Μὶ λιέει ἡ Βαγγιλὴ ἡ ἀξαδέρφημ’. –Ἁπ’ λές, ἤμασταν μὶ τ’συουμφάδαμ’ τ’Βασίλου, τ’Νάτσινα, ἀπάν στ’Σιδέρ᾿. Ἰκεῖ εἰχάμι Τζιουνάθκου βριζουχώραφου. Παρακάτ’ ἀποὺ τιμᾶς εἴχιτι κι σεῖς οἱ Μιχαλάδις βριζουχώραφου. Σὰν τὶ ἄλλου νὰ βγάλ’ ἰκεῖ ἀπάν’; Μαυρουπίπιρου κι λαμπουγυάλια, ἴλιγαν οἱ παπποῦδις!!!

Μόνου βρίζα… Θέρσαμι καλὰ τ’βρίζα. ‘Νἄφσαμι νὰ ἡλιαστῆ κι νὰ τραβίξ’ κι ‘νἄλλ’ τ’μέρα πήγαμι γιὰ στούμπζμα. Καλὴ μέρα προυΐ προυΐ κι ἀρχινοῦμι. Μαζέβουμι τςχειρὲς ἀπ’ τοὺ χουράφ’. Βάνουμι καταῆς στ’μέσ’ μνιὰ μκρὴ σφάλτσα βρίζα γιὰ μαξιλάρ’. Φκιάνουμι λουστάργια ἀποὺ λουμάκια. Κι ἀρχινοῦμι νὰ στουμπίζουμι κι νὰ μαζέβουμι. Νὰ λιχνοῦμι τὰ κότσαλα, νὰ διρμουνίζουμι κι νὰ βάνουμι στὰ σακκιά. Ὡς τοὺ γιόμα κι δῶθι ἔχουμι ἀκόμα μαζουμένου λίγου σουρόν. Εἶχι καλὸ μπιρικέτ’. Ξέρτι, ἅμα χτυποῦσαν τὰ λουστάργια μας στοὺ στούμπζμα, ἴλιγάμι, -Ἄει τοὺ βράδ’ πααίνουντας στοὺ σπίτ’, θὰ μᾶς ἔχν ἕτοιμ’ πίτα! Ἔμ μᾶς ἄρζι…νὰ ψυχουπχιάσουμι κι μεῖς. Ὅλ’τὴν μέρα στοὺ στούμπζμα μὶ τὰ λουστάργια, μὶ τοὺ καρπουλόϊ κι τοὺ διρμόν’…

Κα’ τ’ἀπόγιουμα ἀπιρνάει ἀπ’ τ’ἁλώνιμας ἡ μπαρμπαΓιὰνντς ἡ Καβρουιάνντς (1901). -Καλησπέρα, ἀ ρὰ κουρίτσια, μᾶς λιέει, -Τοὺν καλησπέρσαμι κι μεῖς. Κι τὶ μᾶς λιέει ὕστιρας, -Ἄει, τσιαλουστάτι, μὴ χαζεύντι. Παίξτι τὰ χέργια σας, μαζώξτι τοὺ μαξούλ’ ἀγλήγουρα, γιατὶ θὰ σᾶς τοὺ μάσ’, θὰ σᾶς τοὺ σκουμπώσ’. Ἔρχιτι ριμπούρ’ γιρό.

Ἰμεῖς γέλασάμι μὶ ‘μψυχή μας. Εἴπαμι φουναχτά, γιατὶ ἡ Καβρουιάνντς ἡ φουκαρᾶς δὲν ἄκουγι ντίπ. -Ὀ ρὰ ἔχ’ τέτχοιουν καλὸν κιρό, κι τὶ τοὺν ἦρθι, τὶ τοὺν φάνκι, νὰ μᾶς πῆ ἔτσιας; Δὲν ἔσουσάμι τοὺν λόγουν, ἀ κι νὰ πααίν’ σὰν παρακάτ’ ἡ Καβρουιάνντς κι μᾶς ἔρχιτι μνιὰ μπόρα μὶ πουλὺ βόρζμα! Κι νὰ μᾶς βάρινη σὰν μὶ βίτσα κρανίσια. Ἀγλήγουρα κι τακουσιοῦ σκιπασάμι μὶ λόζιουν τοὺν σουρὸ ‘π’μᾶς ἀπόμκι, κι γλυτουσάμι τ’βρίζα.

Αὐτὴν τ’λέξ τ’γράφ’ κι ἡ Χριστόδουλους Α. Χριστουδούλου στὰ ΚΟΥΖΙΑΝΙΩΤΚΑ σιλὶς 574. Λιέι, «τσιαλιστεύου: λέξι τούρκικη calistim, νοικοκυρεύω, προσπαθῶ».

Δηλαδὴ ἡ Καβρουιάνντς τςεἶπι, Ἄει νοικουκυρέψτι τ’βρίζα, προυσπαθήστι νὰ τ’γλυτῶστι κι μὴν τν’ἀφήντι νὰ χαθῆ τζιάμπα κι βιρισέ, κρῖμα εἶνι νὰ χαντακουθῆ τόσου γέννημα.

Ἀ ρὰ πόσου δίκιου εἶχι ἡ μπαρμπαΓιάνντς ἡ Καβρουιάνντς!!!

Ἄει, ἡ Θιὸς σχουρέστς ὅλ’ τςπαλιοί μας, ἁπ’ δγιάβαζαν τοὺν κιρὸ τόσου καλά!

ἀρνιμα

9.10.2024 σὰν σήμιρα ξικίντσι

ἡ ἀπιλιφθέρουσ’ τςΜακιδουνίας τοὺ 1912 τςΠόρτις Σιρβίων