p nikiforos 1Ἦμαν στοὺ χουργιὸ μ’Πασκαλιά. Ἀπιρνοῦσα μισμέρ’ ἢ ἀπόγιουμα ἀπ’ τ’θχειάκουμ’ μ’Πανάϊου κι τἄλιγάμι ἕνα χουτζιούμ’.

- Μὶ λιέει μνιὰ δόσ’, «ἄει αὐτὸ εἶνι βιρέφκου». Ὄπ, τ’λέου, σταμάτα.

Τὶ λέξ’ εἶνι αὐτήν; Κι ἀμὰν ζαμάν, μ’ἔδουσαν νὰ καταλάβου μαζὶ μὶ τοὺ μπαρμπ’Ἀντών’ τὶ πάει νὰ πῆ «βιρέφκου». Εἶνι τοὺ ξικούραστου, τοὺ καλό, τοὺ οὑμαλό. Ἡ Χρ. Α. Χριστοδούλου στὰ Κουζιανιώτκα σιλὶς 229 τοὺ λιέει «πλάγιους, πλαγιαστός. Κι ἰπίρρημα βιρέφκα- πλάγια».

- Πιρνῶ κι ἕνα χόβ’ ἀπ’ ‘νἀξαδέρφημ’ τ’ Βαγγιλὴ γιὰ νὰ πάρου τοὺ πρόσφουρου, τοὔλιγάμι κι μπαμπούκα-μπαμπούκις κι τὰ μκρὰ τἄλιγάμι μπαμπούκια, φόντας ἤμασταν μκροί. Κι μὶ λιέει ἡ Βαγγιλή, «πότι ράστιψις ἀπ’ τ’γειτουνιά μας;» Ὄπ’, τ’λέου κιαὐτήν. Τὶ θέλ’ νὰ πῆ, μά, αὐτόϊας τοὺ ράστιψις; Κι μὶ τοὺ ἰξήγησι. Θέλ’ νὰ πῆ, «πότι πέρασις ἀποὺ ἰδώϊας ἀποὺ τ’ἰμᾶς».

- Ἄ, αὐτὸ εἶνι μπαϊμάθκου, μὶ λιέι ἡ θχειάκουμ’. Ἄειντι πάλι, τ’λέου. Τὶ εἶνι κι αὐτό, μά; Κι μὶ λιέει. «Τοὺ μπαϊμάθκου τοὺ γουμάρ’ εἶνι τοὺ κτσό. «Λύκους μὶ τοὺ μπαϊμάθκουσ’». Τοὺ πλί, εἶνι τοὺ γκαβό. Τοὺ μπαϊμάθκου τοὺ πιδί, εἶνι ἄστου, ντὶπ γιὰ ντίπ λυκουφάγουμα».

- Αὐτάϊας τὰ λίγα. Ἔχου κιἄλλα. Σὰν παρακάτ’.

ἀρνιμα

25.5.2024 Σαββάτου, τ’ἁηΓιαννιοῦ.