p nikiforos 23Ἰρχοῦντας ἀπ’ σιαπάν ἀπ’ ‘μπλατέα ἡ θκόζμας ἡ Τρανὸς ἀκόμα ἀπ’ τοὺ σουκάκ’ φώναζι τ’μάνναμ’. -«Χρήσινα; Ποῦ εἶσι μά;» -Ὄϊ, σὰν τὶ νὰ ἔπαθι; -‘Νεἶχι ἁρπάξ’. Εἶχι κρυώσ’. Τἀκουσιοῦ ἡ μάνναμ’ τοὺν ἔρχνι ἕνα γιακί. Ἰμεῖς στεκουμάσταν λουύρ’ κι ἀβουηθούσαμι.

Κι τὶ ἦταν τοὺ γιακί; Ἀποὺ ἕνα αὐγὸ μόναχα τ’ἀσπράδ’ στοὺ πχιάτου. Ἂν δουκιοῦμι καλὰ ἔρχναμι λίγου ρακί. Ξούσαμι μὶ τοὺ μαχαίρ’ λίγου σαπούν’ πράσινου ἀ κι τὰ χτυπούσαμι μὶ τοὺ πηρούν’, ὅπους φκιάν’ τ’αὐγουλέμουνου. Ἅμα γένουνταν ἕνα, αὐτὰ τὰ τρία, τότι ἔπιρνάμι γδόμαλλου κι τοὺ πότζαμι μέσα στοὺ πχιάτου. Μὶ τέσσιρις φουρὲς γδόμαλλου πουτζμένου τ’ἅπλουνι σὶ ὅλ’ ‘μπλάτ’. Ἀποὺ ‘πάνουτ’ ἔβανι μνιὰ ἰφημιρίδα, γιὰ μὴν ἀκουλνοῦσαν τ’ἀσπράδγια στοὺ κατασάρ’. Ἔφκιανι πουλλὲς δλιὲς τότι ἡ ἰφιμηρίδα. Μέχρι κι στοὺ προυχουτήριου WC ‘νἔβαναν κι ‘νἔλιγαν ἰντάλματα πληρουμῆς… Ἄλλ’ τύλιγαν μέχρι κι τυρί! Ἔμ, νὰ πάηνι τζιάμπα τόσου χαρτί!

Αὐτὸ ἦταν τοὺ γιακί. Ὡς τοὺ βράδ’ κουκκάλιαζι κι ἀκουλνοῦσι καλὰ στοὺ σῶματ’. Σὶ τρεῖς-τέσσιρις μέρις ἀρχινοῦσι νὰ ἱδρών’ κι νὰ τοὺν γκουμπζιαλάη φαγούρα. Τότι εἶχι πιράσ’ κι τοὺ κρύουμα. Ναὶ ἀντιβιουτικά, ναὶ σιρόπχια. Τὄβγανι ὅλου, σὰ σαμάρ’, κι τὄρχναμι στ’ φουτχιά. Μνιὰ φουρὰ εἶχι ρίξ’γιακὶ σὶ μᾶς τςδγυὸ ἡ μάνναμ’ κι ἔκλιγάμι συνέχεια, γιὰ νὰ μᾶς τοὺ βγάλ᾿. Ἀλλὰ κι αὐτὴν δὲν μᾶς τὄβγαλι…! Ἰὰ νὰ δῆς, τὶ μπέρκουν ἔπαθάμι!

Ἄλλου ἰλιάτσ’, ἡ Τρανόζμας, εἶχι ‘νκιραμίδα. Αὐτὴν ἦταν τοὺ χειμῶνα πάντα πρόχειρ’ ἀπάν’ στ’σόπα. Ζισταίνουνταν ἀράδα. Ἅμα ψιλουκρύουνι ἀμέσους ἔπιρνι ‘μπλάκα-‘μπέτρα-τ’σμάδα-‘νκιραμίδα κι ‘νἔβανι στ’μέσ’ ἢ σμπλάτ’ ἢ κάθουνταν ἀπάν’ σιαὐτήν. Ζισταίνουνταν μὶ αὐτὴν κι ἀπιρνοῦσι τοὺ κρύουμα. Ἡ κιραμίδα οὔντζι μὶ τ’θιρμουφόρα, ἁπ’ εἴχαμι ὕστιρα, ἅμα ἰξιλίθκαμι. Ἡ ἀδιρφόζμ’, ἡ Βασίλτς, κοιμοῦνταν τοὺ βράδ’ μαζὶ μὶ τοὺν Νένι. Ἴλιγι ‘νἄλλ’ τ’μέρα ἡ Τρανός, «ἀ ρὰ πιδίμ’, σὰ νὰ ἔχου μνιὰ ζιστὴ κιραμίδα σμπλάτημ’ ἅμα μὶ ἀκουμπᾶς ἰσὺ τ’νύχτα»!

Τρίτου φάρμακου γιὰ τοὺ κρύουμα εἶχι τοὺν πουλιμικὸ Σταυρό! Τοὺν ἔκανάμι χάζ’. Ἦταν κατασκιβὴ μὶ πατιντάρα. Ἦταν μνιὰ κατσιούλα ἀποὺ παλτὸ τςΟΥΝΤΡΑΣ σὰν τρανὸ Δ, ὅπους ἔφκιαναν παλιὰ ‘νκαημέν’ τ’Δημουκρατία. Ἡ μάνναμ’ εἶχι ράψ’ ἀποὺ τ’μέσα τ’μιριὰ τςκατσιούλας μνιὰ στούπα-κτάρ’ μαλλὶ πρόβγειου. ‘Νκριμοῦσι κατάσαρκα ἀπ’ τοὺ λιμότ’ κι κα’ τ’διξιὰ ‘μπλιβράτ’ χειμῶνα-καλουκαίρ’. «Ἀ α πιδίμ’, ἰδῶ μὶ βάρσαν τὰ σκλιά μὶ ‘νκλοῦτσα κι ἔχου τρανὴ ἰβισθησία». Γιαὐτὸ κι τνἴλιγι ἡ πουλιμικὸς Σταυρός. Σὰ νὰ τοὔχει πάρ’ στοὺν πόλιμου τιμητικὸ ἔπινουν! Ἰτότι, μὶ τ’ἀνταρτκά, τοὺν βάρσαν μὶ ‘νκρανίσια ‘νκλούτσα στοὺ κιφάλ’ ἀ κι στὰ πλιβρά. Πληγώθκι πουλύ, ἀφοῦ εἶχι σκληκιάσ’ κιόλας, κι τοὺν θαράπαψι λίγου λίγου ἡ μπάμπου ἡ Στέργινα, προυτοῦ νὰ γέν’ σμιθιροί.

Ἄει, ἀρνιμα

14.11.2023 τ’ἁηΦίλιππα.

σὰν σήμιρα τοὺ 1990, 6.20΄τ’χαραὴ μᾶς ἔφυγι ἡ Βασίλτς.

ἀποὺ ταχιὰ ἀρχινάει κι ἡ Σαρακουστὴ γιὰ τὰΧριστοῦ.

ἀλλὰ ἰκεῖ ἁπ’ ἀκούσκι τοὺ «ἰπὶ γῆς εἰρήνη» ἀκόμα κυριαρχάει ἱ λυκουπόλιμους!