21 Ιανουαρίου 2012

Αθανάσιος Γιαννόπουλος – Καρανάτσιος

(1887-1940)


  Πολλές φορές σκεφτόμουνα να γράψω για τον  παππού μου Αθανάσιο Γιαννόπουλο, τον γνωστό στους παλαιότερους  Καρανάτσιο.  Η έντονη διαδρομή του και η πολυτάραχη ζωή του  συνηγορούσαν για ένα τέτοιο εγχείρημα. Συνέχεια όμως το ανέβαλλα, γιατί είχα τον ενδοιασμό  ότι δεν  θα μπορέσω  να περιγράψω με ακρίβεια το βίο και την πολιτεία του. Αφορμή για το σημείωμα που ακολουθεί μού έδωσε  ο μπάρμπα Γιάννης ο Καβουρίδης, ο οποίος  κατά τη συνάντησή μας στο Χωριό στις 17 Ιουλίου 2011 μου ανέφερε ορισμένα γεγονότα για τον  παππού μου, τα οποία είχε ακούσει από την μητέρα του Ιωάννα Καβουρίδου, την Καβρουζιώγαινα, η οποία ήταν αδελφή του Καρανάτσιου. Η περιγραφή των γεγονότων διέλυσε τις αμφιβολίες που είχα  και μου έδωσε το έναυσμα   να εκθέσω όσα διέσωσε η μνήμη μου από τις  διηγήσεις του  πατέρα  μου Θωμά Γιαννόπουλου για τον πατέρα του τον Καρανάτσιο. Τα περιστατικά που μου ανέφερε ο μπάρμπα Γιάννης ο Καβουρίδης τα είχα ακούσει, με μικρές παραλλαγές,  επανειλημμένα και από τον  πατέρα μου, ο οποίος διηγούνταν τη ζωή του  ανυπότακτου και  θαρραλέου  πατέρα του και εξιστορούσε τις περιπέτειες και τα κατορθώματά του με ιδιαίτερη υπερηφάνεια. Αποτελούσε φαινόμενο, μου έλεγε,  ένα μικρός  και ορφανός νέος  να ενεργεί χωρίς φόβο και να κάνει αυτό που θέλει. Όταν ήθελαν να  χαρακτηρίσουν κάποιον δυναμικό και δυνατό, τον παρομοίαζαν με τον Καρανάτσιο. Τις ιστορίες για τον παππού τον Καρανάτσιο τις άκουσα και από τις αδελφές του πατέρα μου και θείες μου Μαρία (σύζυγο Θωμά Νατσιόπουλου) και Αναστασία-Τασιούλα (σύζυγο Βάϊου Παπαδόπουλου).  Σύμφωνα με τις προφορικές αυτές  διηγήσεις και την πρόχειρη έρευνα που ενήργησα, σχετικά  με το βίο και την πολιτεία του   παππού μου    Αθανασίου Γιαννόπουλου,  εκθέτω  τα ακόλουθα:

    Στις αρχές του εικοστού αιώνα    η καταπίεση του πληθυσμού  της  Μακεδονίας από τις τουρκικές αρχές είχε γίνει αφόρητη.  Εξίσου επικίνδυνη ήταν και  η προσπάθεια των Βουλγάρων  να αλλοιώσουν με τους ένοπλους  κομιτατζήδες  το εθνικό φρόνημα και την ελληνική εθνική συνείδηση των  κατοίκων της Μακεδονίας και να προσαρτήσουν με βίαιο τρόπο την Μακεδονία στο βουλγαρικό κράτος, όπως έπραξαν και με  την  Ανατολική Ρωμυλία. Στην τουρκική καταπίεση και στα ύπουλα σχέδια των Βουλγάρων  αντέδρασαν άμεσα, δυναμικά  και αποτελεσματικά  οι  Μακεδόνες. Μαζί με αυτούς αντέδρασαν  και οι κάτοικοι των Καμβουνίων και του Μικροβάλτου, οι οποίοι εντάχθηκαν στις ανταρτικές ομάδες  που δρούσαν στην περιοχή κατά των τούρκων και των  βούλγαρων κομιτατζήδων.  Συμμετείχαν σε διάφορες ενέργειες κατά των Τούρκων και έλαβαν μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα, ο οποίος κορυφώθηκε τα έτη 1904-1908  με την έλευση του Παύλου Μελά και την είσοδο στη Μακεδονία ένοπλων ανταρτικών σωμάτων. Ουσιαστική επιδίωξη των αντάρτικων ομάδων ήταν η αποτίναξη του τούρκου δυνάστη και η απόκρουση των σφετεριστών της Μακεδονίας Βουλγάρων. Στις ανταρτικές αυτές ομάδες εντάχθηκε από τη μικρή του ηλικία και ο Αθανάσιος Γιαννόπουλος, ο οποίος συνεργάσθηκε αρμονικά μαζί τους και με όλη τη δύναμή του αγωνίσθηκε κατά των Τούρκων για την ελευθέρωση  του σημαντικού αυτού τμήματος της Μακεδονίας και την ενσωμάτωσή του στην Ελλάδα.
    Ο  Αθανάσιος Γιαννόπουλος, ο Καρανάτσιος,  γεννήθηκε το έτος 1887  στο Μικρόβαλτο και πέθανε το έτος 1939-1940  σε ηλικία 52-53 ετών. Είχε μία αδελφή, την Ιωάννα (Γιάννω), η οποία ήταν μικρότερή του, γεννήθηκε το έτος 1893 στο Μικρόβαλτο και πέθανε το έτος 1978 σε ηλικία 85 ετών. Εμείς την αδελφή του παππού μας, τη Γιάννω, την φωνάζαμε «μπάμπω Γιάννω». Γονείς τους ήταν ο Παναγιώτης Γιαννόπουλος και η Μαρία  Σταμκοπούλου. Η μητέρα τους Μαρία  καταγόταν από το  Τριγωνικό ( το παλαιό Δέλνο) και ήταν θυγατέρα του Γεωργίου Σταμκόπουλου.  Οι γονείς τους  πέθαναν κατά τα  έτη 1902-1903 και έμειναν ορφανοί σε μικρή ηλικία.  Ο Καρανάτσιος ήταν 15-16   ετών και η αδελφή του η  Γιάννω ήταν 9-10 ετών. Την  αδελφή του, τη Γιάννω, την πήραν οι συγγενείς  της μητέρας  τους στο Τριγωνικό και την μεγάλωσαν αυτοί. Όλοι στο Τριγωνικό  γνώριζαν τον θάνατο των γονέων της και την αποκαλούσαν   η Γιάννω η ορφανή. Ο Καρανάτσιος έφυγε στο βουνό και εντάχθηκε στις ανταρτικές ομάδες που δρούσαν στην  περιοχή του Μικροβάλτου-Τριγωνικού και αγωνίζονταν για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.
    Ο πατέρας της μητέρας τους Μαρίας, ο  Γεώργιος Σταμκόπουλος, είχε αδελφό τον Χρήστο Σταμκόπουλο, ο οποίος συμμετείχε στις επιχειρήσεις κατά των Τούρκων και  στον Μακεδονικό Αγώνα κατά των Βουλγάρων. Την δραστηριότητα του θείου της Χρήστου Σταμκόπουλου διηγείτο  η  μητέρα Μαρία στα παιδιά της Αθανάσιο και Ιωάννα. Συνέχεια τους ιστορούσε τον διαρκή και ενεργό  αγώνα του κατά των Τούρκων και των Βουλγάρων. Συγκεκριμένα, τους έλεγε  ότι ο θείος της Χρήστος Σταμκόπουλος,  μαζί  με τον ιερέα Παπαδήμο από τις Αυλές και με άλλα άτομα από την περιοχή,  πολέμησαν κατά των  Τούρκων  στα βουνά πάνω από τα  Σέρβια και  τους νίκησαν. Επίσης, τους έλεγε ότι ο θείος της  Χρήστος  ήταν μεταφορέας και με τα ζώα του μετέφερε από την Ελασσόνα, μέχρι την οποία έφθανε η ελεύθερη Ελλάδα, εμπορεύματα στην τουρκοκρατούμενη περιοχή του  Τριγωνικού και  των Καμβουνίων. Μαζί με τα εμπορεύματα μετέφερε κρυφά όπλα και μηνύματα και τα παρέδιδε στις αρμόδιες  επιτροπές αγώνα στο Τριγωνικό και στην γύρω περιοχή, καθώς και  στο μοναστήρι της Παναγίας Ζιδανίου, στο οποίο  ηγούμενος ήταν ο μακεδονομάχος ιερομόναχος Ιλαρίωνας Ρολόγης. Τους ανέφερε ότι στον αγώνα του κατά των Τούρκων και των Βουλγάρων ο θείος της συνεργαζόταν στενά και με τον  μητροπολίτη Σερβίων και Κοζάνης Κωνστάντιο, τον  αγωνιστή και φωτισμένο ιεράρχη, ο οποίος  γεννήθηκε στο Μικρόβαλτο και καταγόταν από το γένος Καβουρίδη. Στις διηγήσεις της  η μητέρα τους Μαρία δεν παρέλειπε να αναφέρει  ότι  ήταν δεύτερα εξαδέλφια με τον Κώστα και τον Φώτη Γιαγκούλα από τον Μεταξά, γιατί,  όπως τους έλεγε, η γιαγιά του Κώστα και του  Φώτη Γιαγκούλα καταγόταν από το Τριγωνικό και ήταν από το σόι του Σταμκόπουλου. Με ιδιαίτερη υπερηφάνεια, επίσης,  ο Καρανάτσιος διηγείτο στον πατέρα μου Θωμά και στις θείες μου Μαρία και Τασιούλα,  ότι ο θείος του Χρήστος Σταμκόπουλος, με απόφαση της επιτροπής του Μακεδονικού Αγώνα, πήγε μαζί με άλλα δύο άτομα στο Μοναστήρι (στα Μπιτώλια) Μακεδονίας, όπου  μεταμορφωμένος σε ζητιάνο μπήκε στο σπίτι του διοικητή της περιοχής και τον σκότωσε νύχτα, γιατί ένας κομιτατζής είχε σκοτώσει τον Παύλο Μελά. Μετά τον θάνατο του διοικητή μαζί με τα  άλλα μέλη της ομάδας έφυγε και επέστρεψε στο Χωριό του. 
   Ο Καρανάτσιος από τη φύση του ήταν  τολμηρός, αποφασιστικός, ζωηρός και δραστήριος.   Ευχάριστος άνθρωπος, κοινωνικός, ανοιχτός χαρακτήρας και ικανός για τα πάντα. Ενεργούσε και συμπεριφερόταν όπως αυτός ήθελε.  Δεν δεχόταν περιορισμούς στην δραστηριότητά του από κανένα. Δεν  φοβόταν τους προύχοντες του Χωριού, Έλληνες και Τούρκους.  Κανένα εμπόδιο και καμία απαγόρευση δεν μπορούσαν να τον σταματήσουν από το να κάνει αυτό  που ο ίδιος  πίστευε ότι  ήταν το καλύτερο  και έπρεπε να  γίνει. Κατά την νεότητά του, κυρίως, το νεαρό της ηλικίας του και η ορμή της νιότης του τον ωθούσαν σε  πράξεις  ριψοκίνδυνες και επικίνδυνες. Σ’ αυτό συνετέλεσαν και οι διηγήσεις των γονέων του, και ιδίως της καταγόμενης από το Τριγωνικό μητέρας του Μαρίας,  για  τη ζωή και τα κατορθώματα του δυναμικού θείου του Χρήστου Σταμκόπουλου, ο οποίος  μαζί με άλλους αγωνιζόταν κατά των Τούρκων και των Βουλγάρων. Όλα αυτά μεγαλοποιήθηκαν στο  παιδικό του μυαλό, άναψαν στην ψυχή του την επιθυμία να γίνει  κλέφτης και αποφάσισε να  ενταχθεί στις ανταρτικές ομάδες της περιοχής και να φύγει στο βουνό. Ο  θείος  του Χρήστος Σταμκόπουλος ήταν γι’ αυτόν πρότυπο, αποτελούσε παράδειγμα ανδρείας και λεβεντιάς, άξιο  προς μίμηση. Γι’ αυτό έλεγε «θα γίνω κλέφτης, θα πάω στο βουνό, θα μοιάσω  τον θείο μου τον Χρήστο». Εξίσου ζωηρός και ατίθασος  ήταν και ο δεύτερος εξάδελφος του Καρανάτσιου  Φώτης Γιαγκούλας. Ο  θρυλικός λήσταρχος, ο οποίος αποκλήθηκε «ο τελευταίος βασιλιάς των ορέων», ήταν  μικρότερός του (γεννήθηκε το 1900 στο Μεταξά Σερβίων Κοζάνης και σκοτώθηκε στις 20-9-1925 στον Όλυμπο), αλλά είχε την ίδια με αυτόν ζωηράδα και  έμοιαζε στο θάρρος και την αγωνιστικότητα τον θείο τους Χρήστο Σταμκόπουλο.   
    Ο θάνατος των γονέων  του κατά  τα έτη 1902-1903  επιτάχυνε την απόφαση στον Αθανάσιο Γιαννόπουλο να φύγει στο βουνό.  Μετά το θάνατό τους, φορώντας φουστανέλα, όπως συνηθιζόταν  τότε, έφυγε  στο βουνό, συμμετείχε σε ανταρτικές ομάδες  και μαζί με άλλους κατοίκους της περιοχής του Τριγωνικού και του Μικροβάλτου αγωνιζόταν κατά των Τούρκων. Η συνεργασία του με τους κατοίκους του Τριγωνικού ήταν στενή, γιατί, όπως αναφέρθηκε,  η μητέρα του Μαρία  καταγόταν  από το Τριγωνικό   και ο αδελφός του παππού του  και θείος της μητέρας του Χρήστος Σταμκόπουλος ήταν ενεργό μέλος των κλεφτών της περιοχής Καμβουνίων  και είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στον αγώνα  κατά των Τούρκων και  στον Μακεδονικό Αγώνα. Η δραστηριότητά του Καρανάτσιου  κατά των Τούρκων  εκτείνονταν στις  περιοχές του Μικροβάλτου και του Τριγωνικού, γιατί  εκεί είχε συγγενείς και μπορούσε να κινείται άνετα και ελεύθερα. Ένα από τα λημέρια  του ήταν και η περιοχή από το «Λάκκο της Κατερίνης» και  το νερόμυλο του Παπαμήκα  μέχρι τη «Μαύρη Ράχη». Το μέρος αυτό ανήκε τότε - ανήκει και σήμερα - στην κτηματική περιοχή του Τριγωνικού. Στο μέσο περίπου της πλαγιάς, η οποία εκτείνεται κατά μήκος, πάνω  και δεξιά από τον αυτοκινητόδρομο  προς τα Σέρβια,  με τα πολλά κέδρα και τα πουρνάρια,  οι θείοι  του οι  Σταμκόπουλοι από το Τριγωνικό  είχαν τα ποιμνιοστάσιά τους, έβοσκαν  και φύλαγαν τα ζώα τους, τα οποία αποτελούνταν  κυρίως από πρόβατα, γίδια και άλογα. Τα ζώα τους, εκτός από το «Λάκκο της Κατερίνης»,  τα πότιζαν και στη θέση «Ρουγάζια», που ευρίσκονταν στο χαμηλότερο σημείο της πλαγιάς, κάτω από τα μαντριά και από  τον αυτοκινητόδρομο Μικροβάλτου –Σερβίων. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 τα «Ρουγάζια» ήταν και ένα από τα σημεία, στα οποία σταματούσαν οι κάτοικοι των χωριών  Μικροβάλτου, Τρανοβάλτου, Λαζαράδων και Ελάτης με τα ζώα τους για ολιγόλεπτη ανάπαυση, όταν κάθε Δευτέρα πεζοί πήγαιναν στην εβδομαδιαία αγορά των Σερβίων -  που αποτελούσαν το εμπορικό κέντρο της περιοχής -  ή όταν το βράδυ της ίδιας ημέρας επέστρεφαν στα σπίτια τους. Η τετράωρη και εξάωρη πορεία  επέβαλε την ολιγόλεπτη στάση  για ξεκούραση   κυρίως των  ζώων, τα οποία μετέφεραν προς τα Σέρβια   τα καυσόξυλα που οι ιδιοκτήτες τους  θα πωλούσαν στους κατοίκους των Σερβίων  και  προς τα χωριά τα ψώνια της εβδομάδας  ( σιτάρι, βρίζα, μακαρόνια, ρύζι,  ζάχαρη, πράσα κλπ), τα οποία αγόραζαν από τα  καταστήματα των Σερβίων με πίστωση (βερεσέ)  και  με το  αντίτιμο από την πώληση των  πουλερικών, των αυγών και των καυσοξύλων.  Το άλλο σημείο ολιγόλεπτης στάθμευσης για ξεκούραση  ήταν η θέση «Αγία Τριάδα» του Προσηλίου, όπου υπήρχε η Εκκλησία της Αγίας Τριάδας και  σήμερα γίνεται η εξόρυξη του λιγνίτη. Εξαιτίας της ύπαρξης των ποιμνιοστασίων των Σταμκοπουλαίων στην πλαγιά πάνω από τον αυτοκινητόδρομο προς τα Σέρβια, το μέρος   ονομαζόταν- μέχρι και σήμερα έτσι αποκαλείται- «τα Σταμκάδκα τα μαντριά». Το μέρος αυτό και η γύρω δασώδης και απόκρημνη περιοχή  ήταν ένα από τα κρησφύγετα των ανταρτών του Τριγωνικού, το οποίο χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριο κατά των Τούρκων. Στους αντάρτες αυτούς εντάχθηκε και ο Καρανάτσιος, γιατί, όπως αναφέρθηκε,   ήταν συγγενείς του από την μητέρα του, εύρισκε σ’ αυτούς προστασία και αποτελούσαν γι’ αυτόν πρότυπα ανδρείας και λεβεντιάς. Ήταν σκληρός, ασυμβίβαστος και ανυποχώρητος, δεν έπαυε όμως ως νέος και άπειρος να έχει ανάγκη από τη θαλπωρή, τη βοήθεια και τη συνεργασία των προσφιλών του προσώπων. Στον αγώνα του κατά των Τούρκων με τους αντάρτες του Τριγωνικού τού αποδόθηκε η ληστεία και ο φόνος του τούρκου φοροεισπράκτορα Μπίμπαση το 1904 πλησίον του νερόμυλου του Παπαμήκα στο  «Λάκκο της Κατερίνης». Κάτοικοι της περιοχής του  Μικροβάλτου και του Τριγωνικού έστησαν στην περιοχή αυτή  ενέδρα και, όταν έφθασε εκεί ο  φοροεισπράκτορας Μπίμπασης, τον συνέλαβαν, του αφήρεσαν τα χρήματα που είχε  εισπράξει κατά την περιοδεία του στα χωριά  της περιοχής μας (Μικρόβαλτο, Τρανόβαλτο, Λαζαράδες , Λουζιανή -Ελάτη, Νιζισκός- Παληάλωνα - Φρούριο) και τον σκότωσαν. Το σημείο του φόνου  υπαγόταν τότε-υπάγεται και σήμερα- στην κτηματική περιοχή του Τριγωνικού,  είναι στον  επαρχιακό δρόμο Μικροβάλτου – Σερβίων, στην άνοδο του δρόμου από το «Λάκκο της Κατερίνης» προς την «Μαύρη Ράχη» και σε κοντινή απόσταση από τα «Σταμκάδκα τα μαντριά», εκεί περίπου όπου σήμερα ευρίσκεται το εργοστάσιο μαρμάρων  και η γέφυρα της, κάθετης προς τον επαρχιακό  δρόμο, εθνικής οδού Κοζάνης Λαρίσης, η οποία διέρχεται μέσω Αιανής, Ρυμνίου και Τριγωνικού. 
     Μετά το φόνο του φοροεισπράκτορα Μπίμπαση οι  τουρκικές αρχές αναζήτησαν, μεταξύ άλλων υπόπτων, και  τον Αθανάσιο Γιαννόπουλο, τον οποίο θεώρησαν  υπαίτιο του φόνου και διεμήνυσαν στους συγγενείς του να τον ειδοποιήσουν να παραδοθεί. Αυτός  αγνοούσε τις εκκλήσεις των τούρκων και αρνούνταν να παραδοθεί. Τότε οι τουρκικές αρχές, για να τον  αναγκάσουν να παραδοθεί, συνέλαβαν την  αδελφή του τη Γιάννω  και τις θείες της που την  μεγάλωναν  στο Τριγωνικό και τις οδήγησαν στις φυλακές των Σερβίων.  Μετά τη σύλληψη και φυλάκιση της αδελφής του και των θείων του ο Καρανάτσιος αναγκάστηκε να παραδοθεί στις τουρκικές αρχές, οι οποίες στη συνέχεια άφησαν ελεύθερες την αδελφή του και τις θείες του, οι οποίες επέστρεψαν στο Τριγωνικό.  Τον Καρανάτσιο τον  οδήγησαν στις φυλακές Σερβίων, όπου υπέστη φρικτά βασανιστήρια, για να ομολογήσει τη δολοφονία του τούρκου εισπράκτορα. Παρά την αφόρητες πιέσεις και τα μαρτυρικά βασανιστήρια, ο  Καρανάτσιος αρνήθηκε ότι συμμετείχε στη ληστεία και ότι αυτός τον δολοφόνησε. Επακολούθησε η δίκη του στο τουρκικό δικαστήριο των Σερβίων, κατά την οποία  καταδικάστηκε ως υπαίτιος του   φόνου του τούρκου φοροεισπράκτορα Μπίμπαση και του επιβλήθηκε η  ποινή των  ισόβιων δεσμών. Ο Αθανάσιος Γιαννόπουλος, ακολουθώντας την ίδια τακτική που είχε τηρήσει στην ανάκριση και επικαλούμενος το νεαρό της ηλικίας του, αρνήθηκε έντονα και με έμφαση στο δικαστήριο οποιαδήποτε συμμετοχή του στο φόνο του τούρκου φοροεισπράκτορα. Παρά την επίμονη άρνησή του, ενόψει του ότι ήταν  ζωηρός και ατίθασος νέος,  ορφανός από γονείς, ήταν αδύνατη η βοήθεια των στενών συγγενών από την πλευρά της  μητέρας του (Χρήστου Σταμκόπουλου κλπ) λόγω του αγώνα τους κατά των Τούρκων και του κινδύνου συλλήψεώς τους και  δεν είχε άλλους ανθρώπους να ενδιαφερθούν άμεσα και να  τον υποστηρίξουν, το δικαστήριο απέδωσε το φόνο του τούρκου φοροεισπράκτορα σ’ αυτόν τον ανήλικο ( ήταν 17 ετών) και τον καταδίκασε σε ισόβια δεσμά. Μετά την καταδίκη του οδηγήθηκε στις  φυλακές του  Επταπυργίου Θεσσαλονίκης, στις γνωστές φυλακές Γεντί  Κουλέ.  Έμεινε έγκλειστος αρκετά χρόνια (4-5 χρόνια) στη φυλακή. Το θέρος του 1908  οι Τούρκοι  αποφάσισαν να απομακρύνουν  τους βαρυποινίτες  από τις φυλακές του Επταπυργίου και να τους μεταφέρουν στην Τουρκία, με πρόφαση  να  υπηρετήσουν  τη στρατιωτική τους θητεία, αλλά στην πραγματικότητα για να τους χρησιμοποιήσουν  για την εκτέλεση διάφορων καταναγκαστικών έργων.  Για το σκοπό αυτό  στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης τους  επιβίβασαν σε ένα πλοίο, με προορισμό την Τουρκία. Ενώ το καράβι έπλεε στα ανοιχτά της θάλασσας του Βόρειου Αιγαίου και κατευθύνονταν προς την Τουρκία, ο Καρανάτσιος αποφάσισε να αντιδράσει δυναμικά και να εμποδίσει την μετάβασή τους στην Τουρκία. Έτσι, πρωτοστάτησε στην ανταρσία, εμφανίστηκε ως αρχηγός στον καπετάνιο του πλοίου και με έντονο ύφος τον ρώτησε «πού μας  πηγαίνετε».  Αυτός  του απάντησε ότι τους πήγαινε στην Τουρκία. Τότε ο Καρανάτσιος  με αποφασιστικότητα  λέγει στον τούρκο πλοίαρχο «μέχρι εδώ, ή  πάμε πίσω στη Θεσσαλονίκη ή  όλοι θα πνιγούμε στη θάλασσα». Ο τούρκος πλοίαρχος, βλέποντας  τη σοβαρή απειλή  της ζωής αυτού και των άλλων μελών του πληρώματος και των επιβατών από την σκληρή και  ανυποχώρητη στάση του στασιαστή  Καρανάτσιου και  μη μπορώντας  να  κάνει κάτι άλλο ή να αντιδράσει διαφορετικά, φοβήθηκε και αναγκάστηκε να αλλάξει  την πορεία του πλοίου και να επιστρέψει  στη Θεσσαλονίκη.  Στο μεταξύ την εποχή εκείνη, τον Ιούλιο μήνα  του 1908, εκδηλώθηκε η επανάσταση των Νεοτούρκων, οι οποίοι χορήγησαν γενική αμνηστία και άφησαν ελεύθερους όλους τους κρατούμενους στις φυλακές.
   Τα ανωτέρω  περιστατικά, τα σχετικά με το φόνο του τούρκου φοροεισπράκτορα, τη σύλληψη του Καρανάτσιου, την καταδίκη του σε ισόβια και τον εγκλεισμό του στη φυλακή,  επιβεβαιώνει  και ο αείμνηστος δάσκαλος Ηλίας Λαμπρέτσας  στο βιβλίο του το «ΜΙΚΡΟΒΑΛΤΟ». Χαρακτηριστικά, στις  σελίδες 123 και 124 του βιβλίου αναφέρει τα εξής: «Το 1904 οι Έλληνες αντάρτες και χωρικοί της περιοχής έστησαν ενέδρα και σκότωσαν στο «Λάκκο της Κατερίνης» ανηφορίζοντας για τη «Μαύρη Ράχη», λίγο πιο πάνω από το νερόμυλο του Παπαμήκα, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το εργοστάσιο μαρμάρων, τον Τούρκο φοροεισπράκτορα  Μπίμπαση, που επέστρεφε στα Σέρβια, ύστερα από περιοδεία του στα χωριά των Καμβουνίων και του πήραν τα λεφτά, που είχε εισπράξει. Κινητοποιήθηκαν τότε οι τουρκικές αρχές και έστειλαν στρατεύματα που συνέλαβαν πολλούς κατοίκους του Τριγωνικού και του Μικροβάλτου σαν ύποπτους ή συνεργάτες των ανταρτών και τους έκλεισαν στις φυλακές Σερβίων. Στη δίκη που ακολούθησε τότε, ο Γιαννόπουλος Αθανάσιος (Καρανάσιος), κάτοικος του Μικροβάλτου, καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά και κλείστηκε στις φυλακές, όπου παρέμεινε ως το 1908, οπότε αποφυλακίστηκε με τη γενική αμνηστία, που έδωσαν τότε οι Νεότουρκοι με την ανακήρυξη του συντάγματος (Χουριέτ). Από τότε η τοποθεσία αυτή στην οποία δολοφονήθηκε  ο τούρκος φοροεισπράκτορας ονομάζεται ¨του Μπίμπασ稻.
     Μετά την γενική αμνηστία των Νεοτούρκων το 1908 ο Αθανάσιος Γιαννόπουλος  απολύθηκε από τις φυλακές Επταπυργίου, αφέθηκε ελεύθερος και διέμεινε στη Θεσσαλονίκη, στην  οποία έζησε  αρκετά χρόνια μόνος του. Απασχολούνταν σε διάφορες εργασίες  (σερβιτόρος σε εστιατόρια, καφενεία, μεταφορέας κλπ),  εργαζόταν σκληρά για να επιβιώσει και  δεν σκεφτόταν να επιστρέψει στο σπίτι του. Ούτε την ανήλικη αδελφή του Γιάννω  σκεφτόταν, η οποία ήταν απροστάτευτη και ζούσε με τους  συγγενείς της στο Τριγωνικό. Κατά την διάρκεια του εγκλεισμού του στις φυλακές του  Επταπυργίου και  κατά τη διαμονή του στη συνέχεια στη Θεσσαλονίκη μετά την απόλυσή του από τη φυλακή δεν είχε καμία  επικοινωνία με κανέναν. Αηδιασμένος από την  αδιαφορία  και  την  κακότητα των ανθρώπων απέναντί του, την σκληρή μεταχείρισή του από το τουρκικό δικαστήριο, την  άδικη καταδίκη του σε ισόβια για το φόνο του τούρκου φοροεισπράκτορα Μπίμπαση και την φυλάκισή του, δεν ένιωθε την ανάγκη να επικοινωνήσει με  τους γνωστούς του και ούτε ήθελε να επιστρέψει στο Χωριό του. Κανένας δεν γνώριζε πού ευρισκόταν και τί απέγινε.
      Μία ημέρα στις αρχές του φθινοπώρου 1912 καθόταν σε ένα παγκάκι του Λευκού Πύργου, στην παραλία της Θεσσαλονίκης, αγναντεύοντας τον Θερμαϊκό Κόλπο με τον  Όλυμπο απέναντι στην Κατερίνη και αναλογιζόμενος το παρελθόν του. Ήταν απόγευμα και ο ήλιος πλησίαζε προς τη δύση του.  Την ώρα που ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του, κάθισε στο παγκάκι δίπλα του ένας  άγνωστος άνθρωπος μεγάλης ηλικίας. Πιάσανε κουβέντα και ο ασπρομάλλης γέροντας τον ρώτησε «τί κάνεις εδώ παλληκάρι μου, από πού είσαι και πώς βρέθηκες στη Θεσσαλονίκη». Ο Καρανάτσιος του  εξιστόρησε με λεπτομέρεια όλα όσα είχε περάσει μέχρι τότε στη ζωή του και  στο τέλος του είπε «τώρα τρώω, πίνω και γλεντάω τη ζωή».  Τότε ο σεβάσμιος συνομιλητής τού λέει «άκουσε παλληκάρι μου, κάποτε ήμουνα κι’ εγώ παλληκάρι σαν κι’  εσένα και δεν είχα κανέναν ανάγκη. Δεν παντρεύτηκα και δεν έκανα οικογένεια. Τώρα που γέρασα, δεν μου δίνει κανένας σημασία, με πετάνε στους δρόμους και με φτύνουν όλοι. Έτσι θα σου κάνουν κι’ εσένα, όταν θα γεράσεις. Σου δίνω μία συμβουλή και σε συνιστώ, να πας στο Χωριό σου και να χτίσεις μία δική σου καλύβα με άχυρο και να παντρευτείς».  Η συζήτηση αυτή με τον  άγνωστο  συνομιλητή  ταρακούνησε  τον ψυχικό κόσμο του σκληροτάχηλου  Καρανάτσιου και άλλαξε ριζικά τη στάση του για τη ζωή. Η συμβουλή του σεβάσμιου γέροντα κατάλαβε ότι έβγαινε από τα βάθη της καρδιάς του, ήταν ειλικρινής  και ήταν για το καλό του. Ο σοφός αυτός άνθρωπος, με τα σοφά λόγια του και  την  πολύχρονη πείρα του, πίστεψε ότι ήθελε την προκοπή του και την ευτυχία του. Γι’ αυτό, μετά τη συμβουλή του, χωρίς άλλη σκέψη και κανένα δισταγμό  και παρά τις δυσάρεστες αναμνήσεις που είχε για τους ανθρώπους της περιοχής του, αποφάσισε να επιστρέψει στο Χωριό. Αφού τακτοποίησε όλες τις υποθέσεις του στη Θεσσαλονίκη, μετά πάροδο μικρού χρόνου επανήλθε στο Μικρόβαλτο. Στο Χωριό τον είχαν ξεγραμμένο. Μετά την καταδίκη του σε ισόβια δεσμά και τον εγκλεισμό του στις φυλακές του Επταπυργίου Θεσσαλονίκης, κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει για την τύχη του, ούτε και αυτοί οι συγγενείς του. Σ’ αυτό συνέτεινε η φτώχεια και το γεγονός ότι τότε η Μακεδονία (και η περιοχή των Καμβουνίων)  ήταν υπό την τουρκική κατοχή, δεν υπήρχε επικοινωνία και ήταν πολύ δύσκολη, αν όχι αδύνατη,  η πληροφόρηση για την τύχη  των  συγγενών ή των γνωστών ανθρώπων σε μακρινές περιοχές, όπως ήταν τότε η Θεσσαλονίκη για το Μικρόβαλτο.  Όλοι πίστευαν ότι θα πεθάνει στη φυλακή. Δεν γνώριζαν τίποτα για την αποφυλάκισή του. Και ο ίδιος ένιωθε ξένος στο Χωριό του. Μόλις επέτρεψε στο  Μικρόβαλτο, μετέβη στην πλατεία του Χωριού, στο Μεσοχώρι, και  στην πρώτη συνάντησή του με τους  συγχωριανούς του, επειδή πίστευε ότι είχε κατηγορηθεί  άδικα για το φόνο του τούρκου φοροεισπράκτορα και θεωρούσε άδικη την καταδίκη του σε ισόβια  και την φυλάκισή του, σήκωσε τα χέρια του προς τον ουρανό και είπε «Εκείνος από ψηλά βλέπει και ξέρει τί κάνει. Είναι Δίκαιος.  Μπορεί μερικοί να μ’ είχαν  ξεγραμμένο, ο Μεγαλοδύναμος  όμως είχε άλλα σχέδια για μένα, δεν τους έκανε το χατίρι, με φύλαξε και με αξίωσε να επιστρέψω γερός στο σπίτι μου».  Πότε ακριβώς επέστρεψε στο Μικρόβαλτο δεν είναι γνωστό. Υπολογίζεται  ότι  επέστρεψε μετά την απελευθέρωση της περιοχής μας τον  Οκτώβριο 1912 από τους Τούρκους.
   Αμέσως μετά την επιστροφή του στο Χωριό παρέλαβε την αδελφή του τη Γιάννω από  το Τριγωνικό, όπου ζούσε με τους θείους της. Στη συνέχεια έκτισε ένα μικρό σπιτάκι και ζούσε στο φτωχικό με την αδελφή του. Δεν πτοήθηκε από την  σκληρή αντιμετώπισή του από τη μοίρα, την  ορφάνια του, την άδικη μεταχείρισή του από την άρχουσα τάξη της εποχής  και δεν υποχώρησε στις  αντιξοότητες της ζωής. Αλλά, με αισιοδοξία και δυναμικά  μπήκε στη βιοπάλη και άρχισε να εργάζεται σκληρά. Νοίκιαζε χωράφια, τα όργωνε με τα βόδια και το αλέτρι και τα καλλιεργούσε με σιτάρι, κριθάρι και καλαμπόκι. Αργότερα  έγινε και αγροφύλακας στο Χωριό. Στο βιβλίο του δασκάλου Ηλία Λαμπρέτσα «Το Μικρόβαλτο» (σελ. 243) αναφέρεται ως ο πρώτος αγροφύλακας του Χωριού. Με την  σκληρή εργασία του και τον ιδρώτα του απέκτησε περιουσία, αγόρασε πολλά χωράφια, όπως  στον Αηλιά, στην Τούμπα, στα Παλιάμπελα,  στην Τσιλέμπορα, στις Γεωρλάκες, στα Γαβριά, στο Παλιοστρούγγι,  στο Λιβάδι, στο Κουρί, στα Αμπέλια, στον Κάμπο, στη Ράχη, στα Κέδρα  και σε άλλες τοποθεσίες. Από απόκληρος και πάμπτωχος έκανε προκοπή και  έγινε υπολογίσιμος  νοικοκύρης. Ένιωθε ικανοποίηση που ήταν αυτοδημιούργητος.  Παρά το ότι  φαινόταν σκληρός και  μερικές φορές ήταν τραχύς και βίαιος στις αντιδράσεις του  με τους συνανθρώπους του, κατά βάθος έκρυβε μέσα του μία  λεπτή και ευαίσθητη ψυχή και ήταν  θεοσεβούμενος. Τούτο αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ανήγειρε εικονοστάσι στη θέση «Γεφύρια». Για να ευχαριστήσει τον Θεό για την διάσωσή του από τις πολλές  κακουχίες και  ταλαιπωρίες  που είχε περάσει στη ζωή του και για την προκοπή  και την ευτυχία του, με  το υστέρημά του  το έτος 1920  περίπου  έκτισε το εικονοστάσι κοντά στο Χωριό,  στη θέση «γεφύρια», δίπλα στον κεντρικό  δρόμο προς τα Σέρβια  που περνούσε  από το σημείο εκείνο. Το εικονοστάσι αυτό αποτελούσε σημείο αναφοράς για όσους περνούσαν από εκεί, οι οποίοι σταματούσαν, άναβαν το κερί, έκαναν το σταυρό τους, επικαλούνταν τη βοήθεια των Αγίων  και  συνέχιζαν το δρόμο τους για τα Σέρβια και για τις  εργασίες τους στα Παλιάμπελα, την Αγία Παρασκευή, το Λιβάδι και τις άλλες περιοχές του Χωριού. Το εκκλησάκι το ανακαίνισε  ο πατέρας μου Θωμάς Γιαννόπουλος  περί το  έτος 1978, μετά  προφορική έγκριση του τότε Αρχιμανδρίτη  Σερβίων  και μετέπειτα Μητροπολίτη Καρπενησίου Νικολάου Δρόσου. Πολλές φορές σταματούσα κι’ εγώ στο εικονοστάσι, άναβα το κερί και το καντήλι, προσκυνούσα και  ασπαζόμουν την εικόνα.  Το εκκλησάκι οι αρμόδιοι  το κατέστρεψαν σήμερα με την κατασκευή του νέου αμαξιτού  δρόμου και τη διαμόρφωση του χώρου για κατασκευή θεάτρου και για στάθμευση αυτοκινήτων!!!. 
 Περί το έτος 1914-1915 ο Καρανάτσιος πάντρεψε την αδελφή του τη Γιάννω  με τον Γεώργιο Καβουρίδη, τον Καβρουζιώγα, με τον οποίο  απέκτησε έξι παιδιά. Τέσσερα αγόρια, τον Αχιλλέα, τον Βασίλη, που σκοτώθηκε στον εμφύλιο πόλεμο, τον Παναγιώτη και τον Γιάννη,  και δύο κορίτσια, την Παναγιώτα, χήρα Χαρισίου Τζιώνα και την Μαρία, σύζυγο Αντωνίου Παπαντωνίου. Μετά το γάμο της αδελφής του, σε ηλικία  28 ετών περί το έτος  1916  παντρεύτηκε  και αυτός με την Ιωάννα Παλιανοπούλου  ( από τους Γκουβράδες, αδελφή των Γεωργίου (Γκουβρουζιώγα), Χαρισίου (Γκουβρουχαρίση) και Αντωνίου (Γκουβρουντιώνα) Παλιανόπουλου),  η οποία ήταν εξίσου  άξια, ικανή και δυναμική με αυτόν και τον βοήθησε πάρα  πολύ να προκόψει. Η ηλικία των 28 ετών κατά το γάμο του ήταν πολύ μεγάλη για την εποχή του, οφειλόταν όμως στις ειδικές συνθήκες που είχε περάσει, στην πολυετή φυλάκισή του και στην μακρόχρονη απουσία του από το Χωριό.  Από το γάμο του με την Ιωάννα  Παλιανοπούλου, την Καρανάτσινα, απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Τον Θωμά, τον Κώστα,  τη Μαρία, σύζυγο  Θωμά Νατσιόπουλου του Ιωάννου, και την Αναστασία (Τασιούλα), σύζυγο Βάϊου Παπαδόπουλου. Ο Κώστας, ο οποίος γεννήθηκε το έτος 1928,  σκοτώθηκε την άνοιξη ( Απρίλιο-Μάιο) του 1943  πολύ νέος, σε ηλικία 15 ετών,  στη θέση «Μπατζιλίκια», όπου  έβοσκε τα  πρόβατα και υπήρχε αποθήκη  όπλων και πυρομαχικών, που τα  φύλαγε ο  γείτονας και συγγενής του Χαρίσιος Γιαννόπουλος, ο  γνωστός στους παλιούς Καλλίτσιος, μετέπειτα κάτοικος Ρυμνίου. Η αιτία του θανάτου του είναι άγνωστη. Κανένας δεν γνωρίζει πώς σκοτώθηκε,  εάν σκοτώθηκε μόνος του, περιεργαζόμενος τα όπλα και παίζοντας με αυτά σαν περίεργος και ζωηρός που ήταν, ή κατά λάθος  τον σκότωσε άλλος. Εκτός από τον φύλακα των όπλων και τον θείο μου Κώστα δεν είναι γνωστό εάν στο φυλάκιο υπήρχε  και κάποιος άλλος.
   Τα όπλα και τα εκρηκτικά στη θέση «Μπατζιλίκια» τα βρήκαν οι Γερμανοί κατά την αναχώρησή τους από το Χωριό στις 23 Αυγούστου 1943. Τα όπλα αυτά και η εκπυρσοκρότηση κατά την έξοδό τους από το Χωριό  των κρυμμένων πυρομαχικών στον αχυρώνα του Νικολάου Σταθόπουλου, του γνωστού από τον εμφύλιο «Κεραυνού», στη θέση Ράχη, αποτέλεσαν την αιτία να θυμώσουν οι Γερμανοί, να  ξεχάσουν  την ικανοποίηση που είχαν νιώσει κατά την υποδοχή τους στο Χωριό από τον ιερέα Αντώνιο     (Παπαντώνη) Καβουρίδη, τον πρόεδρο της Κοινότητας  Δημήτριο  (Μίκα) Σταθόπουλο και τους κατοίκους, να επιστρέψουν μαινόμενοι στο Χωριό, να το πυρπολήσουν και να σκοτώσουν  πάνω από δέκα  χωριανούς, όπως είχαν πράξει και στο Τρανόβαλτο την ίδια ημέρα. Μετά  το ολοκαύτωμα οι Γερμανοί επανήλθαν στην περιοχή  στις 10 Φεβρουαρίου 1944 και  ολοκλήρωσαν την καταστροφή του Μικροβάλτου,  καίγοντας τα λίγα σπίτια που είχαν επισκευασθεί και σκοτώνοντας ανθρώπους και ζώα.  Χαρακτηριστική και πολύ παραστατική  είναι η  περιγραφή του αείμνηστου δασκάλου Ηλία Λαμπρέτσα στο βιβλίο του «Το Μικρόβαλτο»(σελ. 216-222) για το  ολοκαύτωμα  και τις θηριωδίες των Γερμανών στο Μικρόβαλτο.
   Στα θύματα των Γερμανών περιλαμβάνεται  και η γιαγιά μου και σύζυγος του Αθανασίου Γιαννόπουλου  Ιωάννα Γιαννοπούλου, η Καρανάτσινα, η οποία σκοτώθηκε  κατά τις τελευταίες επιχειρήσεις τους στην περιοχή, πριν την οριστική αποχώρησή τους  τον Οκτώβριο 1944.  Μη μπορώντας να  αντέξει  τον θάνατο του  μικρότερου και πολυαγαπημένου της γιου Κώστα την άνοιξη του 1943 , σχεδόν επιδίωξε τον θάνατό της το φθινόπωρο του 1944.  Ενώ έβλεπε τον ερχομό των Γερμανών, δεν προσπάθησε να καταφύγει σε κάποιο αμπρί ή σε άλλο ασφαλές μέρος και να φυλαχθεί από τους πυροβολισμούς των Γερμανών.  Αλλά παρέμεινε στο γυμνό μέρος, έξω από την καλύβα της στη θέση «Ιτιά», όπου διέμενε με την οικογένειά της ( τον γιό της  Θωμά, τη νύφη της Φώτω, το νεογέννητο εγγόνι της, τον Κώστα, και τη θυγατέρα της Τασιούλα), οδυρόταν  για τον άδικο χαμό του πολυαγαπημένου της γιού και καταριόταν τους Γερμανούς, τους οποίους θεωρούσε υπαίτιους για τον  φόνο του. Ακάλυπτη και απροστάτευτη  στην κορυφή της θέσης  «Ιτιά, στον  ημιονικό τότε και αμαξιτό σήμερα  χωματόδρομο προς τον Προφήτη Ηλία,  την πυροβόλησε από μακριά  κάποιος  Γερμανός, ελεύθερος σκοπευτής, την χτύπησε  στο σώμα ένα βλήμα γερμανικού όπλου και την τραυμάτισε θανάσιμα.  Σε λίγη ώρα πέθανε αβοήθητη από τα τραύματά της και από ακατάσχετη αιμορραγία, γιατί δεν υπήρχε κανείς να της παράσχει της πρώτες βοήθειες. Για τον θάνατο του θείου μου Κωνσταντίνου Γιαννόπουλου το 1943 και της μητέρας του και γιαγιάς μου Ιωάννας Γιαννοπούλου το 1944 από τους Γερμανούς αναφέρει και ο αείμνηστος δάσκαλος Ηλίας Λαμπρέτσας στο  βιβλίο του «Το Μικρόβαλτο» (σελ. 212 και 219).
   Ο Αθανάσιος Γιαννόπουλος ήταν  αγράμματος, όπως όλοι οι σύγχρονοί του, γιατί στα χρόνια της τουρκοκρατίας δεν υπήρχαν σχολεία και όλοι  ασχολούνταν με τις γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες. Ήταν όμως  πανέξυπνος και είχε κοινωνική μόρφωση. Οι συνθήκες της εποχής, οι περιπέτειες  και οι δυσκολίες της ζωής διαμόρφωσαν τον δυνατό χαρακτήρα του και τον βοήθησαν  να αντιμετωπίσει τα προβλήματα με θάρρος και αυτοπεποίθηση.  Το σχολείο της  ζωής  υπήρξε πολύτιμο εφόδιο για την επιτυχή πορεία του και την προκοπή του και συνετέλεσε να γίνει έντονα κοινωνικός άνθρωπος. Εργαζόταν σκληρά και κουραζόταν πολύ. Παράλληλα, όμως,  δεν παρέλειπε μετά  την  εργασία του   να πηγαίνει στην πλατεία του Χωριού, στο Μεσοχώρι, και  να συνομιλεί με τους συγχωριανούς του. Στις συζητήσεις είχε γνώμη και υποστήριζε με πάθος τις απόψεις του. Ήταν ζωντανός, παραστατικός και  ευχάριστος στην παρέα του. Η πολύχρονη εμπειρία του τού έδινε τη δυνατότητα να συμπλέκει χαριτωμένες ιστορίες και αστεία  περιστατικά, για να γίνεται η διήγηση πιο ευχάριστη.  Διηγούνταν περιπέτειες και ιστορίες  από τη ζωή του, που διαρκούσαν πολλές ώρες και  δημιουργούσαν  αίσθημα ευφορίας. Όταν έβγαινε στην πλατεία του χωριού και άρχιζε να διηγείται, μαζεύονταν πολλοί γύρω του και τον άκουγαν με μεγάλη προσοχή. Δεν ήθελαν να τελειώνουν οι ιστορίες που έλεγε, γιατί  ήταν ευχάριστες και απολαυστικές.  Ήταν ικανός να μιλά άνετα όλη την ημέρα χωρίς προετοιμασία και οι ακροατές του να τον παρακολουθούν με αμείωτο  ενδιαφέρον και να  κρέμονται από τα χείλη του. Στην εξυπνάδα και τη ζωηράδα τον έμοιαζε πάρα πολύ ο γιός του Κώστας, ο οποίος έφυγε πολύ νωρίς από τη ζωή.
   Ο Αθανάσιος Γιαννόπουλος, ο Καρανάτσιος, ήταν μία δυναμική και μαχητική προσωπικότητα.  Από τη νεανική του ηλικία έδειξε ότι ήταν τολμηρός και  ασυμβίβαστος, ότι ήταν επαναστάτης. Διακρίθηκε για την παλληκαρά του. Αμέσως μετά τον απορφανισμό του από το θάνατο και των δύο  γονέων του έφυγε στο βουνό και έγινε αντάρτης,  αποφάσισε να  συμμετέχει  στις  αντάρτικες ομάδες των συμπατριωτών του   και έδρασε αποτελεσματικά κατά των Τούρκων, μη υπολογίζοντας τις συνέπειες των πράξεών του.  Τη δραστηριότητά του και την τόλμη του την πλήρωσε  πανάκριβα με  τα βασανιστήρια που υπέστη, την καταδίκη  για το θάνατο του τούρκου φοροεισπράκτορα και την πολυετή φυλάκισή του. Παράλληλα, όμως, με τον  αδάμαστο χαρακτήρα του, την επιμονή, την υπομονή, την ακατάβλητη μαχητικότητα, την  εργατικότητά του και τη βοήθεια του Θεού, που βαθειά πίστευε, ευτύχισε, μετά την αποφυλάκιση και την επάνοδό του στο Χωριό, να ιδεί χαρούμενες ημέρες.  Από την εργασία του απέκτησε αξιόλογη για τα δεδομένα της εποχής  και της περιοχής περιουσία  και με τον γάμο του δημιούργησε μία ευτυχισμένη οικογένεια. Με το πέρασμά του έκανε αισθητή  την  παρουσία του, άφησε έντονα τα ίχνη του και  έγραψε τη δική του  ιστορία.


Κωνσταντίνος  Θ. Γιαννόπουλος 

ΦΩΤΟ από τη συλλογή του Κων/νου Θ. Γιαννόπουλου

konstgiann21.1_1konstgiann21.1_2

konstgiann21.1_3konstgiann21.1_4

κλικ στις ΦΩΤΟ για μεγέθυνση


Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012  

                                    
 Καρανάτσιος  -  Καβρουζιώγαινα
   

Στις 17 Ιουλίου 2011 ήμουν στο Μικρόβαλτο για το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο του αγαπητού δασκάλου, φίλου και συμμαθητή Γιάννη Παπαδόπουλου. Μετά τη θεία λειτουργία και το μνημόσυνο συνάντησα έξω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου,  στην κεντρική πλατεία του χωριού, τον  μπάρμπα Γιάννη τον Καβουρίδη και πήγαμε στο  ΚΑΠΗ για καφέ. Συζητήσαμε για διάφορα θέματα και μου είπε ότι  είχε  κάτι σημειώσεις  για την μάνα του Ιωάννα Καβουρίδου, την Καβρουζιώγαινα,  και τον αδερφό  της Αθανάσιο Γιαννόπουλο, τον Καρανάτσιο. Ήθελε να τις δώσει στην εφημερίδα για δημοσίευση, αλλά δίσταζε, γιατί "δεν έχουν καλή σύνταξη και είναι ανορθόγραφες". Ενδιαφέρθηκα αμέσως, γιατί ο Καρανάτσιος ήταν παππούς μου, πατέρας του πατέρα μου Θωμά Γιαννόπουλου, ο οποίος και αυτός μου διηγούνταν διάφορα  περιστατικά  από τη ζωή και τις περιπέτειες του πατέρα του. Πήγαμε στο σπίτι του Γιάννη Καβουρίδη και  μου έδωσε ένα γραπτό κείμενο τριών σελίδων, το οποίο είχε ως τίτλο "Ο Αθανάσιος Γιαννόπουλος ή Καρανάτσιος, ο κλέφτης και καπετάνιος στο βουνό". Παράλληλα, μαζί με τη σύζυγό του  Ιωάννα μου εξιστόρησαν και  προφορικά αυτά που είχε γραμμένα στο κείμενο  που μου παρέδωσε. Τα περιστατικά που αναφέρονται στο κείμενο και μου διηγήθηκε ο Γιάννης Καβουρίδης περιλαμβάνονται στο σημείωμα  που ακολουθεί και έχουν ως εξής:


    Η Ιωάννα (Γιάννω) σύζυγος Γεωργίου Καβουρίδη, η οποία ήταν γνωστή στους παλιούς  με το παρατσούκλι Καβρουζιώγαινα, ήταν μητέρα μου.  Είχε αδερφό τον Αθανάσιο Γιαννόπουλο, τον γνωστό στους μεγαλύτερους Καρανάτσιο.  Γονείς τους ήταν ο Παναγιώτης  Γιαννόπουλος και η Μαρία Σταμκοπούλου. Η μάνα μου η Γιάννω  γεννήθηκε στο Μικρόβαλτο το έτος 1893 και πέθανε το έτος 1978 σε ηλικία 85 ετών. Ο αδερφός της ο Καρανάτσιος ήταν μεγαλύτερός της κατά 4-5 χρόνια, γεννήθηκε στο Μικρόβαλτο το έτος 1888-1889 περίπου και πέθανε το έτος 1940-1941  σε ηλικία 52-53 ετών. Η μητέρα τους η Μαρία ήταν από το Τριγωνικό, κατάγονταν από το σόι   των Σταμκοπουλαίων  και είχε πατέρα τον  Γεώργιο Σταμκόπουλο.  Περί τα έτη  1902-1903  συγχωρέθηκαν οι  γονείς τους  και η μάνα μου με τον αδερφό της έμειναν ορφανά σε  μικρή ηλικία. Η μάνα μου ήταν ηλικίας 9-10  χρόνων και ο αδερφός της  ο Καρανάτσιος  ήταν 14-15  χρόνων. Μετά το θάνατο των γονέων τους,  τη μάνα μου την πήραν στο Τριγωνικό οι θείοι της από το σόι της μάνας  της,  οι οποίοι την  προστάτευαν και την μεγάλωναν. Όλοι στο Τριγωνικό  γνώριζαν το θάνατο των γονέων της  και την φώναζαν η Γιάννω  η ορφανή.  Ο αδερφός της ο Καρανάτσιος   έφυγε στο βουνό και έγινε κλέφτης.
    Ο αδερφός της μάνας μου,  ο Καρανάτσιος,  ήταν  δραστήριος και πολύ ζωηρό παλληκάρι. Του άρεσε να δημιουργεί φασαρίες. Πολλές φορές η μάνα μου και ο αδερφός της άκουγαν τις συζητήσεις που έκαναν  στο σπίτι τους οι γονείς τους, οι οποίοι τους έλεγαν  ότι ήταν συγγενείς  με τον καπετάν   Γιαγκούλα.  Ήταν 8-10 χρόνων  η μάνα μου  και τα θυμόταν  πολύ καλά. Η   μάνα τους η Μαρία, η οποία, όπως ανέφερα,   ήταν από το Τριγωνικό και από το σόι του Σταμκόπουλου,  έλεγε ότι η γιαγιά του Γιαγκούλα καταγόταν από το Τριγωνικό και ήταν από το σόι του Σταμκόπουλου.  Μάλιστα τους έλεγε ότι αυτοί, δηλαδή  η μάνα μου και  ο αδερφός της ο Καρανάτσιος, ήταν  δεύτερα ξαδέρφια  με τον Γιαγκούλα. 
   Επίσης  άκουγαν  τη μητέρα τους Μαρία να λέει ότι ο θείος της Χρήστος Σταμκόπουλος από το Τριγωνικό, ο οποίος ήταν αδερφός του πατέρα της  Γεωργίου Σταμκόπουλου,  πήγε στα Σκόπια και σκότωσε τον τούρκο, ο οποίος είχε μεγάλο βαθμό και είχε φύγει από τα Ελλάδα, γιατί είχε σκοτώσει έναν έλληνα. Όλα αυτά έκαναν τον Καρανάτσιο να πάρει την απόφαση  να γίνει κλέφτης και να φύγει στο βουνό μετά το θάνατο των γονέων του. Συχνά έλεγε στους δικούς του   "θα γίνω κλέφτης, θα πάω στο βουνό να βρω τον ξάδερφό μου τον Γιαγκούλα". Όταν  έφυγε στο βουνό  φορούσε τη φουστανέλα  που του άρεσε πάρα πολύ.  Αφού πέρασε ένας χρόνος από την ημέρα που έφυγε  στο βουνό,  οι αρχές τον έψαχναν  και  είπαν στους συγγενείς του  να τον ειδοποιήσουν  να παραδοθεί. Αυτός  το τραβούσε, δεν παραδίδονταν και τότε οι αρχές  συνέλαβαν  την αδερφή του  και μητέρα μου Γιάννω και τις θείες της που την  μεγάλωναν  στο Τριγωνικό και τις οδήγησαν στις φυλακές στα Σέρβια.  Ύστερα από τη φυλάκιση  της αδερφής του και των θείων του ο Καρανάτσιος αναγκάστηκε να παραδοθεί στις αρχές, οι οποίες στη συνέχεια άφησαν ελεύθερες την αδερφή του και τις θείες του, οι οποίες επέστρεψαν στο Τριγωνικό.  Τον Καρανάτσιο τον  οδήγησαν στις  φυλακές Γεντί  Κουλέ Θεσσαλονίκης. Έμεινε στη φυλακή αρκετά χρόνια. Κάποτε  οι Τούρκοι αποφάσισαν να καθαρίσουν τις φυλακές και να μεταφέρουν με πλοίο τους φυλακισμένους  στην Τουρκία, για να υπηρετήσουν  τη στρατιωτική τους θητεία. Όταν το πλοίο  έπλεε στη θάλασσα και κατευθύνονταν προς την Τουρκία, ο Καρανάτσιος  αποφάσισε να κάνει επανάσταση. Πήγε στον καπετάνιο και τον ρώτησε "πού μας  πας".  Αυτός  του απάντησε ότι τους πήγαινε στην Τουρκία. Τότε ο Καρανάτσιος  με ύφος αυστηρό  του είπε "μέχρι εδώ, ή  πάμε πίσω στη Θεσσαλονίκη ή  όλοι στη θάλασσα". Ο τούρκος πλοίαρχος  αναγκάστηκε να επιστρέψει  στη Θεσσαλονίκη και άφησε ελεύθερους όλους τους φυλακισμένους.
   Στη Θεσσαλονίκη ο Καρανάτσιος ζούσε μόνος του, χωρίς να σκέφτεται την αδερφή του που ήταν απροστάτευτη.  Μία ημέρα καθόταν σε ένα παγκάκι και τον πλησίασε ένας γέρος, ο οποίος του είπε "τί κάνεις εδώ παλληκάρι μου". Ο Καρανάτσιος του είπε "τρώω, πίνω και γλεντάω".  Τότε ο γέρος τού λέει "άκουσε παλληκάρι μου, κάποτε ήμουν κι’ εγώ παλληκάρι  και δεν είχα κανέναν ανάγκη. Αλλά τώρα με πετάνε στους δρόμους και με φτύνουν. Έτσι θα σε κάνουν κι’ εσένα, όταν θα γεράσεις. Και σε συνιστώ, να πας στο χωριό σου και να χτίσεις μία δική σου καλύβα με άχυρο".  Μετά τη συμβουλή του γέρου  ο Καρανάτσιος επέστρεψε στο χωριό το Μικρόβαλτο και  πήρε την αδερφή του τη Γιάνω από  το Τριγωνικό  και ζούσαν μαζί στο Χωριό. Άρχισε να εργάζεται στα χωράφια και έγινε και αγροφύλακας. Τότε έκτισε το εκκλησάκι στη θέση "γεφύρια". Την αδερφή του τη Γιάννω την πάντρεψε με τον Γεώργιο Καβουρίδη, τον Καβρουζιώγα, με τον οποίο  απέκτησε έξι παιδιά. Τέσσερα αγόρια, τον Αχιλλέα, τον Βασίλη, που σκοτώθηκε στον εμφύλιο πόλεμο, τον Παναγιώτη και τον Γιάννη,  και δύο κορίτσια, την Παναγιώτα, χήρα Χαρισίου Τζιώνα και την Μαρία, σύζυγο Αντωνίου Παπαντωνίου.
  Ο Αθανάσιος Γιαννόπουλος, ο Καρανάτσιος,  παντρεύτηκε με την Ιωάννα Παλιανοπούλου   (από τους Γκουβράδες),  με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Τον  Θωμά, τον Κώστα, που σκοτώθηκε σε ηλικία 15 ετών από άγνωστη αιτία, τη Μαρία, σύζυγο  Θωμά Νατσιόπουλου του Ιωάννου και την Αναστασία (Τασιούλα) σύζυγο Βάϊου Παπαδόπουλου. Όλοι ήταν πρώτα ξαδέρφια μου και έχουν συγχωρεθεί. Αιωνία τους η μνήμη.
  Ο Καρανάτσιος  ήταν  ευχάριστος στις παρέες. Όλοι τον περίμεναν στην πλατεία του χωριού,  για να τους διηγείται  διάφορες ιστορίες  που πέρασε.  Στη ζωηράδα και στις φασαρίες  τον έμοιαζε πολύ ο γιός του ο Κώστας, ο οποίος  τελικά δεν γλίτωσε και έφυγε πολύ νωρίς από τη ζωή. Πώς σκοτώθηκε κανένας δεν γνωρίζει. Τον σκότωσε άλλος, σκοτώθηκε μόνος του, δεν ξέρουμε. Πάντως ήταν  παρέα στο φυλάκιο με  τον φύλακα  που φύλαγε τα όπλα.
Αυτά που αναφέρω παραπάνω για τον Καρανάτσιο τα γνωρίζω από  διηγήσεις της μάνας μου, η οποία  συνέχεια  μας έλεγε τις περιπέτειες  του   αδερφού της. Ήμασταν μεγάλα παιδιά και τα ακούγαμε με προσοχή. Μας φαίνονταν και ενδιαφέροντα τα περιστατικά που μας έλεγε για τον αδερφό της.


Γιάννης Καβουρίδης

Για την αντιγραφή 
Κωνσταντίνος Γιαννόπουλος