Η πρώτη του Γενάρη, πρώτη μέρα του χρόνου1, παντού γιορτάζεται με ιδιαίτερη επισημότητα. Όλοι υποδέχονται τον καινούργιο χρόνο με χαρές και γλέντια και εύχονται να φέρει ευτυχία σ' όλο τον κόσμο.
Τα Σούρβα (Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα)
Το πρωί της παραμονής της Πρωτοχρονιάς τα μικρά παιδιά, όπως και τα Χριστούγεννα, κρατώντας τις ματσούκες στα χέρια, με τις οποίες σκαλίζουν τη φωτιά στα τζάκια, γύριζαν τα σπίτια και έψαλλαν τα κάλαντα, τραγουδώντας το γνωστό τραγούδι του Αγίου Βασιλείου ή φωνάζοντας δυνατά "Σούρβα, σούρβα κι Αϊ-Βασίλης έρχεται".
Το βράδυ της παραμονής, ύστερα από το δείπνο όλη η οικογένεια συγκεντρώνονταν γύρω από το αναμμένο τζάκι, που έκαιγε ακατάπαυστα χοντρά ξύλα και περίμενε τον ερχομό του καινούργιου χρόνου. Και ενώ ο παππούς διηγούνταν διάφορες ιστορίες, η γιαγιά κατέβαινε στο στάβλο και κει στο παχνί, όπου τοποθετούν τις τροφές που τρων τα ζώα, έψαχνε στ' άχυρα να βρει κόκκους σιταριού, όσα και τα μέλη της οικογένειας.
Τους κόκκους αυτούς τους έφερνε και τους έβαζε με τη σειρά κοντά στη χόβολη (ζεστή στάχτη), στη ζεστή πλάκα του τζακιού. Κάθε κόκκος αντιστοιχούσε με ένα μέλος της οικογένειας. Εκεί οι κόκκοι του σιταριού άρχιζαν να σκάζουν από τη ζέστη, προκαλώντας κρότο. Από τον κρότο που έκαναν και τη διεύθυνση που ακολουθούσαν στο πέταγμα τους μάντευαν την τύχη και την υγεία τους στη νέα χρονιά, που ανέτελλε (εμποροσκοπία). Αν κανενός ο κόκκος καιγόταν χωρίς να σκάσει, πράγμα σπάνιο, θεωρούνταν κακό σημάδι. Γι' αυτόν η καινούργια χρονιά δεν θα ήταν ευχάριστη και oι δουλειές και επιδιώξεις του δεν θα πήγαιναν καθόλου καλά.
Το ίδιο βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς οι νέοι του χωριού, παντρεμένοι κι ανύπαντροι - σύμφωνα με παλαιό έθιμο, συγκεντρώνονταν σε κάποιο σπίτι, που το όριζαν για "κονάκι" τους και εκεί άρχιζαν από νωρίς τις προετοιμασίες για την υποδοχή του καινούργιου χρόνου. Πρώτα ετοίμαζαν το ρογκατσιάρη (αράπη) με τη μπούλα (νύφη). Του ρογκατσιάρη του μαύριζαν το πρόσωπο και τα χέρια με καπνιά (φούμο), που έπαιρναν από κάποιο τζάκι, του έκαναν καμπούρα στη ράχη, του κρεμούσαν στο στήθος, στη ράχη και στη μέση κουδούνια και κυπριά από τα γιδοπρόβατα και του φορούσαν κατσιούλα (κουκούλα) στο κεφάλι. Στα χέρια του έδιναν να κρατεί ένα ρόπαλο, σαν όπλο και του έβαζαν στη μέση ένα σακουλάκι γεμάτο με στάχτη, που σκόρπιζε στο διάβα του και όταν υπερασπίζονταν τη μπούλα, την οποία κάποιοι άλλοι επιχειρούσαν να του την κλέψουν.
Η μεταμφίεση σε ρουγκατσιάρη και η όλη εμφάνιση ήταν τέτοια που προκαλούσε φόβο στα μικρά παιδιά, τα οποία στο άκουσμα του κρύβονταν. Καθώς έτρεχε, σείονταν ή χόρευε, συγκρούονταν και χτυπούσαν τα κουδούνια και προκαλούνταν δαιμονιώδης θόρυβος. Πίστευαν πως με το θόρυβο αυτό εξαφανίζονταν οι καλικάντζαροι.
Ο νέος που παρίστανε τη μπούλα ντύνονταν με γυναικεία ρούχα. Έβαφε το πρόσωπο του με κοκκινάδι και στο χέρι κρατούσε ένα πορτοκάλι ή ένα κρεμμύδι. Άλλοι νέοι μεταμφιέζονταν σε καπεταναίους. Αυτοί φορούσαν τη λεβέντικη στολή του κλεφταρματολού. Άσπρη φουστανέλα με φέσι στο κεφάλι, καλτσοδέτες και τσαρούχια με φούντες στα πόδια, κουμπούρες με σπαθιά στη μέση και ασημικά στο στήθος.
Τέλος άλλοι μασκαρεύονταν σε γιατρούς που εξετάζουν τους αρρώστους και τους δίνουν φάρμακα, σε τσιγγάνες που λένε τη μοίρα, σε αρκούδες κλπ., φορώντας ανάλογη αμφίεση.
Με τον ερχομό του νέου χρόνου - λίγο μετά τα μεσάνυχτα - ξεκινούσαν για τα Σούρβα με το γνωστό τραγούδι του Αί-Βασίλη:
πάντα τραγούδια κι χαρές, κι ου Θεός μέρις κι χρόνια…
τα μοναστήρια σήμαναν κι οι εκκλησιές διαβάζουν.
να τους πολυχρονίσουμε για όλη τη χρονιά.
Σε κάθε σπίτι που επισκέπτονταν έλεγαν και τραγούδια ανάλογα με τους πόθους και τις επιθυμίες της κάθε οικογένειας. Γενικά τα τραγούδια που λέγονταν στα Σούρβα είναι ευχετικά για τη μεγάλη γιορτή, εγκωμιαστικά ή επαινετικά για τον οικοδεσπότη ή κάποιο άλλο μέρος της οικογένειας. Περιείχαν και κάποια υστεροβουλία. Καλόπιαναν το νοικοκύρη του σπιτιού, για να τους δώσει γενναίο φιλοδώρημα.
πάντα τραγούδια κι χαρές κι ου Θιός μέρις κι χρόνια.
ως που να έρθει η μάνα τον να τον καλοβυζάξει.
πόχουν του μάτι σαν ιλιά, του φρύδι σα γαϊτάνι.
κι του μιλισσουβότανου του παίρνουν οι κυράδες.
αυτήν να πάρ'ς, αγόρι μου, κι ας είναι μαυρουμάτα.
να σφάζ' αρνί την Πασχαλιά, κριάρ' τουν Αλουνάρη.
του δάκρυ μου είνι καυτερό κι καίει του μαντήλι.
Σε σπίτι που είχαν κάποιο μορφωμένο ή παιδί που σπούδαζε γράμματα, τραγουδούσαν:
σ' εννιά τσαΐρια τ' άπλωσι κι βάψαν τα τσιαΐρια.
στα μάτια, στα ματόφυλλα, στα φύλλα τα γραμμένα.
για την υγειά σου τα κερνάς, για τον κινούργιο χρόνου.
Στα τελευταία αυτά λόγια του τραγουδιού ο νοικοκύρης φιλοδωρούσε τη μπούλα (νύφη) με χρήματα, ενώ όλοι οι άλλοι έπιναν τσίπουρο (ρακί), που τους προσφέρονταν σ' ένα παγούρι, ευχόμενοι "Χρόνια Πολλά - Καλή Χρονιά".
Την ίδια στιγμή χαρούμενη η νοικοκυρά και χαμογελαστή τους πρόσφερε το "κανίσκι" (τενταρίκι), που είχε ετοιμάσει από νωρίτερα. Το "κανίσκι" ήταν ένα ταψί γεμάτο με διάφορα τρόφιμα όπως χοιρινό κρέας, λουκάνικο, τυρί, αλεύρι, λίγδα (χοιρινό λίπος), τραχανά, αυγά, κρασί, ρακί. Το κανίσκι το σήκωναν πολλοί μαζί με τα χέρια τους ψηλά λέγοντας: "Μας ήρθι ένα βαρύ κανίσκ' απ' του νοικουκύρ' ... Όση άμμου έχει του πουτάμ' κι όσα πουρνάρια έχει του Ζ'ντάν τόσα καλά να δώσ' ου Θιος στου νοικοκύρ'. Κι τ' χρόν".
κι άλλες το Θιό παρακαλούν να μη τις ζεματίσουν.
Όταν τελείωναν το γύρισμα των σπιτιών πήγαιναν στο κονάκι τους, όπου έτρωγαν μια τηγανιά με χοιρινό κρέας, που τους ετοίμαζε η νοικοκυρά, στο σπίτι της οποίας είχαν το κονάκι και στη συνέχεια πήγαιναν στην εκκλησία, για να παρακολουθήσουν την πρωτοχρονιάτικη λειτουργία.
Τα τρόφιμα που συγκέντρωναν προορίζονταν για το κοινό τραπέζι και το γλέντι, που θα λάβαινε χώρα το βράδυ στο κονάκι τους.
Μετά την απόλυση της λειτουργίας τα ρουγκατσιάρια έστηναν χορό στην πλατεία. Ο χορός διακόπτονταν το μεσημέρι και όλοι πήγαιναν στα σπίτια τους για το επίσημο οικογενειακό πρωτοχρονιάτικο τραπέζι.
Όταν όλη η οικογένεια συγκεντρώνονταν γύρω από το τραπέζι η νοικοκυρά έφερνε τη ζεστή την πατροπαράδοτη βασιλόπιτα2 με το ταψί μαζί.
Τη βασιλόπιτα στο Μικρόβαλτο την έκαναν με πέτουρα (φύλλα), σαν τυρόπιτα και όχι σαν τσουρέκι, όπως στις πόλεις και την έψηναν στη γάστρα. Ανάμεσα στα φύλλα της έβαζαν, εκτός από τον παρά και άλλα σημάδια, που είχαν σχέση με τη ζωή και τις ασχολίες της οικογένειας. Τα συμβολικά αυτά αντικείμενα ήταν ένα ξερό φύλλο βαλανιδιάς ή πουρναριού για το κοπάδι τα γιδοπρόβατα και ένα στάχυ σταριού για το ζευγάρι (τα αρροτριώντα ζώα).
Ο αρχηγός της οικογένειας έκοβε τότε τη βασιλόπιτα σε τριγωνικά κομμάτια (μερίδια), όσα και τα μέλη της οικογένειας και τρία παραπάνω. Ένα για το Χριστό, ένα για τον Αϊ-Βασίλη και ένα για το σπίτι. Κομμάτι έβγαζαν και για τα άτομα της οικογένειας που τυχόν απουσίαζαν, για οποιοδήποτε λόγο (ξενιτιά, αρρώστια σε νοσοκομείο). Ύστερα γύριζε τρεις φορές το ταψί, έκανε το σταυρό του, εύχονταν Καλή Χρονιά και Χρόνια Πολλά με υγεία και αγάπη και έπαιρνε πρώτος το κομμάτι της βασιλόπιτας, που βρίσκονταν μπροστά του. Το ίδιο έκαναν και όλα τα άλλα μέλη της οικογενείας. Πριν αρχίσουν να τρώνε όλοι έψαχναν το κομμάτι τους για να δουν αν τους έτυχε κάποιο από τα σημάδια, που υπήρχαν μέσα στη βασιλόπιτα. Η τελετουργική αυτή κοπή και μοιρασιά της βασιλόπιτας σκορπούσε χαρά και ευφροσύνη σ' όλη την οικογένεια.
Τυχερός της καινούργιας χρονιάς θεωρούνταν εκείνος που θα πετύχαινε τον παρά (νόμισμα). Εκείνος που έβρισκε το φύλλο της βαλανιδιάς ή του πουρναριού ήταν ο τυχερός του κοπαδιού και θα γίνονταν μεγάλος κτηνοτρόφος με πολλά γιδοπρόβατα, ενώ αυτός που έβρισκε το στάχυ του σιταριού θα γίνονταν πλούσιος γεωργός.
Στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι εκτός από τη βασιλόπιτα απαραίτητη ήταν και η σουγλιμάδα (κρέας χοιρινό ψημένο στη σούβλα) με κρασί, καθώς και κάποιο γλυκό, για νάναι γλυκιά η καινούργια χρονιά.
Τη μέρα αυτή ήταν ιδιαίτερα αισθητή η ατμόσφαιρα της οικογενειακής αγάπης και τρυφερότητας. Όλοι ήταν χαρούμενοι και γελαστοί. Ύστερα από το φαγητό ξανάβγαιναν στην πλατεία για να παρακολουθήσουν το γλέντι των ρουγκατσιαριών που συνεχίζονταν ως το βράδυ με τραγούδια και χορό, μεζέδες και κρασί.
Στο γλέντι αυτό δεν υπήρχαν οργανοπαίχτες. Οι ίδιοι που χόρευαν, τραγουδούσαν. Εκτός από τα παιδιά που μετείχαν στα ρουγκατσιάρια έπαιρναν μέρος και όσοι άλλοι ήθελαν από τους άνδρες του χωριού. Γυναίκες δεν έπαιρναν μέρος. Ήταν αποκλειστικά ανδρικό το γλέντι της Πρωτοχρονιάς. Οι γυναίκες, οι γέροι και τα μικρά παιδιά, το παρακολουθούσαν από γύρω, ως θεατές. Ο πρώτος που έσερνε κάθε φορά το χορό κρατούσε στο δεξί του χέρι τη σούβλα με τη "σουγλιμάδα" ενώ όλοι μαζί τραγουδούσαν διάφορα τραγούδια μεταξύ των οποίων και τα παρακάτω:
Τουν ύπνου δεν εχόρταινα τρεις μέρις και τρεις νύχτις.
στης αγάπης μου στην πόρτα.
1Πρωτοχρονιά οι αρχαίοι Έλληνες είχαν στις 21 Ιουλίου, ενώ οι Ρωμαίοι την 1η Μαρτίου. Το 1564 με διαταγή του Γάλλου βασιλιά Κάρολου του Θ' η Πρωτοχρονιά μετατέθηκε από την πρώτη Μαρτίου στην πρώτη Ιανουαρίου.
2Η προέλευση της βασιλόπιτας φαίνεται παλιά και πιθανώς έχει σχέση με τα Σατουρνάλια (Κρόνια). Συμφωνά όμως με μια χριστιανική παράδοση η προέλευση του εθίμου της βασιλόπιτας συνδέεται με τον Άγιο-Βασίλειο, που γιορτάζεται τη μέρα αυτή. Η παράδοση αναφέρει πως εναντίον της Καισαρείας, στα χρόνια που ήταν δεσπότης ο Άγιος Βασίλειος, έρχονταν επικεφαλής στρατού ο έπαρχος Καππαδοκίας, ένας σκληρός και φιλοχρήματος ειδωλολάτρης με πρόθεση να λεηλατήσει την πόλη. Ο Άγιος Βασίλειος για να προλάβει τότε το κακό κάλεσε τους κατοίκους της πόλης να προσφέρουν χρήματα ή άλλα τιμαλφή να τα δώσουν στον έπαρχο για να σώσουν την πόλη. Μαζεύτηκαν τότε αρκετά νομίσματα και χρυσαφικά. Αλλ' ο έπαρχος αντικρίζοντας την σεβάσμια μορφή του Ιεράρχη άλλαξε γνώμη και δεν δέχτηκε το θησαυρό που του πρόσφερε. Ήταν τότε παραμονή Πρωτοχρονιάς. Ο Άγιος Βασίλειος για να επιστρέψει τα χρυσαφικά στους δικαιούχους διέταξε κι έφτιασαν μικρές πίτες, μέσα στις οποίες τοποθέτησαν τα νομίσματα και τα άλλα τιμαλφή και τις μοίρασε την άλλη μέρα μετά τη λειτουργία στο εκκλησίασμα. Κατά τρόπο θαυματουργό ο καθένας πήρε ότι είχε προσφέρει. Οι πίτες ονομάστηκαν βασιλόπιτες. Από τότε επικράτησε το έθιμο, που διαδόθηκε σ' όλο το χριστιανικό κόσμο και διατηρήθηκε μέχρι σήμερα.
Από το βιβλίο του Ηλία Λαμπρέτσα ΜΙΚΡΟΒΑΛΤΟ
ΕΚΔΟΣΗ ΙΝΒΑ Δήμου Κοζάνης 2000 - Σελ. 586
Σχόλια
Καλη χρονια
Τροφοδοσία RSS για τα σχόλια αυτού του άρθρου.