Θλῖψι καὶ κέρδος δὲν ταιριάζουν. Αὐτὰ τὰ δύο εἶναι ἀντίθετα. Ἡ θλῖψι ἔχει πόνο καὶ κατήφεια. Δὲν ἔχει χαρά. Ἔχει ἀθυμία. Δὲν ἔχει εὐθυμία καὶ διάθεσι καλή. Μὲ ποιὸν τρόπο μπορεῖ ἡ ἀγόγγυστη θλῖψι νὰ ἔχη κέρδος καὶ ὅ,τι ἄλλο ἀγαθὸ συνεπάγεται;
Αὐτὸ τὸ ἐπιτυγχάνει ἡ πάνσοφη ἀλχημεία τοῦ Θεοῦ, ποὺ γνωρίζει νὰ ἐξάγη ἀπὸ τὸ πικρὸ γλυκύ. «Πᾶσαν χαρὰν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις» (Ἰακώβου 1,2).
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς ὑπογραμμίζει αὐτὴν τὴν δύσκολη ἀλήθεια σχολιάζοντας τὸ χωρίο Ψαλμὸς 119,1 ἢ τῶν Ἀναβαθμῶν.
Λέει στὴν ἑρμηνεία του. «Πρὸς Κύριον ἐν τῷ θλίβεσθαί με ἐκέκραξα καὶ εἰσήκουσέ μου». (Ὅταν εὑρισκόμουν σὲ θλῖψι ἔκραξα δυνατὰ πρὸς τὸν Κύριο καὶ μὲ ἄκουσε). Εἶδες τὸ κέρδος ἀπὸ τὴν θλῖψι; Εἶδες πόσο ἕτοιμη εἶναι ἡ φιλανθρωπία του; Τὸ κέρδος τῆς θλίψεως εἶναι ὅτι τοὺς ὁδήγησε σὲ καθαρὴ προσευχή. Καὶ ἡ πρόχειρη φιλανθρωπία, διότι ἐνῶ ἀκόμη καλοῦσαν, ὁ Θεὸς ἀμέσως τοὺς ἄκουσε. Τὸ ἴδιο εἶχε κάνει καὶ νωρίτερα στοὺς Ἰσραηλῖτες ποὺ ἦσαν στὴν Αἴγυπτο. Γιαὐτὸ λέγει, «Βλέποντας εἶδα τὴν κακοποίησι τοῦ λαοῦ μου καὶ ἄκουσα τὸν στεναγμό τους καὶ κατέβηκα νὰ τοὺς ἀπαλλάξω» (Ἔξοδος 3,7-8).
Καὶ σὺ λοιπόν, ἀγαπητέ μου, ὅταν εἶσαι σὲ θλῖψι, νὰ μὴ φθάνης στὴν ἀπόγνωσι, οὔτε νὰ ραθυμῆς. Τότε νὰ εἶσαι πιὸ πολὺ ξάγρυπνος. Ἐπειδὴ τότε εἶναι καθαρώτερες οἱ προσευχές. Τότε εἶναι περισσότερη καὶ ἡ εὔνοια τοῦ Θεοῦ. Ὅλην τὴν ζωή σου νὰ τὴν ζήσης μὲ τέτοιον τρόπο. Ὅτι δηλαδὴ ἡ ζωή σου εἶναι ἐπίπονη. Γνωρίζοντας ὅτι «ὅσοι θέλουν νὰ ζήσουν μὲ εὐσέβεια ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, θὰ διωχθοῦν» (Β’Τιμόθεον 3,12). Καὶ ὅτι «ἐμεῖς πρέπει νὰ εἰσέλθουμε στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ περνώντας μέσα ἀπὸ πολλὲς θλίψεις» (Πράξεις 14,22).
Γιαὐτὸ ὁ προφήτης εἶπε, ὅτι «μέσα στὴ θλῖψι μου φώναξα πρὸς τὸν Κύριο καὶ μὲ ἄκουσε». Γιὰ νὰ μάθης νὰ ἀνέρχεσαι λίγο-λίγο. Καὶ νὰ προσεύχεσαι πνευματικότερα. Γιὰ νὰ μὴ δυστροπῆς, οὔτε νὰ βαρυγγομῆς μὲ τὶς θλίψεις, ἀλλὰ νὰ μαζεύης τὸ κέρδος ἀπ’ αὐτές. Ὁ προφήτης Ἐλισσαῖος ποὺ ἦταν ἄνθρωπος, δὲν ἐπέτρεψε τὸν μαθητή του νὰ σπρώξη τὴν γυναῖκα ποὺ τὸν πλησίαζε. Εἶπε, «ἄφησέ την, διότι εἶναι καταθλιμμένη ἡ ψυχή της» (Δ’Βασιλειῶν 4,27). Μὲ αὐτὸ δὲν δείχνει τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο ὅτι ἡ γυναῖκα αὐτὴ εἶχε ὡς μεγάλη ἀπολογία καὶ συνηγορία της τὴν θλῖψι. Πολὺ περισσότερο ὅμως ὁ Θεὸς δὲν θὰ ἀποδιώξη ἐσένα, ὅταν πλησιάζης μὲ καπονεμένη ψυχή. Γιαὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς μακαρίζει τοὺς πενθοῦντες καὶ ταλανίζει τοὺς γελῶντες (Ματθαίου 5,4).
«Μακάριοι οἱ πενθοῦντες». Ἂν λοιπὸν θέλης νὰ ἀνεβαίνης σαὐτὴν τὴν πνευματικὴ σκάλα ἀπόκοψε τὸν διαλυμένο καὶ ἀποχαυνωμένο τρόπο ζωῆς. Ζῶσε πάνω σου τὴν ἐπίπονη ζωὴ καὶ ἀπόφυγε τὰ γήϊνα πράγματα. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη ἀνάβασι. Δὲν γίνεται, δὲν γίνεται, νὰ ἀνεβαίνης μία κλίμακα καὶ συγχρόνως νὰ κρατιέσαι δεμένος μὲ τὴν γῆ. Βλέπεις πόσο εἶναι τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ. Γνωρίζεις τὴν βραχύτητα τῆς ζωῆς. Γνωρίζεις καὶ τὸ ἄγνωστο τοῦ θανάτου. Λοιπὸν μὴν ἀργοπορῆς καὶ μὴν ἀναβάλλης. Ἀλλὰ ξεκίνα μὲ πάθος αὐτὴν τὴν ἀποδημία. Ἔτσι μέσα σὲ μία ἡμέρα θὰ ἀνέλθης καὶ δύο καὶ τρία καὶ δέκα καὶ εἴκοσι πνευματικὰ σκαλοπάτια» (ὁμιλ εἰς Ψαλμὸ 119,1 ΕΠΕ 6,612-614).
Στὴ μνήμη ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου 13.11.2019
ἀρ.νι.μα.