Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012
ΘΩΜΑΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ – ΚΑΡΑΝΑΤΣΙΟΣ (1918-1991)
Βιογραφικό & Ο Θωμάς Γιαννόπουλος και το ζωεμπόριο τη δεκαετία του 1950
Γεννήθηκε στο Μικρόβαλτο Κοζάνης το έτος 1918 (κατά την αστυνομική ταυτότητα γεννήθηκε στις 20-5-1918).
Γονείς του ήταν ο Αθανάσιος Γιαννόπουλος (Καρανάτσιος) και η Ιωάννα Γιαννοπούλου (Καρανάτσινα). Η μητέρα του ήταν το γένος Παλιανόπουλου (κατάγονταν από τους Γκουβράδες) και είχε αδέλφια τους Γεώργιο (Γκουβρουζιώγα), Χαρίσιο (Γκουβρουχαρίση) και Αντώνιο (Γκουβρουντιώνα) Παλιανόπουλο.
Είχε τρία αδέλφια: τη Μαρία (σύζυγο Θωμά Νατσιόπουλου του Ιωάννη), την Αναστασία-Τασιούλα (σύζυγο Βάϊου Παπαδόπουλου) και τον Κωνσταντίνο, ο οποίος γεννήθηκε το έτος 1928 στο Μικρόβαλτο και σκοτώθηκε από άγνωστη αιτία την άνοιξη 1943 στη θέση «Μπατζιλίκια Μικροβάλτου, όπου υπήρχαν όπλα και πυρομαχικά.
Το έτος 1942 παντρεύτηκε την Φωτεινή (Φώτω) Κουτούλα, θυγατέρα του Ιωάννη και της Αικατερίνης Κουτούλα (του Κουτουλουϊάνν και της Κουτουλουϊάννινας).
Από το γάμο τους απέκτησαν τρία παιδιά, τον Κωνσταντίνο, την Αικατερίνη (Χήρα Παναγιώτη Μανάδη) και τον Αθανάσιο.
Έλαβε μέρος στον πόλεμο του 1940 ως έφεδρος οπλίτης και πολέμησε κατά των Ιταλών στα αλβανικά βουνά. Διατηρούσε έντονη την ανάμνηση των περιπετειών στα χιονισμένα αλβανικά βουνά και διηγούνταν με ιδιαίτερη ευχαρίστηση διάφορα γεγονότα μεταξύ των ελλήνων στρατιωτών και των αντιπάλων τους ιταλών.
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου κατηγορήθηκε ότι συμμεριζόταν τις ιδέες των ανταρτών και χαρακτηρίσθηκε κομμουνιστής. Με την κατηγορία του κομμουνιστή συνελήφθη και κρατήθηκε αρχικά στον Αστυνομικό Σταθμό Σερβίων, ο οποίος κατά τα έτη 1948-1949 στεγαζόταν στο κτίριο που ευρίσκεται στην κεντρική πλατεία των Σερβίων και σήμερα χρησιμοποιείται για τη στέγαση του Δημαρχείου Σερβίων. Κρατούνταν σε ένα δωμάτιο του πρώτου ορόφου, έχοντας παρέα μία κατσίκα, η οποία τρεφόταν με τα φρέσκα κλαδιά των δένδρων που της προμήθευαν οι αστυνομικοί. Μετά τα Σέρβια μεταφέρθηκε στις δικαστικές φυλακές Κοζάνης, στις οποίες κρατήθηκε ως υπόδικος μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσής του στο έκτακτο Στρατοδικείο Κοζάνης, στο οποίο αθωώθηκε, γιατί δεν αποδείχθηκε κανένα επιβαρυντικό στοιχείο εις βάρος του.
Μετά την αθώωσή του και την απόλυσή του από τη φυλακή μετέβη στο νοσοκομείο Άγιος Δημήτριος της Θεσσαλονίκης, στο οποίο υπηρετούσε ο γνωστός σε όλη την περιφέρεια Σερβίων παθολόγος ιατρός Αριστείδης Χρηστάκης, προκειμένου να υποβληθεί σε εγχείριση του στομάχου, καθόσον από νεαρή ηλικία έπασχε από έλκος του δωδεκαδακτύλου. Ο γιατρός Αριστείδης Χρηστάκης τον απέτρεψε να προβεί στην εγχείριση (στην οποία υποβλήθηκε επιτυχώς το έτος 1980 στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός Αθηνών) και έτσι επέστρεψε στο Χωριό. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με τη γεωργία, καλλιεργώντας τους άγονους και ξερικούς αγρούς με σιτάρι, σίκαλη(βρίζα) και καλαμπόκι. Από το έτος 1952 ασχολήθηκε με το ζωεμπόριο και συγκεκριμένα με την αγορά αρνιών από κατοίκους της περιοχής κάθε άνοιξη, την εκτροφή τους επί 40-50 ημέρες και την πώλησή τους στη συνέχεια σε εμπόρους. Tο έτος 1959 αγόρασε ένα συμμαχικό αυτοκίνητο ¾ (καρνάβαλο το λέγαμε) και ασχολήθηκε με το εμπόριο φρούτων και λαχανικών. Στερούμενος ο ίδιος άδειας οδήγησης αυτοκινήτου, συνεργάσθηκε αρχικά με τον πρώτο εξάδελφό του Ιωάννη Καβουρίδη του Γεωργίου δύο περίπου χρόνια και στη συνέχεια για τρία περίπου χρόνια με τον επίσης συγγενή του Ιωάννη Γιαννόπουλο του Χαρισίου, τον Καλίτσιο, κάτοικο Ρυμνίου. Σε ηλικία 45 περίπου ετών έλαβε δίπλωμα οδήγησης αυτοκινήτου και συνέχισε μόνος του την μαναβική, περιοδεύοντας στα χωριά και στις λαϊκές αγορές με το αυτοκίνητο και πουλώντας φρούτα και λαχανικά. Στην εργασία του αυτή είχε βοηθό και συμπαραστάτη τη σύζυγό του Φώτω. Εργάστηκε με την μαναβική μέχρι την συνταξιοδότησή του από τον ΟΓΑ.
Περί το έτος 1978, ύστερα από προφορική έγκριση του τότε Αρχιμανδρίτη Σερβίων και μετέπειτα Μητροπολίτη Καρπενησίου Νικολάου Δρόσου, ανακαίνισε το εικονοστάσι που υπήρχε στη θέση «Γεφύρια» και είχε ανεγείρει κοντά στο γεφύρι ο πατέρας του Αθανάσιος Γιαννόπουλος το έτος 1920. Το εκκλησάκι αυτό σήμερα δεν υπάρχει, γιατί οι αρμόδιοι το κατέστρεψαν κατά την κατασκευή του νέου αμαξιτού δρόμου και τη διαμόρφωση του χώρου σε υπαίθριο θέατρο και για στάθμευση αυτοκινήτων.
Ο Θωμάς Γιαννόπουλος ήταν πολύ καλός σύζυγος και οικογενειάρχης. Εργατικός, δίκαιος, συνεπής στο λόγο του και στις υποχρεώσεις του. Στις συναλλαγές του ο λόγος του ήταν συμβόλαιο και έχαιρε της εκτίμησης μεταξύ όλων των συναλλασσομένων, οι οποίοι επιδίωκαν να συνεργάζονται μαζί του. Ήταν απόφοιτος δημοτικού, αλλά είχε κοινωνική μόρφωση. Διακρινόταν για την ευχέρεια με την οποία διηγούνταν διάφορες ιστορίες της ζωής του. Ήταν σταθερός στις ιδέες του και υποστήριζε με πάθος τις απόψεις του.
Πέθανε στις 12-11-1991 στο Μαμάτσειο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Κοζάνης από οξύ πνευμονικό οίδημα- βαριά καρδιακή ανεπάρκεια.-
Κωνσταντίνος Θωμά Γιαννόπουλος
♦
Ο Θωμάς Γιαννόπουλος και το ζωεμπόριο τη δεκαετία του 1950
Τη δεκαετία του 1950 η κυκλοφορία του χρήματος ήταν δύσκολη, η αξία των προϊόντων ακριβή, δεν υπήρχε διαθέσιμο χρήμα για αγορές αγαθών και οι αγοραπωλησίες γινόταν κυρίως με ανταλλαγή προϊόντων. Τη δεκαετία αυτή και μάλιστα από το έτος 1952 ο πατέρας μου Θωμάς Γιαννόπουλος του Αθανασίου, ο Καρανάτσιος, ασχολήθηκε με το ζωεμπόριο. Συγκεκριμένα ασχολήθηκε με την αγορά αρνιών κάθε άνοιξη, την εκτροφή τους επί 40-50 ημέρες και την πώλησή τους στη συνέχεια σε εμπόρους. Το δεύτερο δεκαήμερο του Απριλίου κάθε έτους αγόραζε από τα γύρω Χωριά 150-200 περίπου αρνιά, τα οποία έτρεφε (τάιζε) με καλαμπόκι, ρόβι, κουκιά και κριθάρι και τα έβοσκε στις θέσεις ράχη, μπατζιλίκια, πάδες, κέδρα, αυλαγάδες, κουντουλάκια, γεφύρια, κάμπος, ριζός, παλιάμπελα. Στην αρχή τα συγκέντρωνε στο σπίτι και στη συνέχεια τα πήγαινε στο μαντρί στη θέση παλιάμπελα, που ήταν κοντά στο εικονοστάσι και κάτω από το δρόμο. Περί τα τέλη Μαΐου- αρχές Ιουνίου πωλούσε τα αρνιά σε εμπόρους.
Η αγορά των αρνιών γινόταν είτε με την καταβολή του τιμήματος στους πωλητές είτε με την εξόφληση της οφειλής των πωλητών για την αξία του σιταριού ή της βρίζας που είχαν αγοράσει το χειμώνα για διατροφή τους από τον πατέρα μου. Για το σκοπό αυτό ο πατέρας μου κάθε καλοκαίρι μετά τον αλωνισμό αγόραζε σιτάρι και βρίζα από κατοίκους της περιοχής Σερβίων (κυρίως από Ρύμνιο, Γούλες, Αυλές, Κρανίδια) και από τους εμπόρους που θέριζαν και αλώνιζαν τα χωράφια. Το εμπόρευμα το μετέφερε με γεωργικούς ελκυστήρες (τρακτέρ) στο Χωριό και το τοποθετούσε στα αμπάρια, που ήταν στο ισόγειο του σπιτιού μας, στα μεγάλα ξύλινα βαρέλια (στα βαένια) και στις λινάτσες (μπούρδες), που ήταν υφαντά και ειδικά διαμορφωμένα μεγάλα τσουβάλια. Μέρος της ποσότητας του σιταριού και της βρίζας που αγόραζε από τους παραγωγούς την παρέδιδε στην Αγροτική Τράπεζα και εισέπραττε το αντίτιμο και την επιδότηση. Την ποσότητα που αποθήκευε στο Χωριό την πωλούσε τον χειμώνα, κυρίως τους μήνες Δεκέμβριο μέχρι Μάρτιο, στους χωριανούς και στους κατοίκους των γύρω Χωριών (Τρανοβάλτου, Λαζαράδων, Ελάτης, Φρουρίου, Τριγωνικού, Λιβαδερού, Μεταξά, Πολυρράχου, Προσηλίου, Ρυμνίου). Οι αγοραστές ερχόταν να προμηθευθούν έγκαιρα σιτάρι και βρίζα, για να τα χρησιμοποιήσουν για παρασκευή ψωμιού, που ήταν απαραίτητο για την επιβίωσή τους μέχρι την νέα εσοδεία. Τότε η έλλειψη του ψωμιού ήταν έντονη. Μάλιστα μερικοί την άνοιξη θέριζαν τη βρώμη, η οποία ωρίμαζε νωρίτερα από τη βρίζα και το σιτάρι, για να την αλέσουν και να τη χρησιμοποιήσουν για ψωμί. Οι πελάτες ήταν, κυρίως, από το Λιβαδερό, το Μεταξά και την Ελάτη, γιατί ήταν Χωριά μεγάλα, με πολλούς κατοίκους, τα εδάφη τους ήταν φτωχά και η απόδοσή τους ήταν πολύ μικρή. Θυμάμαι ότι σχεδόν κάθε ημέρα ερχόταν κάτοικοι από τα γειτονικά Χωριά, για να αγοράσουν σιτάρι ή βρίζα. Ήταν ημέρες που ερχόταν πολλοί μαζί, για να είναι παρέα και να βοηθούνται μεταξύ τους. Η αυλή του σπιτιού μας ήταν γεμάτη από ζώα και ανθρώπους. Αληθινό πανηγύρι γινόταν μερικές ημέρες του χειμώνα. Τη βρίζα την προτιμούσαν οι κάτοικοι του Λιβαδερού, γιατί ήταν πιο φθηνή στην τιμή και με τα ίδια χρήματα μπορούσαν να αγοράσουν μεγαλύτερη ποσότητα. Οι αγοραστές έφερναν μαζί τους τα τσουβάλια, τα οποία γέμιζαν με το είδος που επιθυμούσαν. Έφθαναν στο σπίτι κατάκοποι από τη μεγάλη και πολύωρη πεζοπορία. Καθόταν για ξεκούραση λιγάκι στο πεζούλι και τους κερνούσε η μάνα μου ένα ρακί. Στη συνέχεια με τον πατέρα μου γέμιζαν τα τσουβάλια με το προϊόν (σιτάρι ή βρίζα) που αγόραζαν, έδεναν τα τσουβάλια με σχοινί, περνούσαν ένα κρίκο του κανταριού (της ζυγαριάς) στο τσουβάλι και τον άλλο κρίκο στο ξύλο, σήκωναν το ξύλο με το φορτίο στους ώμους και τα ζύγιζαν με το καντάρι.
Οι αγοραστές, που αγόραζαν το σιτάρι ή τη βρίζα για παρασκευή ψωμιού, υπέγραφαν σε ριγωτές κόλλες χαρτιού ένα υποτυπώδες χειρόγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο υπόσχονταν ότι την άνοιξη θα παραδώσουν στον πωλητή Θωμά Γιαννόπουλο ίσης αξίας αρνιά και με το τίμημα που καθοριζόταν στο συμφωνητικό.
Το συμφωνητικό αυτό είχε το ακόλουθο περίπου περιεχόμενο.
Σ υ μ φ ω ν η τ ι κ ό
Ο Δελιβάνης Αντώνης του Νικολάου, κάτοικος Τρανοβάλτου, αγόρασα σήμερα από το Θωμά Γιαννόπουλο 70 οκάδες στάρι-βρίζα με 1 δραχμή την οκά και συνολικά 70 δραχμές και υπόσχομαι να του παραδώσω την άνοιξη αρνιά με 5 δραχμές την οκά και αξίας 70 δραχμές.
Μικρόβαλτο 5 Γενάρη 1953
Ο αγοραστής Οι μάρτυρες Ο πωλητής
Το πραγματικό συμφωνητικό ήταν εντελώς ανορθόγραφο και ήταν περίπου το ακόλουθο:
Σ υ μ φ ο ν ι τ ι κ ό
Ο Ντιλιβάνς Αντόνης το Νικόλα, κάτηκος Τρανόβαλτο, αγόρασα σίμιρα από Θώμα Γιανόπουλου 70 ουκάδις στάρ-βρίζα με 1 δραχμή τν ουκά και σινουλκά 70 δραχμές κι πόσχουμι να τ παραδόσου τν άνοιξ αρνιά μι 5 δραχμές τν ουκά κι αξίας 70 δραχμές.
Μικρόβαλτο 5 Γινάρ 1953
Ο αγοραστής Οι μαρτίρ Ο πολιτής
Με τον τρόπο αυτό κάθε άνοιξη οι αγοραστές παρέδιδαν στον πατέρα μου αρνιά αξίας ίσης με αυτήν του σιταριού ή της βρίζας που είχαν αγοράσει το χειμώνα. Η αγοραπωλησία γινόταν με ανταλλαγή είδους με είδος. Αγόραζαν βρίζα ή σιτάρι και εξοφλούσαν την οφειλή τους με αρνιά. Για την παράδοση των αρνιών την άνοιξη ο πατέρας μου μετέβαινε στα Χωριά ύστερα από συνεννόησή του με τους αγοραστές στην εβδομαδιαία αγορά των Σερβίων κάθε Δευτέρα ή μετά ειδοποίησή τους με τρίτα πρόσωπα, γιατί τότε η τηλεφωνική επικοινωνία ήταν αδύνατη, σχεδόν ανύπαρκτη. Τα μοναδικά τηλέφωνα στο χωριό ήταν στο γραφείο της Κοινότητας και στον Αστυνομικό Σταθμό. Και αυτά ήταν χειροκίνητα. Κατά τις δοσοληψίες του με όλους τους κατοίκους δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Η συνεργασία τους ήταν άψογη. Δεν συντάσσονταν τότε επίσημα και επικυρωμένα από δημόσια αρχή έγγραφα. Τα απλά και πρόχειρα ιδιωτικά συμφωνητικά αποτελούσαν ισχυρότατη απόδειξη για τη συμφωνία και οι συμβαλλόμενοι δεσμεύονταν να εκπληρώσουν την υποχρέωσή τους σύμφωνα με τους όρους που είχαν συμφωνηθεί. Ο λόγος ήταν συμβόλαιο. Μάλιστα, εάν ο πατέρας μου δεν εύρισκε κάποιον στο σπίτι του, όταν πήγαινε στο χωριό του, τότε έφερνε ο ίδιος στο σπίτι μας τα αρνιά που έπρεπε να παραδώσει.
Εάν ο πατέρας μου δεν γνώριζε κάποιον αγοραστή από τα γύρω χωριά, του ζητούσε να προσκομίσει έγγραφο σημείωμα-έγκριση από κάποιον συγκεκριμένο συγχωριανό του, τον οποίο όριζε ο πατέρας μου και του είχε εμπιστοσύνη. Σε κάθε Χωριό είχε και ένα έμπιστο ανταποκριτή του. Στο Λιβαδερό είχε τον μπάρμπα Φώτη Μίχο, στο Τριγωνικό τον μπάρμπα Θωμά Σταμκόπουλο. Με τον τελευταίο ο πατέρας μου ήταν και συγγενείς. Η γιαγιά του πατέρα μου Μαρία καταγόταν από το Τριγωνικό και ήταν από το γένος Γεωργίου Σταμκόπουλου. Το χειρόγραφο σημείωμα του ανταποκριτή είχε το ακόλουθο περίπου περιεχόμενο:
«Θωμά να δώσεις στον Γιάννη Τσιόκανο 70 οκάδες βρίζα και θα σου δώσει την άνοιξη αρνιά».
Λιβαδερό 25 Φλεβάρη 1952
Φώτης Μίχος»
Με τη σύνταξη και την ορθογραφία της εποχής το σημείωμα ήταν το παρακάτω:
«Θομά δόσι στου Γιάν Τσιόκανου 70 ουκάδις βρίζα και θα σι δώσ τν άνιξ αρνιά».
Λιβαδερό 25 Φλιβάρ 1952
Φώτης Μίχος»
Όλοι σε κάθε χωριό γνώριζαν ποιός ήταν αυτός που χορηγούσε τα σημειώματα. Μόνο με την προσκόμιση του σημειώματος ο πατέρας μου παρέδιδε στον άγνωστο αγοραστή το είδος (σιτάρι ή βρίζα) που ήθελε να αγοράσει. Κυρίως το έγγραφο σημείωμα χρησιμοποιήθηκε για το Λιβαδερό, γιατί επικρατούσε τότε η αντίληψη ότι οι κάτοικοι του Χωριού αυτού ήταν δύσκολοι και δύστροποι στις συναλλαγές τους. Γι’ αυτό όσοι κάτοικοι του Λιβαδερού ήθελαν να αγοράσουν γέννημα (κυρίως βρίζα), και ήταν πάρα πολλοί, έπρεπε να προσκομίσουν υποχρεωτικά γραπτό σημείωμα του μπάρμπα Φώτη Μίχου, τον οποίο ο πατέρας μου εκτιμούσε ιδιαίτερα και στον οποίο είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Πολλές φορές τον επισκέπτονταν ο πατέρας μου στο Λιβαδερό και τον φιλοξενούσε στο σπίτι του. Μάλιστα μερικές φορές ακολούθησα κι’ εγώ τον πατέρα μου στο Λιβαδερό και κοιμήθηκα στο σπίτι του μπάρμπα Φώτη, ο οποίος μαζί με την γλυκύτατη και πανέξυπνη γυναίκα του, την κυρά Φώτινα, μας περιποιούνταν ιδιαίτερα και μας παρείχαν όλες τις δυνατές ανέσεις της εποχής, ώστε να νιώθουμε οικεία και ευχάριστα στο σπίτι τους. Πάντως, παρά τους δυσμενείς χαρακτηρισμούς για τους κατοίκους του Λιβαδερού, η συνεργασία τους με τον πατέρα μου υπήρξε απρόσκοπτη.-
Κωνσταντίνος Θωμά Γιαννόπουλος