Ἰὰ μὰ Ἕλλη, μαζὶ μὶ τὰ συχαρίκια γιὰ ‘νἰπιτυχίας ἀποὺ εἶχις ἰκεῖ σιακάτ’ ‘κα ‘νἈθήνα μὶ ξανάβαλις στὰ αἵματα νὰ γκριζιαλτστῶ στ’ μάνναμ’ ἀ κι νὰ μὶ πῆ ἀπ’ ‘νἀρχὴ γιὰ τὰ Ἰλιάτσια ἀποὔχαμι στοὺ χουργιὸ κι ποιοὶ τὰ μαστόριβαν. Αὐτόϊας τοὖχα ἰκεῖνις τς μέρις, ἀλλὰ τοὺ συμμόρφουσα τώρα.
Πρῶτα ἦταν οἱ μαμές, π’ἀβοηθοῦσαν τς γναῖκις στ’ γέννα. Αὐτὲς ἦταν ἰτότις ἡ παπαΘανάσηνα, ἡ μπάμπουΚυρατσοῦ κι ἡ μπάμπουΣτέργηνα. Καμνιὰ φουρὰ ξιγιννοῦσαν κι καμνιὰ γίδα προυτάρα π’δυσκουλεύουνταν στ’γέννα.
Αὐτὲς ὅμους ἔφκιαναν κι ἀποὺ κάνα γιατρικὸ-ἰλιάτσ’. Ἔβαναν λαγγαγμένα χέργια κι πουδάργια. Τραβοῦσαν τ’μέσ’, ἅμα τς ἔσφαζι. Ἔρχναν κάνα πέτρουμα σὶ σπασμένα χέργια. Ἢ ἀκόμα κι σὶ κάνα ζουντανό, ἅμα ἔσπαζι κάνα πουδάρ’. Τὰ ἰλιάτσια ἦταν ἀλοιφὲς ἢ βουτάνια ἀποὺ χουρτάργια. Ἔβαναν κατράμ’, σκάρφ’ κι ὅ,τ’ ἄλλου. Ἅμα χτυποῦσι κάνα γόνατου ἔπιρναν νιρουκρόμδου, τοὺ στούμπζαν κι τὄβαναν ἀπάν’ σμπληγή. Αὐτόϊας ἀπουρουφοῦσι κι μαλλάκουνι τοὺν πόνου. Ἄλλ’ ἔψηναν τοὺ κρουμύδ’ κι τὄβαναν ἀπὰν στοὺν γιρὰ κι ἔτσ’ γλύκυνη ἡ πόνους.
Ἡ μπάμπου ἡ Γκουτσιουνουνάτσινα εἶχι δουντάγρια κι ἔβγαζι πουνιμένα δόντγια. Αὐτὴν πάλι γιάτριβι κι τ’λούγγα κάτ’ ἀπ’ τς ἀμπασχάλις. Ἦταν στρόγγυλ’ σὰν αὐγό.
Στοὺ Τρανόβαλτου ἦταν πρακτικὸς ἡ παποῦς ἡ Δήμους ἀπ’ τς Τυρνηνάδις. Ἦταν ἀξάδιρφους μὶ τ’θκή μας τ’μπάμπου ‘νΤυρνηνοῦ κι μὶ τοὺν Μακρυϊάνν’. Αὐτόν, ἰπειδὴς ἔφκιανι ἰλιάτσια, τοὺν ἴλιγαν ἰχλῆ. Πάηναν στοὺ Τρανόβαλτου κι τοὺν ἴφιρναν καβάλα σὶ μπλάρ’ ἢ σὶ γουμάρ’.
Αὐτοῦϊας πάλι σιαπὰν κα’ τ’Ἀμύντιου κι ‘νἜδισσα τοὺν πρακτικὸ τοὺν λέν’ χαρακτσῆ. Ἕνας παπποῦς ἦταν τέλειους. Ἀφοῦ λέν’ κάπουτις π’τοὺν πῆγαν στοὺ δικαστήριου, εἶχι στοὺν τρουβάτ’ μνιὰ γάτα. Εἶπι στς γιατροὶ νὰ βάλν τὰ πουδάργια τς, π’τ’ἄχει βγάλ’ αὐτός, κι δὲν μπόρσαν. Ὕστιρα τὰ ξανάβαλι αὐτὸς κι ἡ γάτα πχιάλτσι κι ἔφυγι. Ὅμους ἔμαθι κι στὰ πιδγιάτ’, πῶς γένουντι αὐτὰ κι ἀβουηθοῦν τοὺν κουσμάκ’ χουρὶς μαγνητικὲς κι τἄλλα. Ἅμα εἶνι καμνιὰ βαργιὰ πιρίπτουσ’ δὲν τνἀκουμποῦν, ἀλλὰ λέν’ συρίτι στς γιατροί.
παπαδγιὰ Ἀφρουδίτ’
κιἡγιόςτςἀρνιμα
11.12.2019