p nikiforos 1Κάθουνταν κάναν κιρό, ἁπ’λέτι, ἰκεῖ ὄξου ἀπ’ τοὺ καφινείου τ’Νταρντούμπα τ’Θανάησ’ πίσου ἀπ’ τοὺ καμπαναργιὸ τ’ἉϊΓιώρ’, κάνα δικαριὰ παπποῦδις. Ἀ ρὰ στοὺ χουργιὸ ντέ, κι λύκους γκαβός.

Ἰπειδὴς ἦταν κι ζέστα, ἄμπουρας λιβακουμένους, εἶχαν ρίξ’ ντρίμις ἀποὺ κλαδγιὰ ἀποὺ ἀπάν’, σὰν κληματσίδα, γιὰ νὰ κρατάη ἴσκιουν. Ἦταν ἁπ’λέτι ἡ Φακουβαγγέλτς, ἡ Τσιουβάκας, ἡ Γκουβρουζιώγας, ἡ Γκουβρουντιώνας, ἡ Γκουβρουχαρίης, ἡ Τσαμουλιόλιους, ἡ Γκισιλούλτς, ἡ Τζιουνουβάγγιλους, ἡ Τζιουνουζιώγας, ἡ Γκουτσιουνουθύμνιους κι ἡ Ναστάις.

Κάθουνταν ἀ κι μασλατοῦσαν γιὰ ὅλ’αὐτάϊας τὰ μασκαραλίκια κι τὰ μπιρμπαντλίκια ἀπ’ ψήφσαν’ αὐτοῦϊας σιακάτ κατ’ ‘νἈνθήνα ὅλ’ αὐτοί, π’δὲν ἀντρέπουντι ναὶ τοὺν Θιό, ναὶ τςἀνθρώπ’.

«Τὶ νὰ σᾶς πῶ ρὰ μπρατίμνια; Ἀ ρα αὐτοὶ πααίν’ σὰν τὰ γκαβὰ στοὺ νόχτου. Κι σὰν τὰ βοῦρλα τὰ σφαχτά, π’δὲν ξέρν καταποῦ νὰ βαΐσν. Ἔτσιας εἶπι ἡ Τσιουβάκας. Εἶχι δεῖ ψίχα λυκουτιλιόρασ’ ἀ κι ἄκσι γιαὐτάϊας τὰ μασκαραλίκια. Κι εἶπι στςἄλλ’. Ἀ ρα ἀντρέπουμι κι νὰ τὰ πῶ τὰ βιριάνγκατς. Ὅμους θὰ σᾶς τὰ πῶ. Εἶπαν, ὅτ’ ἀποὺ δῶ κι σιαπέρα θὰ παντρεύουντι ἄντρ’ μὶ ἄντρ’ κι γναῖκις μὶ γναῖκις. Ὀ ρὰ ποῦ ἀκούσκι τέτχοιους λόγους στὰ χουργιά μας; Γκουρμπιτλίκια νὰ μὴ φανοῦν, οἱ μαυρουχαχαλιαζμέν’. Οὔτι ἰμεῖς, οὔτι οἱ πατιράδις μας οὔτι κι οἱ παπποῦδις μας ἄκσαν τέτχοιου μουρέλου. Ἀ ρα ποῦ νὰ τοὺ πῆς αὐτόϊας, κι νὰ σὶ πιστέψν κιόλαντς. Μόνου ἰκεῖ σιαπέρα κα ‘νἈμιρική, ποὺ πάηναν οἱ θκοί μας παλιότιρα, ἰκεῖ π’γένουντι ὅλα τὰ σαλὰ κι τὰ σαλαμένα. Μόνου ἰκεῖ κι σνἄλλ’ τ’χουλιργιασμέν’ ‘νἈγγλία. Μὴ χαζὰ ρά, μὴ χαζὰ ρά. Χαΐρ’ τρανό!

Φαντάσ’ ἕνας ἀποὺ ἰμᾶς ἰδῶ στοὺ χουργιό, μψόσαλους, νὰ φκιάσ’ ἕνα κουπάδ’ οὕλου μὶ κριάργια, χουρὶς προυβατίνις κι νὰ καρτιράη τοὺ χειμῶνα νὰ γιννήσν. Ἢ ἄλλους ξισυλλόϊαστους νὰ φκιάσ’ ἕνα κουπάδ’ οὕλου προυβατίνις, χουρὶς κριάργια μέσα κι νὰ καρτιράη τοὺ χειμῶνα νὰ γιννήσν κι τοὺν Μάη νὰ ἀρμέξ’… Ἀ ρα, ξιπατουμέν’, γιννάει ἡ γουμάρα μαναχιὰ ἂν δὲν ἔχ’ κι ἕνα γουμάρ’ δίπλατς; Γιννάει ἡ φουράδα μαναχιὰ ἅμα δὲν ἔχ’ κι ἕνα ἄλουγου παραδίπλατς; Ἀ ρα μουρκαλνιοῦντι μαναχιέςτις οἱ προυβατίνις; Προυτσιαλνιοῦντι μαναχιέςτις οἱ γίδις; Ποῦ ἀκούσκαν ὅλαὐτάϊας τὰ σαλίτκα ἁπ’ ψήφσαν σνἈνθήνα. Κρῖμα τς. Π’ξέρν κι γράμματα. Ἀ ρα πῶς τἄπλασι ὅλα ἡ Μιγαλουδύναμους; Ὀ ρὰ θὰ μᾶς κάψ’ ἡ Γιαραμπῆς, σὰν τὰ Σόμουρα κι τὰ Γόμουρα κάναν κιρό! Ο ρα αὐτοὶ θέλν μὶ τούτην ‘νκρανίσια μπὰς κι βάλν μνυαλό. Ἢ καλλίτιρα θέλν μὶ τ’Τρατσουμήτρου τ’γαβρίσια τ’φουρτουτήρα ἁπ’ ἔχ’ κι τσιπότχια γιρά.

Ἴφιραν κι ἕναν μαντράχαλου ἀπ’ τ’δγιαόλ’ τὴ μάννα δγυόμψ’ μέτρα μπόϊ κι εἶνι σκυλουπαντριμένους μὶ ἕναν ἄλλουν ντάγκλαρου. Μό ρα οὔτι κι τὰ σκλιὰ τὰ φκιάν’ αὐτά! Κι πιρπατοῦν μέσα στοὺν κόσμουν κι δὲν τςνοιάζ’ καντίπουτας. Δρουσίζουμιιιιιιιιιι….

Κι ἅμα τέλειουσαν τοὺν ξιπατουμένου τοὺν ψήφουτς, ὕστιρα ὅλ’ χάνουνταν ἀ κι καρκαρίζουνταν μὶ μψὸ μέτρου χαμόγιλου. Φαντάσ’, «Ὅλ’ γιλοῦσαν μὶ τιμένα, χάνουμαν κι γὼ στὰ γέλια….». Ὕστιρας ὅμους πῆραν κι ‘μπρουϊδρίνα, ‘νΚατιρίν’, κι ἔτσουξαν ρακὲς κι μιζικλίκια. Ἐμ ἀφοῦ ἔφκιασαν ἕνα τόσου τρανὸ πρᾶμα, ὕστιρα τοὺ γιόρτασαν. Ἅμ’ τὶ θαρρεῖς; Μκρὸ πρᾶμα εἶνι νὰ γιννήσ’ ἄντρας μὶ ἄντρα κι γναῖκας μὶ γναῖκα;;;; Ἀ ρα ὅλ’ σαλάθκαν, τςκιαρατάδις. Ο ρὰ τὶ εἶνι ἰτούτου τοὺ θκόμας»;

Φαντάσ’ νὰ ζοῦσι τώραϊας ἡ καημένους ἡ θκόζμας ἡ Τρανός, ἡ παπαΝικόλας;

Λέλεμ’, θὰ τςσκυλόβριζι ἡ ἔρμους ὅλ’ κι ὅλ’ τ’μέρα!!!!!!!!!!

Ἄει, σχουρνᾶτι μι. Ὅπ’ νὰ φτύσ’, στὰ μοῦτρασ’ ἔρχουντι.

Τὶ ἄλλου νὰ πῆς, μάνναμ’;

«Ὁ Θεὸν νὰ ἐλεᾶ μας», ἁπ’ ἴλιγι ἡ οὑσία ἡ Σουφία, τςΚλεισούρας!

ἀρ.νι.μα

27 φλιβάρ’ 2024