p nikiforos 1ΓΡΑΦΟΥ κι γράφου ἀράδα γιὰ τςἄντρ’. Δὲν ἔγραψα ὅμους καμνιὰ φουρὰ γιὰ τςγναῖκις, γιὰ τςμπάμπιζμας κι γιὰ τςμάννιζμας. Αὐτὲς μᾶς γένντσαν, μᾶς βύζαξαν ἀ κι μᾶς τράνιψαν, πιδγιὰ κουρίτσια. Ἔτσιας ἴλιγαν. Τςἄκουγις νὰ λέν, ἔχου ἕνα πιδὶ κι τρία κουρίτσια! Ὅλα πιδγιὰ ἦταν, ἀλλὰ ἔτσιας ἴλιγαν κι οἱ ἴδγιοις οἱ μάννις.

Φόντας ἤμασταν κούτσκα κι βύζινάμι, ἅμα ἦταν στοὺν ἀργαλειὸ ἡ μάννα ἔπιρνι κι τοὺ μπισὶκ ἀποὺ δίπλατς κι τοὺ ζγκνοῦσι ἀπουκαμνιὰ μὶ τοὺ πουδάρ’ γιὰ ν’ἀπουκοιμνιοῦνταν τοὺ μκρό, ἢ τοὺ βύζινι ἅμα μουτσόκλιγι, δὲν τἄφνι νὰ βιρκιάσ’ στοὺ κλάψιμου. Ἅμα εἶχαν θέρου ἢ σκάψιμου στ’ἀμπέλ’ ἢ στὰ καλαμπούκια τὄπιρνι μαζίτς ἡ μάννα. Ἀναπουδουγύρζαν τοὺ σαμάρ’ ἀπ’ τοὺ μπλάρ’ ἔστρουναν κάνα παραπανίσιου τσιόλ’ κι ἔβαναν τοὺ μκρὸ φασκιουμένου νὰ κοιμθῆ. Μνιὰ φουρὰ μ’εἶχαν κι μένα ἔτσιας κιἅμα ἦρθι ἡ μάνναμ’ νὰ μὶ δεῖ μὶ βρῆκι γιουμάτου μηρμηγκούλια βρουμούσια, ἰκεῖνα τὰ κουκκινουπά. Μύρσαν κιαὐτὰ γαλατὲς συρταργιάσκαν κιἀρίθκαν ἀπάνουμ’. Εἶδα μνιὰ φουρὰ ἕνα τέτχοιου βιντιάκ’. Ἕνα μκρὸ ἦταν γιουμάτου μηρμήγκια. Ἔτσιας ἦμαν κι γώ! Ἅμα γενουμάσταν λίγου τρανύτιρ’ μᾶς κρατοῦσι ἡ μπάμπου στοὺ σπίτ’. Κάθουμάσταν ὅλ’ τ’μέρα στοὺ παραθύρ’ κλαίουντας (ἔχου ἀκόμα μνιὰ τέτχοια εἰκόνα) κι ἴλιγάμι «πότι θὰ ρθῆ ἡ μάνναμ’». Ἡ μπάμπου μᾶς ἔφκιανι καμνιὰ κουρκούτ’ κι ἔτρουγάμι παπάρα. Ἄλλις φουρὲς μᾶς ἔφκιανι καμνιὰ μπουκουβάλα «σμ’πιντακάθαρ’ ‘μπουδγιάτς» τραγδοῦντας κι κάνα τραγούδ’ κι ἔτσιας ξιχούσαμι ποὺ ἔλειπι ἡ μάννα στοὺ θέρου ἢ στ’ἁλώνια.

Γλέπου τοὺ βίντιου ἁπ’ ἔφκιασι ἡ Γιώργους μὶ τὰ πρόσουπα 1940-1960 κι χαίρουμι ἀ κι συγκινιοῦμι. Κάμποσις δὲν τς καταλαβαίνου κιόλαντς. Ὅμους τὶ νὰ σᾶς πῶ, εἶνι ὑπέρουχου. Τόσα πρόσουπα! Κι γιὰ τὰ πιδγιὰ τοῦ ἴδγιου. Νὰ τὰ βλέπτι κι νὰ τὰ οὑρμηνεύντι στὰ πιδγιὰ κι στ’ἀγγόνια σας. Γιώργου, χρειάζιτι ἕνα βίντιου γιὰ τςπαπποῦδις μας κι γιὰ τςἄντρ’! Εἶνι μαζουμέν’ πουλλοὶ παπποῦδις κι ἄντρ’ σὶ φουτουγραφίις σνἸκκλησιά, στοὺν ἉηΛιᾶ κι σὶ γάμ’.

Τώρα τὶ προυκουπὴ θὰ φκιάσουμι μὶ τςμπάμπις κι τςμάννιζμας;

Ἰά, θἀρχινίσουμι κάτ’ ἀπ’ ‘νἈστυνουμία. Ἰκεῖ πρώτ’ ἦταν ἡ Ζιακαντρέϊνα, ἀντίκρυτα ἡ Βλαμπία ἡ Βέτινα κι ἡ Καβρουχιλλέϊνα, παραπάν’ ἡ Ζγκρουμπουκότσινα, ἡ Θύμνινα, ἡ Ἀριδουϊάννινα κι ἡ νύφητς ἡ Χριστάκινα. Ἀκλουθοῦν οἱ Γκουβράτσις, μπάμπουΓκουβρουζιώγινα, Γκουβρουνικόλινα, Γκουβρουνάτσινα, Γκουβρουλίινα, Γκουβρουσουκράκινα, μπάμπουΓκου-βρουχαρίσινα, Γκουβρουκότσινα, Γκουβρουχαραλάμπινα, Τζουκουθύμνινα κι τ’Χιλλέα ἡ Καίτη, Μαστρουγιώργινα κι ἡ νύφητς ἡ Λάμπρινα, Τζουκουβασίληνα, Κουτουλουκώτσινα, Τζουκουϊάννια, Γκισιλούλινα, Ναστάσινα, Κουκουνάτσινα.

Ὅμους ξιαστόχσαμι ἰκεῖ σιακάτ’ τ’Γιάννου τ’Γιάνν’τ’Σουφέρ’, τ’Σουφούλα τ’Θουμᾶ τ’Λουχία, τ’μπάμπου τ’Λοιπόνινα κι τ’νύφητς τ’Χαρίσινα, ‘νΤασιούλα ‘μΠαδημητρουχιλλέϊνα, τ’θχειάκου ν’ἈριδουΛένου, τ’μάνναμ’ τ’Χρήσινα ἢ Φουρδίτου, τ’μπάμπου ‘νΤσαραβουνάτσινα ἡ νύφητς ἡ Κουσταντίνινα ἀ κι ἡ μπάμπουΤουτσκουγιώργινα ἡ νούνα μας (μᾶς ἔφκιανι καφὲ κθαρίσιου, ὅταν πάηνάμι ‘ν ἀπουκριά) κι ἡ νύφητς ἡ Τουτσκαντώνινα.

Ξαναπααίνουμι πάλι ὅπ’ σταμάσαμι μὶ τ’Μπατσιακαντώνινα, ν’Κουτουλουϊάννινα, Κουτουλουχιλέϊνα, τ’Σταμπλιακουβασίληνα, ‘νΚουτουλουνικόλινα, ἡ Παδημητρουζιώγινα, οἱ Γκαλτσάτσις, μπάμπουΓκαλτσαντώνινα ἦταν γκαμπουρουτή (συγκύπτουσα), Γκαλτσουζιώγινα, Γκαλτσουχρήσινα, Γκαλτσουνάτσινα, Γκαλτσουχαραλάμπινα, Ἀνθούλου-Ἀλέξινα, Παδημητραντώνινα, Ἀλιξουτζίμινα, Ἀλιξουτζιμουζιώγινα, Παδημητρουνικόλινα, Παδημητρουϊάννινα.

Γυρνοῦμι ξανὰ τςπίσους, εἶνι ἡ Καλλέπου ἡ Λυκουμήκηνα ἀπ’τοὺΟὐρτάκ’, ἡ Παδημητρουδέσπου ἡ θχειάκουμ’ ἡ Πουστόλινα, ἡ Γκουριαμουβαγγέλινα, Ἀργυρὴ ἡ Τζιαντουϊάννινα, ἡ Τσακνουϊάννινα, ἡ Γκουτσιουνουθύμνινα, ἡ Πανάϊου τ’Λιάνα, ἡ Ζιακουθώμινα, ἡ Τρατσουδημητράκινα, ἡ Τρατσουνάτσινα, ἡ Τρατσουσταυρούδου κι ἡ μάννα τς ἡ Τσιτσιά. Πάηνι ἡ Τσιτσιὰ στ’ μπάμπου τ’Στέργινα μὶ μνιὰ μπραγάτσα πίτυρα κι εἶχι καϊπουμένου μέσα ἕνα μπιστόλ’ τ’Τρατσουμήτρου. Ἰτούτους ἔφκιανι πουλλὲς κατρατσιὲς κι θὰ πάηναν οἱ χουρουφυλάκ’ γιὰ ἔριβνα. Τνἴλιγι ἡ μπάμπουμ’, «μόρα συουνφάδα δὲν μπαλώντς ‘μπαλιόφουστασ’ μὶ τ’βιλόνα κι ράμα, ἀλλὰ ‘μπχιάντς οὕλου μὶ σύρμα…». Σὰν παρακάτ’ ἄφσαμι τ’Γκουβρουγιώρινα, τ’Γκουβρουδημήτρινα, τ’θχειάκου τ’Γιώργινα τ’Μιχαλουζιώγινα, τ’Μιχάληνα, τ’θχειάκουμ’ μ’Πανάϊου, τ’Σταυρούδου ‘νΤσατσώνινα, τ’Σκαριμπουζιώγινα, τ’Γούλινα, τ’Βάϊνα, τ’Ζαραβίγκινα κι ‘νΟὐλουγούλα τ’Πάτρα.

Ἔφτασάμι σμπλατέα. Ἰδῶ ἀρχινοῦμι ἀπ’ τ’Μακρυανουβασίληνα, τ’μπάμπου ‘νΤσαμουλιόλινα, ‘νΤσαμουϊάννινα, τ’μπάμπουμ’ τ’Στέργινα κι πᾶμι σιακάτ’ κα’ Τζιουνάτσις. Τζιουνουζιώγινα, Τζιουνουμήτρινα, Τζιουνουβαγγέλινα, Μήκινα, Τζιουνουμήτσινα, Τζιουνουλίινα, Tζιουνουβασιλουγιώργινα, Σουλτάνα Τσίλινα, Κρανουλίινα, Παπαχαρσουκότσινα, Τσιτσουχαραλάμπινα, χήραΛίνα, ἡ Μαρία Μπιτζαροῦ, Μπιτζαρουλίνα, ἡ Λιπιτοῦ, Μπουκλίνινα, Μπουκλαντρέϊνα, Τσιουτσιουλουνουθυμία τ’Γουλιοῦ, Κουσταντινιὰ τ’Νταρντούμπα, Σκαριμπουγκουντίνινα, Στάθινα, Σταθουβασίληνα, Λιφτέρινα, Ἀνέστινα, Τζικουβαγγέλινα, Καβρουϊάννινα, Τζιουτζιουγκουντίνινα, Τζιουτζιουθύμνινα, Τζιουτζιουϊάννινα, Τζιουτζιουνάτσινα, Τσιάτσινα, Λίνα Σταντουνάθκ’, Χαϊνταρουκότσινα, Χαϊνταρουϊάννινα, Χαμπίδινα, Γκιατουϊάννινα, Γκιατουζιώγινα, Ξινουϊάννινα, Ξινουγκουντίνινα, Καβρουβαγγέλινα, τ’Τσίτσου, Νατσιουθώμινα, Μιταξοὺ Γραμματέϊνα, Καβρουχριστάκινα, Καβρουκώστινα, Θουδουρουϊάννινα, Καραθώμινα, Τσιουβάκινα, Τσιουβακουφίλππινα, Τσιουβακουσπύρινα, Καβρουνικόλινα, Καβρουζιώγινα, Καβρουπαναέτινα, Χαρίκλου Πούτινα, Πασκάλινα, Κέλπινα, Κουκουλουϊάννινα, Δηλνιώτινα, Τσιβούλα, Παπαντουνουκότσινα, Φακουθώμινα, Φακουλίινα, Φακουνάτσινα, Τζικουλίτσινα, Τζικουστάθινα, Τζικουζιώγινα, Τζικουϊάννινα, Τζικουνάτσινα, Γλυκηρία τ’Μπρούφα, Τσινίκινα, Τυρνηνοῦ, μπάμπου Κυρατσοῦ, Κιραυνοῦ. Κι ὅμους λίγις ξέρου μὶ τὰ οὐνόματά τις!!!!!!!

Καμπόσα ἀπ’ αὐτάϊας αὐτοῦ παραπάν’ μὶ τἆπι ἡ ἀξαδέρφημ’ ἡ Βαγγιλή. Σίγουρα καμπόσα μὶ ξέφυγαν. Ἔτσιας γένιτι. Νὰ μὶ σχουρνᾶτι γιὰ τὰ παρατσούκλια ‘πγράφου. Ἀλλὰ εἶνι γιὰ τ’συνιννόησ’.

Λίγις ἀπόμειναν. Οἱ πιρισσότιρις ἔχν φύγ’. Τοὔλιγαν ἰτότις, «Παναγίαμ’, ἀμπρουστὰ ἰσὺ κι μεῖς ἀκλουθοῦμι!!!». Ἰκεῖ νὰ βρίσκουντι ὅλις, μαζὶ μὶ ‘μΠαναγία! Θιὸς σχουρέστις κι τςἰφχαριστοῦμι γιὰ ὅσα μᾶς ἔδουσαν. Σὰν μιλισσουκέρ’!

 

Ἄει, σχουρνᾶτιμι. Ἀρχίντσα κι γὼ σὰν τ’μάνναμ’.

ἀρνιμα 24.4.2024 τςἁγίας Λισάφους ἢ Ἐλισάβετ

Καλὴ Πασκαλιὰ σὶ ὅλ’.

Κι ‘γώ, πρῶτα ἡ Θιός, λέου νἆμι στοὺ χουργιό.

Θὰ ξαναπᾶμι κι στοὺν ἉηΛιά μας!