Παλιὸ ἔθιμου στοὺν γάμου στὰ χουργιά μας, ὅταν ἡ γάμους λέγουνταν ἀ κι ἦταν χαρά! Ἦταν ἀ κι τοὺ καταβόλ’ ἢ κι ἀλλιῶς ‘νἴλιγαν κλούρα κι ντράφτσα. ‘Νἔφκιαναν οἱ συντρόφσις τς νύφς’. ‘Ν ἔφκιαναν μιρακλήθκ’ σὶ ταψὶ τρανούτσκου. Καλουζυμουμέν’ κι ἀπ’ ‘νἀπάν’ τ’μιριὰ ‘νἔφκιαναν πολλὰ σκέδια, καγγέλια κι κιντήδγια.
Ἔφκιαναν στρουγγυλέματα μὶ τοὺν πάτου ἀπ’ τὰ παλιὰ τὰ ρακουπότηρα, ἁπ’ εἶχαν καλὰ σκέδια σὰν ἀκτίνις. Κι ὅ,τ’ ἄλλου μουρέλου χάλιβαν τὰ κουρίτσια τὄφκιαναν. Καμπόσις μιρακλῆτσις, ἁποὺ ἤξιρναν καλά, γιατὶ ἔπριπι νὰ πιτύχ’, τὄφκιαναν κι φταζμυδίτκου ἢ ρουφτέϊνου. Αὐτὸ ἦταν ἀφράτου κι μυρουδάτου. Ξιλιγώνουνταν ὅλ’ πχοιὸς νὰ προυτουπάρ’ κι νὰ τοὺ χλαψαρώσ’.
Ἅμα ἔφτανι ἡ ὥρα, ἔπιρνι τ’ντράφτσα ἡ μπράτμους ἀπάν’ τοὺ κιφάλιτ’ κι τραγδοῦντας ἀ κι χουρουμπδώντας ἀμπρουσνέλα τραβοῦσαν γιὰ νὰ πάρν τ’ νύφ’. Ἰκεῖ χάραζαν τοὺ καταβόλ’ σὶ τρία φιλιά, ὅπους εἶνι τςμιρσιντὲς τοὺ σκέδιου ἀμπρουστά. Μέχρι νἄρθ’ ἡ καλὴ ἡ ὥρα κι νὰ τοὺ μοιράσν ἀ κι νὰ τοὺ φᾶν, ὅπχοιους προυλάβισκνι. Μό ρα δὲν ἀπόμνισκι οὔτι ψίχα νὰ πααίν’ χαμέν’. Ἦταν καθάργιου ψουμὶ ἀποὺ καθάργιου ἀλεύρ’ κι ὅλ’ τοὺ λιμπίζουνταν. Ἰτότι ὅλ’ ἔτρουγαν σμιγό. Δγυὸ βρίζα κι ἕνα κι λιγότιρου καθάργιου.
Μόλις ἔφταναν στ’νύφ’ κι μὶ τοὺ καταβόλ’ στοὺ κιφάλ’ τ’μπράτμου ἀρχινοῦσαν νὰ λέν’ ἰφχὲς τρανὲς γιὰ τοὺ κινούργιου τοὺ ζβγάρ’.
Ψάζουντας νὰ βρῶ μνιὰ παλιὰ φουτουγραφία, βρῆκα κι ἕνα παραχουμένου χαρτί, ὅπ’ εἶχα σημειώσ’ τςἰφχές, ὅπους μὶ τςεἶχι πεῖ ἡ μάνναμ’. Ἅμα δὲν τςεἶχα σημειώσ’, προυτοῦ ἀποὺ χρόνια, πῶς θὰ τἄγραφα τώρα αὐτάϊας ὅλα; Ἀα ρὰ μάννα …….
Ἰὰ νὰ δῆτι σὰν τὶ ἰφχὲς ἴλιγαν ἰτότι στοὺ χουργιό μας!
-Ὅσα παλιούργια ἔχ’ στοὺ Ρύμνιου, τόσα καλὰ νὰ δώσ’ ἡ Θιὸς στοὺ γαμπρὸ κι τ’νύφ’. (παλιουργιὰ=ἡ ἀρχαία ράμνος. Ἡ γαμπρὸς ἔπριπι νὰ ξέρ’ νὰ κόβ’ ἀ κι νὰ φουρτών’ παλιούργια. Ἦταν πουλὺ δύσκουλα κι στοὺ κόψιμου, τἄκουβαν μὶ τοὺν παλιουρουκόπ’ μὶ μακρὺ στλιάρ’, ἀ κι στοὺ φόρτουμα, γιατ’εἶχαν πουλλὰ κι τσιγκιλουτὰ ἀγκάθχια, σὰν τ’ἀγκίστρια γιὰ ψάριμα). Ἔτσιας ἴλιγαν.
-Ὅσις λάσπις ἔχ’ τοὺ Δέλνου-Τργωνικό, τόσα καλὰ νὰ τςδώσ’ ἡ Θιός.
-Ὅσα κλαδγιὰ στςπουλλὲς τςμισαριέςτ’ ἔχ’ τοὺ Μκρόβαλτου, τόσα καλὰ νὰ τςδώσ’ ἡ Θιός.
-Ὅσα πουρνάργια ἔχ’ τοὺ Νιζισκό-Φρούριο (κι ἔχ’ πάρα πουλλὰ πουρνάργια κι πυξάργια), τόσα καλὰ νὰ τςδώσ’ ἡ Θιός.
-Ὅσου βαλάν’ ἔχ’ τοὺ Μόκρου-Λειβαδερό, τόσα καλὰ νὰ τςδώσ’ ἡ Θιός. Τοὺ Μόκρου εἶχι τρανὸ δάσους μὶ δρέϊνα δέντρα κι ἔβγαζι πουλὺ βαλάν’, γιαὐτὸ εἶχαν κι κουπάδγια γουρούνια.
-Ὅσα ἔλατα ἔχ’ ἡ Λουζιανή-Ἑλάτη, τόσα καλὰ νὰ τςδώσ’ ἡ Θιός. Ἡ Λουζιανὴ εἶχι τρανὸ δάσους μὶ ἔλατα κι ἔβγαζαν κι γκριντιὲς τρανιές, ὅμους λίγου κρυφὰ ἀπ’ τοὺ Δασαρχείου, π’τςτζιριμιτοῦσι.
-Ὅσα νιρουκρόμδα κι πράσα ἔχν οἱ Βάντσις, τόσα καλὰ νὰ τςδώσ’ ἡ Θιός. Ἀφοῦ τςἴλιγαν κι πρασσιάηδις.
Ἄει Νικηφόρους
Σήμιρα τ’Ἁντριὰ 2023, κι χρόνια πουλλὰ στςἈντρέϊδις.
Κάναν κιρὸ εἴχαμι στοὺ χουργιὸ τέσσερις. Ἦταν ἡ Τσακναντρέας, τ΄Μπουκλᾶ, η Ζιακαντρέας κι ἡ Ζγκρουμπαντρέας. Ἐμ τώρα ἀποὺ κάναδγυὸ ἀγγόνια ἡ καθένας τώρα θἆνι πιρισσότιρ’. Εἶνι κι ἡ Ἀντρέας τ’Γιώργου τ’Κουτουλουνικόλα σιακάτ’ σνἈθήνα.