Μ’ΕΣΤΕΙΛΙ, ἁπ’λέτι, ἡ θκήμας ἡ Ἕλλη ἀπ’ ‘νΚόζιαν’ τοὺ βιβλίου τςΣουφίας γιὰ Τοὺ Τρανὸ τ’Ἀνήλιου! Σμιαδγιακὴ τουπουθισία στοὺ χουργιό. Δὲν ξέρου ἂν ἄλλου χουργιὸ ἔχ’ τουπουθισία Τρανὸ Ἀνήλιου. Ἦταν ἰκεῖ σιακάτ’ στοὺ Ζντιάν’ ὅπ’ εἶχαν τὰ γίδγιατς οἱ Ξυνιάϊδεις, οἱ Χαϊνταράδεις κι οἱ Τζιουνάδεις.
Τώρα τοὺ σκέπασι ἡ λυκουαμίαντους, π’νὰ μὴ φαίνουνταν. Ἔτσιας μἴλιγι μἰ πόνουν ἡ Ξυνουβασιλάκς κα’ τοὺ 1999, π’τοὺν ἀντάμουσα μὶ τοὺ γιδουκόπαδουτ’ ἀπάν’ στὰ Μπατζιλίκια. Κι πέρασαν 25 χρόνια!!!
Σουφίαμ’ καλή, τὶ νὰ σὶ πῶ, μάνναμ’! Τὰ συχαρίκιαμ’. Τοὺ δγιάβασα κι τοὺ χάρκα ὅλου. Χαϊρλούθκου. Βλουημένου. Θὰ μείν’ στνἱστουρία τ’χουργιοῦμας…
Ἱκατὸν δέκα τέσσιαρις σιλίδις γιουμᾶτις ἀποὺ παλιὸ Μκρόβαλτου, ὅπους τοὺ ἤξιρνάμι, ὅσ’ τὄζησάμι 1950-1970!
ΗΤΑΝ γιουμάτου ἄντρ’ κι παπποῦδις στὰ καφινεῖα, ἰδίους ἅμα ἔρχουνταν μὶ τὰ πουδάργια ἀπ’ τὰ νταμάργια μὶ τὰ προυκιαζμένα τ’ἄρβηλατς. Ἀκούουνταν γκρὰπ γκρούπ γκράπ γκρούπ. Γναῖκις ἀ κι μπάμπις στς νουβροὶ, πιδγιά κι κουρίτσια στοὺ σκουλειό μας. Ἅμα τἀπουλνοῦσι ἡ Δάσκαλους τἄκουγι ὅλου τοὺ χουργιό! Μπλάργια κι γουμάργια φουρτουμένα ἢ ξυόλτα σιαπέρα κα’ τοὺν κάμπου. Ἀρνιὰ κι κατσίκια ‘πτὰ βουσκούσαμι τοὺ καλουκαίρ’ σιαπέρα στοὺν κάμπου. Μανάρις γίδις π’τοὺ προυΐ τςἀπουλνοῦσαν κι τοὺ βραδάκ’ τςἴφιρνι ἡ τζιουμπάνους ἀπ’ τ’βουσκὴ σιακάτ’ κα’ τ’Τσάγκαρ’ στ’Γκούβα στςΜπιστιριὲς ἢ στὰ Γλυκουνέργια κι στοὺ Γιλαδόσταλου. Γιόμπζι ἡ πλατέα μας γκαγκαράτζις ὅταν ἔρχουνταν ἀπ’ τ’βουσκή. Ἢ τοὺ προυΐ, ὅταν μάζουνι τὰ βόδγια ἡ γιλαδάρς γιόμπζι πάλι ἡ πλατέα βουϊδουβουνιές!
ΤΩΡΑ ἂν πῆς κι γιὰ τ’βρύσ’ στοὺ μισουχώρ’, π’κατέβαζι τοὺ νιρὸ ἀπ’ τοὺ Λειβάδ’, θέλτς ἕνα βιβλίου οὑλόκληρου γιὰ ὅσα ντρούμπαλα γένουνταν ἰκεῖ πᾶσα ὥρα κι ἰδίους τοὺ καλουκαίρ’ ἁπ’ λιγόστιβι τοὺ νιρό!
ΣΑΝ πόσα σκέδια κι πόσις εἰκόνις ἀπιρνοῦν ἀπ’ τοὺ μνυαλό μας ἅμα βάλλουμι νὰ θυμθοῦμι τοὺ χουργιό. Πᾶν ὅλ’αὐτά τώρα. Ναὶ παπποῦδις, ναὶ γναῖκις, ναὶ πιδγιά, ναὶ ἄντρ’ μὶ προυκιαζμένα ἄρβηλα ἀπ’ τὰ νταμάργια, ναὶ γίδις, ναὶ γκαγκαράτζις, ναὶ βόδγια, ναὶ βουνιὲς γιουμάτου σμπλατέα. Τίπουτας ἀπ’ ὅλα αὐτάϊας τὰ κανανκιρίσια. Τώρα στς δρόμ’ πλαλοῦν μόναχα αὐτουκίνητα. Κι ντὶπ τίπουτας ἄλλου.
ΟΜΟΥΣ Σουφία, ἄλλου κίντσα νὰ γράφου κι ἄλλου μὶ βγῆκι. Ἤθιλνα νὰ σὶ γράψου γιὰ τςκάτσιδις. Ἔβγηναν τώραϊας κα’ τοὺ Φλιβάρ’ ὅπ’ εἶχι στριβαδιές. Ἅμα ἔμπνι ἡ Μάρτς μαράγκιαζαν. Τοὔλιγαν βιβαίους κάπους ἀλλιῶς… ἂς μὴν τοὺ γράψου. Μπουρεῖ νὰ εἶχι κι χιόν’ ἀκόμα ἀποὺ γύρου κι νὰ φύτρουναν. Ἔβγαζαν ἕνα κίτρινου χαριτουμένου ἀνθάκ’ σὰν τοὺν κρόκου ποὺ φυτρών’ στοὺν Κρόκου ἀ κι στοὺ χουργιό μας. Σήμιρα Διφτέρα 5 Φλιβάρ’ βγῆκα πίσου μιριὰ ἀπ’ τοὺ Μαναστήρ’ τ’ἅηΚουσμᾶ κι τὶ νὰ σὶ πῶ! Ἦταν γιουμάτου κάτσιδις. Εἶχα κι στὰ χέργιαμ’ ἕναν σκάφτουρα κι ἔβγαλα μνιὰ κάτσιδα. ‘Νκαθάρσα ἀπ’ τὰ χώματα κι τὰ ἀντύματα κι ἔφαγα τοὺν μκρὸ τοὺν βουλβότς. Ἔτσιας ἔκανάμι κι φόντας ἤμασταν μκροί. Πάηνάμι νὰ πάρουμι κάνα ἀρνὶ π’γιννοῦσαν οἰ προυβατίνις μας ἅμα τςἔβγαζαν ὄξου νὰ βουσκήσν λίγου κι νὰ πάρν’ ἀέρα κι ἔπιρνάμι μαζί μας κι τοὺν σκάφτουρα κι ἔβγαζάμι κάτσιδις. Καθάρζαμι λίγου τοὺ χῶμα κι τςἔτρουγάμι κι τὶ καλὰ π’μᾶς ἔρχουνταν. Ἄμα τς εἶδα σήμιρα ἀπ’ τοὺ μπαλκόν’ κατέφκα κι πῆγα στοὺ πλάϊ τοὺν ἀνήφουρου πίσου ἀπ’ τοὺ Μαναστήρ’ κι τς εἶδα κι ἔσκαψα μὶ τοὺν σκάφτουρα κι ἔβγαλα μόνου μία γιὰ νὰ δουκιμάσου πῶς ἔφκιανάμι ἰτότις. Εἶδα ὅμους ὅτ’ ἀλλιῶς ἀνέβηνα κάναν κιρὸ τνἀνηφόρα κι ἀλλιῶς ‘νἀνέφκα σήμιρα. Κι τ’χρόν’ ἀκόμα πχιὸ ἀλλιῶς.
Μὶ ἀφουρμὴ τοὺ γκιουρντανάτου βιβλίου τςΣουφίας Τσινίκα, τοὺ Τρανὸ τ’ Ἀνήλιου,
ἔγραψα κι αὐτάϊας ὅλα
Ἄει νἆστι καλὰ ὅλ’ κι καλὴ ἀντάμουσ’πάλι στοὺ χουργιό, ἂν θέλ’ ἡ Θιός!
Διφτέρα 5 φλιβάρ’ 2024. Νικηφόρους.