Παραδοσιακός γάμος στο Μικρόβαλτο
Ο γάμος128 στο χωριό λέγεται “Χαρά”. Και λέγεται έτσι γιατί χαρίζει πραγματική χαρά όχι μόνο στο καινούργιο ζευγάρι και στους συγγενείς του αλλά και σ’ όλο το χωριό, το οποίο προσκαλείται και παίρνει μέρος σ’ αυτόν. Όλοι γλεντούν και ξεφαντώνουν με την ευκαιρία του ευχάριστου γεγονότος.
Η ημερομηνία του γάμου καθορίζονταν έγκαιρα με κοινή απόφαση των γονέων του γαμπρού και της νύφης. Οι πιο πολλοί γάμοι γίνονταν το Φθινόπωρο και το Χειμώνα. Αυτές οι εποχές θεωρούνταν οι πιο κατάλληλες. Γίνονταν όμως και την άνοιξη και το καλοκαίρι. Γάμοι δεν γίνονταν την Τεσσαρακοστή, τις γιορτές του Δωδεκαήμερου (από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα), το μήνα Μάιο και τις δίσεκτες χρονιές. Κατά τον καθορισμό της ημερομηνίας του γάμου πρόσεχαν να μην πέσει στην φάση της χάσης του φεγγαριού, αλλά στη γέμιση. Σχετικό είναι και το τραγούδι που λέει:
νύφη να καρτερέσω.
Πάντα ως ημέρα τέλεσης του μυστηρίου ορίζονταν η Κυριακή.
Οι προετοιμασίες του γάμου άρχιζαν από πολλές μέρες νωρίτερα και κορυφώνονταν την τελευταία βδομάδα. Οι ημέρες της εβδομάδας που προηγούνταν της Κυριακής του γάμου, διαθέτονταν όλες για ορισμένες προπαρασκευαστικές εργασίες, που ήταν απαραίτητες για την τέλεσή του. Σ’ αυτές βοηθούσαν και πρόσωπα συγγενικά ή φιλικά των οικογενειών του γαμπρού και της νύφης και κυρίως ανύπαντρα κορίτσια, που τις τελευταίες μέρες συνέχεια μπαινόβγαιναν στα σπίτια των μελλονύμφων. Και γίνονταν οι εργασίες αυτές μέσα σε ευχάριστη ατμόσφαιρα, όπου επικρατούσε η ευθυμία, το κέφι, η χαρά και το τραγούδι για το βαρυσήμαντο και ευτυχές γεγονός που θα ακολουθούσε. Έτσι έπαιρναν χαρακτήρα γιορταστικό.
Οι πρώτες μέρες της εβδομάδας χρησιμοποιούνταν για τη γενική καθαριότητα και προετοιμασία των σπιτιών. Ασβέστωναν, σφουγγάριζαν, καθάριζαν, συγύριζαν τα πάντα, σπίτια και αυλές. Υποδειγματική τάξη και καθαριότητα σ’ όλα. Επίσης ετοιμάζονταν το πέπλο της νύφης. Τα ρούχα που φορούσαν οι μελλόνυμφοι ήταν ήδη έτοιμα από νωρίτερα. Το νυφικό της νύφης δεν ήταν λευκό, όπως συνηθίζονταν αλλού, αλλά ήταν ένα ωραίο φόρεμα, χρώματος μπλε ή καφέ, από βελούδο ή μάλλινο ύφασμα129. Του γαμπρού η στολή ήταν η συνηθισμένη των νέων ανδρών του χωριού. Ήταν όμως καινούργια και φοριόταν για πρώτη φορά (γαμπριάτικη).
Την Τετάρτη το βράδυ προσκαλούνταν στα σπίτια των μελλονύμφων συγγενικά και άλλα κορίτσια της γειτονιάς για ν’ αναπιάσουν τα προζύμια για τα ψωμιά του γάμου. Για το σκοπό αυτό στέλνονταν ένα αγόρι στη βρύση του χωρίου για να φέρει το αμίλητο νερό. Με το νερό αυτό ένα ανύπαντρο συγγενικό κορίτσι, που είχε στη ζωή και τους δυο γονείς του (αμφιθαλής κόρη) ανάπιανε το προζύμι, ζωσμένη στη μέση μια καινούργια ποδιά. Την ώρα αυτή οι άλλες κοπέλες που παραβρίσκονταν στο ζύμωμα τραγουδούσαν το παρακάτω τραγούδι:
μ ’ αδέρφια, κι ξαδέρφια, μι θειές κι μι μπαρμπάδες.
Την Πέμπτη πρωί-πρωί κοσκίνιζαν το αλεύρι και ζύμωναν τις κουλούρες για τα “καλέσματα”. Τη δουλειά αυτή την έκανε το ίδιο κορίτσι που ανάπιασε το προηγούμενο βράδυ το προζύμι. Τώρα τα κορίτσια τραγουδούν:
να ’ρθούν στου γάμου μου ταχιά, για να μι στιφανώσουν.
Όταν η νύφη δεν ήταν από το ίδιο χωριό αλλά από άλλο, τότε τραγουδούσαν το εξής τραγούδι:
μην γίνουν λάσπις κι νιρά, γιατί ’ναι η νύφη μας μακριά.
Οι κουλούρες που φτιάχνονταν δεν ήταν όμοιες, αλλά είχαν διάφορα μεγέθη· ήταν μεγάλες, μέτριες και μικρές. Όλες όμως ήταν κεντημένες και αλειμμένες με μέλι. Μ’ αυτές προσκαλούσαν στο γάμο τον παπά, τον νουνό (παράνυμφο), τους μπράτιμους130, τους συγγενείς και τους φίλους. Στο νουνό την κουλούρα την πήγαινε η ίδια η μάνα του γαμπρού, μαζί μ’ ένα μπουκάλι κρασί. Νουνός ήταν ο ανάδοχος που βάφτισε το γαμπρό ή κάποιο από τα παιδιά του αν αυτός δε ζούσε ή ήταν γέρος.
Την Παρασκευή γίνονταν η επίδειξη των προικιών της νύφης. Τα άπλωναν με τάξη στον καλό οντά πάνω στα κρεβάτια, σε μπαούλα ή καθίσματα και πήγαιναν οι γυναίκες και τα κορίτσια του χωριού και τα έβλεπαν και επαινούσαν τη νύφη σα χρυσοχέρα, γιατί τα περισσότερα τα έκαμε η ίδια με τα χέρια της. Για την ετοιμασία των προικιών, η νύφη βοηθούμενη και από τη μητέρα της εργάζονταν πολλά χρόνια προ του γάμου της. Πάνω στα προικιά συνηθίζονταν να ρίχνουν ρύζι με ζαχαρωτά (ζαχαρομπίμπελα), για να ριζώσει ο γάμος και να είναι γλυκιά η ζωή του νέου ζευγαριού. Την επομένη τα προικιά τοποθετούνταν σε ένα ή δύο μπαούλα, για νάναι έτοιμα για τη μεταφορά στο σπίτι του γαμπρού.
Την Παρασκευή επίσης ο νουνός (παράνυμφος) ετοίμαζε το φλάμπουρο του γάμου και η νουνά τα στέφανα. Το φλάμπουρο131 (μπαϊράκι) ήταν ένα είδος λάβαρου, που γίνονταν από άσπρο ύφασμα σχήματος ορθογωνίου με κόκκινο σταυρό στη μέση και το αναρτούσαν σε κοντάρι, σαν τη σημαία. Το κοντάρι στην κορυφή έφερε ξύλινο σταυρό με μυτερές άκρες, στις οποίες έμπηγαν κόκκινα μήλα, τα οποία στόλιζαν με βασιλικό και σκούλο (ροζ μαλλί). Την ώρα που το στόλιζαν τραγουδούσαν:
τόνα το τρώει ο νιούτσικος κι τα δυο ου μπράτιμος.
Τα στέφανα τα έκαναν με κλήματα αμπελιού και τα στόλιζαν με βασιλικό και κόκκινες κορδέλες και κόκκινες μάλλινες κλωστές.
Το Σάββατο έφερναν από το κοπάδι τα σφαχτά (ζυγούρια ή στείρες προβατίνες) και τα έσφαζαν. Το μαγείρεμα αναλάμβαναν δύο ηλικιωμένες γυναίκες.
Τη βδομάδα αυτή των προετοιμασιών του γάμου δεν επισκέπτονταν συγγενείς του γαμπρού το σπίτι της νύφης ή και αντίθετα. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, αυτούς που έρχονταν τους αλεύρωναν.
Ο γάμος, η μεγάλη αυτή ώρα στη ζωή της γυναίκας και του άντρα, “κινούσε” τις βραδινές ώρες του Σαββάτου. Τότε συγκεντρώνονταν στα σπίτια των μελλονύμφων οι συγγενείς τους. Σε λίγο έρχονταν στο σπίτι του γαμπρού και τα όργανα (λαϊκοί οργανοπαίχτες). Όλοι μαζί σχημάτιζαν πομπή, που ξεκινούσε για το σπίτι του νουνού. Την ώρα της εκκίνησης ρίχνονταν τρεις πυροβολισμοί στον αέρα. Όλο το χωριό αντιλαλούσε από τα τραγούδια και τα όργανα.
Στο σπίτι του νουνού γίνονταν δεκτοί με κεράσματα και ευχές για το νέο ζευγάρι. Ως που να ετοιμαστεί ο νουνός με τη νουνά χόρευαν ένα ή δύο ζευγάρια. Ύστερα ξεκινούσαν με το νουνό στη μέση που κρατούσε το φλάμπουρο στα χέρια και επέστρεφαν στο σπίτι του γαμπρού, όπου ακολουθούσε ολονύχτια διασκέδαση. Στο δρόμο τραγουδούσαν το παρακάτω τραγούδι, που ήταν αφιερωμένο στο νουνό:
νάχει τουν τσιαμπά φκιαγμένο, κι μι λάδι γυαλισμένο.
Μόλις έφθαναν στο σπίτι του γαμπρού ο νουνός γίνονταν δεκτός με τιμές και ανταλλάσσονταν ευχές. Το φλάμπουρο τοποθετούνταν στον εξώστη του σπιτιού του γαμπρού, όπου κυμάτιζε.
Ο νουνός καταλάμβανε την πρώτη θέση στο επίσημο δωμάτιο. Καθόταν συνήθως στην κόχη, στο δεξιό μέρος του τζακιού και είχε το γενικό πρόσταγμα. Όλοι τον σέβονταν και πειθαρχούσαν στις διαταγές του. Πριν χορέψουν τον χαιρετούσαν και έπαιρναν την άδειά του. Συνήθως χόρευαν δύο-δυό. Άρχιζαν με το συγκαθιστό χορό και συνέχιζαν με τσάμικο, καραγκούνα ή άλλο.
Γύρω στα μεσάνυχτα διακόπτονταν το γλέντι για φαγητό. Το δείπνο παραθέτονταν σε χαμηλά στενόμακρα τραπέζια. Μετά το φαγητό συνεχίζονταν το γλέντι.
Λίγο πριν ξημερώσει, ο νουνός έλουζε και ξύριζε το γαμπρό, ενώ όλοι από γύρω τραγουδούσαν:
φέρνει χρυσή πιτσέτα.
Για το λούσιμο και το ξύρισμα του γαμπρού ο νουνός προμηθεύονταν πετσέτα, σαπούνι μυρωδάτο (μοσχοσάπουνο), χτένα και ξυράφι με πινέλο. Όλα αυτά τα πρόσφερε δώρο στο γαμπρό.
Την Κυριακή πρωί προσκαλούνταν στο γάμο όλο το χωριό. Το κάλεσμα γίνονταν από τους μπράτιμους ή άλλους έφηβους συγγενείς του γαμπρού και της νύφης, που περιέρχονταν όλα τα σπίτια του χωριού μ’ ένα παγούρι με ρακί. Σε κάθε σπίτι που πήγαιναν πρόσφεραν το παγούρι στους άνδρες λέγοντας “σας ακαλνούμι στου ... του γάμου”. Αυτοί έπιναν μια γουλιά ρακί και εύχονταν “να ζήσ’ν, καλά στιφανώματα”. Εύχονταν επίσης στον καλεστή, που ήταν συνήθως ανύπαντρο παλικάρι “κι στ’ χαρά τ”.
Το πρωί της Κυριακής στόλιζαν και τη νύφη. Τη δουλειά αυτή την έκαναν οι φίλες της που συγχρόνως τραγουδούσαν:
και μ’ ορμήνεψε να καμαρώνω
Το μεσημέρι της Κυριακής στο σπίτι του γαμπρού σχηματίζονταν μεγαλοπρεπής γαμήλια πομπή, που ξεκινούσε για το σπίτι της νύφης. Ο νουνός με το γαμπρό καβαλίκευαν σε ωραία άλογα, τα σαμάρια των οποίων στολίζονταν με κόκκινες φλοκάτες ή πολύχρωμα κιλίμια, και οι χαίτες με βασιλικό και άσπρα μαντήλια. Στη χαίτη του αλόγου του γαμπρού έβαζαν και μιά σκελίδα σκόρδο, για να τον προφυλάξει από το μάτιασμα.
Την ώρα που ίππευε ο γαμπρός, πατώντας σε ξύλινο ταγάρι, τραγουδούσαν:
παίρνει ο νιός να καβαλ’κέψει και στη νιά να ταξιδέψει.
Μπροστά πήγαινε ο νουνός κρατώντας το φλάμπουρο και ακολουθούσε ο γαμπρός με τους μπράτιμους, που κρατούσαν τα χαλινάρια του αλόγου του και πίσω του έρχονταν όλοι οι συγγενείς και φίλοι.
Όταν η πομπή έφτανε στη μέση της διαδρομής, ένας νέος από τη συνοδεία του γαμπρού ξεχώριζε απ’ τους άλλους και έτρεχε πρώτος στο σπίτι της νύφης να φέρει την είδηση πως έρχεται ο γαμπρός. Αυτός λέγονταν “σ’χαριάτης”. Κρατούσε στην πλάτη του ένα δισάκι και μια τσότρα με κρασί. Στο δισάκι μέσα υπήρχε μια κουλούρα και διάφορα δώρα του γαμπρού προς τα πεθερικά του, τα οποία αντάλλασσε με παρόμοια δώρα της νύφης και γύριζε πίσω φέρνοντας και την τσότρα γεμάτη με κρασί της νύφης.
Όταν η πομπή έφτανε στο σπίτι της νύφης, σταματούσε στην αυλή, ενώ ο γαμπρός προχωρούσε όπως ήταν καβάλα στ’ άλογο ως την είσοδο του σπιτιού. Εκεί πριν αφιππεύσει έριχνε με δύναμη ένα μήλο133 πάνω από τη στέγη του σπιτιού της νύφης. Στο μήλο έμπηγαν ένα μεταλλικό κέρμα. Στο πίσω μέρος του σπιτιού μαζεύονταν πολλά παιδιά, που περίμεναν να πέσει το μήλο, για να το πάρουν. Λίγο πριν φτάσει η πομπή του γαμπρού στην αυλή του σπιτιού της νύφης οι φίλες της έστηναν χορό.
Φορούσαν όλες ομοιόμορφες ποδιές, δώρα της νύφης. Η κορυφαία του χορού κρατούσε στο δεξί της χέρι ένα κόσκινο με σιτάρι και ζαχαρωτά. Στην υποδοχή του γαμπρού που ακολουθούσε, οι κοπέλες έραιναν το γαμπρό με το σιτάρι και τα ζαχαρωτά και τον τραγουδούσαν:
Τα κορίτσια το κεντούσαν κι οι νυφάδες τραγουδούσαν.134
Μετά έδιναν στο γαμπρό ένα αγοράκι, το οποίο αυτός ασπάζονταν και το δώριζε ένα μήλο και ένα ζευγάρι παπουτσάκια.
Στη συνέχεια γαμπρός και συμπέθεροι με όλη την άλλη ακολουθία έμπαιναν στο σπίτι όπου τους υποδέχονταν οι γονείς και οι άλλοι συγγενείς της νύφης, με τους οποίους αντάλλασσαν ευχές. Συνηθισμένη ευχή ήταν η εξής: “Χαϊρλίδικα συμπέθερε, να μας ζήσουν να τους χαιρόμαστε”. Ένας από τους μπράτιμους, ο μεγαλύτερος, πήγαινε στο δωμάτιο που ήταν η νύφη με την ακολουθία της, για να της φορέσει τα νυφιάτικα παπούτσια, δώρο του γαμπρού. Πριν της τα φορέσει έλεγε: “Νύφ’ κυρά νύφ’ ήρθε ου γαμπρός κι σ’ έφερι παπούτσια, απ’ την Πόλ’ και απ' τ’ Σαλονίκ'”.
Την ώρα που ο μπράτιμος έσκυβε να φορέσει στη νύφη τα παπούτσια τα γύρω κορίτσια προσπαθούσαν να τον ξεγελάσουν, προτείνοντας τα δικά τους πόδια135. Αν τύχαινε και έκανε λάθος ο μπράτιμος και φορούσε έστω και το ένα παπούτσι σε πόδι κάποιας φίλης της νύφης, τότε όλες γελούσαν και έπρεπε να πληρώσει για να πάρει πίσω το παπούτσι.
Η νύφη δώριζε στο μπράτιμο ένα κεντημένο μαντήλι, ενώ τα κορίτσια τραγουδούσαν:
Αχ, κι απούντις οι καημένις.
Στο σπίτι της νύφης συνεχίζονταν το γλέντι με τα όργανα ως την ώρα που θα ετοιμάζονταν το μεσημβρινό τραπέζι, που ήταν πλούσιο σε φαγητά με άφθονο κρασί. Στη διάρκεια του φαγητού εγείρονταν προπόσεις με ευχές για τους νεόνυμφους. Σημειώνουμε πως οι γυναίκες κάθονταν κι έτρωγαν σε χωριστά τραπέζια από τους άνδρες. Αφού τελείωναν το φαγητό έλεγαν τα εξής τραγούδια:
Δώστε στον μαύρο την ταή, στο νιό δώστε την κόρη.136
Προτού αρχίσουν το φαγητό κάποιος συγγενής της νύφης έφερνε ένα πιάτο με μέλι και έδινε απ’ αυτό τρεις κουταλιές στο γαμπρό.
Μετά το φαγητό ετοιμάζονταν για την εκκλησία, όπου γίνονταν η στέψη. Στο μεταξύ οι μπράτιμοι του γαμπρού έβγαζαν έξω τα προικιά της νύφης και τα φόρτωναν σε άλογα για να τα μεταφέρουν στο σπίτι του γαμπρού. Η προίκα, όπως είπαμε παραπάνω, αποτελούνταν από διάφορα είδη ρουχισμού, τα οποία τοποθετούνταν σε ένα ή δύο μπαούλα. Κατά τη μεταφορά πάνω σε κάθε μπαούλο τοποθετούσαν πολύχρωμα φανταχτερά κιλίμια ή κεντημένα μαξιλάρια. Στη μέση απ’ το σαμάρι του άλογου έβαζαν ένα αγοράκι, που είχε στη ζωή και τους δύο γονείς του.
Συγκινητικές ήταν οι στιγμές, που η νύφη αποχωρίζονταν τους γονείς της και την οικογενειακή τους εστία. Αποχαιρετούσε όλους τους οικείους της αρχίζοντας από τον πατέρα. Όλοι τους τότε έχυναν άφθονα δάκρυα, ενώ ο γυναικόκοσμος ασταμάτητα τραγουδούσε τα παρακάτω μελαγχολικά τραγούδια:
αφήνω γεια στ’ αδέρφια μου κι όλους τους συγγενείς μου.
Προτού η νύφη αφήσει το πατρικό της σπίτι στρέφονταν στην ανατολή και έκανε τρεις φορές το σταυρό της. Ύστερα η μάνα της έδινε ένα φλιτζάνι κρασί, απ’ το οποίο έπινε σε τρεις γουλιές. Τελειώνοντας, πετούσε το φλιτζάνι πίσω της. Κάποια από τις γυναίκες που βρίσκονταν εκεί το έπιανε για να μην πέσει κάτω και σπάσει. Το σπάσιμο δεν ήταν καλό σημάδι. Τέλος περνώντας κάτω από αψίδα που έκαναν με τα χέρια τους οι γονείς της έβγαινε από το δωμάτιό της πατώντας σε σιδερένιο υνί. Τώρα οι γυναίκες τραγουδούσαν:
κι τα κλαδιά μι παίρνουν τη σκιόπη.
Ύστερα από λίγο όλοι βρίσκονταν κάτω στην αυλή. Ένα ακόμα άλογο όμορφα στολισμένο περίμενε τη νύφη. Ο νουνός και ο γαμπρός καβαλίκευαν τα δικά τους άλογα και περίμεναν. Η νύφη με τη συνοδεία της κατευθύνονταν στο άλογό της που ήταν άσπρο και συμβόλιζε την αγνότητά της. Το κλαμένο πρόσωπό της καλύπτονταν από λεπτό πέπλο (σκιόπη)137 με χρυσά τέλια. Τα κορίτσια τραγουδούσαν:
και στο παλάτι που θα πας, χρυσά να βρεις στρωμένα.
Δίπλα στο άλογο τοποθετούνταν ένα ξύλινο ταγάρι (μέτρο χωρητικότητας των σιτηρών). Πατούσε σ’ αυτό και με τη βοήθεια της ακολουθίας της ανέβαινε στο άλογο. Τη στιγμή αυτή τραγουδούσαν:
κι όλοι τραγούδια λέμε.
Την ίδια στιγμή από την άλλη μεριά οι συγγενείς του γαμπρού τραγουδούσαν:
θα σ’ αγαπά, θα σι τιμά, θα σ’ έχει θυγατέρα.
Στο τραγούδι αυτό απαντούσε το σόι της νύφης με το παρακάτω:
Τα χέρια σταυρωμένα, μαντήλι στο λαιμό.
και συνέχιζαν:
κι τα νύχια τ’ς κουντυλιασμένα.
Ύστερα ξεκινούσαν για την εκκλησία τραγουδώντας:
να σχωριθούν τα κρίματα, πούχουμι καμωμένα.
Όταν έφθαναν στην εκκλησία γύριζαν τρεις φορές το ναό και ύστερα σταματούσαν στην κύρια είσοδό του. Εκεί έδιναν στη νύφη ένα αγοράκι, το οποίο ασπάζονταν στα δύο μάγουλα και το δώριζε ένα ζευγάρι κάλτσες με ένα κυδώνι ή μήλο. Μετά πλησίαζε ο πεθερός και βοηθούσε τη νύφη να κατέβει απ’ το άλογο. Η νύφη του δώριζε τότε ένα πουκάμισο ή ένα ζευγάρι μάλλινες κάλτσες (σκούνια). Τα έριχνε στον ώμο του. Ύστερα έμπαιναν στο ναό για την τέλεση του μυστηρίου. Στο ναό έμπαιναν μόνο οι στενοί συγγενείς. Όλοι οι άλλοι έμεναν στον περίβολο της εκκλησίας και χόρευαν με τα όργανα, μέχρις ότου τελειώσει η ιεροτελεστία.
Προτού αρχίσει το μυστήριο του γάμου, ο νουνός κάρφωνε με παραμάνες στις πλάτες των νεόνυμφων ένα κομμάτι ύφασμα. Το ύφασμα αυτό λέγονταν ζυγός και προορίζονταν για φόρεμα (δώρο του νουνού στη νύφη). Στη διάρκεια του μυστηρίου οι βέρες, από το αριστερό χέρι που ήταν μέχρι τότε περασμένες, περνούσαν στο δεξί χέρι. Στο χορό του Ησαΐα η νουνά έραινε τους νεόνυμφους με κριθάρι που είχε μέσα ζαχαρωτά (κουφέτα). Τα τελευταία χρόνια αντί για κριθάρι, ρίχνουν ρύζι για να ριζώσουν οι νεόνυμφοι και λουλούδια για νάναι η ζωή τους ανθόσπαρτη.
Μετά την στέψη εξέρχονταν πιασμένοι χέρι χέρι οι νεόνυμφοι από την εκκλησία. Έτσι ενωμένοι από δω και εμπρός, στις καλές και στις άσχημες μέρες, θα περάσουν μαζί την υπόλοιπη ζωή τους, θα θεμελιώσουν οικογένεια, θα κάνουν παιδιά για να συνεχίσουν τη ζωή. Ο χορός στον περίβολο της εκκλησίας σταματούσε και ξανασχηματίζονταν η γαμήλια πομπή. Όλοι πλέον πεζή κατευθύνονταν για το σπίτι του γαμπρού. Στο δρόμο η νουνά συνέχιζε να ρίχνει στα κεφάλια των νεόνυμφων κριθάρι με ζαχαρωτά, που είχε μέσα σ’ ένα κόσκινο. Όταν η νύφη κατάγονταν από άλλο χωριό τα στέφανα γίνονταν στο χωριό της νύφης. Στην περίπτωση αυτή η γαμήλια πομπή αποκτούσε ιδιαίτερη γραφικότητα. Όλοι οι συγγενείς που πήγαιναν με το γαμπρό να πάρουν τη νύφη ήταν έφιπποι σε στολισμένα άλογα. Επέστρεφαν δε, έχοντας στη μέση της πομπής τη νύφη που ίππευε συνήθως σε άσπρο άλογο με την ακολουθία της και ακολουθούσαν τα προικιά της φορτωμένα επίσης σε άλογα.
Επιστρέφοντας από την εκκλησία για το σπίτι του γαμπρού τραγουδούσαν:
Τόχει ο αγάς μου μετρημένο, κι η κυρά μου λογαριασμένο.
Όταν έφταναν στο σπίτι του γαμπρού σταματούσαν στην είσοδο, όπου τραγουδούσαν:
απ’ τη μέση αγκαλιασμένη.
Τότε έβγαινε και τους υποδέχονταν η πεθερά. Μπροστά της η νύφη έκανε τρεις υποκλίσεις. Ακολουθούσαν τότε οι εξής τελετουργικές πράξεις: Η πεθερά έβαζε στον αριστερό ώμο της νύφης μια τουλούπα άσπρο μαλλί και της εύχονταν να ζήσει πολλά χρόνια και ν’ ασπρίσει, σαν το μαλλί της τουλούπας. Το ίδιο έκανε και στο γιό της. Μετά πρόσφερε στη νύφη ένα πιάτο μέλι, για νάναι γλυκιά σαν το μέλι η έγγαμη ζωή της. Η νύφη έπαιρνε από το πιάτο, με το δείκτη του αριστερού χεριού της λίγο μέλι και το έβαζε στο στόμα της. Ξανάπαιρνε και έκανε ένα σταυρό στο πάνω μέρος (ανώφλι) της πόρτας. Μετά η πεθερά έδινε στη νύφη δύο λειτουργιές (πρόσφορα) και τη φιλούσε στο στόμα. Τη στιγμή που τη φιλούσε, της έβαζε ένα φλουρί ή άλλο χρυσό νόμισμα στο στόμα. Ύστερα από αυτά, η νύφη έμπαινε μέσα στο σπίτι του γαμπρού πατώντας με το δεξί της πόδι πάνω σ’ ένα υνί. Λίγο παραπέρα απ’ το υνί, άφηναν ένα ρόδι. Αυτό η νύφη το πατούσε με δύναμη, για να σκορπίσουν οι σπόροι στο πάτωμα. Όταν η νύφη έμπαινε στο σπίτι του γαμπρού, ο γυναικόκοσμος τραγουδούσε:
παπάς να λειτουργάει.
Ύστερα από λίγο ακολουθούσε ο “τρανός χορός” στο μεσοχώρι (πλατεία) ή σε κάποιο άλλο ανοιχτό χώρο, που υπήρχε κοντά στο σπίτι του γαμπρού. Λέγεται τρανός χορός γιατί πιάνονταν σ’ αυτόν όλοι οι συγγενείς του γαμπρού και της νύφης. Ο “τρανός χορός” θεωρούνταν ο επισημότερος χορός του γάμου. Μπροστά έμπαινε ο νουνός με το φλάμπουρο και ακολουθούσαν οι νεόνυμφοι με τους συγγενείς τους. Ο “τρανός χορός” είχε ρυθμό βραδύ και ιερούς συμβολισμούς. Τότε τραγουδούσαν το εξής τραγούδι:
μάσι, κόρη μ’ τα σαγιά σου, να μη λασπουθεί η πουδιά σου.
Η διασκέδαση συνεχίζονταν και κορυφώνονταν την Κυριακή το βράδυ στο σπίτι του γαμπρού, όπου προσέρχονταν και οι συγγενείς της νύφης, που λέγονταν “μπουγτζιάδες”. Αυτοί, προσερχόμενοι στο σπίτι του γαμπρού, έφερναν μαζί τους το φαγητό της βραδιάς και το κρασί. Ωστόσο, το τραπέζι (δείπνο) το παράθετε ο γαμπρός και ήταν κοινό για όλους. Τα τρόφιμα που έφερναν μαζί τους οι μπουγτζιάδες (μπουγάτσες, ψητό κλπ.) τα έλεγαν “κανίσκια”.
Οι μπουγτζιάδες τη βραδιά αυτή ήταν όλο απαιτήσεις. Από το γαμπρό και τη νύφη απαιτούσαν να τους φέγγει στη διάρκεια του χορού και ζητούσαν από τους μπράτιμους του γαμπρού να τους φέρουν διάφορα φαγώσιμα, τα οποία όμως δεν κατονόμαζαν με το όνομά τους, αλλά αλληγορικά ή αινιγματικά.
Στην αρχή του δείπνου έσπαζαν στο κεφάλι του γαμπρού μια μεγάλη κουλούρα που την έλεγαν “ντράφτσα”, την οποία και μοιράζονταν όλοι. Την ώρα εκείνη έλεγαν διάφορες αυτοσχέδιες ευχές για το νέο ζευγάρι όπως “Να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός, ν’ ασπρίσουν να γεράσουν σαν τον Όλυμπο και τον Κίσαβο. Όσα φύλλα έχουν τα δέντρα και όσα πουρνάρια έχει το Ζιντάν, τόσα καλά να τους δώσει ο Θεός”.
Στο γλέντι που ακολουθούσε χόρευαν πρώτα οι συγγενείς της νύφης και ακολουθούσαν του γαμπρού ως τις πρωινές ώρες. Σ’ όλη τη διάρκεια του χορού ο γαμπρός τους έφεγγε κρατώντας τη λάμπα στο χέρι. Κατά τα χαράματα αποσύρονταν πρώτος ο νουνός κι ακολουθούσαν οι άλλοι. Φεύγοντας κερνούσαν τη νύφη, η οποία και τους δώριζε είδη ρουχισμού, που τα τοποθετούσε στον αριστερό ώμο. Συνηθισμένα δώρα ήταν οι μάλλινες κάλτσες, τις οποίες έπλεξε μόνη της η νύφη. Από τα μικρά της ακόμα χρόνια άρχιζε το πλέξιμο των προικιών της.
Την ώρα που έφευγε ο νουνός, τραγουδούσαν:
Κάτσε νούνε ακόμα απόψε, τ’ έχω πέντε αρνιά ψημένα
κι άλλα πέντε σουβλισμένα, να τα φάμε και να πιούμε.
Τα μήλα απ’ το φλάμπουρο τα παράδινε φεύγοντας ο νουνός στους νεόνυμφους να τα φάνε την πρώτη νύχτα του γάμου.
Τη Δευτέρα το πρωί, με την ανατολή του ηλίου οι γυναίκες συγγενείς του γαμπρού τραγουδώντας πήγαιναν τη νύφη στη βρύση του χωριού να πάρει νερό. Φορούσε ακόμα τη νυφική της στολή με το πέπλο και τα τέλια στο κεφάλι. Στα χέρια της κρατούσε μια καινούργια στάμνα ή γκιούμι και ένα φτσέλι στην πλάτη. Πριν πάρει το νερό προσκυνούσε στη βρύση τρεις φορές και έριχνε ένα νόμισμα στη λεκάνη. Στη συνέχεια φιλούσε με τη σειρά τα χέρια όλων των γυναικών που εκείνη τη στιγμή βρίσκονταν στη βρύση, γέμιζε με νερό το φτσέλι ή τη στάμνα της και με τη συνοδεία της επέστρεφε στο σπίτι.
Το ζευγάρι πλάγιαζε στο νυφικό κρεβάτι (παστάδα) το βράδυ της Δευτέρας (πρώτη νύχτα του γάμου). Το κρεβάτι το έστρωναν και το στόλιζαν, με πολλή καλαισθησία, οι φιλενάδες της νύφης. Προτού ξαπλώσουν σ’ αυτό οι νεόνυμφοι, έβαζαν ένα μικρό αγοράκι να ξαπλώσει, για ν’ αποχτήσει η νύφη αρσενικό παιδί.
Η διαπίστωση της αγνότητας γίνονταν την επομένη το πρωί με την επίδειξη του ματωμένου από τον παρθενικό υμένα εσώρουχου ή του σεντονιού. Την επίδειξη του πειστηρίου έκανε η πεθερά της νύφης.
Την επόμενη Κυριακή, οχτώ μέρες μετά το γάμο γίνονταν τα “Π’στρόφια” (επιστρόφια). Η νύφη γύριζε με τον άνδρα της στο πατρικό της σπίτι στους γονείς της που την περίμεναν με μεγάλη χαρά και αγαλλίαση, υστέρα από τον αποχωρισμό των οχτώ ημερών που μεσολάβησαν. Στο σπίτι του πατέρα της νύφης έμεναν όλο το μεσημέρι, όπου έτρωγαν, έπιναν και διασκέδαζαν.
Το ζευγάρι των νεονύμφων το φίλευαν επίσης ο νουνός (κουμπάρος), οι μπράτιμοι, όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι. Κάθε Σαββατόβραδο είχε και κάποια “φιλιά”. Στο τραπέζι παράθεταν τα καλύτερα φαγητά. Απαραίτητο ήταν το ψητό κοτόπουλο η πίτα και το σαραγλί γλυκό. Μετά το φαγητό ακολουθούσε διασκέδαση ως τα μεσάνυχτα. Όταν αργά το βράδυ αναχωρούσαν, η οικοδέσποινα έδινε στη νύφη σαν δώρο μια κότα.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
128Τα έθιμα του γάμου που περιγράφονται εδώ με μικρές μόνο παραλλαγές ισχύουν και σε άλλα χωριά της περιοχής Καμβουνίων.
129Τα τελευταία χρόνια επικράτησε και στο Μικρόβαλτο το λευκό μακρύ φόρεμα με τα τούλια, τους ταφτάδες και τα πέπλα, ως και τα άσπρα γάντια στα χέρια της νύφης. Επίσης μοιράζονται και μπουμπουνιέρες.
130 Μπράτιμοι είναι στενοί φίλοι του γαμπρού, που ορίζονται απ’ αυτόν να τον υπηρετούν και να τον συνοδεύουν στο γάμο. Είναι λέξη σλαβική και σημαίνει τον αδελφοποιητό. Παλαιότερα οι μπράτιμοι γινόταν με θρησκευτική ιεροτελεστία. Όσοι ήθελαν να αδελφοποιηθούν πήγαιναν στην εκκλησία, όπου ο παπάς απάγγελνε ορισμένες ευχές. Στο τέλος της ιεροτελεστίας οι αδελφοποιηθέντες (μπράτιμοι) ασπάζονταν το Σταυρό και το Ευαγγέλιο και αντάλλασσαν μεταξύ τους ασπασμό. Οι αδελφοποιητοί είχαν υποχρέωση να βοηθιούνται μεταξύ τους σε κάθε περίσταση της ζωής τους και στην ανάγκη να θυσιάζουν τη ζωή τους ο ένας για χάρη του άλλου. Οι αδελφοποιητοί λέγονταν και σταυραδέρφια ή βλάμηδες (λέξη αλβανική) ή καρντάσηδες (λέξη τουρκική). Τους γονείς του αδελφοποιητού αποκαλούσαν σταυροπατέρα και σταυρομάνα. Ο δεσμός της αδελφοποιίας ήταν πολύ διαδομένος στα χρόνια της Τουρκοκρατίας μεταξύ των κλεφταρματολών.
131Η ονομασία του Φλάμπουρου είναι παραφθορά της βυζαντινής λέξης Φλάμμουλο. Φλάμμουλα οι βυζαντινοί ονόμαζαν τα λάβαρα που κρατούσαν στις επίσημες πομπές και προηγούνταν από τους αυτοκράτορες.
132 Υπαγόρευση Αλεξοπούλου Μαρία του Αθ.
133Το μήλο ανέκαθεν θεωρούνταν το σύμβολο του έρωτα, γι’ αυτό και κατέχει σπουδαία θέση στα έθιμα του γάμου σ’ όλους τους λαούς. Είναι πολύ γνωστός από την Ελληνική μυθολογία ο μύθος του χρυσού μήλου της θεάς Έριδας στους γάμους του βασιλιά των Μυρμιδόνων Πηλέα με τη Θέτιδα, την κόρη του Ποσειδώνα και η κρίση του βασιλόπουλου της Τροίας Πάρη, όπως επίσης και το περιστατικό της προσφοράς του χρυσού μήλου από το Βυζαντινό αυτοκράτορα Θεόφιλο στη Θεοδώρα, την οποία διάλεξε ως σύζυγο αντί της πιο όμορφης, έξυπνης και μορφωμένης Κασσιανής.
134Υπαγόρευση Χρυσούλας Γιαννοπούλου και Αλεξάνδρας Νατσιοπούλου.
135Το δωμάτιο όπου περίμενε η νύφη ήταν συνήθως σκοτεινό.
136 Υπαγόρευση Αλεξοπούλου Μαρία του Αθαν.
137 Η σκιόπη είχε συνήθως πράσινο χρώμα.
Από το βιβλίο του δασκάλου Ηλία Κ. Λαμπρέτσα ΜΙΚΡΟΒΑΛΤΟ