Όπους σας έδουκα του λόγου μ, θα προυσπαθήσου να γράφου ό,τ μπουρέσου για τα παλιακά γιγουνότα, τα ξετάγματα, τσ τρανές γιουρτές κι τα ηθίματα ιτότις κι τώρας. Ιφκιρία τώρα ίνι να γράπσου κι ψίχα απ’ ό,τ σπούδασα, για να μην παραπουνιέτι κι τώρα η ψυχή απ’ τν μάναμ ότι τηρώ τα κουπάδια, τα σπαρτά κι άλλις σαλαμάρις.
Όπους έλιγι μι παράπουνου, «έχου μιράκ μια φουρά, πιδάκι μ, να μας μουλουγής Θεουτικά που έμαθις στ Σαλουνίκ κι ξέκανις ένα ίσιουμα γιλάδια τάχαμου σπουδάζουντας. Απουρώ τι τα μαθέντς τα δασκαλούλια! Αφού βιβλίου δεν ανίγς και μιλάς όλν τν ώρα στου τηλέφουνου μι τουν Χριστάκ τς Θιλουγίας, τουν Κουστάκ τσ Τασιούλας κι τουν Βαγγέλ, πού τα βόσκξιτι τα πρόβατα κι πού τα πήγιτε. Ουράτσεις να διουριστείς κι θα σ’ απουλήκν μι τα ρέουλα που έχς!!».
Άσι που ίσους να με συγχωρές κι ου Παπαγιώρς που μι λάβζι –κι μι του δίκιου τ ο χριστιανός- ότις, ινώ ικίνους μι καρτιρούσι να ψάλλου κι να κάνου κήρυγμα, ιγώ τηρούσα μούγκι να ξιγκουσέψου τς φίλοι μ στα κουρέματα κι στα τριφύλλια, για να βγάλου κι ιγώ καμνιά υποχρέους. Ιφκιρία να απηλουηθώ κι στν Κουσταντινιά που μι ρώτηξι για τα καρυόφυλλα τ Άγιου Πνέμα κι να βγάλου κι του μιράκ απ’ τ μάνα μ, να θυμθούμι τα πιδικά μας κι να τα μάθν κι οι νιότιρ. Έτσιας κι ιγώ μαθαίνου μαζί μι τι σας κι θα ιμπλουτίσου κι του… βιουγραφικό μ. Όλοι που διαβάζτι τα γραφούμινα μι βουηθάτι να κάνου κι γω, όπους ίνι τώρας στν… μόδα, μιταπτυχιακό κι διδακτουρικό. Ακούου στην δλιά να λέν ότις όπχιους δεν έχ απού τώρα κι πέρα τέτχια χαρτιά, «μπλιτζίκια» που έλιγαν κι οι τρανύτιρ, θα ’ρθει μια μέρα μια Αξιουλόγηση κι θα μας απουλήκν απ’ τν δλιά. Τα γράφου κι αφτά. για να μη νουμίζτι ότι σας κάνου χάρη,
όλνους σας. Ιγώ πρέπ να σας φχαριστήσου όλους που μι δίντι αφουρμές να θυμθούμι αντάμα ό,τ εζησάμι κι ό,τ εχασάμι. Πουλά απ’ αφτα ίσους τα δουκιέστι κι ’σεις , αλλά ιγώ θα τα ξαναπώ να τα μάθουμι καλύτιρα.
Για να μη με ζαβρατίστι ότι κλώθου απού σαράντα σύνουρα, έρχουμι στου θέμα μας. Τώρα που τρανιψάμι, εμαθάμι για του τριήμερο του Αγίου Πνεύματος νουμίζουντας ότις θα ξιαπουλθούμι στα ιξουχικά κι τς παραλίις κι στα ξινουδοχεία ή όπ χαλέβ ου καθένας για ξαπόσταμα. Σίγουρα κι τα … «πιντάστιρα» χρήζουντι κι οι παραλίις κι τα βνά αλλά κι αφτά που γένουνταν κι γένουντι τέτχις χρουνιάρις μέρις στου χουριό μας κι στα γύρου χουριά, καλά ίνι να τα τηρούμι κι να τα ξαναθυμθούμι, για να τα μαθέν κι οι νιότιρις γινές. Όπους έλιγι κι ο Χριστός, «και ταύτα ποιήσαι, κακείνα μη αφιέναι». Ικίνα λοιπόν τα χρόνια αφτό του τριήμιρου ήταν διαφουρετικό για του χουριό μας, όπους δουκιούμιστι όλοι μας. Σταματούσαν όλις οι δλές στα κηπώματα κι στα χουράφια, αλλά η τυρράνια συνιχίζουνταν. Κι πλιότιρο για τς γνέκις που ίχαν χίλις δλιές κι έπριπι να φρουντίσν κι για του Ψυχουσάββατου τα Ρουσαλιού, όπους τόλιγαν, για να του ξιχουρίζν απ’ τάλλα τα Ψυχουσάββατα που γένουνταν τουν χειμώνα. Απ’ τουν εσπερινό τς Παρασκευής μέχρι την Κυριακή που γονατούσαν, η τρανύτερη έγνοια τους αυτό το τριήμερο ήταν να φκιάξν «τ΄απαραίτητα για τς ψυχές».
Τόνουμα Ψυχοσάββατου «τα Ρουσαλιού» του πήρε απού ένα έθιμου πουλύ παλιό που γένουνταν στν Ιταλία. Οι πρόγουνοί τους, οι Λατίνοι, πήγιναν τραντάφλα κι στόλτζαν τα μνημόρια. Τα τραντάφλα λέγουντι στα λατινικά Rosas, κι του έθιμου «Ροζάρια». Μιτά του πήραν κι οι Βυζαντινοί κι τόβγαλαν «Ροσάλια» κι απ’ αφνούς σώζιτι ως σήμερα και δηλώνει έθιμο «μνήμης και τιμής για τους νεκρούς». Πάντους κι αφτό του νικρικό έθιμου ξικήντσι απ’ τν αρχαία Ελλάδα μι του όνουμα «Υδροφόρια», για να τιμούν κι να μην αστουχνούν αφνούς που χάθκαν στουν κατακλυσμό του Δευκαλίωνα. Τόλιγαν ιπίσις οι γνέκις κι «μάβρου» ή «βαρύ Σαββάτου», ιπιδίς πίστεβαν και πιστέβν ότις οι ψυχές που έβγιναν τν Ανασταση απ’ τα μνημόρια, ήταν για τιλιφταία μέρα μαζί μας, αφού θα ξαναπήγιναν στουν τόπου τους «την Κυριακή που γουνατούν» στν Ικκλισιά, όπους τν έλιγαν οι μάνις μας την Κυριακή τς Πεντηκοστής. Του Σαββάτου αφτό ήταν το τιλιφτέου που οι αναστημένες ψυχές θα έμιναν κοντά στα σπίτια τς κι στ συγκινίδις. Μιτά απουχουρίζουνταν τουν πάνου κόζμου κι ξαναγύρζαν στουν κάτου, για να ξανάρθουν πάλι τν άλν χρουνιά του Πάσχα. Η στεναχώρια ήταν τρανή για όλους, ζουντανούς κι νεκρούς, γιαφτό έλιγαν «Όλα τα Σάββατα να παν, να παν και να γυρίσουν, του Ρουσαλιού το Σάββατο να μην ξαναγυρίσει». Ιμίς όμους τα πιδούλια καρτιρούσαμι τα Ψυχουσάββατα πώς κι πώς, σαν τα χιλιδουνούλια στ φουλιά, αφού τότις ψυχουπιανάμι κι λαγκονιαζάμι μι αυτά που μας μοίραζαν οι γνέκις, για να σχουρέσουμι τ’ αγαπημένα τους πρόσωπα.
Οι γνκέκις απού μέρις νουρίτιρα, σιλάρουναν τα μνημόρια, ικίνα μι τα ξύλινα κάγκιλα βαμμένα μαύρα ή σκούρου καφέ. Έκουβαν τα χουρτάρια μι του λιλέκ ή τα ξιβουτάντζαν μι τα χέρια, για να τα βρούν οι ψυχές τακτουποιημένα φόντς θα γυρνούσαν στουν τόπου τς. Εβραζαν του στιάρ, ζύμουναν λειτουργιές, κλούριαζαν πίτις κι, αφού τέτχια ιπουχή ίχαν κι ψίχα παραπάν γάλα τα γαλάρια, έφκιαναν γαλατόπτις, ρυζόπτις κι κλουράκια, για να μοιράσν στούν κόζμου. Τν Παρασκευή, μόλις βαρούσι η καμπάνα για τουν ισπιρινό, καθιμιά έπιρνι τν κανίστρα που ήταν σκιπαζμένη μι του ειδικό κιντημένου με πισωβιλουνιά κανιστρουμάντηλου. Αργότιρα ήρθαν στν μόδα τα πλικτά. Κάθι κουρίτς ίχι στν προίκα τ κι κανιστρουμάντηλου. Μέσα στν κανίστρα είχαν τακτουποιημένα τα σχώρια που θα μοίραζαν στν Ικκλισιά. Πέρα απ’ τα φαγώσιμα-βραζμένου στιάρ μι ζάχαρ, ιλιές, φιλούδις ψουμί καθάριου, πίτις ανάρτις- έπιρναν κι κάνα μπακέτου τσιγάρα «Πηντάρ σκέτου» ή «Εθνους ιξιριτικά», που ήταν ιτότις τα…«ιπίσημα» των φτουχών, κι ένα μπουκάλι τσίπουρο μι του φιρφιρί, για να κιράσν τς τρανύτιρ άντρις, για να σχουρέσν τα πιθαμένα. Έπιρναν οπουσδήποτι κι του Ψυχουχάρτ, και τον παρά για τουν αφέντ, δηλαδής τουν παπά. Ιμίς προυλαβάμι τουν παπα-Βασίλ τουν Τρέβλα, που λειτούργησε στου χουριό μας για παραπάν απού μια εικουσαετία.
Ιμίς πάλι τα δασκαλούλια, πιριμινάμι πώς κι πώς να ’ρθει αφτόιας του Ψυχουσάββατου, γιατί ήταν πχιό πλούσιου απ’ τα χιμουνιάτκα. Ήταν μέρα χαράς για ιμάς, αφού κι θα ετρουγάμι ό,τι μας μοίραζαν οι γνέκις κι θα εχανάμι του μάθημα τν Διφτέρα τσ Αγιά Τριάδας. Καταλαβαίναμι ιπίσις ότι μιτά από λίγου κιρό θα έκαναν πάψεις τα σχουλεία για του καλουκέρ κι θα γκζιρούσαμι ξιόλτα χουρίς του φόβου απ’ τουν δάσκαλου στ Βρικουκιά τς Πουλιουγώργινας, στ Κιρασιές τς Λιουλιάθκις κι στς μπλές μι τα πράσινα μήλα. Χώρια που οι δάσκαλ μας απουλνούσαν ιπίτιδις γρηγουρότιρα ιτούτη τν Παρασκευή του διλνό, για να προυφτάσουμι του μοίρασμα στν Ικκλισιά. Θυμάστι που εκανάμι μάθημα κι τα Σάββατα κι του δειλνό, ιπιδίς δεν είχαμι τρανό σχουλιό να μας χουράει όλα τα πιδούλια του χωριού του προυί;
Αφού απουλνούσι ου παπάς τουν εσπερινό, έβγιναν όλοι στου Νάρθηκα. Ικίνα τα χρόνια, οι γνέκις έμπιναν κι έβγιναν υπουχριουτικά μόνο απ τς πίσω πόρτις του νάρθηκα κι τς ικκλησίας, αυτές που βλέπν κατάματα στς Ντινου-γιάννινας κι στς Όλγας τα σπίτια, κι στέκουνταν πίσου απού τς ιπιτρόπ κι ψηλά στουν γινικουνίτ. Απ’ τν μπροστινή πόρτα του Νάρθηκα που τηράει κατά τ Αγγιλάκ του καφινείου κι απ’ τν μεσαία πόρτα της Ικκλησιάς, μπρουστά απ’ τς ιπιτρόπους, πιρνούσαν μούγκι οι άντρις. Οι μόνις γνέκις που μπινόβγιναν μαζί με τς άντρις ήταν οι χουρουφυλακίνις κι οι δασκάλις. Οι γιαγιάδις κι οι μάνις μας δεν ήθιλαν ν χαλάσν του… έθιμου. Ούτι καν αραδούσαν μέσα απού του νάρθηκα. Μόνο τα Ψυχουσάββατα ιπιτριπόταν οι γνέκις να βγουν στου νάρθηκα κι απ’ τν μισέα πόρτα τς Ικκλησιάς. Στ’ άλλα μνημόσυνα μοίραζαν τα σχώρια στν πίσου μιριά στου νάρθηκα. Άλλα χρόνια, άλλα μυαλά.
Όταν έβγιναν στουν νάρθηκα, οι τρανύτυρ άντρις κάθουνταν τρόιρας στα πιζούλια που έχουμι στου νάρθηκα κι πιρίμιναν τν αράδατς, για να πάρουν του δίκιου τους. Οι γνέκις πιρνούσαν με τς κανίστρις μπρουστά απ’ τς άντρις, για να μοιράσν πρώτα σια φνούς τα σχώρια. Ου τρανός όμους συνουστισμός κι ου γουργουλιός γένουνταν απού ιμάς τα δασκαλούλια. Φόντς αρχινούσαν να μιράζν οι γνέκις, ιμίς απλουνάμι τα χέρια κι ντάβζαμι λέγουντας «Δώσι κι μένα θειά!». Νταλντούσαμι σαν τα σφαχτά στν αλατσιά, για να πάρουμι τα σχώρια κι να τα βάλουμι μέσα σι τζαλαντίνις-σακκούλις τρουφίμουν τς λέμι ιτούτα τα χρόνια-, όλα ανακατουμένα… Όσις γνέκις ζουν ακόμα, θυμούντι τι ανίλα τραβούσαν κι απορούν πως δεν τς γκριμούσαμι καταής μαζί μι τς κανίστρις κι τα ψυχουχάρτια. Ήταν όμους σίγουρες ότι «θα πιάνουνταν του συγχώριο», θα ψυχουπιάναμι κι ιμίς τα ξενιστκουμένα! Όλα μας, τώρα που τρανιψάμι, φόντς γλέπουμι αηρουπλάνα να ρίχν ανθρουπιστική βουήθεια στα πιδιά σι φτουχές χώρις, θυμούμιστι ότις έτσιας πουδουπατιούμασταν κι ’μείς ικίνα τα χρόνια κι πόσου ταλιπουρημένα τρανιψάμι αλλά κι πόσου ιφτυχισμένα γενουμάσταν μι του κάθι τις. Λιανιζουμάσταν να προυλάβουμι κι να φάμι στουν νάρθηκα ό,τι προυλαβινάμι κι να πάμι κι στα σπίτχια μας, νάχουμι κι για τν άλλη μέρα, κατά πως μας ουρμήνιβαν οι οικουνομολόγ, οι μανάδις μας. Έπριπι ακόμα να θυμούμιστι τι μας έδουσι η κάθι γνέκα, για να… βαθμουλουγήσν οι μάνις μας τν νοικουκοιρουσύνη της κάθι συγχουριανής μας. Βέβια η καθιμιά έλιγι σαν κριτής του Master Chef: « Ποιά προυκουμέν τάφτιαξι ιτούτα; Τα θκάμ ίνι καλύτιρα!».
Τν άλλη μέρα, προυί του Σαββάτου γένουνταν λειτουργία στου νεκρουταφίου, «στν Παρασκευή» που λέμι στου χουριό μας. Ιτούτου του Σαββάτου ήταν σαν Πασκαλιά για ιμάς τα πιδιά. Αφού απουλνούσι η λειτουργία, οι γνέκις μοίραζαν, πέρα απού τα νηστήσιμα τσ Παρασκευής, κουμάτχια τυρί και λοϊών του λουϊούν πίτις, γαλατόπιτις, λαχανόπιτις ή σπανακόπιτις, κλουρόπτις, αφού λόγου κι τς εποχής είχαν αρκετές «πρώτες ύλες» απ’ τα κηπώματα για να πιτίσν. Πιρνούντας τα χρόνια αρχίντσαν να φκιάν κι μουντέρνα γλυκά ικτός απ’ τς ζαχαρόπτις. «Ριβανί» κι « του κέκ», όπους τάλιγαν οι μάνις μας. Δεν μπουρώ να ξέρου τί γνώμ έχτι ισείς ή αν άξιτι τίπουτας απ’ τς μανιές ή τς μανάδις σας , αλλά ιγώ μι του φτουχό μ του μυαλό νουμίζου ότις η συνήθεια μέχρι κι τα σήμιρα να φκιάν οι γνέκις πίτις κάθι Σαββάτου, ξέμινι απ’ τα Ψυχουσάββατα. Ίσους είχαν ακούς ότις η Ικκλησία μας κάθι μέρα τς ιβδουμάδας τν έχ αφιερουμέν σε κάπχιου σημαντικό πρόσωπο ή γιγουνός. Ετσι κάθι Σάββατου ίνι αφιερουμένου στην μνήμη των νεκρών. Γιαφτό έφκιαναν πίτις τα Σάββατα κι μοίραζαν κι στν γιτουνιά, κάνουντας η καθιμιά του ιβδουμαδιαίου «οικουγινιακό Ψυχουσάββατου» για όλνους τσ πιθαμέν απ’ του σόι τους.
Ξημηρώνουντας η Κυριακή, όπους κι τώρα κάνουν στου χουριό μας, οι γνέκις πήγιναν στν ΑγιαΠαρασκιβή μι λούδια για τς δικούς τους νικρούς κι τάβαζαν στα μνημόρια. Ήθιλαν, όταν ξαναγυρίσν ικί οι ψυχές να βρουν κάτι κι απ’ την αυλή τους. Μιτά πήγιναν στν Τρανή Ικκλησιά κρατώντας στα χέρια καρυόφυλλα. Η Κυριακή αφτή, Κυριακή της Πεντηκοστής ή της Γουνατιστής, πινήντα μέρις μιτά τν Πασκαλιά, ήταν σμαδιακή για ικίνις. Ισως να μην ήξιρναν καλά ότι, όπους λεν τα χαρτιά, «η Εκκλησία μας γιορτάζει την ανάμνηση της Επιφοίτησης του Αγίου Πνεύματος» κι ότι «η Πεντηκοστή είναι η γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας, αφού εκείνη την ημέρα πίστεψαν και βαφτίστηκαν στα Ιεροσόλυμα τρεις χιλιάδες άνθρωποι κι ιδρύθηκε έτσι η Εκκλησία ως σώμα Χριστού». Ήξεραν όμους πολύ καλά ότι, όταν χτυπούσι η καμπάνα, τς καλούσι να παέν στν Ικκλισιά, για να ανταμουθούν μιταξύ τους κι μι τους νικρούς τους. Την Κυριακή αφτή, Κυριακή που γουνατούν, έπιρναν στν ικκλισιά τραντάφλα, αλλά οπουσδήπουτι κι καρυόφυλλα, να τα στρώσν στα γόνατα τους, για να γένουν «γκιφύρια να πιράσν οι ψυχές για τουν Άδη». Μιγάλωσαν μαθαίνουντας ότι τν Κυριακή αφτή γουνατούν και σκύβουν, για να μη δουν τα στιναχουρημένα πρόσουπα τους οι στεναχωρημένις ψυχές των αγαπημένων νεκρών και στεναχωρηθούν πλιότιρου όλοι. Η θειά μ η Βασίλινα μ’ είπι πως μουλογούσι η μάνα της: «Τα παλιά τα χρόνια που ου κόσμους ήταν αγνός κι πίστιβι, έβλιπαν για πηνήντα μέρις τς ψυχές. Μια Κυριακή όμους πήγαν στν ικκλισιά τα ουρφανά πιδιά απού μια μάνα. Πιρνώντας απού μπρουστά η ψυχή απ’ τν μάνα τα, αφτά αρχίντσαν να την φουνάζν κι να την παρακαλούν να μη φύγ. Η καψουμάνα δεν ξαναφάγκι απού τότις άλλη χρουνιά τν Κυριακή που γουνατούν, ιπιδίς δεν ήθιλι να ξαναστιναχουρής τα πιδγιά τς. Απού τότις κι πέρα καγκάνας δεν τηράει ψηλά, αλλά γουνατάει κι σκύβ, για να μη δει τς ψυχές των νεκρών. Ικίνις μας γλέπν, ιμίς όμους δεν καν να τηρούμι». Πικραμένες λοιπόν οι γνέκις απ’ τουν απουχωρισμό απ’ τς ψυχές των πιδιών, των αντρών, των γονιών κι όλων των συγγενών τους, γουνάτιζαν πάνου στα πικρά σαν τς καρδιές τους φύλλα τς καρυδιάς, τα καρυόφυλλα. Αφτά μιτά τάπιρναν στα σπίτια κι τα βάζαν στα συντούκια κι στς μισάντρις, για να μην τρών οι μόλτσις τα πράγματα.
Πρέπ να σας εξηγήσου ότι ο παπάς γουνατάει κι καλεί κι τς χωριανοί να κάνουν του ίδιου στον «εσπερινό της Γονυκλισίας» που γένηται αμέσως μιτά του «Δι ευχών…», που σώνιτι η Θεία Λειτουργία. Ο παπάς διαβάζ ιφτά ιφχές. Μια απ’ αφτές τς ευχές αφουρά κι τα πιθαμένα μας που ξαναγυρνούν στα σκουτάδια του κάτου κόσμου. Γιαφτό παλιότιρα κρατούσαν στν Ικκλισιά ή στα σπίτχια κι απού ένα κιρί, για να φέγκν τς ψυχές να βρουν του δρόμου . Έτσι ολοκληρώνονταν το τριήμερο μνήμης ιτότις. Τν Διφτέρα τς Αγιά Τριάδας, τα πράγματα ήταν πιο ξικούραστα για τς συναισθηματικά και σωματικά κουρασμένες γνέκις. Του διλνό, αρχινούσαν οι έγνις για τς ζουντανoί.
Αφτά ίχα να γράψου. Μαζέφκαν πάλι μια ντριστέλα κι θα μουρμουρίζτι ότις σας έφκιασα του κιφάλ καζάν κι του μυαλό κουρκούτ. Του Ψυχουσάββατου τα Ρουσαλιού ήρθι κι φέτους. Ίμι σίγουρος ότις θα τηρήσουμι όλα τα ηθήματα όπους κάνουν κι όλις οι συγχουριανές μας, όπου κι αν κατοικούν κι όσου μακριά απ’ τουν τόπου μας παντρέφκαν κι πρόκουψαν σαν άξιις κι ικανές γνέκις. Κι φκιάσιμου ξέρουν να φκιάξν για τις ψυχές κι αγουραστά προυσήφουρα έχ παντού για να μοιράσν. Εμαθάμι απ’ τς γουνίδις κι απ’ του σκουλιό πώς η μνήμη, η τιμή κι η φρουντίδα για όσους έφυγαν απού κοντά μας ίνι ιερή υποχρέωση όσουν απόμειναν πίσου.. Κι αν ακόμα δεν φκιάξουμι τίπουτας, για να μοιράσουμι στν Ικκλισιά κι στ γειτουνιά δεν ίνι κακό. Κακό λεν ότις είνι να ξεχνούμι όπχιους έφυγαν. Ανάψτι ένα κιρί στν πέτρα, όπους έκαναν κι οι γιαγιάδις κι οι μάνις στου χουριό μας, κι μνημονέψτι μι του νους σας τους αγαπημένους σας που έφυγαν. Ένα κερί αρκεί. Αλλά ακόμα κι αν ιμίς ξιαστουχήσουμι να κάμουμι «τα απαραίτητα», ο Παπαγιώργης θα τoυς μνημονέψει όλους, «πάππον προς πάππον» όπως χαρακτηριστικά εύχεται σε κάθε ακολουθία και σε κάθε Θεία λειτουργία.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ, ΓΕΜΑΤΑ ΜΕ ΤΑ ΕΠΤΑ ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ΚΑΛΗ ΑΝΑΠΑΥΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΙΣ ΨΥΧΕΣ ΟΛΩΝ.