p nikiforos 1Πήγαμι ν’Καθαρουδιφτέρα ἀπάν’ στοὺ χουργιὸ τώραϊας τςδικουχτὼ ἀπ’ τοὺν Μάρτ’ 2024. Ἤμασταν ἡ Γιουργάκς μὶ τνὌλουγα, ἔτσιας ‘νἴλιγι ἡ μάνναμ’. Ἔτσιας ἴλιγι κι ὅλις τςὌλουγις στοὺ χουργιό. Ὄλουγα τςΛίνας, Ὄλουγα τ’Μπουκλᾶ,

Ὄλουγα τ’Παπαχαρσουκότσιου, Ὄλουγα τ’Λυκουμήκα. Ἦταν κι τ’Βασίλ’ ἡ Μαρία ἀ κι ἡ Λένου. Πήγαμι πρῶτα στςθκοίμας ἀπάν’ σνἉγιΚοίμησ’ κι τςεἴπαμι καλημέρα μὶ τοὺ Τρισάϊ. Μᾶς καρτιροῦσαν ἰκεῖ ἡ ἀξαδέρφημ’ ἡ Βαγγιλὴ κι ἡ Γιαννοῦλα. Ὕστιρα κατιβαίνουντας ἀποὺ ‘μπλατέα δὲν ἦταν καένας ντίπ. Σταμάτσαμι στ’θχειάκουμ’ ‘μΠανάϊου. Μᾶς χάρκαν πουλύ, κι ἡ θχειάκουμ’ κι ἡ μπάρμπἈντώντς. Πάτσαν γιὰ τὰ καλὰ κι αὐτοὶ τὰ ἰνηνήντα! Λέλεμ’! Ἔμ θκάτς εἶνι!

Ἰκεῖ ἁπ’ τἄλιγάμι, λέει σὶ μνιὰ δόσ’ ἡ θχειάκουμ’, «Ἄειντι ρὰ πιδγιά, μὶ ξιφρόντσι ἡ ἀλούπου ἀποὺ τςκόττιζμ’. Τςεἶχα φρουντίδα κι συλλουὴ κι αὐτές. Ά νὰ τςἀνοίξου, ά νὰ τςκλείσου, ά νὰ τςκαθαρίσου, ἀ νὰ τςἀζβιστώσου, ά κι φάρμακου ἅμα εἶχαν ἀρνιθόψειρις. Πλαζματούλια εἶνι κιαὐτά, ἀλλὰ μᾶς ἔδουναν κάναπιντέξ’ αὐγὰ πᾶσα μέρα. Μᾶς ἔρχουνταν καλὰ νὰ σὶ πῶ. Πουρεύουνταν κι τ’ἀγγουνάκια μας τόσουν κιρό. Ἰὰ κι’ἰμεῖς οἱ παπποῦδις κουρκουτούσαμι ἀποὺ κάνα αὐγὸ τ’μέρα κι δὲν μᾶς ἔρχουνταν κι ἄτκα. Τὶ νὰ τοὺ φκιάησ’ κι τοὺ ἔρμου τ’ἀγρίμκου; Μὶ παραμόνιψι κάμπουσου. Μ’εἶδι καλά, πότι τςἀνοίγου κι πότι τςκλείνου. Κι ἔβγαλι ἀπόφασ’ κι αὐτό. -ΚυρὰΠανάϊου, εἶπι, ἀποὺ δῶ κι πέρα ἀναλαβαίνου τςκόττις ἰγώ. Μπῆκι μέσα μνιὰ χαρά ἡ κυραΜάρου, καλὴ κι ξιδγιαλιγμέν’, κι μία μία τςκαθάρσι ὅλις κι δὲν ἔβγαλαν ναὶ γκίκ ναὶ μὶκ. Δὲν ἀκοῦσκαν ντίπ. Φόντας πῆγα στοὺ κουμάσ’ νὰ μάσου τ’αὐγάτς ἀπ’ τςφουλιές, ἀ κι νὰ τςκλείσου, δὲν ἀκοῦσκι ντὶπ τίπουτας. -Μὸ ρα, εἶπα. Οἱ κόττιζμ’ δὲν ἀκούουντι. Ναὶ φουνή, ναὶ κακαρίζματα, ναὶ ἀπηλουϊά. Τςκαθάρσι ὅλις τοὺ βλουημένου, κι μὴν τοὺ πῶ καταραμένου! Τὶ σικλέτ’ ἔχ’ κι αὐτό; Ἀλλὰ τοὺ ζαράλ’ μᾶς τοὺ συλλάρουσι κι μνιὰ χαρά. Ἦρθι ταμάμ μὶ τ’Σαρακουστή. Σὶ λέει, ἰσεῖς τώρα δὲν πρέπ’ νὰ τρῶτι αὐγά. Ἂς καθαρίσου τςκόττις ἰγὼ, νὰ μὴν ἔχτι κι συλλουή τρανή! Τὶ νὰ τ’φκιάης, ἀλούπου εἶνι κι αὐτήν. Ἰά, πᾶρι αὐγὰ τώρα χουρὶς κόττις.

Ὀ ρὰ ξέρτι; Μπουροῦμι ἀ κι παραμπουροῦμι νὰ πάρουμι αὐγὰ μιαὐτὴν τὴν Τηχνητὴ μ’παρα-Νουημουσύν’ ἁπ’ λέν τώρα τιλιφταῖα. Πχοιὸς ξέρ’ τὶ εἶνι κι αὐτὰ τὰ σαλουντάμαρα! Ἀφοῦ λέν’ ὅτ’ θὰ γινοῦν ἄντρ’ μὶ ἀντρ’ κι γναῖκις μὶ γναῖκις. Σὶ τὶ κιροὶ ἔφτασάμι! Οὕλου σαλὰ κι ἀπόσαλα φκιάν’.

Ἔτσιας εἶχι πάθ’ κάναν κιρὸ κι ἡ ‘διρφήμ’ ἡ Φουρδίτου. Ἀλλὰ στ’Φουρδίτου μ’πῆγι κνάβ’. Αὐτὸ εἶνι κι ἱμουβόρκου, πίν’ αἷμα. Τςἔπνιξι κι ἄφσι μόνου μία. Πῆγι κι ἡ Φουρδίτου νὰ τςἀνοίξ’ κι τςβρῆκι ὅλις τουμπακιαζμένις. Ὕστιρα πῆρι κι αὐτὴν τοὺ μαχαίρ’ κι ἔκουψι αὐτὴν τ’μαναχιάρου. Ὕστιρα πάλι ἴλιγι κι τὶ μ’ἔφτιξι κι αὐτὴν ἡ καημέν’ κι ‘νἔκουψα τοὺ λιμότς; Κάναν κιρὸ τέτχιοις κόττις πνιγμένις τςἔβραζι καλὰ κι τςἔτρουγι ἡ παπποῦς ἡ Τζιαμποῦκας-ἡ Κουτουλουχαρίησ’, κι δὲν πάθισκνι καντίπουτας, ἀφοῦ ἔφτασι στὰ 90!»

Εἴδιτι σὰν τὶ κασκαρίκα μᾶς σκάρουσι ἡ ἀλούπου;

Ἔμ ὕστιρα πήγαμι κι στοὺ σπίτιμας κι ἔφαγάμι σαρακουστχιανά, σὰν νὰ ἦταν Πασκαλιά!!! Ὅλ’ ἦταν παρόντις…

.

Ἄει καλὴ Σαρακουστή.

Καθαρουτρίτ’ 19 μάρτ’ 2024

ἀρνιμα