Στις 17 Ιανουαρίου 2017 συμπληρώθηκαν 40 χρόνια από την ημέρα που έφυγε από κοντά μας ο Αχιλλέας Κωτούλας, ο μπάρμπα Αχιλλέας. Γεννήθηκε στο Μικρόβαλτο το 1926 και πέθανε στις 17 Ιανουαρίου 1977, σε ηλικία 51 ετών, από νεφρική ανεπάρκεια στο Νοσοκομείο «Παναγία» Θεσσαλονίκης. Γονείς του ήταν ο Ιωάννης Κωτούλας του Δημητρίου, «ου Κουτουλουιάντς», και η Αικατερίνη σύζ. Ιωάννου Κωτούλα, το γένος Χαρισίου Σταθόπουλου, «η Κουτουλουιάννινα».
Ήταν ο μοναδικός γιος από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας, ενώ τα άλλα τρία ήταν η μεγαλύτερη αδελφή του Φώτω και οι μικρότερες αδελφές του Όλγα και Σπυριδούλα. Σύζυγός του υπήρξε η Αγγελίνα Κωτούλα (1928), το γένος Ιωάννου Τζιούτζιου, με την οποία απέκτησαν τρία αγόρια, τον Γιάννη, τον Δημήτρη (Τάκη) και τον Αριστείδη.
Ήταν 17 Ιανουαρίου 2017, εορτή του Αγίου Αντωνίου, όταν πληροφορηθήκαμε την θλιβερή είδηση του θανάτου του πολυαγαπημένου μας θείου Αχιλλέα. Η απώλεια του προσφιλούς μας θείου βύθισε την οικογένεια σε βαθύ πένθος και προκάλεσε ανείπωτο πόνο. Λίγες ημέρες πριν από την εκδημία του τον είχαμε επισκεφθεί με την σύζυγό μου Ολυμπία στο νοσοκομείο «Παναγία» της Θεσσαλονίκης, στο οποίο νοσηλευόταν για νεφρική ανεπάρκεια. Αν και είχαμε πληροφορηθεί από τον φίλο μας και θεράποντα γιατρό του και διαπιστώσαμε και οι ίδιοι, μόλις τον είδαμε, ότι πλησίαζε το τέλος του, με υποκριτικό χαμόγελο του είπαμε ότι «ο γιατρός σου μάς ενημέρωσε πως η υγεία σου πηγαίνει προς το καλύτερο» και του ευχηθήκαμε γρήγορα να επιστρέψει υγιής στο σπίτι του. Ο ίδιος, όμως, γνωρίζοντας την κατάστασή του και αισθανόμενος το τέλος του, μας κοίταξε με ιλαρό ύφος και με ηρεμία μας είπε «να με ρίξετε λίγο χώμα»!!! Στο άκουσμα των φοβερών αυτών λέξεων, κρατήσαμε, όσο μπορούσαμε, την ψυχραιμία μας, επαναλάβαμε με μελαγχολικό χαμόγελο τα «αισιόδοξα» λόγια του γιατρού για την πορεία της υγείας του, συζητήσαμε λίγο μαζί του, τον ασπασθήκαμε με συγκίνηση, τον χαιρετήσαμε και φύγαμε με δάκρυα στα μάτια. Το δράμα εκτυλίχθηκε λίγες ημέρες αργότερα στην κηδεία του, στην οποία παρευρεθήκαμε και τον κατευοδώσαμε στο αιώνιο ταξίδι του μαζί με την χαροκαμένη και υπέργηρη μάνα του, την απαρηγόρητη σύζυγό του, τα περίλυπα τέκνα του, τους άλλους συγγενείς και σύσσωμο το Χωριό.
Ο μπάρμπα Αχιλλέας, παρά τις δύσκολες συνθήκες της εποχής, τα νεανικά και εφηβικά του χρόνια τα πέρασε με άνεση και χωρίς κανένα οικονομικό πρόβλημα. Ως το μοναδικό αγόρι της οικογένειας, τύχαινε της ιδιαίτερης φροντίδας και περιποίησης από τους γονείς και τις αδελφές του και απολάμβανε την οικογενειακή θαλπωρή. Ο πατέρας του Ιωάννης Κωτούλας, μοναχογιός και εκείνος, διέθετε σημαντική για την εποχή αγροτική περιουσία, την οποία καλλιεργούσαν με το ησιόδειο ξύλινο άροτρο και θέριζαν, αλώνιζαν και συνέλεγαν τους καρπούς (σιτάρι, κριθάρι, βρίζα, βρώμη) κάθε χρόνο. Επίσης διατηρούσαν και ποίμνιο 150-200 αιγοπροβάτων, τα οποία έβοσκε ο πατέρας του στις πλαγιές του Μικροβάλτου και με το γάλα τους παρασκεύαζαν όλα τα γαλακτοκομικά προϊόντα: τυρί φέτα, κεφαλοτύρι, κεφαλογραβιέρα, μυζήθρα (ούρδα), μπάτζιο, γιαούρτι. Πολλές φορές πηγαίναμε με τα εξαδέλφια Γιάννη και Τάκη στην Τσιούκα, όπου ήταν η στρούγκα, για να «λαλήσουμε» τα πρόβατα κατά το άρμεγμα από τον παππού Γιάννη, να γεμίσουμε τα γκιούμια με γάλα και να το μεταφέρουμε στο Χωριό, να πιούμε από την καρδάρα ζεστό φρέσκο γάλα, αφού το καθαρίζαμε από τις τρίχες και τις γκαγκαράτσες με κέδρο ή πουρνάρι (δεν υπήρχε τότε μελιταίος), και από το δερμάτι το εύγευστο και νοστιμότατο ξινόγαλο. Στην περίοδο της γέννας από το πρωτόγαλα φτιάχναμε και πίναμε κουλιάστρα. Στο βιβλίο συμβάντων του Αστυνομικού Σταθμού Μικροβάλτου αναφέρεται ότι «την 15ην Αυγούστου 1957 και ώραν 16ην εξερράγη πυρκαϊά εις θέσιν Μαγκανάρια Μικροβάλτου αποτεφρώσασα την στάνην Ιωάννου Κωτούλα, κατοίκου Μικροβάλτου. Αύτη κατεσβέσθη περί ώραν 22 μ.μ. Εκ των ανακρίσεων διεπιστώθη ότι οι Σταθόπουλος Νικόλαος του Γεωργίου, ετών 17, και Παπαδημητρίου Σπύρος του Αντωνίου, ετών 18, ποιμένες, κάτοικοι Μικροβάλτου, την πρωϊαν της 15ης Αυγούστου προκειμένου να ψήσουν καλαμπόκια άναψαν φωτιά και μετά την αναχώρησίν των δεν έσβησαν ταύτην και λόγω του πνέοντος ανέμου εξηπλώθη (βλ. Νικηφόρου Μανάδη Μικροβάλτου Περιλειπόμενα σελ. 89).
Στην σύντομη ζωή του ο θείος Αχιλλέας είχε την αγαθή τύχη να τον συντροφεύει η γλυκύτατη σύζυγός του Αγγελίνα, η θειά Αχιλλέϊνα. Άνθρωπος πράος, ήρεμος, άκακος, αγνός, καλόβουλος, με το χαμόγελο πάντα στα χείλη και με ένα καλό λόγο για όλους. Ποτέ δεν είπε κακιά κουβέντα για άνθρωπο, ούτε στους εχθρούς της. Μας δεχόταν όλους στο σπίτι της με αγάπη, καλοσύνη, ανοιχτή καρδιά. Μέχρι το θάνατο του θείου Αχιλλέα υπήρξε συμπαραστάτης του και στήριγμά του. Για την καλοσύνη της και την αγαθότητά της ο Πανάγαθος Θεός την αξίωσε να έχει μέχρι σήμερα μια ήρεμη, άνετη και καλή ζωή και στα 90 χρόνια της να ευτυχήσει να δει επτά εγγόνια και εννέα δισέγγονα. Ο άνθρωπος, όμως, που διαμόρφωσε το χαρακτήρα και έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη ζωή του θείου Αχιλλέα, ήταν η μητέρα του Αικατερίνη. Με τη δυναμικότητα που την διέκρινε και την εξυπνάδα που διέθετε, η γιαγιά Αικατερίνη τον διαπαιδαγώγησε και τον διαμόρφωσε σύμφωνα με τα ήθη και τις αντιλήψεις της εποχής. Επίσης με την διαίσθηση που είχε, προέβλεπε έγκαιρα τις καταστάσεις και καθοδηγούσε τα πράγματα προς το μέρος που εκείνη ήθελε και πίστευε ότι είναι καλό για τα παιδιά και ωφέλιμο για την οικογένεια.
Ο θείος Αχιλλέας ήταν πολύ εργατικός. Χαρακτηρίζονταν για την ζωντάνια, την ενεργητικότητα, την κινητικότητα και την συνεχή ενασχόλησή του με όλα τα αντικείμενα. Ασχολείτο με όλες τις γεωργικές εργασίες, εκτός από τη σπορά την οποία έκανε ο πατέρας του Γιάννης. Επίσης βοηθούσε τον πατέρα του στις κτηνοτροφικές εργασίες (βόσκηση, φύλαξη, κούρεμα, άρμεγμα, τυροκόμηση κλπ)εκμετάλλευσης των αιγοπροβάτων. Παράλληλα εργαζόταν στα λατομεία μαρμάρων Τρανοβάλτου, στα οποία πήγαινε κάθε ημέρα πεζός μαζί με όλους τους άλλους χωριανούς. Η εργασία διαρκούσε όλη την ημέρα, από την ανατολή που ξεκινούσαν για τα νταμάρια μέχρι τη δύση του ηλίου που επέστρεφαν στο σπίτι. Μόνο το μεσημέρι (12.00) υπήρχε η μεσημεριανή διακοπή για ανάπαυση και φαγητό, κατά την οποία γινόταν από τους πυροτεχνουργούς και η έκρηξη των φουρνέλων. Μετά τα λατομεία μαρμάρων εργάσθηκε στο εργοστάσιο Αμιάντου στο Ζιδάνι και στη συνέχεια στο φράγμα της Λίμνης Πολυφύτου Σερβίων. Ως άνθρωπος ήταν ευθύς, αυθόρμητος, παρορμητικός, άκακος, χωρίς υστεροβουλία, καλόβουλος. Συναναστρεφόταν με όλους και συζητούσε με όλους. Στις συζητήσεις διατύπωνε τις απόψεις του με ειλικρίνεια, ευθύτητα και απλότητα. Ως παρορμητικός, συχνά εκφραζόταν με τρόπο εκρηκτικό και απόλυτο. Έλεγε αυτό που σκεφτόταν δυνατά και απονήρευτα και χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες των λεγομένων του. Μόλις, όμως, αντιλαμβανόταν το λάθος του, δεν επέμενε, αλλά ζητούσε συγγνώμη και έληγε ειρηνικά η διαφορά.
Την στρατιωτική του θητεία ο θείος Αχιλλέας υπηρέτησε ως έφεδρος στρατιώτης στην Μακρόνησο μαζί με τους συνομήλικους συγχωριανούς του Νικόλαο Παλιανόπουλο, Βάϊο Παπαδόπουλο και Κωνσταντίνο Γιαννόπουλο. Από τη Μακρόνησο μετατέθηκε στο Ζιδάνι, όπου υπήρχε τάγμα πεζικού. Ο πατέρας του θείου μου και παππούς μου Ιωάννης Κωτούλας, μαζί με άλλους συγχωριανούς του έλαβε μέρος στην μικρασιατική καταστροφή. Επίσης, με άλλους εφεδροελασίτες συγχωριανούς του, έλαβε μέρος στη μάχη των στενών του Σαρανταπόρου στις 21 Ιουνίου 1943, κατά την οποία οι ανταρτικές δυνάμεις του ΕΛΛΑΣ του Υπαρχηγείου του Αμάρμπεη κατέστρεψαν ολόκληρη τη γερμανική φάλαγγα που πήγαινε από την Κοζάνη για την Ελασσόνα ( βλ. Λαμπρέτσα Το Μικρόβαλτο, σελ. 216).
Ο Μπάρμπα Αχιλλέας, από τη φύση του ήταν άνθρωπος αγαθός, φιλότιμος, φιλεύσπλαχνος και ελεήμων. Χωρίς να γνωρίζει κανείς, χωρίς τυμπανοκρουσίες και στα κρυφά βοηθούσε αδιακρίτως όσους είχαν ανάγκη. Τις μεγάλες γιορτές των Χριστουγέννων, του Πάσχα και του Δεκαπενταύγουστου, μοίραζε αδιακρίτως τυρί, κρέας, σιτάρι, βρίζα, καλαμπόκι σε όσους γνώριζε ότι αντιμετώπιζαν οικονομικό πρόβλημα. Αλλά και τον υπόλοιπο χρόνο δεν έπαυε να βοηθά τους συνανθρώπους του που είχαν ανάγκη. Εκτός από την παροχή σε είδος, η βοήθεια πολλές φορές ήταν και χρηματική. Πλήρωνε λογαριασμούς των ΔΕΚΟ (ΟΤΕ, ΔΕΗ) για λογαριασμό συγχωριανών του, οι οποίοι αδυνατούσαν να εξοφλήσουν το χρέος τους και, πολλές φορές, χωρίς να το γνωρίζουν οι ίδιοι. Μάλιστα, έδιδε και μετρητά χρήματα σε όσους προσέτρεχαν στη βοήθειά του. Οι ευεργεσίες του αυτές προς τους συνανθρώπους του και οι ελεημοσύνες του έγιναν την εποχή εκείνη ευρύτατα γνωστές στην μικρή κοινωνία του Μικροβάλτου και συζητούνται ακόμη και σήμερα, σαράντα χρόνια από την κοίμησή του. Εμένα προσωπικά μου ανέφεραν αρκετά τέτοια περιστατικά νέοι άνθρωποι, οι οποίοι έχουν άμεση γνώση και ιδία αντίληψη από διηγήσεις των ευεργετηθέντων γονέων ή συγγενών τους .
Oθείος Αχιλλέας υπήρξε πολύ καλός οικογενειάρχης και στοργικός πατέρας. Είχε μεγάλη αδυναμία στα παιδιά του, τα οποία υπεραγαπούσε. Όλες οι δραστηριότητες και ενέργειές του αποσκοπούσαν αποκλειστικά στην πρόοδο και στην καλυτέρευση της ζωής τους. Τον απασχολούσε μόνιμα η σωστή διαπαιδαγώγησή τους και η επαγγελματική τους αποκατάσταση. Για το σκοπό αυτό εργαζόταν συνεχώς και, με την οικονομική άνεση που είχε, τους παρείχε αφειδώς κάθε υλική και ηθική βοήθεια. Ευτύχησε να δει αποκατεστημένους επαγγελματικά και οικογενειακά τους δύο μεγαλύτερους γιους του, τον Γιάννη και τον Δημήτρη. Ένιωσε τρισευτυχισμένος με τις εγγονές του Αγγέλα και Έφη, τις θυγατέρες του Γιάννη και της Παναγιώτας (Τούλας), τις οποίες λάτρευε. Ο γάμος του Δημήτρη με την συνάδελφό του Ελένη Καλαϊτζή ήταν η τελευταία μεγάλη χαρά που ένιωσε τέσσερις μήνες πριν από την κοίμησή του. Λίγα χρόνια αργότερα, μετά τον θάνατό του, αποκαταστάθηκε και ο μικρότερος γιός του Αριστείδης. Ιδιαίτερη αγάπη έτρεφε και σε εμάς τα ανεψίδια του, και κυρίως στην αδελφή μου Αικατερίνη, η οποία ήταν το μοναδικό κορίτσι από όλα τα εξαδέλφια. Χαιρόταν να μας επισκέπτεται στο σπίτι μας και να συζητά μαζί μας. Και εμείς απολαμβάναμε τις συζητήσεις μαζί του και ακούγαμε με προσοχή τις σοφές συμβουλές του. Ήταν ζωντανός και παρορμητικός άνθρωπος, είχε εκρηκτικό χαρακτήρα, μιλούσε δυνατά, αλλά οι συμβουλές του αποτελούσαν απόσταγμα πείρας και σοφίας.
Ο πρόωρος θάνατός του προκάλεσε θλίψη και οδύνη, υπήρξε βαρύ πλήγμα για την οικογένειά του, η οποία στερήθηκε της βοήθειάς του και των πολύτιμων υπηρεσιών του. Η απουσία του και σήμερα είναι αισθητή. Οι παλαιοί ενθυμούνται ακόμη τις αγαθοεργίες προς τους συνανθρώπους του στις δύσκολες στιγμές της ζωής τους. Η αγαθή αυτή ανάμνηση της φιλευσπλαχνίας του είναι το καλύτερο μνημόσυνο για τη συμπλήρωση των σαράντα ετών από την κοίμησή του και η ψυχή του χαίρεται και αγάλλεται από εκεί ψηλά που ευρίσκεται στην αγκαλιά του Πανάγαθου Θεού. Δεν υπάρχει στιγμή να μην τον μνημονεύσουμε. Τον έχουμε πάντα στην καρδιά μας, δεν τον ξεχνάμε ποτέ, τον θυμόμαστε πάντα και η μνήμη του είναι αιώνια.-
Θεσσαλονίκη 7 Μαρτίου 2017
Κωνσταντίνος Θωμά Γιαννόπουλος