p nikiforos 23Εἰχάμι τοὺ παλιό μας τοὺ σπίτ’ τ’πατέραμ’, ὅπους εἶνι τώρα τοῦ κινούργιου τ’ἀδιρφοῦμ’ τ’Νικόλα κι μνιὰ μυγδαλιὰ ἀμπρουστά. Ἦταν ντὶπ ἀμπρουστὰ σμπλατέα μας, ἀφοῦ κιἀπ΄ ’μπλατέα ἕνα κουμμάτ’ κάμπουσου τοὔχαμι ἁλών’ κι τὄδουσάμι γιὰ νὰ γέν’ ἡ πλατέα μαζὶ μὶἀλνοὺς συνουρίτις.

Ἰά ἔτσιας μὶἀρχίντσι ἡ θχειάκουμ’ ἡ Πανάϊου, γιὰ νὰ μὶ πῆ σανπαρακάτ’ ἕνα γιγουνός!

Ἦταν ἰτότις μὶ τ’ἀνταρτκά, κι νὰ μὴ ξαναρθοῦν. Ἂλλ’ τοὺ λέν ἰμφύλιου, ἀλλὰ ἰμεῖς ἀποὺ τότι κι ὕστιρα κιἀράδα τοὔλιγάμι κι τοὺ λέμι ἀνταρτκά. Γιὰ νὰ ξέρουμι κι τὶ λέμι.

-Ἀ ρα ἀφοῦ ἔτσιας ἦταν. Ἀκοῦς τὶ μὶ λιέει ἡ θχειάκουμ’ ἡ Πανάϊου; Ἔρχουνταν στοὺ χουργιό μας πολλὲς φουρὲς ἀντάρτις. Ἰκεῖ σμπλατέα ἔρχουνταν. Ἀμπαρμπέρστ’, ἄλλ’ κι μὶ παρτάλια, μὶ προυκιασμένα ἄρβυλα, οἱ πχιὸ πουλλοὶ μέσ’ στ’λίγδα ἄπλυτ’. Οἱ τρανοίτς μπουρεῖ νἄταν καλά, ἀλλὰ τὰ ξιγιλασμένα τὰ χουργιατόπιδα ἦταν τὰ καημένα νὰ τ’ἀλπᾶσι. Ἔρχουνταν ἰκεῖ στ’μάνναμ’ ἀ κι χάλιβαν ὅ,τ’ κιἀντί. Ἄλλα τνἴλιγαν θχειάκου κι τὰ μκρότιρα μπάμπου. Ἔδειχνι κι λίγου μεγάλ’ ἡ μάνναμ’ κι τςμιλοῦσι ξιθάρριτα. Προυσπαθοῦσι νὰ κρύψ’ τνἈφρουδίτ’ κι τοὺ Νικόλα νὰ μὴν τςπάρν’. Σιαὐτὸ μᾶς ἀβουηθοῦσι κι ἡ κουμπάρους μας ἡ Κρανουλίας. Ἔρχουνταν κι τνἴλιγι, «μόϊ κουμπάρα, ἀπόψι κρύψι τὰ πιδγιὰ γιατὶ ἔρχουντι ἀγριιμέν’ γιὰ ἰπιστράτιψ’. Ἰγὼ ἦμαν μκρὴ κι λίγου ζουφιὰ κι λειψανάφαγ’ κι δὲν μὶ πάρουναν ντίπ.

Μνιὰ δόσ’ ἔρχουντι κι τ’λέν’. -Μόϊ θχειάκου Στέργινα, γλέπουμι, ὅτ’ ἔχτι ἕνα ἀμπάρ’ γιουμάτου βρίζα. Ξέρς τὶ λέμι; -Νὰ μᾶς δῶστι τ’βρίζα, ἀμπουτὶς ν’τρῶν’ τὰ μπλάργια κι τ’ἄλουγά μας καλλίτιρα ἀπ’ τοὺ στιάρ’. Ἡ βρίζα τὰ τρέφ’ καλλίτιρα. Κι ἰμεῖς θὰ σὶ δώσουμι ἕνα ἀμπάρ’ στιάρ’. Ἔχουμι στιάρ’ πουλὺ κάτ’ στοὺ Παλιουμανάστηρου.

Αὐτοὶ εἶχαν ἀπουθήκ’ καλὴ μὶ λαμαρίνις κάτ’ ἰκεῖ χαμπλὰ στοὺ Παλιουμανάστηρου. Εἶδις, ἰκεῖ καθὼς κατεβηνάμι, ἦταν πρῶτα ἰκείνου τοὺ θηργιακληήθκου τοὺ πλατάν’, π’τοὺ σκέπασι μὶ τὰ μπάζα ἡ λυκουαμίαντους π’νὰ μὴ φαίνουνταν. Ὕστιρα ἦταν ἡ βρύσ’ μὶ τςλιουκάνις. Ἰκεῖ στ’ μέσ’ εἶχι κι εἰκουνουστάσ’ μὶ καντήλα. Τοὺν πρώτουν κιρὸ ἀπ’ τ’βρύσ’ αὐτὴν κουβαλοῦσι γιὰ τςἈμιρικάν’ μὶ τοὺ γουμάριτ’ νιρὸ φουρτουμένου στὰ βαριλάκια ἡ Γιάνντς τ’Γκισιλούλ’. Στὰ διξιὰ ἀπ’ τ’βρύσ’ ἦταν τὰ ντβάργια ἀπ’τοὺ Παλιουμανάστηρου, ἁπ’τὄκαψαν τὰ τουρκάλια. Ὅπους ἔφυγνι τοὺ νιρὸ ἀπ’τςλιουκάνις σιακάτ’ σιακάτ’ κρατοῦσι νιρὸ κιεἶχι καβούργια. Κάτ’ ἀπ’ τὰ πισμένα τὰ ντβάργια κι διξιὰ ἀπ’ τοὺ βαρκὸ μὶ τὰ καβούργια εἶχαν οἱ ἀντάρις τςἀπουθῆκις μὶ τὰ στιάργια.

Κράτσαν τοὺν λόγουτς. Φόρτουσαν τ’θκή μας τ’βρίζα κι ‘νκουβάλτσαν κάτ’ στοὺ Παλιουμανάστηρου μνιὰ νύχτα οὑλόκληρ’ ἀ κι μᾶς ἴφιραν τοὺ θκότς τοὺ στιάρ’.

Ἔτσιας γίνκι κι ἔτρουγαν τὰ μπλάργιατς τ’βρίζα μας, γιὰ νὰ τὰ κρατάη, κι μεῖς ἔτρουγάμι τοὺ στιάριτς. Ὀ ρὰ μᾶς ἄρζι κι μᾶς πχιάνουνταν καλλίτιρα.

Ἔμ ἦταν μνιὰ χαρὰ κι δὲν μᾶς ἔρχουνταν κι ἄτκα!!! Ὅλ’ ἰτότις ἔτρουγαν ἢ ντὶπ μαύρου βρίζινου κι ἀστράγκστου, ἢ σμιγό.

Μό ρα, νὰ μὴν ξαναγυρίσν. Ἔζησάμι ἰτότις χρόνια μαῦρα κι ἄραχλα…

Γιὰ τ’ἄραχλα γράφ’ καμπόσα στοὺ Λιξικότ’ ἡ Δημητράκους στοὺν δεύτιρου τόμου: ἄραχλα, ἀραχλιάζου, ἄραχλους κι ἀράχαλους κι ἄραχνους ἐκ παρετυμολογήσεως, … «Μάννα π’ἄφηκες ἄραχλη καὶ διπλορφανεμένη…».

Κι ὅμους μὶ ὅλα αὐτάϊας ἔζησάμι. Δόξα Τουν!

Λουκᾶ εὐαγγελιστοῦ 18.10.2024

ἀρνιμα