεί έκαναν τα πρώτα ποδοσφαιρικά τους βήματα. Υπήρχε και διπλανό  οικόπεδο που αθλούνταν οι εραστές των αγωνισμάτων στίβου. Εκεί  υπέστη βαρύ διάστρεμμα ποδοκνημικής ο Φόρης στην προσπάθεια του για άλμα εις μήκος. Αμέσως μεταφέρθηκε στον πρακτικό ορθοπεδικό Σμυρλή, που αντιμετώπισε  το περιστατικό επιτυχώς. Άλλοι σε μικροπαρέες κρύβονταν στα χαλάσματα, για να ενηλικιωθούν καπνίζοντας. Αρκετοί  ανέβαιναν στους θαλάμους να φάνε κάτι από τα αποθηκευμένα στα ντουλαπάκια τρόφιμα, μόνο που τις περισσότερες φορές… ήταν παραβιασμένα. Οι έχοντες χαρτζιλίκι πετάγονταν μέχρι τον Λαδιά ή τον Φώντη, για να το εξαργυρώσουν σε είδη πρώτης ανάγκης ή στο περίπτερο  στη γωνία απέναντι από τον «Μαρίκο», για να προμηθευτούν με χίλιες προφυλάξεις χύμα τσιγάρα ή μικρό «Καρελάκι». Μόλις περνούσε το μισάωρο διάλειμμα, η σφυρίχτρα του επιμελητή σήμαινε το τέλος του προαυλισμού μας. Δικαιολογημένη απουσία από το αναγνωστήριο είχαν μόνο οι τυχεροί που συγκροτούσαν ομάδα, για να ξεφορτώσουν το στρατιωτικό όχημα που μας προμήθευε ψωμί αρίστης ποιότητας και μεθυστικής ευωδίας. Ήταν χρυσή ευκαιρία, για να βγούμε εκτός οικοτροφείου και να κρύψουμε καμιά κουραμάνα κάτω απ’ τα ρούχα μας σαν τον Γιάννη Αγιάννη του Ουγκώ. Στις 20:00 ολοκληρωνόταν η μελέτη και ακολουθούσε το βραδινό φαγητό και η απόσυρση στους θαλάμους. Στις 22:00 σήμαινε σιωπητήριο για νυχτερινή κατάκλιση.

    Υπήρχαν όμως ορισμένοι  που  παρέμεναν ξάγρυπνοι, όχι βέβαια γιατί τους κυνηγούσαν οι Ερινύες ή γιατί συνέχιζαν το διάβασμα. Η αγωνία τους ήταν πόσα «πυροφάνια» θα τοποθετήσουν στα πόδια των κοιμωμένων μικρότερων οικοτρόφων, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τον διανυκτερεύοντα επιμελητή και πώς θα σκαρώσουν άλλες συνηθισμένες αθώες πλάκες που θα διασκόρπιζαν την μονοτονία της καθημερινότητας και θα ψυχαγωγούσαν θύτες και θύματα. Σύμφωνα με το έθιμο, τις παραμονές που θα φεύγαμε για διακοπές Χριστουγέννων και Πάσχα, έπρεπε  να βάψουν τα πρόσωπα των κοιμωμένων συνοικοτρόφων τους με τη μαύρη μπογιά, το «στιλβωτικόν  υποδημάτων Κάμελ». Όταν ξυπνούσαμε το πρωί, ήμασταν κατάμαυροι σαν τον Βουτσά στην ταινία «Τον Αράπη κι αν τον πλένεις»! Όπως αποδείχτηκε μετά εικοσαετίας που δημοσιεύτηκαν από το Foreign Office τα μυστικά αρχεία του Οικοτροφείου,  πρωτεργάτες ήταν ο Άρης από το Μικρόβαλτο και Τζήμος από το Τρανόβαλτο, τα πιο «τσιφτηλίθκα κι κατρατσιάρκα πιδγιά» που γνώρισα στο οικοτροφείο.

    Παρά τις προσωρινές… ηθικές παρεκτροπές  μας  και την  περιστασιακή «παραβατική»  συμπεριφορά ορισμένων, δεν παραμελούσαμε   να συμμετέχουμε στους όρθρους των εορτών στην Αγία Κυριακή και να ζητήσουμε τη μεσιτεία της, πριν φύγουμε για το σχολείο. Κάθε πρωτομηνιά, επίσης, μια ομάδα ευσεβών νεαρών συμμετείχε στην ακολουθία του «Μικρού Αγιασμού» και μετέφερε  το καθαγιασμένο νερό  στο Οικοτροφείο προς αγιασμό όλων των οικοτρόφων, ώστε να καταστεί γι’ αυτούς «ίαμα ψυχών και σωμάτων». Το Σαββατοκύριακο  ξεκινούσε με συμμετοχή στον εσπερινό και στην Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία, ενώ τουλάχιστον μία φορά εβδομαδιαίως πηγαίναμε στο Κατηχητικό, στο Επισκοπικό Μέγαρο. Ο μακαριστός  παπά Νικόλας με πατρική στοργή πάσχιζε να μας εμφυσήσει τα χριστιανικά ιδεώδη, να μας  διδάξει σεβασμό στις αξίες της ζωής και να κάνουμε οδηγό το ορθόδοξο χριστιανικό ήθος με την καλλιέργεια της αγάπης για τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Ωστόσο, υπάρχουν ομολογίες οικοτρόφων ότι το κίνητρο της συμμετοχής τους στο Κατηχητικό δεν ήταν μόνο η περαιτέρω  κοινωνικοποίηση τους και η μετοχή στην «εν Χριστώ ζωή», αλλά και η αποφόρτιση τους από το βαρύ σχολικό πρόγραμμα, η ολιγόωρη έστω απόδραση από τα «δεσμά» του Οικοτροφείου  και κυρίως  ήταν η ζεστασιά από το καλοριφέρ που διέθετε το Επισκοπικό Μέγαρο, καθώς η χρήση της κεντρικής θέρμανση στο οικοτροφείο ήταν περιορισμένη. Εμείς όμως ζούσαμε σε καλύτερες συνθήκες από τους παλαιότερους, για τους οποίους η θέρμανση στηριζόταν σε σόμπες που έκαιγαν κάρβουνο. Ως εκ θαύματος σώθηκαν την τελευταία στιγμή από τις αναθυμιάσεις που προήλθαν από ξεχασμένη ανοιχτή σόμπα παλαιότεροι οικότροφοι ενός θαλάμου χάρη στην έγκαιρη αντιμετώπιση του περιστατικού από τον αείμνηστο γιατρό Καμπουράκη. Έτσι, κατάκοποι αλλά  ζεσταμένοι και ήρεμοι, συχνά παραδινόμασταν στην αγκαλιά του Μορφέως, έχοντας για νανούρισμα… τις νουθεσίες του σεβαστού μας παπά Νικόλα Δρόσου, μετέπειτα Μητροπολίτη Καρπενησίου.

  Για τους ελεύθερους πολιορκημένους οικοτρόφους η Κυριακή και οι επίσημες αργίες  ήταν οι αγαπημένες τους ημέρες, όχι γιατί είχαν ευκαιρία για περισσότερο ύπνο και ξεκούραση, αλλά για νέες εμπειρίες και «δημιουργική» αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου τους. Εάν είχαμε καλή εβδομαδιαία διαγωγή, η Διευθύντρια μας επέτρεπε την είσοδο στο Θηλέων. Στην τραπεζαρία του υπήρχε η μοναδική τηλεόραση των Οικοτροφείων. Με απόλυτη τάξη και χωρίς φωνασκίες, πανηγυρισμούς και σχολιασμούς των αμφισβητούμενων φάσεων, παρακολουθούσαμε τον κυριακάτικο ποδοσφαιρικό αγώνα σε περιγραφή Γιάννη Διακογιάννη. Εννοείται ότι οι θήλεις οικότροφοι ήταν «κλειδαμπαρωμένες» στους κοιτώνες τους! Κάθε Κυριακή είχαμε μόνο, ιδίως οι μικρότεροι, δυο υποχρεώσεις: εκκλησιασμό και μεταφορά του φαγητού για ψήσιμο στους φούρνους είτε του Μπουζέτη είτε του Σταμπλιάκα. Το αγαπημένο μας κυριακάτικο φαγητό, συνήθως κοτόπουλο στο φούρνο με πατάτες ή ρύζι, το τοποθετούσε η κυρά Σοφία  σε μεγάλες τετράγωνες λαμαρίνες. Στις άκρες τους υπήρχαν χερούλια από τα οποία κρατώντας τις ανά δύο, τις μεταφέραμε στον φούρνο σε αποστάσεις που οι σημερινοί νέοι θεωρούν πολύ μακρινές! Ήμασταν οι πρώτοι «ντελιβεράδες» χωρίς αμοιβή, ασφάλιση και πλήρη εργασιακά δικαιώματα! Παράδοξο ίσως ακούγεται σήμερα σε εποχές delivery και e-food, αλλά συνηθισμένη κυριακάτικη εικόνα για τους δρόμους των Σερβίων κάποτε. Το μεσημέρι οι ίδιοι μεταφέραμε τις λαμαρίνες με το ψημένο φαγητό πίσω στην κουζίνα του Οικοτροφείου. Ερχόμενοι από τον «Μπουζέτη» δια μέσου του στενού τότε  δρομίσκου για τις Παράγκες, ακουμπούσαμε τις λαμαρίνες στον χαμηλό πέτρινο περίβολο της οικίας του βιβλιοπώλη Βλάχου και ως κριτές του Master Chef δοκιμάζαμε αν καλοψήθηκε το κοτόπουλο! Οι στάσεις ήταν... συχνές, με αποτέλεσμα στο οικοτροφείο να φθάνει μόνο ρύζι ή πατάτες και λιγότερες ή ελάχιστες μερίδες κρέατος. Όταν επιστρέφαμε όμως από τον «Σταμπλιάκα», οι δοκιμές ήταν ελάχιστες λόγω του ότι διασχίζαμε κεντρικούς δρόμους και ήταν ορατές… οι δοκιμές μας. Τελικά, όπως ήταν αναμενόμενο, η Διευθύντρια, πέρα από τις αυστηρές παρατηρήσεις, απαγόρευσε τη μεταφορά των λαμαρίνων  από άρρενες, εναποθέτοντας την μεταφορά και τις ελπίδες της… στις θήλεις οικοτρόφους.

   Αφού τιμωρηθήκαμε με απαγόρευση της μεταφοράς φαγητού από και προς τους φούρνους και υποβάθμιση της διαγωγής  μας σε «κοσμία» και «καλή» και ισόβια στέρηση της τηλεοπτικής παρακολούθησης ποδοσφαιρικών αναμετρήσεων, είχαμε στη διάθεσή μας περισσότερο χρόνο τις Κυριακές, τότε που όντως η κάθε μέρα είχε την  ιδιαίτερη χάρη της και δεν ήταν όλες  οι μέρες ίδιες, άχρωμες και βαρετές, όπως σήμερα που ισοπέδωσε τα πάντα  ο «σύγχρονος» τρόπος ζωής. Χρήματα δεν είχαμε, αλλά βρίσκαμε τρόπους διασκέδασης της φτώχειας μας. Όταν επέτρεπε ο καιρός εξορμούσαμε στα Κάστρα, την «Ακρόπολη» των Σερβίων, προσπαθώντας να εμπλουτίσουμε δια ζώσης τις ιστορικές μας γνώσεις. Άλλοι αιθεροβάμονες κατέβαιναν στο ρέμα του Αη Γιώργη και στη Χούνη, μήπως πετύχουν καμιά «φλέβα χρυσού» και απαλλαγούν οριστικά από τη φτώχεια. Οι νουνεχείς  οργάνωναν «εξορμήσεις επιβίωσης» στα πάσης φύσεως οπωροφόρα δέντρα, κηπάρια και αμπελοτόπια του κάμπου των Σερβίων- από Ρύμνιο έως Πλατανόρεμα- εισβάλλοντας ως ακρίδες στα μποστάνια καθότι… φρουτοφάγοι. Δε μας τρόμαζαν ούτε οι αγροφύλακες ούτε οι περιφράξεις ούτε οι αποτρεπτικές χειρόγραφες ταμπέλες προειδοποίησης: «Είναι ραντισμένα, Κίνδυνος θάνατος!» Κάποιος μάλιστα «θρασύς» οικότροφος έγραψε με κιμωλία κάτωθεν της νεκροκεφαλής: «Μη φουβάσι, μπάρμπα. Τα πλένουμι κι μιτά τα τρώμι»!! Είναι όντως κακός σύμβουλος η πείνα… Κατεβαίναμε, φυσικά ποδαράτοι, και  στον Αλιάκμονα, που θα γινόταν λίμνη, να θαυμάσουμε από κοντά την τοξωτή γέφυρα και το πλημμύρισμα των χωραφιών λόγω του φράγματος Πολυφύτου.

    Αποφεύγαμε να κυκλοφορούμε εντός των Σερβίων τις ηλιόλουστες ιδίως μέρες, για να μην «ενοχλούν» τις μύτες μας οι μεθυστικές μυρωδιές των Ζαχαροπλαστείων «Τιάκου» και «Μπουκουβάλα». Μέρος από τις αιματηρές οικονομίες μας τις ξοδεύαμε να φάμε μία πουτίγκα τέσσερα άτομα μαζί, γι’ αυτό μάθαμε στη ζωή μας να μοιραζόμαστε τα πάντα και να εκτιμούμε τα πάντα… Περιπλανώμενοι, χορταίναμε με τις μυρωδιές των φούρνων και με αυτές που έφταναν στα ρουθούνια μας από τις κουζίνες των προκομμένων νοικοκυρών της πόλης. Κατηφορίζοντας  στην «117 Εθνομαρτύρων» ρίχναμε μια βιαστική ματιά στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, αλλά τα μάτια μας καρφώνονταν στα «Προσεχώς» στον κινηματογράφο του Μαλέτσκου-πάντα «μετά φόβου» καθηγητών. Φυσικά, χρήματα δεν υπήρχαν για «άρτο» πόσο μάλλον για «θεάματα»! Η είσοδος των σινεφίλ μαθητών απαγορευόταν αυστηρώς χωρίς την έγκριση και συνοδεία των καθηγητών. Παροιμιώδης  έμεινε η τιμωρία μαθητών για παράνομη παρακολούθηση της ταινίας με τον «ενδιαφέροντα» τίτλο: «Το νησί της αμαρτίας». Στο διάλειμμα «ολίγων λεπτών» «κατάσκοποι» καθηγητές εντόπισαν μαθητές εντός του κινηματογράφου. Ορισμένοι κατάφεραν και απέφυγαν την «αυτόφορη» σύλληψη, ξεγλιστρώντας από τις πίσω μυστικές εξόδους κινδύνου. Την επόμενη μέρα έπεσε «βαρύς ο πέλεκυς». Οι φυγάδες τιμωρήθηκαν με «οκταήμερον αποβολήν». Όσοι όμως βγήκαν από την κεντρική είσοδο, «έπεσαν στα μαλακά». Τιμωρήθηκαν με «τετραήμερον αποβολήν, διότι  εξήλθον γενναίως»! ! Στο τέρμα της κατηφόρας υπήρχε από τότε το θρυλικό «117», καφετέρια ιστορική αλλά απαγορευμένος χώρος τότε για τους μαθητές. Ακόμη και το πέρασμα έμπροσθεν της καφετέριας τιμωρούνταν με «αυστηράν επίπληξιν και προειδοποίησιν  προς γνώσιν και συμμόρφωσιν των δραστών αλλά και παραδειγματισμόν των ετέρων μαθητών». Ήταν και αυτό γνώρισμα της γενιάς μας. Για να μας επιτραπεί η είσοδος κάπου έπρεπε να συνοδευόμαστε από  ενήλικες ή να έχουμε το απαραίτητο όριο ηλικίας και την «έξωθεν καλήν μαρτυρίαν».

 Αυτές ήταν οι ανεπανάληπτες Κυριακές στα Σέρβια, που οι δρόμοι και η πλατεία  ήταν γεμάτοι από πάσης φύσεως πάροικους, μέτοικους και παρεπίδημους μετανάστες. Εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων, καθότι ο νόμος απαγόρευε ρητά την απομάκρυνση τους από τον τόπο διδασκαλίας. Επιστήμονες όπως γεωλόγους, χημικούς, μεταλλειολόγους, μηχανικούς από κάθε γωνιά της γης,-από τη Φιλανδία, την Κίνα, τις ΗΠΑ, τον Καναδά- που είχαν έρθει να εργαστούν στο πρώτο για τη χώρα μας μεταλλείο χρυσού. Αξιωματικούς και φαντάρους από όλη την Ελλάδα που έκαναν αισθητή την παρουσία τους με τις στολές εξόδου. «Προνομιούχους» εργαζόμενους στο Φράγμα Πολυφύτου και στην Υψηλή Γέφυρα με τις οικογένειές τους, των οποίων οι αμοιβές αποτελούσαν τα «ρετιρέ» της εποχής εκείνης. Την πολυπρόσωπη και πολύχρωμη αυτή εικόνα συμπλήρωναν μαθητές και μαθήτριες από τα γύρω χωριά, οι οποίοι προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν την κυριακάτικη αργία, για να ξεφύγουν από τη μοναξιά τους- μακριά από τις οικογένειές τους, από τους περιορισμούς που επέβαλε η μαθητική τους ιδιότητα και η ζωή στο οικοτροφείο ή σε ενοικιαζόμενα δωμάτια, πιστοί όμως πάντα στα αυστηρά ήθη της εποχής. 

   Χωρίς υπερβολή, οι αναμνήσεις και οι περιπέτειες από τη ζωή των οικοτρόφων και όλων των μαθητών και μαθητριών της εποχής εκείνης στα Σέρβια, δεν μπορούν να αποτυπωθούν, ακόμη και αν καταγραφούν σε εκατοντάδες γραπτές  σελίδες και από τον καλύτερο συγγραφέα- και εγώ σίγουρα δεν έχω αυτή την ικανότητα. Εξάλλου, καθένας και καθεμία έχει «χρωματίσει» τις αναμνήσεις αυτές με τα χρώματα της δικής του/της ψυχής και των δικών του/της ματιών. Και εγώ μέσα από τα δικά μου μάτια προσπάθησα να αποτυπώσω στιγμές και αναμνήσεις που καταγράφηκαν ανεξίτηλα στην καρδιά και το μυαλό μου, αν και έζησα μόνο μία χρονιά στο Οικοτροφείο, το 1973-1974. Χρόνια δύσκολα, εμπειρίες σκληρές για μικρά παιδιά, συνθήκες που σήμερα φαντάζουν τριτοκοσμικές και ανυπέρβλητες. Απάλυναν  όμως στο πέρασμα του χρόνου και μπορούμε πλέον να τις επαναφέρουμε στη μνήμη μας χωρίς να πονάμε, αλλά να κλαίμε από συγκίνηση και νοσταλγία, σα να διαβάζουμε ένα παραμύθι με καλό τέλος… Μπορούμε πια  να βλέπουμε τα θετικά εκείνων των χρόνων. Γίναμε υπεύθυνοι, με αξίες, ικανοί να αντιμετωπίζουμε με θάρρος, αισιοδοξία και αξιοπρέπεια τις προκλήσεις της ζωής, αποκτήσαμε άλλον τρόπο σκέψης και κυρίως πράξης. Μπορούμε να είμαστε υπερήφανοι πως δε «μας παρέσυρε το ρέμα», δεν παραστρατήσαμε και δε χάσαμε τον εαυτό μας «λόγω των δυσκολιών», όπως συχνά επικαλούνται ως δικαιολογία οι σύγχρονοι νέοι. Μπορούμε να αισθανόμαστε ακόμα «αδέρφια», μέλη της μεγάλης οικογένειας του Οικοτροφείου, όλα αγαπημένα παιδιά της Άννας, της Ζαχαρούλας, της Ερασμίας και της Σοφίας, που έφυγαν από την ζωή, για να συναντηθούν στη γειτονιά των Αγγέλων με τον Αντρέα, τον Πάνο, τον Ευριπίδη, τον Χρήστο, τον Βαγγέλη, τον Γιώργο. Μα και με την Αμαλία, την Κατερίνα, τη Δέσποινα, την Ολυμπία, την Κωνσταντίνα (Ντία), την Ελευθερία. Εύχομαι να μην υπάρχουν άλλοι και άλλες που έφυγαν από κοντά μας και δεν το γνωρίζω.

   Για όσες και όσους  δεν είναι πια μαζί μας ας θεωρηθεί το κείμενο αυτό  «μνημόσυνο» εκ μέρους  όλων των οικοτρόφων. Για τους εν ζωή οικοτρόφους, που ένα μέρος της καρδιάς τους παρέμεινε εκεί στην κατηφόρα της Αγίας Κυριακής, στου αριθμούς 17 και 18,ας αποτελέσει ευγενική υπενθύμιση των ανεπανάληπτων στιγμών, όταν ήταν άλκιμοι νεανίες και χαριτόβρυτες νεάνιδες. «Κι αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι και έφυγαν τα νιάτα κι η δροσιά», κι αν μεγαλώσαμε, ωριμάσαμε, αλλάξαμε, θέλω να πιστεύω ότι μείναμε και θα είμαστε πάντα τα «παιδιά του Οικοτροφείου», που θα περιμένουν να ανταμώσουν  πάλι στην «ΚΑΤΗΦΟΡΑ». Μόνο να μας έχει ο Θεός γερούς…

    ΥΓ. Οφείλω να ευχαριστήσω και δημόσια όλους και όλες που με βοήθησαν στη σύνταξη του μακροσκελούς -ζητώ για άλλη μία φορά συγγνώμη-κειμένου. Ιδιαίτερα, την αγαπητή Νίκη Παπαθανασίου, σύζυγο του εξίσου αγαπητού μας επιμελητή, καθώς, εκτός από πληροφορίες, μου εμπιστεύτηκε την ιδέα της για τη συγγραφή του αφιερώματος και με παρακίνησε επανειλημμένα για την υλοποίησή της. Επίσης, «τη ζωντανή βιβλιοθήκη αναμνήσεων», τον φίλτατο Φώτη Νάνο, για τις πολύτιμες πληροφορίες και οδηγίες του καθώς και για την ηθική του συμπαράσταση.