p nikiforos 23Λέλεμ’ Νώνταμ’, γλέπου τὰ πρόβατα ἰδώϊας ἀπόξου ἀπ’ τοὺ μαναστήρ’ οἱ γειτόν’ νὰ τὰ κινοῦν τοὺ προυΐ γιὰ βουσκὴ, κι λέου, ἄει χάλασαν κι οἱ τζουμπαναραί. Ποῦ νἄγλιπναν οἱ παλιοὶ οἱ θκοί μας νὰ τὰ κινοῦν στς ἰνιάμψ’ κι στς δέκα παρὰ τέταρτου! Θἄλιγαν, ὄϊ ἰτοῦτ’ ἰδῶ, πρόκουψαν πουλὺ ἀπότουμα.

Βγαίν’ ἡ ἥλιους δγυὸ ἀξυάλις κι τὰ βγάν’ γιὰ βόσκμα. «Μὶ τοὺν ἥλιου τἄβγανα, μὶ τοὺν ἥλιου τἄβανα. Τ’εἶχαν τὰ ἔρμα κι ψουφοῦσαν;». Ἰά, ἔτσιας πάθισκνι ἕνας τζιουμπάνους ἰτότις. Ἡ ξάλμυρους καρτιροῦσι νὰ ἔβγηνι ἡ ἥλιους, νὰ χόρτιναν τοὺν ὕπνου τὰ πρόβατατ’ κι ὕστιρα νὰ τὰ κινοῦσι γιὰ βουσκή. Τοὺ βράδ’ πάλι τὰ μάζουνι τἀκουσιοῦ μὶ τοὺν ἥλιου μνιὰ ἀξυάλ’ ψηλὰ κι αὐτὸς ἡ ξίκους πάλι τὰ μάζιβι μεσ’ σν κόρδατ’ γιὰ νὰ χουρτάσν πάλι τοὺν ὕπνουτα. Χόρτιναν ὕπνουν, ἀλλὰ ἡ προυστούρα τα ἔπιζι λιόρδα!

Τὰ παλιὰ κουπάδγια τἄβγαναν οἱ τζιουμπάνδις, τὰ σκάρζαν τὰ μισάνυχτα ἢ τ’χαραή γιὰ νὰ βουσκήσν. Αὐτόϊας τοὔλιγαν σκάρουν. Σκάρουν ἴλιγαν κι μ’παραδουσιακὴ τ’ μουσική, μὶ φλουέρα ἢ μὶ κλαρίνου. Ἔβγαναν κι τὰ γίδγια νὰ φᾶν’ πουρνάρ’ τοὺ χειμῶνα, ἀφοῦ δὲν εἶχαν ντίπ τίπουτας ἄλλου νὰ φᾶν. Τὰ βάρηναν μὶ ‘νκλοῦτσα γιὰ νἄβγηναν ὄξου ἀπ’ τοὺ μαντρί. Ὅμους αὐτὰ τὰ ἔρμα τζιτζίνιαζαν μέσ’ στοὺ καταχείμουνου κι δὲν νταλντοῦσαν ὄξου κι μαζέβουνταν μέσα.

Ὅμους κι σήμιρα καλὰ φκιάν’, π’δὲν τὰ κινοῦν τ’χαραή. Ἀφοῦ μέσα στοὺ μαντρὶ ἔχν ταή. Μαρκιοῦντι ἢ τρῶν ὅλ’ ‘νὥρα μέχρι νὰ κινήσν κατὰ ὄξου, ἢ καθὼς ἀρμέγουντι μὶ τὰ κινούργια ἀρμιχτήργια. Οἱ ἀπουθῆκις γιουμᾶτις, δὲν παίρν ἀνάσα, ἀγκώθκαν ἀπ’ τς μπάλις τὰ γιουντζέδγια κι ὅ,τ’ καρπὸν χρειάζιτι τοὺ ζουντανό. Ἰτότις μόνου ὅ,τ’ ἔτρουγι ὄξου. Πχοιὸς ἔπιρνι δεύτιρου χέρ’ γιουντζέ; Μόναχα κάνα πουτιστκό, κι αὐτὸ πάλι ἔτσ’ κι ἔτσ’.

Πάντους εἶνι χαρὰ Θιοῦ νὰ γλέπς ἀ κι ν’ἀκοῦς ἕνα κουπάδ’ μι τὰ λαλούμινα, τὰ τσιουκάνια στς προυβατίνις, μὶ κυπριὰ στς γίδις κι κιπρούλια στὰ βιτούλια μὶ τρανὰ κουδούνια κι τρανὰ κυπριὰ στὰ γκισέμνια!

Μόνου ποὺ οἱ τζιουμπάνδεις τώρα δὲν ἔχν στοὺν νώμουτς γαλουδέρματου μὶ ξινόγαλου κι οὔτι ντραγατσίκα μὶ γκούμπζα, χλιάρ’ κι τὰ χρειαζούμινα κατούνια τς, ἀλλὰ ἔχν μαζί τς ὅλ’ τ’μέρα κινητὸ τιλιφταίας μάρκας γιὰ νὰ πχιάν’ ὅλις τς σαλαμάρις τς Ἰβρώπς κι τς Ἀμιρικῆς κι νὰ μᾶς φλάγ’ ἡ Θιός! Μπορεῖ νἄχν κι κάνα τόστ γιὰ προυσφάϊ κι νὰ φᾶν τοὺ βράδ’ γυρνιοῦντας.

Αὐτάϊας, Νώνταμ’ ἀδιρφέμ’ καλέ, χάλιψα νὰ σὶ γράψου γλέπουντας τοὺ κουπάδ’ νὰ ἀπιρνάη πίσου ἀπ’ τοὺ μαναστήρ’ σήμιρα Σαββάτου 9.30 π.μ.

ἀρ.νι.μα.

ἀγράμματους

Σαββάτου προυτοῦ τ’Μιταμόρφουσ’ τ’Σουτήρους 2023