Ο παππούς μου Δημήτρης Παπαγεωργίου (1880-1942)
του Γεωργίου Χρ. Παπαγεωργίου
Δεν γνωρίζω την ακριβή ημερομηνία γέννησης του παππού μου Δημήτρη, εκτιμώ ότι γεννήθηκε περίπου το 1880. Ήταν υιοθετημένος από τον Παπαπαύλο, καταγόμενος από το Ρύμνιο, όπου ήταν ιερέας αδερφός του Παπαπαύλου με το όνομα Αποστόλου.
Ο παππούς μου έμεινε ορφανός πολύ νωρίς, οι γονείς του ήταν νέοι, για τούτο υιοθετήθηκε από τον Παπαπαύλο, που άργησε σχετικά να αποκτήσει δικά του παιδιά.
Ο παππούς μου Δημήτρης υπολογίζω ότι παντρεύτηκε με τη γιαγιά μου Δέσπω περί το 1904. Έκαναν τέσσερα (4) παιδιά, τον πατέρα μου Χρήστο (1905), την Κατερίνη, την Πανάγιω και το Γιώργο. Ο Γιώργος χάθηκε νέος από πνιγμό στον Αλιάκμονα ποταμό, γι αυτό με βάφτισαν με το όνομά του.
Ο πατέρας μου Χρήστος παντρεύτηκε με τη Μαρία Ιωα. Παπανικολάου.
Η Κατερίνη παντρεύτηκε με τον Γιάννη Ευα. Χαρισόπουλο.
Η Πανάγιω παντρεύτηκε με τον Χρήστο Αθ. Σταθόπουλο. Ο πατέρας του Χρήστου Αθ. Σταθόπουλου ήταν τσέλλιγγας με πολλά γίδια. Τα σπίτια τους ήταν γειτονικά.
Οι γονείς μου απέκτησαν έξη (6) παιδιά, τη Δέσπω (1925), το Γιώργο-εμένα (1928), τη Μόρφω (1931) που πέθανε πολύ μικρή, δεν θυμάμαι πότε ακριβώς, τη Γιάννω (1934) και την Πανάγιω με την Κατερίνη, δίδυμες (1937) που πέθαναν σε λίγες μέρες μετά τη γέννησή τους.
Η Κατερίνη με το Γιάννη Χαρισόπουλο απέκτησαν επίσης έξη (6) παιδιά, το Βαγγέλη, τη Γιάννω, τον Αχιλλέα, τη Δέσπω, το Δημήτρη και τη Μαρία.
Η Πανάγιω που παντρεύτηκε το Χρήστο Αθ. Σταθόπουλο πέθανε στη γέννα μαζί με το μωρό της. Ο Χρήστος παντρεύτηκε δεύτερη γυναίκα από το Λιβαδερό, που πέθανε, επίσης στη γέννα, αλλά ευτυχώς σώθηκε το κοριτσάκι της, που το βάφτισαν Όλγα. Ο πατέρας της παντρεύτηκε για τρίτη φορά στις Γούλες, όπου μεγάλωσε η Όλγα με τα νέα της (παρα-) αδέρφια. Η Όλγα έκανε παιδιά, ένα δε από αυτά, η Γιάννω, ήρθε στο σπίτι μας και γνωριστήκαμε. Αδερφή του Χρήστου ήταν η Μεταξού, σύζυγος του Κώστα Νατσιόπουλου, γραμματέα του χωριού μας για πολλά χρόνια και πατέρα της δασκάλας Σοφίας, συζύγου του δασκάλου Ηλία Λαμπρέτσα.
Ο παππούς μου Δημήτρης, όταν έλλειπε ο πατέρας μου Χρήστος για εργασία υπαλλήλου - βοσκού σε κτηνοτρόφους, φρόντιζε την οικογένειά μας. Είχαμε και λίγα γιδοπρόβατα και δικό μας μαντρί, όπου παρέμεινε και φύλαγε τα βράδια για τον φόβο των λύκων και των κλεφτών. Οι ζωοκλοπές ήταν συνηθισμένο φαινόμενο στο χωριό μας για πάρα πολλά χρόνια. Ο ίδιος ο παππούς μου είχε εργασθεί κι αυτός ως βοσκός σε κτηνοτρόφους, μέχρι και στην Καβάλα-Σέρρες είχε πάει όπου πλήρωναν καλύτερα, ανά 6μηνο.
Θυμάμαι ακόμη τον παππού μου να πηγαίνει στη λίμνη του Τρανοβάλτου, όπου έμπαινε ξυπόλητος στο νερό, κολλούσαν βδέλλες στα πόδια του, τις περισυνέλεγε σε μπουκάλι με νερό και τις χρησιμοποιούσε για θεραπεία ρευματισμών στα πόδια και για πόνους στη μέση, καθώς οι βδέλλες ρουφούσαν το αίμα και απάλυναν τον πόνο. Ακόμη, έπιαναν μικρά ποντικάκια, τα έκλειναν σε μπουκάλι με λάδι για μεγάλο χρονικό διάστημα, ώσπου δηλ. να γίνουν αλοιφή, που τη χρησιμοποιούσαν σε πληγές για πρακτικές θεραπείες.
Ο παππούς μου ήταν πολύ εργατικός. Χαράματα ήταν στα χωράφια του, ξεπέτριζε και επέκτεινε τα χωράφια του σε βάρος της χέρσου έκτασης και τα καλλιεργούσε, όπως εξάλλου έκαναν οι κάτοικοι του χωριού μας στην προπολεμική περίοδο. Πολλές φορές εργαζόταν και στον εποχιακό μας μύλο, που είχε φτιάξει ο πατέρας μου στο λάκκο που συνορεύει με την κοινοτική έκταση του Λιβαδερού, 500 μέτρα νότια, μετά τα "μπουχάρια". Εκεί έμεινα μερικές φορές κι εγώ μικρός τα Σαββατόβραδα, θυμάμαι δε που πιάναμε μικρά ψαράκια στο νερόλακκο και τρώγαμε κατσιαμάκα από καλαμποκάλευρο.
Ο παππούς μου είχε χρηματίσει και αγροφύλακας στο χωριό μας για μια μικρή περίοδο. Ακόμη, μαζί με τον πατέρα μου πήγαιναν για κυνήγι. Είχαν κυνηγόσκυλα και μονόκανη καραμπίνα που τη γέμιζαν με μπαρούτι από το μπροστινό μέρος της κάνης, την τάπωναν με κουρέλια χρησιμοποιώντας σιδερόβεργα και γινόταν η εκπυρσοκρότηση με καψύλι και το κοκοράκι από το πάτημα της σκανδάλης. Κυνηγούσαν λαγούς, σκότωναν όμως κι αλεπούδες για το δέρμα τους. Το πιο εντυπωσιακό όμως ήταν το κυνήγι και η αιχμαλώτιση των κουναβιών μέσα στη φωλιά τους, στις κουφάλες των δέντρων, όπου κατέφευγαν όταν χιόνιζε πολύ. Χρησιμοποιούσαν ύφασμα από σακί, ταπώνοντας τη μία έξοδο της κουφάλας και ανάβοντας φωτιά στο άλλο άκρο, εξωθώντας με τον καπνό το κουνάβι στην άλλη έξοδο. Το δέρμα του κουναβιού ήταν πολύ ακριβό, 3-4 χρυσές λίρες, χρησιμοποιούνταν δε για γούνες που φορούσαν οι ευκατάστατες κυρίες στις πόλεις προπολεμικά.
Δεν θυμάμαι ποτέ τον παππού μου άρρωστο, παρά μόνο για οχτώ μέρες πριν το θάνατό του. Πέθανε στις 7 Ιανουαρίου 1942. Όταν περνούσαμε με το φέρετρο του παππού μου από την πλατεία του χωριού μας, όπου γινόταν χορός με όργανα-γιορτή Αη Γιαννιού - σταμάτησαν σεβόμενοι το νεκρό.