Ἡ μόλτσα εἶνι ἰκείνου τοὺ ζούζουλου ἁπ’ κόβ’ μαλλίσις βιλέντζις, κηλίμνια, κουβέρτις, σαϊάκια, σαΐσματα, τσέργις, σκτχιά, σκούνια-τσιουράπχια, σιγγούνια, τσιπούνια, ταλαγάνια, μαλλιότα, κάπις, χουλέβγια κι ὅ,τ’ μαλλίσιου, ἅμα δὲν τοὺ φρόντζις.
Γιὰ νὰ τὰ φλάξν ἀπ’ τ’μόλτσα ἔβαναν μέσα στὰ σιντούκια στὰ σκτίσια κι στὰ μαλλίσια καρυόφυλλα, δαφνόφυλλα, λιβάντα ἢ τέλους ναφταλίν’ ἀλλὰ μύρζαν κι δὲν ‘νἔφκιαναν κι τόσου χάζ’. Τ’ναφταλίν’ πρῶτα ‘νἔφκιαναν σκόν’, ἀλλὰ ἤθιλνι τίναγμα γιρό, κι ἥλιασμα. Ὕστιρα ‘νἔφκιασαν μπίλλις. Ἴλιγαν γιὰ κάναν κανανκιρίτ’, «ὄϊ, πρόσιξι, μυρίιζς ναφθαλίν’». Ἀποὺ καμνιὰ μπάμπου, π’δὲν ἴγλιπνι κι τόσου καλά, ἦταν κι μαναχιάτς, ἔβανι ἡ ἰρμάδα τοὺ ἰπίσημου κανανκιρίσιου παλτότς, κι εἶχι σμπλάτ’ μνιὰ ντάμκα μουλτσουφαγουμένου. Ποῦ νὰ τούγλιπνι ἡ φουκαργιάρου!
Στ’ ἀρχαῖα ‘νἴλιγαν βότριδα-σκῶρος. «Ὅπου σὴς καὶ σκῶρος ἀφανίζει», λέει στοὺ Ἰβαγγέλιου. Σὴς εἶνι ἡ σκουργιὰ ἀ κι σκώρους ἡ μόλτσα. Ἀλλὰ στὰ θκάμας τ’λέμι μόλτσα κι τὶ λουϊά κι μὶ πόσις ἱρμηνείις! Ἅμα ‘χιρνοῦσι νὰ ρουκανίζ’ τ’ βιλέντζα, κι ὅ,τ’ ἄλλου ἔπιφτι στοὺ ρουκάνιτς, μόρα τὄφκιανι κουμμάτχια τοὺ καημένου. Τρυποῦσι ντάμκις-ντάμκις. Κι ὅσου πιρισσότιρου κάθουνταν ἰκεῖ στοὺ μαλλίσιου, τόσου πιρισσότιρις τρύπις ἔφκιανι. Ἀλποῦσαν τοὺ καημένου τοὺ ταλαγάν’ ἢ τ’βιλέντζα ἁπ’ γένουνταν μουλτσουφαγουμένα. Ἒμ φαίνουνταν, π’νὰ μὴ φαίνουνταν. «Ὤχ, ἰτούτου εἶνι μουλτσουφαγουμένου…ἢ ὀ ρὰ τὄφαγι ἡ ἄχρηστ’ ἡ μόλτσα.
«Ἄειντι ἄειντι. Ποιὸ μά; Ξέρς τὶ μόλτσα εἶνι αὐτήν; Μόρα τὶ μόλτσα εἶσι, ἢ εἶσι μνιὰ μόλτσα, ἢ εἶσι ντὶπ μόλτσα … Πὼ πὼ νὰ φλάγ’ ἡ Θιός». Αὐτὴν τ’φράσ’ ‘νἴλιγαν κυρίους γιὰ τςγναῖκις, ἁποὺ ἦταν ὕπουλις κι στὰ κρυφὰ ἔφκιαναν παλιουδλιές. Δὲν τςἔπιρνις χαμπάρ’ τς βρουμουδλιὲς ἁπ’ σκάρμουναν. Ἡ θκόζμας ἡ Τρανὸς πάλι τςἴλιγι κι μουσκουπόντικου! «Ἄαα ἰκείνου τοὺ μουσκουπόντικου…».
Ἄει, ἀρ.νι.μα. πάλι.
Σήμιρα χειρουτουνήθκι σνΚουζάν’
κι ἡ θιουφιλέστατους Ἀμφιπόλιως Χριστουφόρους
Διφτέρα 30 ὀκτ. 2023
κι ἔχ’ ὄξου καλὸν κιρόν!
ἀλλὰ κάτ’ στ΄Γάζα γένιτι τρανὸ κακό!!!
Δὲ θὰ σταματήσν κάνα χόβ’ αὐτοὶ οἱ ξιπατουμέν’ οἱ λυκουπόλιμ’;;;