ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΜΙΚΡΟΒΑΛΤΟΥ ΚΟΖΑΝΗΣ

ΜΚΡΟΥΒΑΛΤΝΑ...

του αρχιμανδρίτου π. Νικηφόρου
Ξύψουμα

apn15243 1Ὄντας πάηναν παλιὰ κι στχιοῦνταν τζιουμπαναραὶ μὶ τοὺ 'ξάμινου, συμφουνοῦσαν μὶ τ' ἀφιντικό, πῶς θὰ γένουνταν ἡ πληρουμή τς. Δηλαδὴ ἡ μνιὰ συμφουνὴ ἦταν τόσους ἡ μιστὸς μαζὶ μὶ φαΐ μισμέρ' κι βράδ' κι ἕνα ζβγάρ' ἄρβυλα προυκιασμένα.

Ἡ ἄλλ' ἡ συμφουνὴ ἦταν τόσους ἡ μιστὸς ἀλλὰ χουρὶς φαΐ κι χουρὶς ἄρβυλα. Αὐτὴν τ' δεύτιρ' 'ν ἴλιγαν ξύψουμα κι τσαρούχια ἀπ' τ' ράχη σ'.

Μόνου ξύψουμα πάλι ἴλιγαν, ὅταν συνουϊοῦνταν κι μὶ τς μαστόρ', π' θἄχτζαν ὅ,τ' κι ἀντί. Μέσα στς συμφουνὴ ἦταν τόσου τοὺ μέτρου μὶ φαΐ, ἢ  τόσου τοὺ μέτρου κι χουρὶς φαΐ, π' τοὔλιγαν ξύψουμα.

Μπισντραβάκους

Ἔτσιας ἴλιγαν στοὺ χουργιὸ τοὺ χιόν' ἀπ' ἔπιφτι σπειρουτὸ σὰν τοὺν ξυνὸ τοὺν τραχανᾶ, μ' εἶπι ἡ μάννα μ'. Ὄντας ἔπιφτι στὰ κιραμίδγια ρουπουτοῦσι τσιούγκ τσιούγκ. Κι καταῆς πάλι, μέχρι νὰ τσακώσ', ρουπουτοῦσι στὰ φύλλα κι στοὺ χῶμα.

Τς γάτας τοὺ χιόν' ἦταν ντίπ' ψεύτκου γιατὶ ἦταν τοὺ πρώτου.

Τού σλουτόχιουνου ἔπιφτι λυουμένου, σὰ νἄβριχι. Ἦταν χιουνόνιρου. "Ἀρχίντσι νὰ πέφτ' μνιὰ σλότα, ὀ ρα μᾶς πιρούνιασι ὡς μέσα στὰ κόκκαλα".

Τοὺ μπουσιουρτὶ 

Τώραϊας κα' τὰ Κόλιαντρα ἔσφαζάμι τοὺ γουρούν'. Ἀφοῦ τοῦ τσάκουναν ἀπ' τοὺ φτὶ κι ἀπ' τὰ πουδάργια τ' κάναδγυὸ ἄντρ', τ' ἀναπουδουγυρνοῦσαν, τοὺ μαχαίρουναν καλὰ μὶ ἕνα δίκουπου Ἰγγλέζκου ξίφους τ' παπποῦ τ' Ζιώγα, ἀπ' τς τὄκλιψαν ἀργότιρα, κι τ' ἀπουτιλείουναν μὶ τοὺ τσικούρ'. Οὔρλιαζι αὐτὸ τοὺ ἔρμου κι χαλνοῦσι τοὺν κόσμου ἀπ' τοὺ σκούξιμου, ἀλλὰ ἔτσιας ἔπριπι νὰ γέν'.

 Ὕστιρα τοὺ τρυποῦσαν σι ἕνα ἀπ' τὰ πισνὰ τὰ πουδάργια κι τοὺ φούσκουναν μὶ τοὺ στόμα τς πότι ἡ ἕνας κι πότι ἡ ἄλλους. Ἰμεῖς οἱ τσιαπατουργιὰ τοὺ βάρινάμι μὶ τς ματσούκις μας γκάπ γκούπ, γιὰ νὰ προυχουρέσ' τοὺ τέντουμα ὡς τ' ἀμπρουσνὰ τὰ πουδάργια. Ἅμα σκώνουνταν κια τὰ τέσσιρα τὰ πουδάργια τότι ἦταν ἕτοιμου γιὰ γδάρσιμου. Τὄγδιρναν μὶ τὰ γδαρουμάχιρα, π' τ' ἀκόντζαν στοὺ λαδάκουνου.

Ὅσ' ἦταν μιρακλῆδις, προυτοῦ νὰ γδάρν, ἔκουβαν τοὺ μπουσιουρτί. Τὶ ἦταν αὐτόϊας; Ἔκουβαν κάνα δικαπινταριὰ πόντ' φάρδουν κριᾶς ἀπ' τοὺ μαγούλ' κι τὄσκζαν  ὡς κάτ' τοὺ στήθους μαζὶ κι μὶ τοὺ κόκκαλου. Πύρουναν καλὰ τοὺ ὑνὶ ἀπ' τοὺ ξυλάλιτρου στ' φουτχιὰ κι ἔτσια ὅπους ἦταν πυρουμένου ἔκιγαν κι ξούρζαν τς τρίχις ἀπ' τοὺ τουμάρ' στ' μπλάνα ἀπ' εἶχαν σκίσ'. Γιαὐτὸ κι δὲν τὄγδιρναν τοὺ κουμμάτ' αὐτό.

Αὐτόϊας τοὔλιγαν μπουσιουρτί. Ἦταν πουλὺ γλυκὸ κριᾶς. Τὄψιναν στοὺ φούρνου μαζὶ μὶ τοὺ μαγούλ', μὶ 'μ προυστούρα, μὶ τοὺ κουλάντιρου, μὶ τὰ ψαρουνέργια κι τὰ πλιβρά. Ἔβαναν  σκόρδα κι ἔρχναν ρίγαν' μι χουντρὸ ἅλας. Ἔφκιαναν κι ἕνα χουντρὸ πέτουρου π' τὰ σκέπαζαν ὅλα, γιὰ νὰ σιγουψστοῦν κι νὰ μὴν τς κουκκαλιάσν ἀπ' 'μ πύρα τ' φούρνου.

 Ξημηρώνουντα τὰ Χριστοῦ κι ὅσου νὰ σώσ' ἡ παπᾶς  'ν Ἰκκλησιά, ψένουνταν στς φοῦρν' τὰ ταψιά, ἀπ' ἔβανι ὅλ' ἡ γειτουνιὰ μαζί, κι μουσκουμύρζι ὅλου τοὺ χουργιό. Ἰρχοῦντα στοὺ σπίτ' ἡ οἰκουγένεια ἵβρισκνι τοὺν τράπιζου στρουμμένου... Ὕστιρα ἔβαναν τοὺ  μπακουρέϊνου τοὺ ταψὶ στ' μέσ' κι τοὺ τὶ γένουνταν μὴν  ἀρουτᾶτι...

Ἰφτιχῶς π' δὲν εἴχαμι αὐτόϊας τοὺ ξιπατουμένου τοὺ βίντιου ἰτότι!

Μιγάλ' Παρασκιουβὴ 1973 

Ὄντας ἴλιγάμι τ' Ζουὴ ἰν Τάφου τ' Μιγάλ' μ' Παρασκιουβή, ἡ παπᾶς μοίραζι τὰ λουλούδγια ἀπ' εἶχαν φέρ' στοὺν Ἰπιτάφιου. Ὅπους ἔπιρναν οἱ χουργιανοὶ τὰ λουλούδγια, ἔρχναν κι παράδις ἀπάν' σι ἕνα μαντήλ'. Τς παράδις αὐτέσια τς ἔπιρνι ἡ παπᾶς. Ἦταν τὰ τυχηρά τ', π' τἄλιγαν.

Τ' Μιγάλ' 'μ Παρασκιουβὴ τ' 1973 ἅμα τιλείουσι τοὺ μοίρασμα, ἱτοιμάσκι ἡ Νένις κι ὅλ' μαζὶ τράβηξάμι κα' τοὺ Κουντουλάκ', τοὺ Τζιαντέ, τοὺ Καραγάτσ' κι ξανὰ τς πίσους ἴφιράμι τοὺν Ἰπιτάφιου στοὺν ἉηΓιώρ'. Ἡ παπαΝικόλας, ἅμα γύρσαμι πίσου, ρώτσι ἰμᾶς τ' ἀγγόνια τ', ποῦ εἶνι ρὰ τοὺ μαντήλ' μὶ τς παράδις ἀπ' τὰ λούδγια;" Ἰτότι τοὺν λέμι οἱ δγυό μας μὶ τοὺ Βασίλ', "Τἄδουσάμι ὅλα σν ἰπιτρουπή, ρὰ Νένι. Εἶνι ζηκλιαρλῆκ' ρὰ νὰ μαζεύουμι φραγκουδίφραγκα κι δικάρις ἀπ' τς χουργιανοί".

 Ἄειντι τὶ γίνκι ὕστιρα! Ἀρχίντσι νὰ γένιτι ἡ Ἀνάστασ' νουρίτιρα ἰκείν' τ' φουρά. "Ἄειντι μπρὲ ἄειντι. Ἄ ρὰ κουπρόσκλα. Ἄ ρα ψειρουσκουτώνδεις. Ἄ ρὰ ἀρχόντ', ἀρχουντιψέτι ἀγλήγουρα. Τράνιψέτι ἀπότουμα ρά. 'Μ κι πῶς σᾶς ἦρθι, νὰ δῶστι τς παράδις, ρὰ κουκόνια;"

Εἶπι, εἶπι κι οὐχταλίσκι. Φσοῦσι κι ξιφσοῦσι ἡ ἔρμους ἡ Τρανὸς κι μᾶς τοὔλιγι ἀράδα ὅλ' ἰκείν' 'μ Πασκαλιά. Δὲν ἔσουνι νὰ λιέη. Ἀλλὰ κι μεῖς, σὰν τὰ μουρκούτχια, τοὺν εἴχαμι ἀπ' τοὺ κουντό, γιὰ νὰ μὴν ξαμών'. Δὲν ἄφναμι νὰ ρίχν παράδις στς ἁγιασμοί, ἀπ' ἔφκιανάμι στὰ ξουκκλήσια. Κάθι φουρὰ ὅμους εἴχαμι κι ἀποὺ λίγου τσιακμάτζμα μὶ τοὺ Νένι, μέχρι νὰ κόψ' ἰκείνου τοὺ χούϊ.

 Εἶνι αὐτόϊα ἀπ' ἔχν' πουλλοὶ παπᾶδις σι ὅλ' 'ν Ἱλλάδα κι ἰδίους στς τρανὲς τς πόλεις, π' τὰ στουμπίζν χουντρά.

Μαλλώνουμι μὰ συουνφάδα; 

Ἦταν δγυὸ συουνφάδις σι ἕνα σπίτ' μαζί, λιέει αὐτὴν ἡ παροιμία κι τσακώνουνταν κάθι τρεῖς κι λίγου. Σὰ νὰ τς εἶχι γίν' συνήθχιου. Δὲν τς ἔρχουνταν κι τόσου καλὸ ἅμα δὲν γραπατσώνουνταν. Ἅμα καμνιὰ δόσ' γκλοῦσι κιρὸς κι δὲν τς εἶχι δουθῆ κάνα σκόνταμα σὰ δικιουλουγία γιὰ νὰ μαλλιουτραβηχτοῦν ἴλιγι ἡ μνιὰ 'ν ἄλλ', "Μαλλώνουμι μα συουνφάδα;" Κι ἡ ἄλλ' ἡ δαυλιάρου ἀπαντοῦσι τακουσιοῦ. "Ἀχά. Στὰ νύχια πατῶ". Δηλαδὴ ὅπους ἡ χουριψιάρς λιανουπατάει στὰ νύχια τ' κι εἶνι ἕτοιμους νὰ μπῆ στοὺ χουρό, ἔτσ' κι ἡ ἰρισιάρου ἡ συουνφάδα εἶνι πᾶσα ὥρα ἀκουντζμέν' νὰ τσακουθῆ στοὺ μάλλουμα ἀκόμα κι χουρὶς λόγουν.

 

Ἔρξι 'ν κάπα τ' 

Ὅταν καένας πάηνι κάπ' κι στρώνουνταν γιὰ μόνιμα ἴλιγαν "Ἄει, αὐτὸς ἔρξι 'ν κάπα τ' ". Δηλαδὴς σὰν τς τζιουμπαναραί, ὅταν μαζεύουνταν μέσα σν καλύβα τς κι δὲν θἄβγηναν ὄξου μὶ τοὺ κουπάδι τς. Ἔρχναν 'ν κάπα τς ἰκεῖα σν κόχ' τς καλύβας τς ἀφοῦ εἶχι πχιάσ' ἡ κιρὸς κι γουνάτσι μὶ τοὺ χιόν'. Δὲν τς χρειάζουνταν ἄλλου ἡ κάπα. Μέχρι νὰ καλουσύνιβι ἡ κιρός, θὰ μπινόβγηναν μέσα ὄξου ἀπ' 'ν καλύβα σν κόρδα, ἢ στοὺ στειρουμάντρ', ἢ μέσα στς γαλάρις, ἢ στὰ γιντσιάρκα στοὺ κουτάρ', ἢ κι γιὰ ἄλλις δλιές, π' θἄφκιαναν.

Γιατιαὐτὸ κι ἴλιγαν, αὐτὸς ἔρξι 'ν κάπα τ', γιατὶ στρώθκι σὶ δλιὰ χειμουνιάτκ' μέσα στοὺ μαντρί.

Ἀπ' τὰ μιτρημένα τρώει ἡ λύκους 

Ἅμα μιτρούσαμι τἀρνιά, μᾶς ἴλιγαν οἱ Τρανοί, "Μὴν τὰ μιτρᾶτι, ρὰ μπριώνδεις. Ἀπ' τὰ μιτρημένα τρώει ἡ λύκους".

Ἴλιγαν αὐτόνινιὰ τοὺν λόγουν ὄχ' μόνου γιὰ τἀρνιὰ ἢ γιὰ τὰ σφαχτά, ἀλλὰ κι γιὰ ἄλλα πράματα. Ἤθιλναν νὰ ποῦν, δηλαδή, πὼς ὅ,τ' κι νὰ φκιάεις ἡ ἄνθρουπους δὲν τἄχ' ὅλα στοὺ χέρι τ' κι δὲν τὰ σφαλνάει μὶ τ' δύναμι τ'. Δὲν πάει νὰ τἄχς μιτρημένα; Ἅμα τ' ἀμπλάξ' πθινὰ ἡ λύκους θὰ τὰ ξικουκκαλίσ', μόρα κι μνιὰ χαρά.

Γιαὐτὸ κι οἱ παπποῦδις ἴλιγαν πάντουτις "Πρῶτα οὑ Θιός".

Ἡ Καρφουχριστώντς 

Ἔτσιας ἴλιγαν στοὺ χουργιὸ ἅμα καένας ἦταν τσιγγούναρους κι δὲν ἔδινι οὔτι στοὺν ἄγγιλου τ' νιρὸ κι ὅσα εἶχι τἄχει μούγκι γιὰ τοὺν ἱαυτό τ'. "Ὀ ρα ναθημὰ τοὺν πατέρα τ' ναθημὰ τ' ἰτούτους γίνκι καρφουχριστώντς, ἀκόμα κι τοὺν Χριστὸ καρφών' γιὰ μνιὰ δικάρα. Ὀ ρα τοὺ βιριάγκου τ' κι τ' δικάρα τφυκάει"! Αὐτὸν ἀλλοῦ τοὺν λέν' φραγκουφουνιά.

 

Ἀλούπου Μαΐσια 

Τοὺ Μάη οἱ ἀλοῦπις μαδγιοῦντι. Ρίχν τοὺ χειμουνιάτκου τοὺ μαλλί, ἀπ' εἶνι πουλὺ γιὰ νὰ τς κρατάει ζέστα, κι βγάζν καλουκιρνό, κουντὸ γιὰ νὰ παίρν' ἀέρα. Ἔτσια φκιάν' κι ὅλα τὰ ζουντανά. Ἡ ἀλούπου, ὅμους, ὅταν ρίχ' τοὺ μαλλί τς εἶνι νὰ 'ν κλαίς. Ἀλλοῦ εἶνι μαδμέν' κι ἀλλοῦ μὶ κινούργιου μαλλί. Εἶνι ντάμκις ντάμκις.

Ἴλιγαν ὅμους τοὺν λόγουν αὐτὸν στοὺ χουργιὸ κι γιὰ τς γναῖκις. Ἅμα καμνιὰ παράστινι τοὺν καμπόσου χουρὶς ν' ἀξίζ', κι ἦταν ἀλλοῦ ἰντάξ' κι ἀλλοῦ μὶ παρδαλούδγια ἴλιγαν "Ἄειντι μὰ ἀλούπου Μαΐσια μὶ 'ν ἀλούπους".

↑Από το 28ο τεύχος/Μάρτιος 2015 της εφημερίδας "Εν Μικροβάλτω..."


Γιατρικὴ τς μπάμπους τς Στέργηνας κι τς Σουλτάνας

mkrouv1487Θἆταν χρουνιάτκους ἡ Χρηστάκς τς Ἀριδουϊάννινας κι μνιὰ μέρα τοὺ πιδὶ δὲν ἔπιρνι ἀνάσα κι κουντανάσινι. Ἅμα εἶδαν κι ἀπόειδαν πὼς θὰ εἶχαν δύσκουλ' νύχτα παίρν τοῦ πιδὶ κι τοὺ πααίν' στ' μπάμπου τ' Στέργηνα. Πῆγαν σπίτ' κι τς βρῆκαν στοὺ προυτουΰπν'.

- Μόϊ θχειάκου, ξυπνᾶτι μά.

- Τὶ χαλέβς, μὰ Γιάννινα;

- Νὰ μά, ἡ Χρηστάκς δὲν μπουρεῖ νὰ πάρ' ἀνάσα.

Πῆρι ἡ μπάμπου τοὺ πιδὶ κι τοὺ ἄνξαν τοὺ στόμα τ' καλά. Ἔβαλι στοὺ δάχτυλου τς μέλ' κι νισιαντίρ' κι μιτιαὐτόϊας πάτσι καλὰ τς μυγδαλιὲς βαθχειὰ μέσα στοὺ λιμό. Ἔτσιας τς καφτιρίασι κι ἀρχίντσι νὰ βγάζ' ἀποὺ μέσα σὰν σκνιὰ αἷμα κι ὄμπγια. Ἔτσιας ὅμους καθάρσαν οἱ μυγδαλιές, τοὺ πιδὶ πῆρι ἀνάσα κι οἱ γουνίδις χάρκαν.

Τοὺ νισιαντίρ' εἶνι χημικὸ κι τοὺ χρησιμουποιοῦσαν κι οἱ γανουτζῆδις. Αὐτοὶ ἅμα ἔκιγαν καλὰ τὰ μπακούργια ἔρχναν ἀπάνου τα τριμμένου νισιαντίρ', τἄτριβαν καλὰ κι τὰ λαμπικάρζαν. Ὕστιρα ἔλυουναν καλάϊ κι τὰ γάνουναν.

Οἱ ἄντρεις πάλι ἅμα ξουρίζουνταν κι κόβουνταν, τραβοῦσαν 'ν κουψιὰ λίγου μὶ τοὺ νισιαντίρ' κι σταματοῦσι τοὺ αἷμα.

Ἅμα ἡ μπάμπου δὲν εἶχι νισιαντίρ ἔβανι μουνάχα μέλ' ποὺ βρίσκουνταν ἰφκουλότιρα.

Κα τοὺ 1954 τοὺ θέρου, π' θάμαν καναδγυὸ χρόνια κι 'γώ, ἔπιζα μὶ τ' θκή μας τ' Σταυρούλα ὄξου στ' σκάλα στοὺ τρανό μας τοῦ σπίτ'. Εἴχαμι ἕνα σανίδ' κι γκριζιαλνούμασταν κια οἱ δγυό. Τοὔθιλνα ἰγώ, τοὔθιλνι κι αὐτήν. Ἢ τοὺ παρατράβιξα ἰγώ, ἢ τἄφσι ἡ Σταυρούλα, αὐτὸ ἀμπῆθκι κι μὶ σούγλισι ἀπουπχάτ' ἀπ' τοὺ διξὶ τοὺ φτί. Μὶ πῆρι ἡ μπάμπου μ' ἡ Σουλτάνα κι γιώμσι ἀπάν' στοὺν γιρὰ πιπέρ' καφτιρό, π' τοὔχαν πρώτου ἰλιάτς.

Ἅμα ἦρθι τοὺ βράδ' ἀπ' τοὺ θέρου ἡ μάννα μ' τρόμαξι, ἅμα μεἶδι ἔτσιας. 'Ν ἄλλ' τ' μέρα ἡ γιρὰς πρίσκι κι θύμουσι. Μὶ πῆγαν σ' ἕνα γιατρὸ στρατιουτικὸ ἀπ' κάθουνταν στοὺ σπίτ' τ' Τσίλ', τάχα νὰ μὶ δῆ, ἀλλὰ εἶπι δὲν εἶνι τίπουτας. Ἡ μάνναμ ἀρχίντσι νὰ κλαίη, π' δὲ μἔκανι τίπουτα.

Μὶ πῆγι τότι στοὺ δάσκαλου τοὺν Λία τ' Λαμπρέτσα. Αὐτὸς εἶπι νὰ πάρουμι μνιὰ ἀλοιφὴ, π' 'ν ἴλιγαν χρυσουμυκίν'. Ἔβαλάμι ἀπ' αὐτὴν κι ἔπισι τοὺ κουκκούδ' ἀπ' τοὺ πιπέρ'. Εἶχι γέν' κάμπουσ' τρύπα κατά μέσα. Ἔτσιας σιγὰ σιγὰ ἔκλεισι ἡ γιρὰς, ἀλλὰ μὶ σμάδιψι μέχρι σήμιρα μὶ ἕνα γιρὸ σμάδ' οὑπχάτ' ἀπ' τοὺ διξὶ τοὺ φτί.

Ἰφτυχῶς π' δὲν ἦταν τίπουτα... Φαντάσ' νἆταν κι τίπουτας...

Σν Ε' τάξ' τοὺ 1962 τ' δεύτηρ' μέρα Χριστουγέννων καθὼς ἔφκιανάμι τοῦ χριστουγιννιάτκου τοὺ δέντρου στοὺ Σπίτ' τ' Πιδγιοῦ ἴφιρα κι γὼ μνιὰ μαρμαρόπιτρα γιὰ νὰ τοὺ στιργιώσουμι. Καθὼς ὅμους πῆγα νὰ 'μ πιτάξου ξανὰ ὄξου γλίστρισα κι πέφτουντας ἀπ' τὰ χέργια μ' ἡ πέτρα μ' ἔφαγι τοὺ μήλου ἀπ' τοὺν παράμισου ἀπ' τοὺ διξὶ τοὺ χέρι μ'. Μὶ τὄδισαν μὶ γάζις γιὰ νὰ σταματίσ' τοὺ αἷμα. Ἰμένα τὶ μὶ θέλτς. Μὶ πῆγι πέντι-πέντι.

Ἰκείνουν τοὺ χειμῶνα ἤμασταν ἀπουκλεισμέν' μι ἕνα μέτρου χιόν'. Μὶ τοὺν πατέρα μ' πήγαμι στοὺ Τρανόβαλτου καβάλα στοὺν Ἀράπ', γιὰ νὰ μὶ κάν' ἀντιτιτανικὸ οὑρρὸ ἡ γιατρὸς ἡ Γιάντς ἡ Οὐρφανὸς κι καλὰ π' δὲν τοὺν βρήκαμι γιατὶ φουβοῦμαν. Τοὺ χιόν' ἔχαφτι ὡς 'ν κλιὰ τοὺ μπλάρ'. Μπαίνουντα στοὺ Τρανόβαλτου κόντιψάμι νὰ πέσουμι μέσα στοὺ λάκκου γιατὶ πιρπάτσαμι ἀπάν' στοὺν πάγου κι ἔσπασι.

Ἔτσιας μέσα σὶ ἰννιὰ χρόνια ἀπόχτσα δγυὸ σμάδγια γιρά, π' δὲν μπουρεῖ νὰ χαλάσν, μὴ χρειαστοῦν καμνιὰ φουρὰ νὰ μὶ βροῦν.

Τέλους γίνκα κι παπᾶς στὰ 27 μ' τὰ χρόνια, ἄλλου γιρὸ σμάδ', π' δὲ σβύν' κι αὐτό, πρῶτα ἡ Θιός. Δόξα Τουν.  

 

Ἡ Γκουντῆς ἡ Θιουχάρς

Ἡ Γκουντῆς ἡ Θιουχάρς ἦταν ἡ πρώτους ἄντρας τς μπάμπουζμ τς Στέργηνας. Μὶ τ' γρίπ' τοὺ 1918 τς πέθαναν τέσσιρα πιδγιά κι τς ἔμειναν οἱ μπαρμπάδις μ' ἡ Κουσμᾶς ἀπ' ἔφυγι μιτὰ ἀπ' τς Γιρμανοὶ σιακάτ' σν Κόρινθου κι δὲν ξαναφάνκι, ἡ Πουστόλτς (1922-1963) κι ἡ Δημητράκς (1926-1982) π' σκουτώθκαν κια οἱ δγυό στὰ νταμάργια. Οἱ δγυὸ οἱ Κουστάδις τὰ ἀξαδέρφχια μ' ἔχν τοὺ ὄνουμα τ'. Ἅμα πέθανι ἡ Γκουντῆς κα τοὺ 1924 παντρεύκι ἡ μπάμπου τοὺν παπποῦμ' τοὺ Στέργιου.

Θὰ ἦταν κα τοὺ 1920 κι μνιὰ χαραὴ πῆγι ἡ Γκουντῆς νὰ πουτίσ' τὰ πράματα τ' στ' γούρνα ἀπ' ἦταν στοὺ Τσιαΐρ' σν ἉγιΚοίμησ'. Αὐτὴν ὅμους ἦταν παγουμέν' κι αὐτὸς ἀρχίντσι νὰ σπάζ' τς πάγ' γιὰ νὰ πχιοῦν τὰ πράματα νιρό.

Ἰκείν' 'ν ὥρα ὅμους πιρνοῦσι γιὰ τοὺ Ζντιάν' ἡ Τζιουνουνάτσιους, πατέρας τ' Τζιουνουμήτσ' κι τ' Τζιουνουλία κι ἀδιρφὸς τ' Τζιουνουβάγγιλ' κι τ' Τζιουνουζιώγα. Αὐτὸς ἅμα εἶδι μέσ' στ' χαραὴ παραγνώρσι τοὺ Γκουντῆ μι τὰ βόδγια κι τ' φασαρία ἀπ' τς πάγ' κι θάρσι ὅτ' βγῆκαν οἱ πιθαμέν' ἀπ' τς γοῦρνις τς κι γένουνταν ὅλα αὐτάϊα. Παρατόρσι ἀπ' τοὺν φόβου τ', γύρσι τς πίσους κι ξανακίντσι γιὰ τοὺ Ζντιάν' μι τοὺ φῶς.

Ἅμα ξανακίντσι, ἀντάμουσι στοὺ δρόμου τοὺ Γκουντῆ, τοὺν καλημέρσι κι τοὺν ρώτσι, "σιαποῦ ἦσαν προυὶ προυί ρα μπαρμπαΓκουντῆ;" Κι κείνους τοὺν εἶπι ὅτ' πότζι τὰ πράματα τ' στ' γοῦρνα στοὺ Τσιαΐρ' σν ἉγιΚοίμησ'.

Ὕστιρα εἶπι ἡ Τζιουνουνάτσιους γιλοῦντα γιὰ 'ν κασκαρίκα ἀπ' ἔπαθι, γιατὶ θάρσι ὅτ' ἦταν οἱ πιθαμέν' κι ἔσπαζαν τς πάγ'.

 

Τ' ἀξάϊ

Ὅταν πάηναν στοὺ μύλου κι ἄληθαν στιάρ', βρίζα ἢ μυλουμάζουμα = σμιγὸ στιάρ' μαζὶ μὶ βρίζα, στοὺ τέλους ἡ μυλουνᾶς γιὰ τ' δλιὰ τ' ἔπιρνι πουσουστὸ 7-8 οὐκάδις στς ἱκατὸ ἀπ' τοὺ γέννημα. Αὐτόϊας τοὔλιγαν ἀξάϊ.

Στ' διαθήκ' τ' ἡ ἅγιους Ξινουφώντας, ἀπ' ἔφκιασι τρανὸ Μαναστήρ' στ' ἍγιουνὌρους μπρουστὰ στ' θάλασσα, γράφ', "ὅσοι ἀλέθουν ἀλέσματα εἰς τὸν μῦλον τῆς Μονῆς νὰ μὴν καταβάλλουν ἐξάγιον". Τὸ "ἐξάγιον" τ' ἅη Ξινοφῶντα εἶνι τ' ἀξάϊ ἀπ' ἴλιγαν οἱ παποῦδις στοὺ χουργιό μας.

Ἅμα πάλι ἦταν κάνας φτουχός, τοὺν ἄληθαν τοὺ γέννημα κι δὲν τοὺν ἔπιρναν ἀξάϊ.

Ἡ Παπαμήκας ἀπ' εἶχι νιρόμυλου κάτ' στς Κατιρίντς τοὺ λάκκου κι πάηνι μὶ τ' γουμάρα λίγου φουρτχιὸ ἡ παποῦζμ ἡ Στέργιους ν' ἀλέσ' δὲν τοὺν ἔπιρνι ἀξάϊ γιατὶ εἶχι ἀμψιὰ τ' μπάμπου τ' Στέργηνα. Τοὺν ἴλιγι "ἄειντι φέγα, ρὰ γαμπρουλιά, ἀπ' 'ν ἀμψιά μ' τ' Μαρία θὰ πάρου ἀξάϊ;".

Ἡ λέξ' αὐτὴν ὅμους εἶνι ντὶπ ἀρχαία. Στοὺ λιξικὸ Λίντελ-Σκότ γράφ' "ἐξάγιον: βάρος ἐν χρήσει ἐν μεταγενεστέροις χρόνοις=1,5 δράμι, κοινῶς "ξάγι". Ρῆμα ἐξαγιάζω, Γεωπονικὰ 2,32.

Στοὺ λιξικὸ τ' Στέφανου Βυζάντιου ἔκδουσ' 1852 γράφ': ἐξαγιάζω= ζυγίζω τι μὲ τὸ ἐξάγιον. Καὶ, ἐξάγιον: εἶδος βάρους, τὸ 1/6 τῆς οὐγγιᾶς, κοινῶς ξάγι, εἰς τὴν τουρκικὴν 1,5 δράμι, εἰς δὲ τὴν ἑλληνικὴν τὸ διδόμενον εἰς τὸν μυλωνᾶν ἢ ἐληοτριβιάριν.

Η ἀρκουδιάης

Κα’ τοὺ 1960, κι μόλις ἁλώντζαμι, ἔρχουνταν στοὺ χουργιό μας μαζουμέν’ τσιγγάν’, π’ τς ἴλιγάμι γκουρμπιταί, τς γναῖκις τς γκουρμπέτσις ἢ μαστόρσις κι τὰ πιδγιά τς τσιγγανούλια ἢ γκουρμπιτούλια. Στοῦσαν τὰ τζιαντούργια τς πότι στοὺ Τσιαΐρ’ σν ἍγιΚοίμησ’ κι πότι κα’ τοὺ γήπιδου, ἢ πίσου ἀπ’ τοὺ Τυρουκουμείου. Ἀπτιαφνοὺς ἄλλ’ ἔφκιαναν μαστουρλίκια, ἄλλ’ εἶχαν ‘ν ἀρκούδα, οἱ γκουρμπέτσις ἔδειχναν τὸ μοῖρα ἢ τίπτα χαζουιλιάτσια γναίκεια κι τὰ γκουρμπιτούλια ντάβζαν. Οἱ θκοί μας τς ἔδιναν κάνα μψάδ’ ψουμί, ψίτσα λίγδα, καμνιὰ μπλάνα τυρὶ κι ὅ,τ’ τς βρίσκουνταν.

Ὅσ’ εἶχαν ‘ν ἀρκούδα ‘μ πάηναν σι ὅλου τοὺ χουργιό. Τς πχιὸ πουλλὲς τς ἴλιγαν Μάρου. Ἰμεῖς τὰ δασκαλούλια πάηνάμι ἀπ’ ἀλάργα, γιὰ νὰ τ’ βλέπουμι.Ἦταν μιρακλήθκου ζουντανό. Αὐτὴν τ’ φουκαρίνα ‘ν εἶχαν βγαλμένα τὰ δόντγια τς ἀποὺ μκρὸ κι ἕνα γιρὸ καπίστρ’ στοὺ κιφάλ’, π’ τὄδιναν μι χουντρὸν ἅλτσουν κὶ κρικέλλα στ’ μύτ’, γιὰ νὰ μὴν πάθισκναν κάνα ζαράλ’. Ἀφόντας ἦταν μκρὸ ἀρκουδούλ’ ‘ν ἔβαναν ἀπάν’ σὶ ταψί, π’ τοὖχαν ἀπάν’ στ’ φουτχιὰ κι βάρηναν τοὺ ντάμπουρα τς. Ἔτσιας μὶ τοὺ κάψιμου ἀπ’ τ’ φουτχιά, χουρουμπδοῦσι τοὺ ἔρμου τ’ κι συνδύαζι τοὺ ντάμ ντοὺμ τ’ ντάμπουρα μὶ τοὺ χουρουμπήδμα κι αὐτὸ τοὔλιγαν χουρόν. Ἔτσιας μάθισκνι χουρόν. Αὐτόϊας τοὺ λιέν’ κι οἱ ψυχουλόγ’.

Ἅμα ἀντάμουναν κάναν παπποῦ, κι ἤθιλνι, ἔβαζαν ‘ν ἀρκούδα νὰ τοὺν πατήσ’ σμ πλάτ’ κι θαραπαύουνταν, ἴλιγαν. Θυμοῦμι τοὺν παπποῦ τοὺν Τότσκα νὰ τοὺν πατάη μνιὰ τρανὴ κατφίσια ἀρκούδα μέσα στοὺ νουβρὸ στοὺ παλιὸ τοὺ σπίτι τς. Ἅμα πατοῦσι τοὺν παπποῦ ἡ ἀρκούδα κατέβηνι μόνου ἅμα ‘ν ἔταζι.Ἔπριπι δηλαδὴ νὰ ‘ν τάξ’ ἕναν τάψου στιάρ’. Τραβοῦσι λίγου τοὺν ἅλτσουν ἡ ἀρκουδιάης, ‘μ πουνοῦσι ἡ μύτ’ κι αὐτὴν κατέβηνι. Ἡ κάψους ἦταν ἡ ντάμπουρας, π’ βαστοῦσι ἡ γκόρμπιτας στοὺ χέρ’ κι τοὺν χτυποῦσι ντάμ ντοὺμ τραγδοῦντας.Ἦταν ἴσια μὶ ἕνα τρανὸ κόσκνου μὶ βάθουν. Ἀποὺ γύρου ἦταν ξυλέϊνους, ἡ πάτους τ’ ἦταν διρματέϊνους κι ἔπιρνι ἕνα ταγάρ’ γέννημα. Ἀποὺ κάνα χόβ’ ἡ ἀρκούδα δὲν ἔφκιανι, ὅσα ‘ν ἴλιγι ἡ ἀρκουδιάης. Τότι τ’ ζαμπάκουνι γιρὰ μὶ τοὺ λουστὸ γκάπ γκοὺπ, ὅπ’ ‘ν ἔσφαζι κι ὅπ’ ‘μ πουνοῦσι. Τ’ βάρινι πουλὺ γιὰ νὰ μαθαίν’ ν’ ἀκούη. Γιατιαὐτὸ πάλι ἅμα καένα πιδὶ στοὺ χουργιὸ ἦταν ψηλὸ κι ζουηρὸ τοὔλιγαν, «ἄειντι ρὰ ἀρκουδιάη» κι ἅμα ἦταν παρέα τἄλιγαν μαντράχαλ’ ἢ ἀρκουδιάηδις.

Ἄλλ’ πάλι ἔπιρναν κι κάναδγυὸ τρίχις ἀπ’ ‘ν ἀρκούδα γιὰ ἰλιάτσ’. Ἀπουταύτου πουλλὲς ἀρκοῦδις ἰτότι εἶχαν ντάμκις ντάμκις ψαλδιές. Τοὖχαν ξέταγμα. Ἦταν καλό, ἴλιγαν οἱ μπάμπις. Ὅσις τς πατοῦσι τοὺ ἴσκιουμα, καψάλτζαν τς τρίχις κι καπνίζουνταν μιτιαὐτό, κι ἔτσιας παρατόρζι τοὺ ἴσκιουμα...

Ἄλλα χρόνια!

Σήμιρα μούγκι τὰ ἠλικτρουνικὰ κι ἡ Τιλιόρασ’ (τὶ ἀρκούδα κι αὐτήν, Παναΐα μ’) καπνίζν τοὺ μνυαλὸ ἀπ’ τς πουλιτιζμέν’, ὅσου τα ἀπόμκι!

↑Από το 27ο τεύχος/Ιούλιος 2014 της εφημερίδας "Εν Μικροβάλτω..."

.

 Ἔβαλαν καλαμκιά

nikif14.1arth poutas_arth14.1Τοὺν Σιπτέμβριου γένουνταν στὰ Σέρβγια ἡ Νιάημιρους κι Νιαημιρούλτς. Κατέβηναν ἀπ’ τὰ χουργιά μας κι ψούντζαν ὅ,τ’ κι ἀντί. Ἄλλ’ ὅμους πλοῦσαν ὅ,τ’ εἶχαν. Ἄλλ’ πάηναν πουδαρᾶτ’ κι ἄλλ’ καβάλα στὰ πράματα τς. Ὅσ’ εἶχαν ἀλόγατα, μπλάργια ἢ γουμάργια γιὰ πούλτσ’ ἔβαναν μνιὰ καλαμκιὰ στοὺ μπρουστάρ’ ἀπ’ τοὺ σαμάρ’. Ὅσα πράματα εἶχαν αὐτὴν ‘ν καλαμκιὰ ἔδειχναν ἀποὺ μακριὰ ὅτ’ αὐτόϊας τοὺ ζουντανὸ τοὖχαν γιὰ πούλμα.

Ἡ ἰνδιαφιρόμινους τὄπιρνι κι τοὺ δουκίμαζι. Πρῶτα τηροῦσι τὰ δόντγια τ’, γιὰ νὰ ἀπεικάσ’ σὰν πόσου τρανὸ θὰ ἦταν. Ἂν κι οἱ τσιγγάν’ εἶχαν μαστουρλίκια θκά τς κι σφήνουναν ἄλλα δόντγια κι φαίνουνταν σὰ νὰ τἆχ’ ὅλα. Ὕστιρα τοὺ πιρπατοῦσαν, τοὺ πχιαλοῦσαν, τοὺ γκανταλοῦσαν, τὄσκιαζαν, γιὰ νὰ δοῦν σὰν τὶ λουῆς πιρπατσιὰ εἶχι ἢ μὴν ἦταν κάνα σκουνταμένου, κάνα ἰσκιουμένου, κάνα ἰρισιάρκου, κάνα δαγκουγόμαρου, κάνα ἀλαφρουίσκιουτου, ἢ ὅ,τ’ ἄλλου. Ἅμα τοὺ δουκίμαζαν κι τς ἔκανι καπάκζαν σὰν πόσα χαρτχιὰ ἀπάν’ κάτ’ τὄκουβαν κι ἅμα τἄβρισκναν τοὺ στούμπζαν.

Ὅλου ὅμους τοὺ τσιαμπαζλήκ’ ξικινοῦσι ἀπ’ ‘ν καλαμκιά.


Τσιάγαλα μαρκάτ’

 Ἄει γίγκαν ὅλα «Τσιάγαλα μαρκάτ». Ἔτσιας ἴλιγαν κάναν κιρὸ ἅμα ἀνακατώνουνταν παράξινα πράματα. Τὰ τσιάγαλα ἦταν τὰ πράσινα τὰ μύγδαλα, π’ τἄτρουγάμι μαζὶ μὶ ‘μ πέτσα, προυτοῦ νὰ σκληραίν’. Ἡ μαρκάτ’ ἦταν γίδγιου ἢ προυβατίσιου γιαούρτ’. Σὰν πόσου γένιτι νὰ σμίξν αὐτάϊας τὰ δγυό; Ἅμα ὅμους κάνας ἔσμιγι ὅ,τ’ κι ἀντί, π’ δὲν ἔσμιγι, ἀπουλνοῦσαν ἰτούτην ‘μ παροιμία.

.

Δὲν τοὺν λείπιτι λαγγιόλ’, ἀλλὰ μάννα

 Ἔρραβαν παλιὰ τὰ πκάμψα κι ὅλα τὰ φουρέματα τς στοὺ χουργιὸ μὶ τα παλιοὶ τς ραφτάδις. Ἅμα καμνιὰ δόσ’ ἀπόμνεισκαν ἀποὺ ὕφαζμα ἴλιγαν, «Ἀφνούς, τς λείπιτι λαγγιόλ’, ἢ μάννα», ἀναλόγους. Ἀρχινοῦντας νὰ κόβν ἔβγαζαν πρῶτα τς μάννις. Αὐτὲς ἦταν δγυό. Μνιὰ ἀμπρουστὰ κι μνιὰ σμ πλάτ’ κι ἦταν μουνουκόμματις. Ἀπ’ τοὺ πλάϊ ἔβαναν ἀποὺ δγυὸ λαγγιόλια σὶ κάθι μιριά. Αὐτὰ ἦταν στινὰ ἀποὺ πάν’ κι λίγου φαρδύτιρα ἀποὺ κάτ’ κι ἔρχουνταν σὰ σφήνις. Ἔτσιας ἔπιρνι τ’ στρουγγυλάδα τοὺ πκάμψου.

Συνήθους τς λείπουνταν λαγγιόλια ἀπ’ ἦταν μκρά. Ἅμα ὅμους τα λείπουνταν μάννα ἰτότις δὲν εἶχαν φκιάϊσ’ καντίπουτας.

Αὐτόϊας ὅμους τοὔλιγαν κυρίους γιὰ τοὺ μνυαλὸ κι ἅμα ζύϊαζι κάνας ἀπ’ τα λαφριὲς σμ παλάντζα ἢ στοὺ καντάρ’.

«Αὐτόν ἰδώϊας, μάννα μ’, δὲν τοὺν λείπιτι λαγγιόλ’, δηλαδὴ λίγου, ἀλλὰ τοὺν λείπιτι μάννα, δηλαδὴ πουλύ».

.

Ἔφκιασαν γόνα

Τώραϊας κα’ τοὺ Μάη ἔπχιανι κάνα γιρὸ ριμποὺρ κι ἔρχνι χαλάζ’ μὶ τοὺ καρδάρ’. Τἄφκιανι ὅλα ἴσιουμα. Μαζὶ μὶ τἄλλα τσάκζι κι τὰ γιννήματα. Αὐτάϊας τὰ ἔρμα μόλις εἶχαν ξιταλώσ’ λίγου. Ἔρχουνταν τοὺ χαλάζ’ κι τὰ πάηνι ξανὰ τς πίσους. Σὶ καμπόσις μέρις ὅμους σκώνουνταν. Ἰκεῖ στοὺ τσάκζμα ἔφκιαναν ἕνα γόνα κι ἀνέβηναν πάλι σιαπάν’. Ἔτσιας οἱ παπποῦδις ἴλιγαν, «Δόξα τουν. Ἔφκιασαν γόνα τὰ γιννήματα κι ξανασκώθκαν».

Αὐτόϊας ἀπ’ πλέτι τοὔειδα κι γώ. Πάτσα μνιὰ μέρα, τώρα τοὺ Μάη, κάτ’ γαλατσίδγια καταῆς. Αὐτὰ τσακίσκαν ἀποὺ ρίζα κι γίνγκαν ἕνα μὶ τοὺ χῶμα. Πέρασα σὶ καναδγυὸ μέρις ἀποὺ κεῖ κι τὶ νὰ ἰδῶ; Εἶχαν φκιάσ’ γόνα. Λίγου ἀπ’ τοὺν κουρμό τα ἦταν ἀκόμα στοὺ πλάϊ. Ἀλλὰ στἄλλου ὅμους εἶχαν σιάξ’.

Ἔφκιασαν ἴσιουν κουρμὸν κι ἀναίβηναν σὰ νὰ μὴν εἶχαν πάθ’ καντίπουτας.

 .

Ἡ κιουτῆς δὲν γίνιτι πραματιφτής

 Ἡ κιουτῆς εἶνι αὐτός ἀπ’ φουβᾶτι τὄνα κι τἄλλου. Τὰ λουγαργιάζ’ ἀποὺ δῶ κι ἀποὺ κεῖ κι ἀράδα παντοῦ γλέπ’ σκιάχτρα κι κίνδυν’. Ἕνας τέτχοιους ἀπ’ δὲ νταλντάει στ’ ζουή, γιὰ νὰ φκιάσ’ ὅ,τ’ κι ἀντί, δὲν μπουρεῖ νὰ γέν’ πραματιφτής.

Ἡ πραματιφτὴς κάν’ τοὺ σταυρό τ’ κι κινάει γιὰ νὰ ἰμπουριφτῆ ‘μ πραμάτχια τ’. Ἰκείνους π’ πααίν’ μνιὰ μπρουστά, δγυὸ τς πίσους κι ἀράδα κλουθουγυρνιέτι δὲν μπουρεῖ νὰ νταλντήσ’ κι νὰ γέν’ ἔμπουρας, γιὰ νὰ πλάη στὰ παζάργια. Ἡ δλιὰ δὲν χαλέβ’ κιουτῆδις, ἀλλὰ θαρραλέοι ἀνθρῶπ’.

 .

Κάπχοιους δὲν εἶχι ποῦ νὰ μείν’, χάλιβι κι στ’ παπᾶ τοὺ σπίτ’

 Κάναν κιρὸ ἦταν ἕνας ψείργιαρς ζηκλιάρς κι δὲν εἶχι οὔτι κιραμίδα νὰ βάλ’ ἀποὺ πχάτ’ ‘ν καραπατσίνα τ’. Φόντας τοὺν ἄφσαν ἰλέφθιρουν στοὺ χουργιὸ νὰ δγιαλέξ’ σὶ πχοιὸ σπίτ’ ἤθιλνι νὰ κάτσ’ αὐτὸς ἔβαλι ζόρ’ νὰ κάτσ’ στ’ παπᾶ τοὺ σπίτ’.

Τοὺν εἶπαν τότι. «Ὢ ρα ‘ναθημὰ τοὺ μπιλιᾶ σ’. Δὲ δγιαλέγς κι κάνα παρακατχιανό. Ἰδῶ εἶσι ζηκλιάρς κι δὲν ἔχς καντίπουτας, κι θέλτς νὰ μᾶς κάντς κι τοὺν καμπόσου, κι νὰ μείντς στ’ παπᾶ τοὺ σπίτ’;»

Ἰκείνουν τοὺν κιρὸ τ’ παπᾶ τοὺ σπίτ’ ἦταν λίγου καλλίτιρου ἀπ’ τς ἀλνοὺς γιατιαυτὸ κι τὄβαλαν σμ παροιμία ἰτούτ’.

.

Ἅμα εἶσι καβάλα σὶ ξένου γουμάρ’

 Ἅμα σεἶχι δανείσ’ κάνας γείτουνας γιὰ νὰ κάντς κάνα χουζμέτ’ ἢ ἦσαν καβάλα σὶ ξένου γουμάρ’, ὅπουτις χάλιβαν σἴλιγαν, «ἄει σώσει, φέρτου μας ἢ κατέβα καταῆς, γιατὶ τοὺ χρειάζουμέστι». Ὅσου κι ἂν ζουρίζουσαν, γιατὶ δὲν εἶχις σώσ’ τ’ δλιά σ’ χάλιβις δὲ χάλιβις τὄδουνις ξανὰ τς πίσους.

Αὐτόϊας τοὔλιγαν κι γιὰ ὅπχοιου ἄλλου ἦταν σὰν κι τούτου. «Ἔμ ἔτσιας

γίνιτι. Ἅμα εἶσι καβάλα σὶ ξένου γουμάρ’ σὶ κατιβάζν ἀγλήγουρας καταῆς».

 .

Τώρα τοὺ γουμάρ’ δὲν χαλέβ’ κθάρ’

 Ἅμα ψουφοῦσι κάνα γουμάρ’, ἰπειδὴς ἦταν ἀτάϊστου κι ξινησκουμένου, ἴλιγαν αὐτὴν ‘μ παροιμία. «Ἰά, τώρα ἀπ’ ψόφσι τοὺ γουμάρ’ δὲν ξαναχαλέβ’ κθάρ’». Ἤθιλναν νὰ ποῦν μιτιαὐτὸν τοὺν λόγουν, πὼς θέλ’ νὰ προυλαβαίνουμι τοὺ κακό. Κι ὄχ’, ἅμα ἔρθ’, ὕστιρα νὰ μουτσουκλαῖμι. Τοὺ γουμάρ’ πρέπ’ νὰ κθαρουθῆ τοὺ χειμῶνα, γιὰ νὰ ψυχουπχιάσ’ κι ν’ ἀντέξ’ ὥς τοὺν Μάη. Ἅμα ἔφτανι στοὺ Μάη τότι εἶχι νὰ φάη πρασινάδγια κι δὲ χράζουνταν κθάρ’.

Ἴλιγαν πάλι αὐτὸν τοὺν λόγουν ἅμα καμνιὰ νύφ’ ἔκλιγι σν κηδεία τα πιθιρᾶς τς ἢ τ’ πιθιροῦ τς. Τὶ νὰ τὰ κάντς τὰ μουτσουκλιάματα; Ὄντας ἦταν κιρὸς νὰ τς κοιτάζ’ αὐτὴν δὲν τς ἴλιγι ναὶ καλημέρα ναὶ καληνύχτα. Ἅμα ἦρθι ἡ ὥρα κι οἱ παπποῦδις τίναξαν ‘ν καρυά τς ἡ νύφ’ κίντσι τὰ δάκρυα. Τὶ τοῦ χαλέβς τοὺ ἔρμου!

 .

Δὲν εἶνι μούγκι ἕνας μούγκι δγυό, ἀλλὰ εἶνι ὅλου τοὺ χουργιό

 Ἅμα ἴγλιπναν, πὼς ὅ,τ’ κι ἀντί, μὰ καλὸ μὰ στραβό, κι κυρίους στραβὸ κι ἀνάπουδου, δὲν γένουνταν μνιὰ κι δγυὸ ἀλλὰ πουλλὲς φουρὲς, τότι ἴλιγαν αὐτὴν ‘μ παροιμία. Τοὺ στραβὸ δηλαδὴς δὲν τοὺ φκιάν’ μαναχὰ ἕνας ἢ δγυό, ἀλλὰ ὅλ’ ἀντάμα. Γίνκι στραβὸ ὅλου τοὺ χουργιό.

 .

Ἀπ’ τοὺ γουμάρ’ βγαίν’ μπλάρ’ κι ἀπ’ τοὺ μπλάρ’ βγαίν’ γουμάρ’

 Ἅμα ἴγλιπναν οἱ παπποῦδις νὰ βγαίν’ ἀποὺ τίπτα τζιριμέδις κι ἀνηπρόκουπ’ γουνίδις καλὰ κι προυκουμμένα πιδγιά, ἴλιγαν «ἀπ’ τοὺ γουμάρ’ βγαίν’ μπλάρ’».

Δηλαδὴ ἀπ’ τς ἄχρηστ’ βγῆκαν χρήσιμα πιδγιὰ, σὰν τοὺ μπλάρ’, ἀπ’ σκών’ πουλὺ φουρτχιό. Κι ἀντίθιτα πάλι ἀπ’ τς καλοὶ τς γουνίδις, ἀπ’ εἶνι σὰν τοὺ μπλάρ’ ἄξιοι, βγαίν’ ἄχρηστα πιδγιά, σὰν τοὺ γουμάρ’, π’ δὲν κάν’ γιὰ τρανὲς δλιές.

 .

Ἡ γιόζμ’ κουμμάτ’ μάλαμα, κι ἡ νύφη μ’ ξένου ἀμπάλλουμα

 Αὐτόσια ἡ λόγους θέλ’ νὰ πῆ πῶς γλέπν οἱ πιθιρὲς τς νύφις τς. Λιέει ἡ μάννα γιὰ τοὺ γιό τς, ὅτ’ εἶνι κουμμάτ’ μάλαμα, χρυσὸ πιδί. Λιέει κι γιὰ τ’ νύφη τς πὼς ὅ,τ’ νὰ τοὺ κάντς, ὅπους κι ἂν τοὺ πῆς εἶνι ξένου ἀμπάλλουμα. Ἡ νύφ’, λιέν’ οἱ πιθιρές, εἶνι ξένου αἷμα, δὲν πουνιέτι σὰν τοὺν πόνου τ’ πιδγιοῦ ἀποὺ εἶνι θκὸ τς αἷμα. Γιατιαὐτὸ κι ἡ πόλιμους ἀπ’ ἔχν οἱ πιθιρὲς μὶ τς νύφις τς δὲν θὰ ἔχ’ σουμὸν ὡς τ’ Διφτέρα ‘μ Παρουσία.

.

Πέθανι ἡ πιθιρίτσα μ’, ἄδγειασ’ ἡ κουχίτσα μ’

 Παλιὰ τς δγυὸ τς κόχις στοὺν οὐντά, ἀπ’ ἦταν τοὺ τζιάκ’ κι ἔκιγι ἡ φουτχιά, τς ἔπχιαναν τοὺ χειμῶνα ἡ παπποῦς κι ἡ μπάμπου. Οἱ νύφις ἦταν ἀράδα στοὺ πουδάρ’, φέρι τοὺ ἕνα κι τἄλλου. Ὅταν πέθισκνι κάνας τρανὸς στοὺ σπίτ’, ἴλιγαν, «ἄει, ἄδγειασι ἡ κόχ’». Ὅταν πέθισκνι ἡ πιθιρὰ ξιαλάφρουνι ἡ νύφ’, ἀφοῦ ἔφυγνι τοὺ σκιάχτρου τς κι θὰ ἦταν ἰλέφθιρ’. Γιατιαὐτὸ κι οἱ νύφις ὂντας πέθισκνι ἡ πιθιρὰ ἴλιγαν αὐτὴν ‘μ παροιμία, «πέθανι ἡ πιθιρίτσα μ’ κι ἄδγειασι ἡ κουχίτσα μ’».

 .

Οὕλου τς μπρὸς πααίνουμι

 Ρώτσι ἡ μάννα τ’ θυγατέρα τς σὰν πῶς πιρνοῦσι στοὺ σπίτ, ἀπ’ παντρέφκι. Ἦταν χειμῶνας ἰτότις κι ἡ κινούργια νύφ’ ἀπηλουῆθκι στ’ μάννα τς κι ‘ν εἶπι.

«Πῶς νὰ πιρνοῦμι, μόρ’ μάννα μ’ καλή; Οὕλου τς μπρὸς πααίνουμι». Μιτιαὐτόϊας ἰννουοῦσι ὅτ’ κρύουναν πουλὺ κι σμμαζώνουνταν ὅλ’ σμὰ στοὺ τζιάκ’. Γιατιαὐτὸ κι πάηναν ὅλ’ οὕλου τς μπρὸς γιὰ νὰ ζγώσν στοὺ τζιάκ’ κι νὰ ζισταίνουνταν.

 .

Ψουμὶ κι τυρί; Ἀϊλὶ ποὺ καρτιρεῖ

 Πῆγαν λιέει μνιὰ νύχτα νὰ πάρν οἱ κλέφτις ἕναν. Τήρσαν ἀπ’ τοὺ παραθύρ’ κι τς εἶδαν νὰ τρῶν. Εἶπαν νὰ τς ἀφήσν νὰ φᾶν κι ὕστιρα νὰ σουντήξν κι νὰ τοὺν ἁρπάξν. Σὶ λίγου ξανατηροῦν κι αὐτοὶ ἀκόμα μουτσιαλνοῦσαν. Σὶ κάμπουσ’ ὥρα ξαναγλέπν κι πάλι ἔτρουγαν. Ὦ ρα, λιέει ἡ ἕνας δὲν τήρσαμι τὶ τρῶν. Τήρσαν καλὰ κι εἶδαν, ὅτ’ ἔτρουγαν ψουμὶ κι τυρί. Ἄειντι ἄειντι, λιέει ἡ ἕνας ἀπ’ τς κλέφτις. Μάστι του κι πάμιστι νὰ φύγουμι. Ἅμα τρῶν ψουμὶ κι τυρὶ οὔτι ταχιὰ δὲν σῶν. «Ψουμὶ κι τυρί; Ἀϊλὶ ποὺ καρτηρεῖ».

 .

Τράβαμι λαλᾶ μ’ κι ἂς κλαίου, ἰὰ κι ἡ τσέργα μ’ στοὺ παχνί

 Ἦταν μνιὰ λυκουφαγουμέν’ νύφ’ ἀπ’ ‘ν ἔκλιβι ἡ μπάρμπας τ’ γαμπροῦ, γιὰ νὰ ‘μ πααίν’ στοὺν ἀμψιό τ’. Εἶχι συννουηθῆ ὅμους μιτιαφνοὺς κι τς εἶπι ἔτσιας. «Ἰσεῖς θὰ κάντι πὼς μὶ τραβάτι κι μὶ βαραίντι. Ἰγὼ θὰ παρασταίνου πὼς τάχα μὶ σφάζ’ κι μουτσουκλαίου. Νὰ ξέρτι ὅτ’ ἡ παλιουτσέργα μ’ κι τὰ παρτάλια μ’ εἶντα μαζουμένα στ’ ἀχούρ’ ἰκεῖα οὑπχάτ’ στοὺ παχνί».

 Ἔτσιας βγῆκι ἡ παροιμία «τράβαμι λαλᾶ μ’ κι ἂς κλαίου, ἰὰ κι ἡ τσέργα μ’ στοὺ παχνί».

.

Τρέξι  λίγδα στοὺν παστὸν

Τ' λίγδα στοὺ χουριὸ 'ν ἔβγαναν τὰ Χριστοῦ, π' ἔσφαζαν τοὺ γουροὺν'. Ὅταν σμάζουναν τοὺ κριᾶς καθαρνοῦσαν τοὺ πάχους κι τοὺ μάζιβαν ξιχουρστὰ σι ἕνα καζὰν. Τὄβαζαν τρεῖς μέρις στοὺ νιρὸ κι στράγκζαν τὰ ζμνιὰ κι τὰ αἵματα. Τ' ἁλάτζαν κιόλας γιατὶ ὕστιρα ἀπ' τοὺ λυώσιμου δὲν τοὺ πχιάνουνταν τ' ἅλας. Ἅμα πιρνοῦσαν οἱ γιουρτὲς τ' Χριστοῦ ἔλυουναν στ' φουτχιὰ τοὺ λίπους αὐτόϊα. Ὅσου ἔλυουνι, τοὺ ἀνακάτουναν μι κάνα στλιὰρ ἢ κάνα κιδρουπάλουκου κι τοὺ μάζουναν σὶ τινικέδγια. Φλάγουνταν κιόλαντς ἀπ' τ' φουτχιὰ νὰ μὴν ἦταν ἁψιά, γιὰ νὰ μὴν τσακώσ' κι τσικνώσ' ἡ λίγδα κι ὕστιρα θὰ γένουνταν ἄχρηστ'. Ἕνα γιρὸ γουρούν' μὶ 110 οὐκάδις βάρουν ἔβγαζι τέσσιρ' ντινικέδις λίγδα. Στοὺ τέλους, ὅ,τ' δὲν ἔλυουνι, ἦταν οἱ τσιγαρίδις, οἱ μπιτζιλίνις κι οἱ μπάμπις. Οἱ τσιγαρίδις, ἅμα ἀρχινοῦσαν σιαπέρα σιαπέρα τς δλιὲς, κι τιλείουνι τοὺ κριᾶς, τς προυσκνοῦσαν κι μνιὰ χαρὰ κι μουσκότρουγαν. Τς μπιτζιλίνις κι τς μπάμπις τς πέταζαν.

Καθαρνιοῦντας τοὺ λίπους, ὄντας λιάντζαν τοὺ κριᾶς, κρατοῦσαν κι κάναδγυὸ καλὰ κουμμάτια λίπους. Αὐτάϊα τ' ἁλάτζαν γιρὰ γιρὰ κι τὰ κριμοῦσαν σι κάνα γριντουκάρφ' στ' γριντιὰ στοὺ κατώϊ. Αὐτὸ μὶ τοὺν ἀέρα κι μὶ τοὺ χουντρὸ τ' ἅλας ψένουνταν καλὰ κι τὄτρουγαν ἀκόμα κι σιαπέρα κα τοὺ καλοκαίρ' στοὺ θέρου κι στ' ἁλώνια. Ἔκουβαν λίγου κι μὶ τοὺ ψουμὶ ἔτρουγαν κι τοὺν παστόν.

Τώρα κι δγυὸ λόϊα γιὰ μ' παροιμία ἀπ' ἔβαλάμι στοὺ κιφαλάρ'. Ἅμα ἴγλιπναν ὅτ' καζάντσι κάπχοιους ἀποὺ κέρδιζι συνέχεια πουλλὰ ἴλιγαν " τρέξι λίγδα στοὺν παστό". Δηλαδὴ τὰ λιφτὰ πῆγαν στὰ λιφτὰ κι τοὺ κέρδους στοὺ κέρδους Σὰ νὰ λέμι ὅτ' πῆγι ἡ λίγδα κι βρῆκι τοὺν παστὸν ἀφοῦ κια τὰ δγυὸ εἶνι λίπους.

 

Τοὺ ζύμουμα

Μνιὰ φαμπλιὰ μὶ οὐχτὼ νουμάτ' χάλιβι τ' βδουμάδα κάνα εἰκουστέσσιρα πλαστάργια ψουμί. Σὶ κάθι κατσιὰ γιὰ φαΐ στοὺν τράπιζου ἔκουβαν κι πραχαλνοῦσαν κι ἀποὺ ἕνα πλαστάρ' οὑλόκληρου. Ἅμα ἔβγαζαν κιόλα ψουμὶ σια ὄξου στς τζιουμπαναραῖοι στὰ μαντριὰ τοὺ χειμῶνα κι στς στροῦγγις τοὺ καλουκαίρ' τότις τς χρειάζουνταν ἀκόμα πλιότιρα.

Ἔπιρνάμι ἀπ' λέτι κι κουσκνούσαμι 2 1/2 τινικέδγια ἀλεύρ' κι ἐβαζάμι 1 1/2 μπραγάτσα ζιστὸ νιρό. Ἔκανάμι τοὺ σταυρό μας κι ἀνάπχιανάμι τοὺ προυζύμ' ἀποὺ βραδὺς ἢ ἀλλιῶς κατὰ τς δυόμψ' μὶ τρεῖς  χαραϊάτκα. Αὐτὸ σὶ κάνα δγυὸ ὧρις γένουνταν. Ἅμα κάθουνταν παραπάν' βάρινι στς ξυναδιές. Ὅταν γένουνταν τοὺ προυζύμ' τοὺ ζυμουνάμι μὶ τ' ἀλεύρ' κι γιόμπζι ζμάρ' τοὺ τρανὸ τοὺ σκαφίδ'. Τοὺ σταύρουνάμι κι τοὺ σκέπαζάμι μὶ κάνα δγυὸ χουντρὰ μισάλια, γιὰ νὰ τοὺ κρατήσν ζιστὸ κι νὰ τοὺ βουηθήσ' στοὺ φούσκουμα. Ἅμα φούσκουνι τοὺ ζμάρ' τ' ἀπουχειρνούσαμι, ἔφκιανάμι τὰ πλαστάργια κι τἄβαζάμι στὰ πνακουτά. Προυτοῦ νὰ τ' ἀπουχειρίσουμι ἀναβάμι τοὺν φούρνου, γιὰ νὰ χουνεύ' κι αὐτὸς σν ἴδια 'ν ὥρα. Ἀφοῦ ἔβαζάμι στὰ πνακουτὰ κι ἡ φούρνους ἔκιγι γιρὰ τοὺν ἔτριβάμι μὶ τοὺ συμπουδαύλ'. Γιὰ ν' ἀργάσ' ἡ φούρνους ἔπριπι ν' ἀσπρίσν τὰ χείλια τ' ἀ κι νὰ σταχταλιάσν τὰ κάρνα. Ὕστιρα τοὺν πάντζαμι μὶ 'μ πάνα ἀφοῦ τ' νουτούσαμι καλὰ μέσα στ' γκουρμπάσια. Ἡ πάνα ἦταν ἢ ἀποὺ παρτάλια ἢ κάνα κουτσιουφόκαλου. Ὅταν χώνιβι καλὰ ἡ φούρνους τότις ἴφιρνάμι τὰ πνακουτὰ σκιπασμένα μὶ τὰ μισάλια κι ἔβαζάμι ἕνα ἕνα στοὺ φουρνόφκιαρου τὰ ψουμνιὰ κι τἄρχναμι στοὺ φούρνου. Ἅμα τέλειουνάμι τοὺ ψουμὶ ἔρχναμι κι κάνα δγυὸ πλατές. Αὐτὲς τς ἔρχναμι ἀμπρουστὰ στοὺ στόμα ἀπάν' στ' χόβουλ', ψένουνταν σὶ κάνα δικαριὰ λιφτά, τς ἔβγαζάμι κι κι τς μέραζάμι σι ὅλνους. Γιὰ νὰ μὴ χάνιτι ἡ πύρα ἀπ' τοὺ φούρνου βούλουνάμι τ' θύρα τ' κι τ' βίγλα ἀπ' τοὺ πλάϊ. Κάμπουσις φουρὲς ἄνοιγάμι τοὺν φούρνου κι τηρούσαμι μὴ μᾶς ἀδράξ' τοὺ ψουμί. Γιατιαὐτὸ κι ἔβαζάμι ἀπάν' ἀπ' τὰ πλαστάργια καμνιὰ ἰφιμιρίδα. Ἅμα παγάδουνι ἡ πύρα, τότι τὄβγαζάμι, τὄβαζάμι στὰ πνακουτὰ κι τοὺ σκέπαζάμι μὶ τὰ μισάλια.

Στοὺ θκό μας τοὺ σπίτ' πρώτους ἔπιρνι τοὺ ψουμὶ στοὺ χέρι τ' ἡ Νένις κι τοὺ δουκίμαζι, ἂν ἦταν στραγκζμένου ἢ ἀστράγκστου. Ἦταν εἰδικὸς σι τούτου, ἰπειδὴς εἶχι ζμώσ' πουλλὰ ψουμνιὰ κάτ' στοὺ Μαναστήρ' στοὺ Ζντιάν'. Γιαὐτὸ κι ἴλιγι τ' μάννα μ', " ἄστου λίγου παραπάν' μόρ' γιὰ νὰ στραγκίσ' τοὺ ψουμί. Πάλι ἀστράγκστου τὄβγαλις. Ἂχ, ἰσεῖς οἱ ἔξυπνις! "

Ὕστιρα κάθι πλαστάρ' κινούργιου π' ἔπιρνάμι γιὰ τοὺ τραπέζ', πρῶτα τοὺ σταύρουνάμι ἀποὺ κάτ' κι  τὄκουβάμι φιλοῦδις, γιὰ νὰ φάη ἡ φαμπλιά.     

 

Ἡ ψεῖρα μας στοὺν Ἔλυμπου κι μεῖς στοὺ πανηγὺρ'...

Ὄντας καένας ἦταν ψουρουπηρήφανους κι ἰνῶ δὲν εἶχι κανγκαντίπουτας κι νὰ τραβοῦσις παλιοῦρα  στοὺ σπίτι τ' δὲν θἄπιανι τίπουτας, αὐτὸς προυσπαθοῦσι  νὰ ταντστῆ κι νὰ φανῆ τρανὸς ἴλιγαν αὐτὴν μ' παροιμία. "Ἡ ψεῖρα μας στοὺν Ἔλυμπου κι μεῖς στοὺ πανηγύρ'". Δηλαδὴ ἤθιλναν νὰ ποῦν μιτιαὐτὸν τοὺν λόγουν, ὅτ' ἡ θκή μας ἡ ψεῖρα γίνκι τόσ' πουλλὴ κι ἔφκιασι στράτα ἀπ' ἔφτασι ὡς 'ν κατσιούλα ἀπ' τοὺν Ἔλυμπου. Κι ἰνῶ εἴμιστι τόσου τρανοὶ ψειργιάρδις κι θἄπριπι νὰ κρυφτοῦμι, ἰμεῖς ἀπιναντίας χαιρουμέστι, κουκουριβουμέστι, κουρδουνουμέστι, χτινιζουμέστι κι πχιαλοῦμι ἀκόμα κι στοὺ πανηγύρ', γιὰ νὰ μᾶς δοῦν κι ἄλλ'. Δὲν τηροῦμι νὰ διουρθώσουμι λίγου ἀπ' τὰ χάλια μας ἀλλὰ καμαρώνουμι, γλιντοῦμι κι πανηγυρίζουμι σὰν νὰ τἄχουμι ὅλα σιλαρουμένα. Ἄειντι ἄειντι...

 

Τ' ἀγαπάει ἡ Μάρου τὰ τραγούδια γιατ' ἔχ' ἄντρα ζουρνατζῆ

Ὅταν ἦταν καμνιὰ γναῖκα ἤθιλνι νὰ καμπαρντίζιτι ἀλλὰ μὶ τοὺ ἀνέξουδου, τότι ἴλιγαν αὐτήνια 'μ παροιμία. Δηλαδὴ ἦταν σὰν τ' Μάρου π' 'ν  ἄρζι νὰ συγκαθάη κι νὰ χουρεύ' ἀλλὰ χουρὶς νὰ πλέρουνι ἀμπουτὶ ἡ ἄντρας τς ἦταν ζουρνατζῆς κι ἔπιζι ζουρνᾶ. Ἂν ὅμους δὲν ἦταν ἡ ἄντρας τς π' λαλοῦσι τοὺ ζουρνᾶ κι ἔπριπι νὰ πληαρών' στ' ἄργανα τότι θὰ 'ν κόβουνταν κι ἡ βήχας τς γιὰ τοὺν χουρὸ κι τὰ τραγούδγια.

 

Ὄντας ἔπριπι, δὲν ἔβριχι...

Ἴλιγαν πάλι οἱ παπποῦδις: "Ὄντας ἔπριπι, δὲν ἔβριχι κι τώρα χαλαζών'". Ἴλιγαν αὐτόνινιὰ τοὺν λόγουν ἄμα ἴγλιπναν κάναν ἀχαΐριφτου π' νὰ μὴν κάμ' σν ὥρα τα, ὅσα ἔπριπι νὰ φκιάσ'. Ἄφνι δηλαδὴ νὰ πιράσν οἱ καλὲς ἰφκιρίις κι χάλιβι νὰ κάμ' τς δλιές τ' ἄμα ἔρχουνταν ἀνάπουδα. Μὶ τς βρουχὲς ἔχ' σειρὰ τοὺ ὄργουμα κι ἡ σπαρτός. Ἄμα δὲν βρέξ' κι ρίξ' χαλάζ' τὶ ὄργουμα νὰ φκιάϊς; Τοὔλιγαν πάλι αὐτόϊα ἄμα ἴγλιπναν κάναν νὰ πααίν' γιὰ τσάκνα ἢ γιὰ ξύλα ὄντας χιόντζι... "Ἄειντι ρὰ ξάλμυρι. Ὄντας ἔπριπι, δὲν ἔβριχι κι τώρα χαλαζών'".

 

Ἡ Κουλούσιας ἀπ' τοὺ Μόκρου

Ὅλ' στοὺ Μόκρου τοὺν ἴλιγαν Κουλούσια. Ἦταν γουρνάρς κι εἶχι τρανὸ γουρνουκόπαδου κι γουρνουκούμασα. Τώρα τὶ δλιὰ εἶχι ἡ Κουλούσιας μὶ τοὺ χουργιό μας; Δικάσκι μιὰ δόσ' γιὰ ἀγρουνουμκὴ ζημνιὰ στοὺ δικαστήριου, π' γένουνταν ἰτότις στοὺ χουργιό μας στοὺ Γραφείου τς Κοινότητους.

Κι τὶ ζημνιὰ ἔκανι ἰτούτους ἡ ἀβάντς; Σιουρταργιάσκαν ὅλα τὰ γουρούνια τ' ἕνα χόβ' σι  ἕνα χουράφ' κι τοὺ ξιπάτουσαν ἀποὺ ρίζα. Νά, αὐτόϊα ἔφκιασι. Δὲν ἄφσαν ὄρθιου καντίπουτας. Μόρα οὔτι τὰ δυὸ ἀντάμα. Τοὺν ἄμπλαξι κι ἡ ντραγάτς κι τοὺν ἔκανι μήνυσ'. Κάπουτι τοὺν εἶπαν νὰ ἰμφανιστῆ στοὺ δικαστήριου. Ἔφτασι ἡ μέρα κι ἡ Κουλούσιας ἦρθι στοὺ Μκρόβαλτου. Βιβαίους ὅλ' στοὺ Μόκρου τοὺν φώναζαν Κουλούσια. Ἡ  ντραγάτς ὅμους τοὺν ἔγραψι στ' μήνυσ' Νικόλαους Τσιανάκας. Δηλαδὴ κανουνικὰ μὶ τοὺ ὄνουμα κι τοὺ παρόνουμα τ'.

Ἦρθι ἡ σειρά τ' κι ἡ πρόϊδιρους τοὺν ἀκάλισι: Νικόλαος Τσιανάκας. Ἡ Κουλούσιας ὅμους φώναξι ἀπ' 'ν τιλιφταία τ' σειρά, ὅπ' κάθουνταν: Ἀπὼν κὺρ Πρόϊδιρι, δὲν ἴντους ἰδῶϊα. Τοὺν φώναξι κάνα δγυὸ φουρὲς κι αὐτὸς μαναχός τ' ἀπηλουιοῦνταν τοὺ ἴδγιου. Ἀποὺ γύρου οἱ χουργιανοί τ' ἴλιγαν, "ὄϊ τοὺ γιαστραμμένου, τὶ φκιάν' ἀ ρα ἡ βιριάγκους"; Κι αὐτὸς τς ἴλιγι "κατσίτι καλὰ νὰ μὴν κλώσου τ' γκαγκλιάρου". Σὶ μιὰ δόσ' τοὺν ἀπόλκι ἀπ' τοὺ πουδάρ' κι ἀπάντσι: Ἰγὼ εἶμι κὺρ Πρόϊδρι  ἀλλὰ μὶ  λέν' Κουλούσια κι ὄχ' Νικόλα Τσιανάκα. Τοὺν λιέει ἰτότις ἡ Πρόϊδιρους κι γιατὶ πῆγις τὰ ζημνιάρκα σ' μέσα στοὺ ἀπαγουρημένου; Κι ἡ Νικόλας ἀπάντσι: κύριι Πρόϊδιρι, ἰὰ πέ μι ξέρς ἀποὺ γουρούνια;... Ξέρς τὶ τσιφτιλῆθκα, τὶ ξιπατουμένα ἀποὺ εἶνι;... Μὶ τὰ λόϊα τ' αὐτάϊα ξικλιάσκαν ὅλ' κι κόπκαν στὰ γέλια μέσα στοὺ δικαστήριου. Αὐτὰϊα τὰ λυκουφαγουμένα, κύρ' Πρόϊδιρι, ὄντας τὰ βαρέσ' στοὺ ζουρνᾶ ἡ μυρουδγιὰ ἀπ' τὰ καλαμκουχώραφα δὲν τὰ σταματᾶς μὶ καντίπουτας. Νὰ ἀποὺ ταύτου πῆραν σβάρνα κι μένα κι τοὺ χουράφ'.

Αὐτάϊα εἶπι, ἀπ' λέτι, ἡ Κουλούσιας κι ἀθουῶθκι...

 Ἂν πῆς τοὺ τσκάλ' σιέϊ...

Ἴλιγι  ἡ Γκισιλούλτς, "Τὶ φκιάν' ἀ ρὰ τοὺ θκός σας τοὺ τρανὸ τοὺ κυπρί"; Ἔτσια ἴλιγι τοὺν παπαΝικόλα. Σὰν παρακάτ' ἴλιγι κι αὐτήν 'μ παροιμία. " Ἂν πῆς τοὺ τσκάλ' σιέϊ, τοὺ γουμάρ' πράμα κι τοὺ σμιθιρὸ συγγινῆ...Ὤχ λύκους μὶ 'ν τράκα τ'. Ἀνάσα ρα κι ἀλλοῦ ρὰ σαλέ, π' δὲ σὶ ξέρν'".

Δηλαδὴ τοὺ τσκάλ' δὲν μπουρεῖς νὰ τοὺ πῆς σιέϊ, ἰπειδὴς εἶνι χουματέϊνου κι δὲν εἶνι ἀντουχῆς ἰργαλείου. Λίγου νὰ πέσ' καταῆς τσακίζιτι εὔκουλα. Γιατιαυτὸ κι δὲν εἶνι νὰ τοὺ πῆς σιέϊ γιρό , π' νὰ τ' ἀξίζ'.

Ὕστιρα τοὺ γουμάρ' πάλι δὲν εἶνι νὰ τοὺ πῆς πράμα. Τοὺ γουμαρουφόρτ' εἶνι ἴσια μὶ τὰ τσάκνα ἀπ' ἔχν οἱ  καρακάξις στ' φουλιά τς. Δὲν σκών' πουλὺ φουρτχιὸ σὰν τοὺ μπλάρ᾿. Γιατιαὐτὸ κι πράματα ἴλιγαν κυρίους τὰ μπλάργια κι τἀλόγατα ἀπ' σήκουναν φουρτχιὸ ἢ ἦταν πιρήφανα. Τὰ γουμάργια δὲν τὰ πάρουναν κι τόσου γιὰ πράματα, ἰπειδὴς οὔτι φουρτχιὸ σήκουναν, οὔτι κι πιρήφανα ἦταν.

Τιλιφταίους σμ παροιμία ἔρχιτι ἡ σμιθιρός. Αὐτὸς ἡ ἔρμους δὲν μπουρεῖ νὰ λουγαργιαστῆ σὰ στινὸς συγγινῆς γιατὶ εἶνι ξένου αἷμα κι δὲν μπουρεῖ νὰ σὶ πουνέσ' τόσου, ὅσου κι ἂν λουϊάζιτι κι αὐτὸς σόϊ.

Ἔτσια ἡ Γκισιλούλτς   ἴλιγι αὐτὴν 'μ παροιμία "Ἄει μὰ σαλιὰ μὶ τ' σαλιᾶς, ἅμα πῆς τοὺ τσκάλ' σιέϊ, τοὺ γουμάρ' πράμα κι τοὺ σμιθιρὸ συγγινῆ, τὄχς γιρὰ χαμένου".

 

 - Τὶ τοὺν λείπιτι τοὺν κασιδγιάρ';

- Σκούφχια μὶ μαργαριτάρ'

Τοὺν παλιὸ τοὺν κιρὸ πουλλοὶ ἀνθρῶπ' στὰ χουργιά μας ἔπχιαναν στοὺ κιφάλι τς κασίδα, π' 'ν ἴλιγαν κι πέκουρ', κάτ' σὰν χουντρὴ πιτυρίδα. Ἰδίους πάθιναν ἔτσιας κούτσκα λισβά, ἀλλὰ κι οἱ τρανοί. Μπουρεῖ νὰ ἦταν κι ἀποὺ 'ν ἀπλυσιά, ἀπ' 'ν ἀφαγιὰ κι 'ν ἀβιταμίνουσ'. Ὅσ' τοὺ πάθιναν, εἶχαν φαγούρα, ξιοῦνταν τ' σκαζμοῦ, πληγιάζουνταν κι μάτουναν. Ἔβαναν ἰλιάτσια, ὅσα μαστόριβαν οἱ μπάμπις, γιὰ νὰ γλύτουναν ἀπ' τοὺ βάσανου αὐτόϊας.

Ἀποὺ κάνας, ὅμους, ἰνῶ εἶχι 'ν καραπατσίνα τ' γιουμάτου μὶ κασίδα, κουρδόνουνταν κιόλα κι καμάρουνι σὰ γιούφτκου σκιπάρ'. Ἔτσιας ἔβγαλαν κι αὐτὴν 'μ πιργιλαντζίδικ' 'μ παροιμία.

"Μόϊ, τὶ τοὺν λείπιτι τοὺν κασιδγιάρ';" ἴλιγι ἡ μνιά. Κι ἀπαντοῦσι ἡ ἄλλ'. "Σκούφχια μὶ μαργαριτάρ'". Δηλαδὴ ἡ κασιδγιάρς ἀπόχ' γιουμάτου τοὺ κιφάλ' κασίδα, π' τσουρτσουλώνιτι κι καμώνιτι, ἕνα τοὺν λείπ', κι αὐτὸ εἶνι μόνου μνιὰ σκούφχια στουλτζμέν' μι μαργαριτάργια. Ἰὰ τέτχοιους Ντιόντιους ἦταν.

Ὅπους λέμι κι 'ν ἄλλ' 'μ παροιμία, "Ψώραβ' γίδα, σκουμέν' νουρά".

 

 Ὅμνοιους τοὺν ὅμνοιου...

Ἅμα δὲν οὐντίζ' μὶ τοὺν ἄλλου δὲν φκιάντς ναὶ σμιθιργιὸ ναὶ παρέα. Ἡ ὅμνοιους κι θὰ σμιθιργιάσ' κι θἄχ' πᾶρι δῶσι μιτιαφνοὺς ἀπ' τιργιάζ'. Ἀλλιῶς τοὺ σμιθιργιὸ κι ἡ παρέα θὰ τς βγοῦν τραπέτσια. Καμπόσ' τ' λέν' κι λίγου ἀλλιῶς. "Ὅμνοιους τοὺν ὅμνοιου ἀγαπάει κι ὅμνοιους τοὺν ὅμνοιου θέλ' ".  Ἔτσιας βγῆκι ἡ παροιμία "ὅμνοιους τοὺν ὅμνοιου κι ἡ κουπριὰ στὰ λάχανα". Ἡ πλούσιους δηλαδὴς οὐντίζ' μὶ τς πλούσιοι κι ἡ φτουχὸς μὶ τς φτουχοί. Ὅπους κι ἡ κουπριὰ τιργιάζ' μουνάχα στὰ λάχανα. Ὅπ' ἀλλοῦ κι νὰ τ' ρίιξ' δὲν πααίν' μὶ καντίπουτας.

 

 Φυτισιάστρα, καρπουζιάστρα

Ἦταν ἀποὺ κάνας ἀσυνάστριγους, κι ἀκαρτέρστους κι τὰ χάλιβι ὅλα νὰ γένουντι ἀγλήγουρα. Αὐτὸς σὰ νἄθιλνι τ' μνιὰ τ' μέρα νὰ φυτέψν ὅ,τ' κι ἀντιλουῆς κι 'ν ἄλλ' τὴν μέρα νὰ βγάλ' λούδγια, κλουνάργια κι καρπόν. Γιατιαὐτὸ ἔβγαλαν αὐτὴν 'μ παροιμία. "Φυτισιάστρα, καρπουσιάστρα". Δηλαδὴ τ' μνιὰ τ' μέρα νὰ βάλλουμι τὰ καρπουζόσπουρα κι 'ν ἄλλ' τ' μέρα νὰ κόψουμι κι νὰ φᾶμι καρπούζ'.

Τιργιάζ' αὐτὴν κι μὶ 'ν ἄλλ' 'μ παροιμία, "Ἄντρα χαλεύου, τώρα τοὺν θέλου".

Ἔτσιας εἶχι φκιάϊσ' κι ἡ φκόζμας ἡ Βασίλτς, φόντας ἤμασταν μκροί. Πήραμι, καμπόσα κλαρίδγια ἀπ' τὰ καβάκια τ' Μακρυϊαννουβασίλ' κάτ' ἀπ' τοὺ Κουντουλάκ' κι τὰ σούγλισάμι μέσα στοὺν κήπου μας, ὅπ' ἀραδοῦσι νιρό, γιὰ νὰ πουτίζουντι μαναχά τα. Ἡ Βασίλτς πάηνι κάθι μέρα κι τἄβγαζι, γιὰ νὰ δῆ ἂν εἶχαν ἀπουλύκ' ρίζις. Ἰμπρέτσαμι νὰ τουν σταματήσουμι. Ἔτσιας ἔπχιασαν καμπόσα κι γίνκαν τρανὰ καβάκια. Ὕστιρα ὅμους ἀπόλκαν πουλλὲς ρίζις, ἀπ' γιόμψαν 'ν αὐλή μας κι τἄκουψάμι, γιὰ νὰ γλυτώσουμι.

 

 Γαμπρέ μ', γιατ' εἶσι μύξαβους;

Ἴλιγαν αὐτόνινιὰ τοὺ λόγου στοὺ χουργιὸ ὄχ' μουνάχα γιὰ τς γαμπροὶ ἀλλὰ κι γι' ἀλνούς. Ρουτοῦσαν τέλους πάντουν τοὺν γαμπρὸ γιατιαὐτὸ τοὺ πρᾶμα κι αὐτὸς ἀπηλουϊοῦνταν, ὅτ' εἶνι μύξαβους, ἰπειδὴς εἶνι χειμῶνας, κρυών' κι τοὺν πῆραν σβάρνα οἱ μύξις τ'. Κι ἡ ἄλλους τοὺν ξανάλιγι, "ἅμ' ἰγὼ  ξέρου ρὰ μύξαρ',  ὅτ' κι τοὺ καλουκαίρ' τὰ σιουλνάργια σ' δὲν σταματοῦν νὰ κατιβάζν', ".

Ἴλιγαν ὅμους αὐτὸν τοὺν λόγου κι ἅμα κάνας ἦταν παρτάλας, ἄπραγους, ἄχρηστους κι τζιριμές. Ἅμα τώρα τοὺν ρουτοῦσαν, γιατὶ ρὰ αὐτόϊας κι τὄνα κι τἄλλου, αὐτὸς ἴβρισκνι ἀράδα μπαλλώματα κι ψιφτουδικιουλουγίις. Γιατιαὐτὸ κι τοὺν ἀπουλνοῦσαν 'μ παροιμία, "Γαμπρέ μ', γιατ' εἶσι μύξαβους;

- Εἶμι ἀπ' τοὺ χειμῶνα.

- Ἅμ' ἰγὼ σὶ ξέρου κι ἀπ' τοὺ καλουκαίρ'".

 

Σὰν τοὺ τσιμπούρ' σμ προυβγειὰ

Τὰ τσιμπούργια ἀκουλνοῦσαν στὰ μαλακὰ ἀπ' τὰ πρόβατα, τὰ γίδγια, τὰ μπλάργια κι τὰ γουμάργια. Ἀποὺ κεῖ ρουφοῦσαν αἷμα κι χόντριναν. Ἰνῶ οἱ καποῦσις μόνου πιρπατοῦσαν κάτ' ἀπ' τοὺ πλουκάρ' στὰ πρόβατα κι στ' ἀρνιά. Αὐτὲς μόνου γκουμπζιαλοῦσαν κι δὲν ἔφκιαναν ζημνιά. Ἅμα τὰ τσιμπούργια ἦταν χουντρά, πόσου τ' ἀσκαίνουμάσταν! Τἄβγαζάμι ἀπ' τὰ ζουντανά μας, τἄσπαζάμι κι ἦταν γιουμάτου αἷμα. Ἅμα ὅμους δὲν ἴβρισκναν ν' ἀκουλήσν σὶ ζουντανό, τότι σκάλουναν κι σὶ κάνα τουμάρ', π' δὲν εἶχι σάρκα νὰ ρουφίξ', ἀλλὰ κι ἔτσιας πουρεύουνταν.

Ἴλιγαν ὅμους αὐτόν τοὺν λόγου κι γιὰ τς ἀνθρῶπ' ἀπ' ζοῦσαν μὶ πουλὺ οἰκουνουμία κι φτουχικά, ἀλλὰ ζοῦσαν. Δὲν 'ν ἴλιγαν, γιὰ νὰ τς πιριγιλάσν, ἀλλὰ πχιὸ πουλύ, γιὰ νὰ τς ἰπινέσν. "Αὐτὸς ἰδώϊα ζάει σὰν τοὺ τσιμπούρ' σμ προυβγειά".

 

 Τοὺ γουμάρ' φταίγ' κι τοὺ σαμάρ' βαραίντς;

Ἅμα ἔφτιγι κάπχοιους δυνατὸς κι δὲ μάλλουναν αὐτὸν ἀλλὰ κάναν ἄλλουν ταλαίπουρου ἴλιγαν αὐτὴν 'μ παροιμία. Ἀντὶ νὰ βαραίσουμι δηλαδὴ τοὺ γουμάρ' ἀπ' φκιάν' τοὺ ζαράλ' ἰμεῖς ξυλουφουρτώνουμι μὶ τ' φουρτουτήρα τοὺ σαμάρ' ἀπ' δὲν δυνάζιτι νὰ παρανουμίσ'.

 

Κρούου τοὺ παραστάθ', γιὰ νὰ τ' ἀκούσ' ἡ θύρα

Ὄντας κάνας δὲν καταλάβισκνι κι τόσου, βάριναν λίγου ἀπ' ἀλάργα ἀπ' ἀλάργα, γιὰ νὰ τσιακματίσ'. Ἔφκιαναν παρατήρησ' σὶ κάναν ἄλλουν μπάς κι ἔπιρνι φουτχιὰ ἡ ἄλλους ἡ ξίκους. (Λεξικὸ Δημητράκου, ξίκικος: λιποβαρής, λειψός).  Γιατιαὐτὸ κι ἔβγαλαν 'μ παροιμία, "Κρούου τοὺ παραστάθ', γιὰ ν' ἀκούσ' ἡ θύρα". Τοὺ ἴδγιου λιέει κι ἡ ἄλλ' ἡ παροιμία, "Σὶ σένα τὰ λέου πιθιρά, γιὰ νὰ τ' ἀκούσ' ἡ νύφ'".

 

 Παπᾶς σμ Πόλ', παπαδγιὰ μουλουγάει

Ἦταν, λιέει, σι ἕνα χουργιό, δὲν ξέρου ἂν ἦταν στοὺ θκό μας ..., ἕνα ζβγάρ' παπᾶς κι παπαδγιά. Πάηνι ἡ παπᾶς στοὺ παζάρ' κάτ' σμ  πόλ'. Ἰκεῖ τιλείουνι κι τς δλιὲς ἀποὺ εἶχι μι τοὺ Δισπότ' κι ἄλλα ὅ,τ' λουῆς. Κα' τοὺ βράδ' ἔρχουνταν τς πίσους στοὺ χουργιό τ'. Ξιφόρτουναν τὰ ψούνια κι τὰ πάστριβαν. Ὕστιρα ἡ παπᾶς ἀρχινοῦσι νὰ μουλουγάη σὰν τὶ εἶδι κι ἀπόειδι κάτ' σμ πόλ'.

Ἡ παπαδγιὰ ὅμους ἀποὺ δίπλα δὲν ἄντιχι νὰ λιέη ἡ παπᾶς κι αὐτὴν νὰ τὄχ' ραμμένου τοὺ ἔρμου τς. Γιατιαὐτὸ κι αὐτὴν ἀράδα χώνουνταν, ἀδγιάκουφτι τοὺν παπᾶ, φουρλατοῦσι κι ἀμπόλιαζι σὰν νἄταν κι αὐτὴν ἀντάμα κάτ' σμ πόλ'. Ἔτσιας ἔβγαλαν 'μ παροιμία, "Παπᾶς σμ πόλ', παπαδγιὰ μουλουγάει".

Ὕστιρας ὅμους λέν αὐτὴν 'μ παροιμία κι γιὰ ὅπχοιουν ἄλλουν μουλουγάει γιὰ πράματα, ἀπ' δὲν ξέρ' κι οὔτι τἄειδι, ἀλλὰ τὰ λιέει σὰν νὰ τὰ ξέρ' ἀπ' ὄξου κι ἀνακατουτά.

Κι ἄλλ' μνιὰ ἱρμηνεία μπουρεῖ νὰ εἶνι ὅτ' γιὰ πόλ' ἰννουεῖ 'ν Κουσταντινούπουλ'. Τοὺ ἴδγιου εἶνι.

 

 Ἔμαθα ξυπόλτους κι δὲ μι ἀρέζ' 'πουδημένους

Εἶνι νὰ μὴ συνηθίσ' κάτ' λουῆς, ὅ,τ' κι ἀντί, ἡ ἄνθρουπους. Αὐτόϊας, ἀκόμα κι ἂν δὲν εἶνι καλό, τοὺ θυμέτι σ' ὅλ' τ' ζουή τ' κι δὲ σών' νὰ τοὺ μουλουγάει σι ὅλνους. Ἀκόμα κι τ' φυλακὴ κι 'ν ἀνέχεια. Εἶνι σὰν κ' ἰτούτου ἀπ' λιέει ἡ παροιμία αὐτήν. Ἔμαθα νὰ πιρπατῶ ξυπόλτους κι ὅταν ἔρχιτι κιρός, ἀπ' ἔχου πουδήματα, ἀλλὰ δὲν πουδένουμι, γιατὶ μι ἀρέζ' ἡ ξυπουλταρία.

Αὐτὸ ὅμους τοὺ λέν' ὄχ' μόνου γιὰ τοὺν ξυπόλτου ἀλλὰ κι γιὰ ἄλλα. Ὅταν δὲν μᾶς ἀρέζ', ν' ἀπαρατήσουμι, ὅτ,δήπουτις ἀπ' ζούσαμι στοὺν κιρὸ τς φτώχειας κι τοὺ λιγουριβουμέστι ἀκόμα κι στοὺν κιρὸ ἀπ' τἄχουμι ὅλα μι τοὺ παραπάν'.

Τὶ νὰ πῆς; Εἶνι ἀσιγούριφτους ἡ ἄνθρουπους. Δὲν ἔχ'; Ζηλεύ' ἀφνούς, ἀπ' ἔχν κι προυσπαθάει ν' ἀπουχτήσ'. Ἔχ'; Θυμέτι ἰτότι ἀπ' δὲν εἶχι...Δὲν εἶνι ναὶ γιὰ τοὺ σακκί, ναὶ γιὰ τοὺ σακκούλ'.

 

 Ποῦ πααίντς ξυπόλτους στ' ἀγκάθχια;

Ἦταν ἰτότι κιρὸς ἀπ' πάηνάμι κι βουσκούσαμι τ' ἀρνιά μας τὰ καλουκαίργια. Καμπόσις φουρὲς ἤμασταν κι ξυπόλτ'. Ὅταν θέρζαν τὰ στιάργια κι ἀργότιρα τὰ καλαμπούκια, τἄβανάμι μέσα στς καλαμνιές. Τζουνιοῦνταν τὰ πουδάργια μας ἀπ' τς βατσινιές κι πουλλὲς φουρὲς πατούσαμι ζντρουβόλια. Ἰδίους αὐτάϊα τὰ τιλιφταῖα μᾶς φαρμάκουναν. Ἅμα πατούσαμι κι κάνα ἀγκάθ' ἀποὺ στιγνὴ γκρικουρτσιὰ ἔκλιγάμι μὶ τς ὧρις.

Αὐτὴν ὅμους 'μ παροιμία 'ν ἴλιγαν κι ὅταν κάπχοιους ἀναλάβισκνι καμνιὰ δύσκουλ' δλιὰ ἀπ' δὲν μπουροῦσι νὰ τ' βγάλ' πέρα. Σι αὐτὸν ἴλιγαν, " Ποῦ πααίντς, α ρα ξάλμυρι. Ντὶπ ντιόντιους εἶσι; Δὲ σὶ κόβ' λίγου. Ποῦ πααίντς ξυπόλτους στ' ἀγκάθχια;"

 

 Μνιὰ κι στοὺ χουράφ'

Στοὺν κιρὸ ἀπ' ἔβγηναν στὰ χουράφχια, οἱ παλιοί μας κινοῦσαν τ' χαραή. Σμμάζουναν τς δλιές τς. Ἱτοίμαζαν ἀπ' τοὺ βράδ' ὅλα τὰ σέα τς. Εἶχαν χαζοῦρκα ὅλα τὰ κατούνια τς κι τὰ τρουβάδγια π' θἄπιρναν κουντά τς. Ἅμα ἔρχουνταν ἡ ὥρα τὰ φόρτουναν  στοὺ γουμάρ' ἢ στοὺ μπλάρι τς κι κινοῦσαν γιὰ τοὺ χουράφ'. Ἰπειδὴς ὅμους ἦταν πουλὺ προυΐ, δὲν προυλάβισκναν νὰ κουλατσίσν στοὺ σπίτ', γιατιαὐτὸ κι τοὺ κουλατσιό τς τὄπιραν στοὺ χέρ'. Ἔκουβαν μνιὰ τρανὴ φιλοῦδα ἀπ' τοὺ πλαστάρ' ἄκρια κι ἄκρια, κι πααίνουντα 'ν ἔτρουγαν μὶ τυρί, καμνιὰ τσιγαρίδα, κάνα πράσου, ἢ σκέτ'. Φτάνουντας στοὺ χουράφ' ἔσουνι κι ἡ φιλοῦδα. Ἔτσιας ἔβγαλαν κι 'μ παροιμία "Μνιὰ κι στοὺ χουράφ'".

Ὕστιρα ὅμους 'μ παροιμία αὐτὴν 'ν εἶπαν κι γιὰ ὅπχοιου ἄλλου παράλληλου γιγουνὸς ἀπ' ἔχ' μέσα πουλύ. "Ὦ ρὰ πιδγιὰ, μνιὰ κι στοὺ χουράφ'; Τὶ ἔφκιασέτι ἰδώϊας! Ἕναν τέλου φαΐ κι ἕνα κιαμέτ' σαλάτα;"

 

 Πρὶτς Μαρτάκι μ' ξιχείμασαν τὰ κατσκούλια μ'

Ἦταν μνιὰ μπάμπου, λιέει αὐτὴν ἡ παροιμία, ἀπ' εἶχι 4-5 γίδις μὶ κατσκούλια. Τὰ τάϊζι κι τὰ φρόντζι μὶ 'ν ἀπαντουχὴ νὰ βγῆ ἡ ξιπατουμένους ἡ καραχείμουνας.   Ἔλα ὅμους π' σώθκαν οἱ ζουουτρουφίις. Ἡ ἰρμάδα ἡ μπάμπου καρτιροῦσι νὰ μπῆ ἡ ἄνοιξ' κι νὰ μὴν ταΐζ' ἄλλου τς γίδις κι τὰ μκρά τις. Ἤθιλνι νὰ τὰ βγάλ' σια ὄξου κι νὰ τὰ βουσκάη, γιὰ νὰ πουδαρώσν. Ἴλιγι "μόρα δὲ θὰ σώσ' ἡ Μάρτς; Δὲ θὰ ρθῆ ἡ Ἀπρίλτς; Ἄει θὰ δῆτι". Τοὺ βράδ' ὅμους, π' θἄσουνι  ἡ Μάρτς, ἡ μπάμπου  λιέει, "Πρὶτς Μαρτάκι μ', ξιχείμασαν τὰ κατσκούλια μ'". Ἰτότι ἡ Μάρτς, λιέει, δανείσκι μνιὰ μέρα ἀπ' τοὺ Φλιβάρ' κι ἔκανι πουλὺ κρύου, χιόν' κι πάγουν. Μπῆκι ἡ Ἀπρίλτς ἀλλὰ ἰμπρέτσι κι οὐράτσι νὰ σκουθῆ τοὺ χιόν' κι ἡ πάγους. Ἡ ἰρμάδα ἡ μπάμπου δὲν εἶχι καντίπουτας νὰ ταΐσ' τς γίδις κι τὰ κατσκούλια τς. Ἔτσιας, ἰπειδὴς εἶπι τέτχοιουνια λόγουν στοὺ Μάρτ', ἀπουταύτου τιμουρήθκι ἡ μπάμπου, ἀφοῦ τ' χάθκαν οἱ γίδις κι τὰ κατσκούλια τις.

 

 Μάρτς γδάρτς κι κακὸς παλουκουκάφτς

Ὅλ' οἱ νοικουκύρδις παλιὰ στὰ χουργιά μας ἔβαναν στ' ἀμπάργια τς κι στοὺ κατώη, ὅσα τς χρειάζουνταν, γιὰ νὰ βγάλν τοὺ χειμῶνα μὶ τ' φαμπλιά τς. Αὐτάϊας ἦταν τ' ἀλεύρ' γιὰ τοὺ ψουμί, τὰ τουρσιά, τὰ λάπατα σὶ βαμπακιρνὸ τσιουβάλ', τὰ τραχανάδγια σὶ πανίσιου σακκί, γιὰ νὰ παίρ' ἀέρα κι νὰ μὴ μουχλιάσ', τὰ φασούλια, ἡ φακῆ, οἱ βαμποῦλις, τοὺ τυρί, τοὺ ξινουτέρ', ἡ λίγδα κι ἄλλα γιὰ 'ν οἰκουγένεια. Ἀποθήκιβαν κι ζουτρουφίις γιὰ τὰ ζουντανά τς. Ἔβαναν κλαδαριές, ἄχυρου, κθαριά, καλαμκόφυλλα, χουρτάργια, γιουντζέδγια,  κι ἄλλα. Ἦρθι μνιὰ φουρὰ ἕνας Μουκριώτς στοὺ χουργιό μας, Φλιβάρ' κιρό, κι ντάβζι ἄχυρου. Κι ἡ ἄλλους τοὺν εἶπι νὰ πααίν' κι νὰ τοὺν φέρ' ἕναν τζίτζικα κι ὕστιρα θὰ τοὺν ἔδουνι...

Ὅσου ὅμους κι ἂν ἀπουθήκιβαν, καμπόσ' δὲν τὰ κατάφιρναν νὰ βγάλν τοὺ χειμώνα κι κα' τοὺ Μάρτ' ἀρχινοῦσαν νὰ λιέν' τοὺν ἕνα κι τοὺν ἄλλου νὰ τς δώσν ὅ,τ' κι ἀντί. Γιατιαὐτὸ εἶπαν τοὺ Μάρτ' γδάρτ'.

Μέσα στς ἱτοιμασίις γιὰ τοὺ χειμώνα ἦταν τὰ ξύλα γιὰ τ' σόπα, τὰ γκτζιούπχια γιὰ τοὺ τζιάκ' κι τὰ τσάκνα γιὰ τοὺ φούρνου. Ἴβλιπνις καμπόσ' ἀνηπρόκουπ' νὰ πααίν' μὶ τὰ χιόνια νὰ φέρν ξύλα ἢ τσάκνα ἀπ' τοὺ σμάρ' κι φαντάσ' τὶ κακουκάψιμου ἔφκιαναν τὰ τζιριμέθκα, ἀφοῦ ἦταν νουτζμένα! Ἄλλ' πάλι ἀντὶ νὰ πααίν' νὰ φέρν' ξύλα ἀπ' σιακάτ' χαλνοῦσαν καμνιὰ φράχτ' κι ἔκιγαν τὰ κιδρουπάλουκα. Ἀπουτιαυτὸ εἶπαν τοὺν Μάρτ' κι παλουκουκάφτ'. Ἔτσιας ἔβγαλαν κι 'μ παροιμία, "Μάρτς γδάρτς κι κακὸς παλουκουκάφτς".

 

 Οἱ κάτσιδις

Πάηνάμι ἰκείνουν τοὺν κιρὸ σιαπέρα κα' τὰ κέδρα στὰ προυσηλιακὰ πλάϊα κι ἔβγαζάμι κάτσιδις. Αὐτὲς φύτρουναν ἰτούτουν τοὺν κιρὸ κα' τς 20 ἀπ' τοὺ Φλιβάρ' κι κρατοῦσαν ὡς τς ἀρχὲς ἀπ' τοὺ Μάρτ'. Ἅμα ἔμπηνι ἡ Μάρτς, ἴλιγαν οἱ παπποῦδις, τς μπουμπουνοῦσι μνιὰ ... κι αὐτὲς μαραίνουνταν. "Ἄει, ἴλιγαν, ἡ Μάρτς ἔκλασι τς κάτσιδις". Ἔβγηναν ντάμκις ντάμκις πουλλὲς μαζί. Εἶχαν χρῶμα σὰν τοὺν κρόκου. Ἔφκιανάμι ἕναν σκάφτουρα μυτιρὸ κι ἔτσ' π' τοὺ χῶμα ἦταν χουρτάτου ἀπ' τὰ νιρὰ τς ἔβγαζάμι εὔκουλα. Τίναζάμι τοὺ χῶμα. Ξέπλυνάμι ὅ,τ' ἄλλου εἶχαν ἀποὺ γύρου. Καθάρζαμι τ' ἀντύματα. Πέταζάμι τοὺ λούδ' κι τοὺ κουτσιάν' κι ἔτρουγάμι 'μ πατάτα, ἀπ' εἶχαν στοὺν πάτου κάτ' στ' ρίζα τις.

Ὕστιρα καρτιρούσαμι νὰ ἀραδίσ' ἕνας οὑλόκληρους χρόνους κι νὰ νὰ ρθῆ ἡ Φλιβάρς, γιὰ νὰ ξανἄβγηναν οἱ κάτσιδις.

 

 Τοὺ κρύου μπαίν' μὶ τοὺ σακκὶ κι βγαίν' μὶ τοὺ βιλόν'

Ὅταν κρυών' ἡ ἄνθρουπους, ἁρπάζ' μαζιμένου κρύου κι στ' ἀγλήγουρα. Τοὺν ρίχ' στοὺ κριββάτ', κι ὕστιρας ἰμπριτάει νὰ τοὺ βγάλ'. Τοὺν λιανίζ' τὰ κόκκαλα, ἰπειδὴς ἀραδάει λίγου λίγου. Γιατιαὐτὸ ἔβγαλαν αὐτὴν 'μ παροιμία, ὅτ' "Τοὺ κρύου μπαίν' μὶ τοὺ σακκὶ κι βγαίν' μὶ τοὺ βιλόν'".

 

 Λαγὸς πιπέρ' ἔσπιρνι, κακὸ γιὰ τοὺ κιφάλι τ'

Ἴλιγαν οἱ παπποῦδις, ἅμα ἴγλιπναν κάναν πατέρα νὰ χαίριτι ἅμα τοὺ πιδί τ' ἔφκιανι καμνιὰ κατρατσιά, ὅτ' αὐτόϊας μνιὰ μέρα χα νἄρχουνταν στοὺ κιφάλι τ'. Θὰ πάθισκνι δηλαδή, ὅ,τ' παθαίν' κι ἡ λαγός, ἅμα σπέρ' πιπέρ'. Μνιὰ μέρα τοὺ πιπέρ' αὐτόϊας θὰ τοὺ χρησιμουποιήσν, γιὰ νὰ μαγειρέψν τοὺν ἴδγιου τοὺ λαγό, ἀπ' τὄσπειρι. Οἱ νοικουκυρὲς στοὺ στιφάτου βάν' κι πιπέρ', γιὰ νὰ γέν' νόστμου. Ἔτσιας ὅμους παθαίν' κι ἡ ἄνθρουπους. Ἅμα σπέρ' κακό, οὑπουσδήπουτις μνιὰ μέρα θὰ τοὺν ἔρθ' στοὺ κιφάλι τ'.

 

 Τοὺν τσιούμπσα ἰγὼ

Κάθουνταν ἕνας τζιουμπάνους ἀπάν' σὶ ἕνα κριάκουρου. Ἰκεῖ π' κάθουνταν, βγαίν' ἀποὺ πχάτ' ἀπ' τοὺ κριάκουρου μνιὰ οὐχιὰ κι ἱτοιμάσκι νὰ τσιουμπίσ' τοὺ τζιουμπάνου. Τ' λιέι τοὺ κριάκουρου. "Ἄστουν. Μὴν τοὺν τσιουμπᾶς. Ὅσ' ὥρα κάθιτι ἀπάν' σὶ μένα, ἰγὼ τοὺν συλλάρουσα. Τοὺν τσιούμπσα ἰγώ. Μὴν τοὺν τσιουμπᾶς ἰσύ". Ἤθιλαν νὰ δείξν μιτιαὐτό, πόσο πρέπ' νὰ προυσέχ' ἡ ἄνθρουπους κι νὰ μὴν κάθιτι εὔκουλα ἀπάν' στς πέτρις κι στὰ κριάκουρα.

 

Ἅμα θέλ' ἡ Θιός, ἂς κάμ' ὅσα θέλ' ἡ κακὸς ἡ γείτουνας

Θέλ' νὰ δώσ' ἰτούτ' ἡ παροιμία ἰλπίδα στοὺν ἄνθρουπου, π' τοὺν ἰχθρεύουντι. Τοὺν ἰρισέβιτι κι τοὺν βάν' στοὺ μάτ' ἡ κακὸς ἡ γείτουνας κι πασχίζ' νὰ τοὺν φκιάϊσ' κακό. Ἅμα ὅμους θέλ' ἡ Θιός, τότι δὲν πααίν' νὰ ξιξκστῆ ἡ κακὸς ἡ γείτουνας, αὐτὸς ἡ ἄνθρουπους θὰ προυκόψ'.

 

 Μπίλλις κι μπισλίκις

Ἔπιζάμι, ὄντας ἤμασταν μκροί, μπίλλις. Σν ἀρχαία τ' γλῶσσα τς λέν' βώλους. Εἴχαμι καμπόσα πιγνίδγια. Τοὺ φίδ', τοὺ δού, τοὺ κυνηγητό, τς πθαμές κι τς γοῦρνις. Δὲ δουκιοῦμι ἂν ἔπιζάμι κι ἄλλα. Οἱ μπίλλις ποὔχαμι στοὺ τζιόπ' ἦταν γυαλέϊνις, σιδηρέϊνις, κουκκαλέϊνις, ἀποὺ πηλό, ἀποὺ πισσόχαρτου κι μπισλίκις. Τς γυαλέϊνις τς ἀγόραζάμι ἀπ' τοὺ μπακάλ' ἢ ἀπ' τοὺ Θόδουρου τοὺ Βλάχου. Τς σιδηρέϊνις τς ἔπιρναν, ὅσ' τοὺ κατάφιρναν, ἀπ' τὰ ρουλιμάνια.

Τς κουκκαλέϊνις ἢ παστέϊνις τς ἔφκιανάμι μαναχοί μας. Σπαζμένις χτένις, στυλοὶ σουμέν' κι ὅ,τ' ἄλλου ἀπ' τὰ βιριάγκα τὰ νάϋλουν τἄρχναμι στ' φουτχιὰ κι μόλις ἔλυουναν, τἄρπαζάμι κι ἀγλήγουρα τἄκλουθάμι κι τἄφκιανάμι μπίλις μκρὲς γιὰ τοὺ πάρσιμου ἢ χουντρὲς γιὰ λουμάδις. Καθὼς τς ἅρπαζάμι μέσα ἀπ' τ' φουτχιὰ καίουμάσταν κάμπουσου, ἀλλὰ ἡ δλιὰ ἔπριπι νὰ γέν'. Τοὺ ἴδγιου ἀκριβῶς ἔφκιανάμι κι μὶ τοὺ πισσόχαρτου. Ἔκουβάμι  κουμμάτχια πισσόχαρτου ἀπ' τς σκιπαστὲς ἀπ' τὰ σπίτχια τς στιγάσιους κι τἄφκιανάμι μπίλλις ἀφοῦ τἄλυουνάμι μέσα στ' φουτχιὰ κι αὐτὰ σὰν τς κουκκαλέϊνις.

Οἱ ἄλλις ἦταν ἀποὺ πηλό. Ἔπιρνάμι πηλὸ κάτ' ἀπ' 'ν Κρυάβρυσ', τοὺν ζύμουνάμι σὰν 'μ πλαστιλίν', ἔπλαθάμι μπίλλις, κι τς στέγνουνάμι στοὺν ἥλιου, γιὰ νὰ στράγγζαν.

Τς  μπισλίκις τς μάζουνάμι στς μισαρὲς ἀπ' τὰ κλαδγιά. Εἶνι αὐτὲς ἀπ' τς λέν' οἱ γραμματζμέν' κικίδις. Ἦταν μκρές, μισαῖις κι χουντρές. Μὶ τς τρανὲς ἔβαζάμι κι στοίχμα γιὰ καμνιὰ χουργιανή μας ἀγγαστρουμέν'. Ἅμα ἡ μπισλίκα μέσα εἶχι σκλήκ' θὰ γιννοῦσι πιδί. Ἅμα ὅμους εἶχι μυγάρ' θὰ γιννοῦσι κουρίτσ'.

Αὐτάϊας ἀπ' λέτι γιὰ τς μπίλλις.

 

Φιτισνὰ κουμμάτχια, πιρσινὲς χαψιὲς

Ἅμα φέτου εἴμιστι καλλίτιρα κι τρῶμι κουμμάτχια, εἶνι ντὶπ παραπανίσιου νὰ θυμούμιστι, ὅτ' ἰπέρσ' ἤμασταν φτουχότιρ' κι ἔτρουγάμι χαψιὲς. Ἅμα ὅμους κάνας θυμοῦνταν κι ἴλιγι γιὰ 'μ πεῖνα, ἀπ' πέρασαν παλιότιρα, τοὺν ἴλιγαν οἱ ἄλλ', "Τὶ θέλτς τώρα κι θυμέσι φιτισνὰ κουμμάτχια κι πιρσινὲς χαψιές;"

 

 Πόσου χιόν' ἔρξι;

Ὅπους σήμιρα λέν' γιὰ τοὺν κιρό, ἔτσ' ἴλιγαν κι παλιότιρα. Ρουτοῦσαν οἱ παπποῦδις σὰν πόσου χιόν' νἄρξι, κι ἀνάφιρναν  τοὺ μέτρου, π' καταλάβιναν. Ἔτσιας ἴλιγαν, "Δὲν ἔρξι μόρα κι τόσου. Ἰά, ἔρξι ἴσια μὶ ἕνα τσαρούχ'".

 

 Ἡ σκουρδάρ'

Στοὺν παλιὸ τοὺν κιρὸ π' πάηνάμι γιὰ θέρουν στὰ χουράφχια μας ἀπαραίτητου μισμιργιανὸ φαΐ ἦταν σμὰ στ' ἄλλα κι ἡ σκουρδάρ'. Αὐτὴν 'ν ἔφκιανάμι στ' γκούμπζα. Καθαρνούσαμι πρῶτα καμπόσα σκλίδγια σκόρδου. Ὕστιρα ἔρχναμι χουντρὸ ἅλας κι μὶ τοὺ στούμπου τὰ στούμπζαμι κια τὰ δγυό τα.  Ἔβανάμι λάδ' μαζὶ κι ξύδ', π' τἄχαμι μαζὶ στοὺ ἴδγιου τοὺ μπουκάλ' κι νιρὸ γιὰ νὰ αὐγατίσ'. Ὕστιρα ἔτριβάμι ψουμὶ κι γένουνταν μνιὰ παπάρα γιρὴ γιρὴ ἀχείλ' μ' ἀχείλ' στ' γκούμπζα. Ὕστιρα 'μ πλάκουνάμι μὶ τὰ χλιάργια κι ὅπχοιους προυλάβισκνι.

 

 Ἰδῶ εἶνι τὰ ἰννιὰ στινὰ

Παλιὰ ἀπ' ὕφιναν στοὺν ἀργαλειὸ τ' ἀδίμτα, τὰ σκτχιὰ οἱ μπάμπις στοὺ χουργιό, τὄρχναν στὰ οὐχτὼ πάζματα. Τοὺ κάθι πάζμα στοὺ στμόν' ἦταν ἀνὰ τρεῖς κλουστὲς μιτροῦσαν ἕνα κι ἔτσ' ὡς τὰ δέκα ἴλιγαν ἕνα πάζμα. Τοὺ κάθι πάζμα δηλαδὴ εἶχι τριάντα κλουστὲς κι οὑλόκληρου τοὺ δγιασίδ' ἢ τοὺ βλάρ', π' τοὔλιγαν κι ἀλλιῶς, εἶχι δγιακόσις σαράντα κλουστές. Ἅμα τὄρχναν στὰ ἰννιά, εἶχι δγιακόσις ἱβδουμῆντα κλουστὲς τοὺ στμόν'.

Ρουτοῦσαν καμνιὰ ἀνηπρόκουπ', σὶ πόσα πάζματα εἶχι τοὺ βλάρι τς κι αὐτὴν ἴλιγι, "Ἰὰ μά, τὄχου στὰ δγυὸ στὰ τρία, στὰ ὅσα βγαίν' ἡ ἄλλ' ἡ κόζμους.

Ἅμα τοὖχαν στὰ ἰννιὰ ἦταν ἄνιτου, ἀλλὰ ἀποὺ καμνιὰ φουρὰ τς φαίνουνταν πάλι στινούτσκου. Γιατιαὐτὸ κι ἴλιγαν 'μ παροιμία "Στὰ ἰννιὰ στινά".

Αὐτὴν 'μ παροιμία ὕστιρα 'ν ἴλιγαν κι ὅταν τς ἔρχουνταν κάνα δυσκόλιμα σὶ ὅ,τ' δλιά, π' 'ν εἶχαν ἀρχινήσ' καλά, ἀλλὰ τς βγῆκι δυσκουλία στοὺ δρόμου.

 

Μὶ τοὺ στόμα μπάρα μπάρα κι τὰ χέργια κρατμάρα

Ἅμα καένας δούλιβι, κι ἰνῶ ζουρίζουνταν, ἴγλιπνι κάπχοιουν νὰ κάθιτι ἀκουντά τ' κι νὰ λιέη μόνου λόϊα. "Κάντου ἔτσιας ἢ  φκιάστου ἀλλιῶς, ἢ τὄφκιασις κάπους στραβὸ κι σιάξτου". Κι ἰνῶ ἴλιγι λόϊα, δὲν  ἀξάμουνι λίγου  τὰ τσιούγκα τ', νὰ τοὺν ἀβουηθήσ', λὲς κι εἶχαν κρατμάρα. Γιατιαὐτὸ ἴλιγαν αὐτὴν 'μ παροιμία. "Μὶ τὰ χέργια μπάρα μπάρα κι τὰ χέργια κρατμάρα".

 

 Ἡ Χαβούζα

Αὐτὴν ἦταν κάτ' στοὺ Μιτόχ' κι 'ν εἶχι φκιάσ' ἡ Ἰλισσαίους ἀπ' ἦταν καλόηρους στοὺ Ζντιάν'. Ἰκεῖ εἶχαν τὰ μιλίσσια τς ἡ μπαρμπα Κώτσιους ἡ γραμματκὸς κι ἡ παπα Χρήσους προυτοῦ νὰ γέν' παπᾶς. Αὐτοὶ οἱ δγυὸ εἶχαν σκιπάσ' τ' χαβούζα κι μέσα σιαὐτὴν τρυγοῦσαν τὰ μιλίσσια. Εἶχα πααίν' κι 'γὼ κάναν κιρὸ, φόντς εἴχαμι τὰ μιλίσσια μας ἰκεῖ σιακάτ'.

Στοὺν κιρὸ ἀπ' ἦταν γιουμάτ', ἴφιρναν τοὺ νιρὸ μὶ κανάλ' ἀπ' 'ν Τσιπιτούρα κι ἀπ' τοὺ Παλιουμανάστηρου. Ἰκεῖ κα' τ' Μπάρα τοὔφιρναν  πλάϊ πλάϊ σι ἕνα νουχτάρ'. Νταϊάκουναν τοὺ κανάλ' μὶ παλούκια στοὺ νόχτου μέχρι νὰ τοὺ φτάσν' σὶ στέργιουν τόπου.  Πότζαν μὶ τοὺ νιρὸ ἀπ' τ' Χαβούζα μπουστάνια κι μπαχτσέδγια Ζντιανιώτκα ἰκεῖ στοὺ Μιτόχ', ἀπ' ἦταν γιουμάτου μπδιές, μουριές, κληματσίδις κι ἄλλα δέντρα. Κάμπουσ' χουργιανοί μας χουζμέτιβαν ἰκεῖ σὰ χουζμικιάρδις.

Ὅταν 'ν ἔφκιασαν, 'ν ἔχτσαν μὶ πέτρις ἀποὺ μέσα τς τοῖχ' κι τοὺν πάτου τς κι ὕστιρα 'ν ἄλειψαν μὶ χαρμάν', π' τὄφκιασαν  μὶ ἀσπράδ' ἀποὺ αὐγὸ κι τριμμένουν ἀσβέστ'. Γίνκι σὰν κι τιαὐτό, π' τοὺν λιέν' πουρσιλάν' σήμιρα. Ἔτσιας ρούπουσαν ὅλις οἱ ἀραφάδις κι δὲν ἀραδοῦσι νιρό.

Ἡ πατέραζμ πάλι, ἅμα καένα βαέν', ἀπ' τιαὐτὰ ποὔχαμι στοὺ κατώη στοὺ παλιὸ τοὺ σπίτ', ἔδριμι κι ἔσταζι κρασί, ἔπιρνι λίγου τριμμένουν ἀσβέστ' κι ἀσπράδ' ἀποὺ αὐγό, τἄνακάτουνι κι μιτιαὐτὸ πασάλειβι 'ν τρύπα κι αὐτὴν ρούπουνι τακουσιοῦ. Ἔτσιας σταματοῦσι τοὺ κρασί.

 

Ἡ ζουρλὸς πῆγι κι ἦρθι κι ἡ γνουμκὸς ἀκόμα κλώθητι

Κάπουτις ἦταν νὰ γέν' μνιὰ δλιά ἰπεῖγον. Θὰ 'ν ἔφκιαναν μαζὶ ἕνας γνουμκὸς κι ἕνας παλαβός. Ἅμα ξικήντσαν νὰ τ' σκέφτουντι, σὰν πῶς θὰ γένουνταν κι σὰν τὶ θὰ τς ἀμπουδοῦσι, ἡ γνουμκὸς οὕλου ἴβρισκνι σκουντάματα. Μνιὰ κι δγυὸ ὅμους τοὺν ἀπαράτσι ἡ ζουρλός. Τραβάει μαναχός τ' ἀμπρουστὰ κι πααίν'. Σών' τὴν δλιά, ἀπ' λιέτι, κι γύρσι τς πίσους. Ἡ ἄλλους ὅμους, ἡ γνουμκός, ἀκόμα κλουθουγυρνιοῦνταν κι μιτροῦσι, ἀποὺ ποῦ νὰ ξικινοῦσι τ' δλιά, γιὰ νὰ γέν' καλλίτιρα.

Ἔτσιας ἔβγαλαν αὐτὴν 'μ παροιμία, ἀπ' θέλ' νὰ πῆ, πὼς χρειάζιτι νὰ νταλντᾶς στ' ζουή. Χρειάζιτι οὕπουσδήπουτις νἄχς μνυαλό, ἀλλὰ ὄχ' μούγκι τούτου.  Χρειάζιτι κι λίγου ζουρλαμάρα, γιὰ νὰ γέν' καμπόσα τρανὰ πράματα.

 

 Θκό σ' ψουμὶ τρῶς, ξένουν γκαϊλὲ τραβᾶς;

Ἴλιγαν αὐτόνινιὰ τοὺν λόγου ἅμα ἴγλιπναν κάναν π' ἀνακατώνουνταν, χώνουνταν κι σκλυμουργιοῦνταν μὶ ξένις δλιές, ἀπ'  τς οὑποῖις δὲν εἶχι κάνα συμφέρουν. Γιατιαὐτὸ κι τοὺν ἴλιγαν, ἀφοῦ τρῶς ἀπ' τοὺν τρουβᾶς ψουμί, ἀμπουτὶ τραβᾶς ξένουν γκαϊλὲ κι στιναχώργια;

.

 Πααίντι νὰ βρῆτι φουλιὲς

Κόντιβαν οἱ Ἀπουκριὲς κι  τὰ πιδγιὰ μάζιβαν ἀποὺ κιρὸ κέδρα γιὰ νὰ τὰ κάψν τοὺ βράδ' τς Κυργιακῆς στς νουφανοί. Τἄφιρναν ἀπ' σιακάτ' κι τὰ φύλαγαν σὶ καμνιὰ ἀχυρῶνα. Ἔρχουνταν ὅμους πιδγιὰ ἀπ' τς ἄλλις τς γειτουνιὲς κι τἄκλιβαν γιατιαὐτὸ κι τὰ φύλαγαν. Ἀργότιρα μάζουναν ρόδις ἀποὺ τ' αὐτουκίνητα ἀλλὰ ἔφκιαναν βρώμκ' φουτχιά.

Τοὺ βράδ' τς Κυργιακῆς πάηνάμι σι ὅλ' τς τρανοί μας κι σχουρνιούμασταν. Τς ἔκανάμι μνιὰ μιτάνοια, τς φλούσαμι τοὺ χέρ' κι αὐτοὶ μᾶς κιρνοῦσαν πιντούλια, δραχμές, δίφραγκα κι ἡ μπάμπουΣτέργινα σμάζουνι κάνα τάλιαρου γιὰ τ' βραδιὰ αὐτήν. Ἡ θκόζμας ἡ Νένις ἴλιγι "Ὦ ρὰ πιδγιά, ὅλου τοὺ συρτάρ' εἶνι θκό σας, τὶ χαλέβντι νὰ σᾶς δώσου;" Κι ἔτσιας γλύτουνι τοὺ κέραζμα.  Στοὺ τέλους τς βραδιᾶς μιτρούσαμι πόσις παράδις εἴχαμι σμαζώξ'.

Τν ἄλλ' τ' μέρα τοὺ προυΐ, 'ν Καθαρουδιφτέρα, ἅμα χόρτινάμι τοὺν ὕπνου, σκώνουμάσταν  κι νίβουμάσταν, μᾶς ἴλιγαν οἱ μάννις μας πρῶτα νὰ πααίνουμι νὰ βροῦμι μνιὰ φουλιὰ κι ὕστιρα νὰ ρθοῦμι γιὰ νὰ ἔτρουγάμι προυϊνό. Αὐτόϊας ἦταν εὔκουλου. Ἰπειδὴς τὰ δέντρα δὲν εἶχαν βγάλ' ἀκόμα φύλλα, οἱ φουλιὲς ἀπ' τὰ πλιὰ χτυποῦσαν στὰ μάτχια ἀπ' ἀλάργα. Ἰνῶ στοὺν κιρὸ ἀπ' ἔχν φύλλα εἶνι κρυμμένις.

Δὲ δουκιοῦμι ἂν πάηνάμι γιὰ φουλιές, ἀλλὰ πάηνάμι ὅμους στοὺ Γκουβρουγιώργου, στοὺ Γκουβρουδημήτρη ἢ στοὺν Κουτουλουκώτσιου κι ἀγόραζάμι μὶ παράδις ἀπ' τὰ κιράζματα κάνα κουμμάτ' χαλβᾶ ἢ θριψίν'. Τέτχοια θριψίν' σὰν κι κείν' δὲν ἔχου ματαφάει. Ἅμα εἶχι καλὸν κιρό, οἱ μάννις μας 'ν Καθαρουδιφτέρα ἔβγαναν ὄξου ὅλα τὰ σκιπάζματα κι τς στρουμάτσις. Τὰ τίναζαν κι καθάρζαν τοὺ σπίτ'.

Μνιὰ τέτχοια Καθαρουδιφτέρα, θἄμαν τρίτ' τάξ' στοὺ Δημουτικό, 'π  ἔβγαλι ἡ μάννα μ' τ' βριζαμιὰ ἀποὺ τ' στρουμάτσις κι τὰ ρουκόφυλλα ἀπ' τὰ προυσκέφαλα, ἰγὼ δουκίμασα μὶ τοὺ τσικμάκ' ἂν ἔπιρναν φουτχιά. Τσιακμάτσα κάνα δγυὸ τρεῖς φουρές. Ἅμα ἅρπαξαν ὅμους φουτχιὰ κι μπουμπούνξαν,  δὲν κατάφιρα νὰ τ' σβύσου κι τοὺ καψάλουσα σιαπέρα γιατὶ σὶ λίγου θὰ πλάκουναν οἱ φλιῶτις.

Ἔτσιαας πιρνοῦσι ἡ Καθαρουδιφτέρα, ἀρχινοῦσι ἡ Καθαρουβδόμαδα κι ἡ Τρανὴ Σαρακουστή. Ναὶ Κούλουμα, π' λιέν' σν Ἀθήνα, ναὶ χαρταητοί. Στοὺ χουργιό, ἅμα ἔβγηνάμι λίγου παραόξου, ὅπουτις ἤθιλνάμι, εἴχαμι κι Κούλουμα κι χαρταητοί.

.

Αρχιμανδρίτου π. Νικηφόρου Μανάδη (Δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα "Εν Μικροβάλτω...")

 

Σχόλια   

Θανάσης Καλλιανιώτης
+2 # Θανάσης Καλλιανιώτης 15-01-2014 15:51
Πολύ ενδιαφέρον το κείμενο. Για να ήταν περισσότερο προσιτό ίσως χρειαζόταν και μετάφραση στην αθηναϊκή νόρμα.
Παράθεση