Θέλω νὰ τελειώσω καὶ δὲν μἀφήνουν ἢ οἱ ἄγγελοι ἢ οἱ δαίμονες. Συγχωρᾶτε με. Γράφοντας τοῦτες τὶς ΙΒ’ συνέχειες ἀρθριδίων φοβοῦμαι μήπως κατηγορηθῶ στὸ τέλος γιὰ Τελωνολαγνεία!!! Καὶ τώρα τὶ θὰ κάνουμε χωρὶς Τελώνια;;; Ἄπαγε. Οὔτε κι ἐγὼ θέλω νὰ ὑπάρχουν. Ἀκόμη καὶ Κόλασι νὰ μὴν ὑπάρχη.
Οὔτε εἶναι ὁ Διάβολος τὸ ἀφεντικὸ τῶν ψυχῶν μας. Ὄχι. Ὁ Ἀφέντης καὶ Πατέρας μας «εἶναι καὶ Πολυέλεος καὶ Πολυεύσπλαγχνος, καὶ τοὺς δικαίους ἀγαπῶν καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἐλεῶν». Μαὐτὸ τὸ ἔλεός του ἐλπίζουμε νὰ ἰδοῦμε τὸ Πρόσωπό Του. Αὐτὸς ἔσωσε Τελῶνες (σώζεις καὶ Τελώνας Ἰησοῦ!), καὶ Ληστάδες, καὶ Διῶκτες, καὶ ὅλο τὸ Ἁμαρτωλοσόϊ μας. «Ἔνι ἀββᾶ μετάνοια, ρώτησε ἡ Ταϊσία, ποὺ γιορτάζει σήμερα; Ναὶ ὑπάρχει. Πότε; ρώτησε τὸ κορίτσι. Τώρα, ἀπάντησε ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβός, καὶ τὴν κουκούλωσε μὲ τὸ πανωφόρι του». Ἔτσι τὸν ἀκολούθησε ἡ ξεστρατημμένη Ταϊσία μέσ’ στὴ νύχτα. Ἐκεῖνο τὸ βράδυ ἦταν τὸ τελευταῖο της. Καὶ ἀνῆλθε ἐν μετανοίᾳ καὶ ἐξαγνισμένη ἡ πρώην παρταλιασμένη ψυχή της. Αὐτὸ τὸ τώρα μᾶς σώζει, ἐνῶ τὸ αὔριο εἶναι σύμμαχος τῆς ἀπώλειας. Ἡ διαπίστωσι ὅμως γίνεται στὸ τέλος τῆς πορείας μας.
Παραθέτουμε ὡς ἐπισφράγισμα ἀκόμα μιὰ δόκιμη καὶ τελευταία φωνή. Εἶναι τοῦ ἁγίου Ἀναστασίου Ἀντιοχείας γιὰ γεγονὸς ποὺ ἔγινε ἐπὶ αὐτοκράτορος Φλαβίου Μαυρικίου Τιβερίου 582-602. Πῶς σώθηκε ἕνας ληστής!
*********************************************************************
«Εἶναι ἀλήθεια ὅτι σώθηκαν λησταὶ μὲ τὴν μετάνοια. Ἀξιόπιστη ἀπόδειξι εἶναι ὅτι σώθηκε ὁ ληστὴς ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, ὅταν εἶπε τὰ πιστὰ λόγια στὸν Χριστό. Τὸ ἀποδεικνύουν καὶ ἄλλοι περισσότεροι ποὺ σώθηκαν μὲ τὴ μετάνοια, ἀλλὰ καὶ ἕνας στὴ γενιά μας ἐπὶ Μαυρικίου βασιλιᾶ τῶν χριστιανῶν.
Ἦταν ἕνας ἀρχιληστὴς στὰ μέρη τῆς Θράκης ὠμὸς καὶ ἀπάνθρωπος. Ἡ περιοχὴ στὴν ὁποία λήστευε εἶχε γίνει ἄβατη. Αὐτὸν προσπάθησαν νὰ τὸν συλλάβουν πολλοὶ στρατιῶτες καὶ ληστοδιωκτικὰ ἀποσπάσματα μὲ κάθε τρόπο. Ἀφοῦ δὲν κατάφεραν νὰ τὸν συλλάβουν, τὸ ἄκουσε καὶ ὁ ἅγιος βασιλιᾶς Μαυρίκιος καὶ ἔκαμε τὸ ἑξῆς. Μὲ ἕνα παιδάκι ἔστειλε στὸν ἀρχιληστὴ τὰ φυλακτά του. Σὰν νὰ ἦταν φωτισμὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ λήσταρχος σεβάστηκε τὸν λόγο τοῦ βασιλιᾶ καὶ σταμάτησε τὴν ληστρικὴ ζωή του. Σὰν ἕνα ἥμερο πρόβατο κατέβηκε ἀπὸ τὴν ἐρημιὰ καὶ ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ βασιλιᾶ μὲ μετάνοια.
Σὲ λίγες ἡμέρες ὁ ληστὴς ἀρρώστησε μὲ βαρὺ πυρετό, καὶ νοσηλευόταν στὸ νοσοκομεῖο, ποὺ ὀνομάζεται τοῦ Σαμψών. Κάποια μέρα ὅμως ἤπιε πολὺ κρασὶ καὶ ἦλθε σὲ κωματώδη ἔκστασι. Ὅταν συνῆλθε καὶ ἀνένηψε, εἶχε ἤδη νυχτώσει. Τότε ἦλθε σὲ μετάνοια καὶ μὲ δάκρυα ζητοῦσε συγχώρησι ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὰ ἁμαρτήματά του.
Στὴν προσευχή του ἔλεγε, «Δέσποτα φιλάνθρωπε, δὲν ζητῶ τίποτε παράξενο ἀπὸ σένα. Δεῖξε τὸ θαυμαστὸ ἔλεός σου καὶ σὲ μένα τὸν ληστή, ὅπως καὶ στὸν ληστὴ στὸν Γολγοθᾶ. Δέξου τὰ ἐπιθανάτια δάκρυά μου, τὰ ὁποῖα ἔχω ἐδῶ στὴν κλίνη μου. Ὅπως πλήρωσες τοὺς ἐργάτες ποὺ δὲν ἐργάστηκαν σχεδὸν καθόλου μετὰ τὴν ἑνδεκάτη ὥρα, ἔτσι δέξου καὶ τὰ φτωχὰ δάκρυά μου. Καθάρισέ με καὶ βάπτισέ με σαὐτά. Δὲν ἀπαιτῶ τίποτε περισσότερο παρὰ συγχώρησι πρὶν τὸ θάνατό μου σὰν βάπτισμα. Δὲν ἔχω ἄλλη εὐκαιρία. Νά, πλησίασαν αὐτοὶ ποὺ θὰ βγάλουν τὴν ψυχή μου. Ὅμως μὴ μοῦ ζητᾶς ἀπολογία, οὔτε νὰ ζυγίσης τὰ ἀγαθά μου. Μὲ κυρίευσαν οἱ ἀνομίες μου τώρα ποὺ ἔφθασα στὴν ἑσπέρα τῆς ζωῆς μου. Τὰ χρέη μου εἶναι ἀμύθητα. Ἀλλὰ ὅπως δέχθηκες τὰ πικρότατα δάκρυα τοῦ ἀποστόλου σου Πέτρου, ἔτσι δέξου, φιλάνθρωπε, καὶ τὰ δικά μου. Ρίξε τὰ δάκρυά μου πάνω στὸ χειρόγραφο τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ μὲ τὸ σφουγγάρι τῆς εὐσπλαγχνίας σου ἐξάλειψε τὰ ἀνυπολόγιστα ἁμαρτήματά μου».
Μὲ τέτοια λόγια μετανοίας ἐξομολογούμενος ὁ ληστὴς γιὰ πολλὲς ὧρες μαζεύοντας τὰ δάκρυά του σὲ ἕνα φακιόλλιον-μαντήλι, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του, ὅπως διηγήθηκαν ὅσοι κοιμοῦνταν δίπλα του.
Ἕνας ἀρχίατρος, ποὺ ἐπισκεπτόταν τοὺς ἀσθενεῖς τοῦ νοσοκομείου, ἦταν στὸ σπίτι του καὶ κοιμοῦνταν. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ ληστὴς παρέδινε τὸ πνεῦμα του, ὁ γιατρὸς εἶδε στὸ ὄνειρό του πολλοὺς Αἰθίοπες-δαίμονες νὰ πλησιάζουν στὴν κλίνη τοῦ ληστῆ. Βαστοῦσαν στὰ χέρια τους πολλὰ χειρόγραφα ποὺ περιεῖχαν τὰ ἁμαρτήματά του. Μετὰ ἀπὸ αὐτοὺς ἦλθαν καὶ δύο ὁλόλαμπροι ἄνδρες. Ἔφεραν μία ζυγαριὰ καὶ οἱ δαίμονες ἔβαλαν ἐπάνω της τὰ χειρόγραφα τῶν ἁμαρτημάτων τοῦ ληστῆ. Ἡ πλάστιγγα στὴν ὁποία ἔβαλαν οἱ δαίμονες τὰ χειρόγραφα κάθισε κάτω ἀπὸ τὸ βάρος, ἡ δὲ ἄλλη ἀνέβηκε στὸ ὕψος ἀφοῦ ἦταν ἀνάλαφρη. Λέγουν τότε μεταξύ τους οἱ φωτεινοὶ Ἄγγελοι. «Τελικὰ ἐμεῖς δὲν ἔχουμε τίποτε ἐδῶ;» Λέγει ὁ ἕνας στὸν ἄλλο. «Τὶ μποροῦμε νὰ ἔχουμε, ἀφοῦ αὐτὸς οὔτε δέκα ἡμέρες δὲν ἔχει ποὺ ἦλθε ἀπὸ τοὺς φόνους καὶ τὴ ληστρικὴ ζωή του. Τὶ ἀγαθὸ μποροῦμε νὰ ζητήσουμε ἀπὸ αὐτὸν;» Καθὼς ἔλεγαν αὐτὰ προσποιήθηκαν ὅτι ψηλαφοῦσαν τὴν κλίνη του. Μήπως εὕρισκαν καὶ αὐτοὶ κάποιο ἀγαθὸ τοῦ ληστῆ. Ὁ ἕνας τότε βρῆκε τὸ μαντήλι στὸ ὁποῖο ὁ ληστὴς σκούπιζε τὰ δάκρυά του καὶ λέγει στὸν ἄλλο. «Πράγματι αὐτὸ εἶναι τὸ μαντήλι τῶν δακρύων του. Ἂς τὸ βάλλουμε στὴν ἄλλη πλάστιγγα καὶ μαζὶ μαὐτὸ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καὶ ἴσως γίνη κάτι». Μόλις τὸ ἀκούμπησαν στὴν ἀνασηκωμένη πλάστιγγα αὐτὴ κατέβηκε καὶ σκορπίσθηκαν τὰ χειρόγραφα τῶν δαιμόνων ποὺ ἦσαν στὴν ἄλλη. Τότε οἱ Ἄγγελοι φώναξαν μὲ μία φωνή, «Νίκησε ἡ φιλανθρωπία τοῦ Δεσπότη». Ἔλαβαν τότε τὴν ψυχή τοῦ ληστῆ καὶ τὴν πῆραν μαζί τους. Οἱ δὲ δαίμονες ἔφυγαν καταντροπιασμένοι.
Ὅταν ὁ γιατρὸς εἶδε αὐτὸ τὸ ὄνειρο ἀμέσως ξύπνησε, σηκώθηκε, ἐνδύθηκε τὰ ροῦχα του καὶ ἔτρεξε στὸ νοσοκομεῖο. Πλησίασε στὴν κλίνη τοῦ ληστῆ καὶ τὸν βρῆκε ἀκόμα ζεστό, ἀλλὰ ἡ ψυχή του εἶχε φύγει. Τὸ φακιόλλιον-μαντήλι του ἦταν στὰ μάτια του βρεγμένο ἀπὸ τὰ δάκρυά του. Τότε ὁ γιατρὸς πληροφορήθηκε ἀπὸ τοὺς γύρω του γιὰ τὴν ἐξομολόγησι τὴν ὁποία ἔκαμε ὁ ληστὴς πρὸς τὸν Θεό. Πῆρε μαζί του τὸ μαντήλι τοῦ ληστῆ καὶ πῆγε στὸν εὐσεβέστατο βασιλιᾶ Μαυρίκιο. Τὸ ἔδειξε καὶ διηγήθηκε τὰ ὅσα εἶδε στὸ ὄνειρο, ἀλλὰ καὶ ὅσα ἄκουσε ἀπὸ τοὺς παρόντες στὸ νοσοκομεῖο δίπλα στὸν ληστὴ λέγοντας, «Εὐχαριστοῦμε τὸν Θεό, εὐσεβέστατε βασιλιᾶ. Ἀκούσαμε ὅτι σώθηκε ὁ ληστὴς μὲ τὴν ἐξομολόγησί του ὄντας ὁ οὐράνιος Βασιλιᾶς πάνω στὸ Σταυρό, ἀλλὰ εἴδαμε κι ἐμεῖς ἕνα ληστὴ νὰ σώζεται μὲ τὴν ἐξομολόγησι στὶς μέρες τῆς βασιλείας σου».
Ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, ἀκούγοντας αὐτὰ πιστεύουμε ὅτι εἶναι ἀληθινά. Ὅμως εἶναι καλλίτερο νὰ προλάβουμε τὴν φοβερὴ ὥρα τοῦ θανάτου καὶ νὰ προετοιμάσουμε τοὺς ἑαυτούς μας μὲ τὴν μετάνοια.
Πές μου. Πόσοι φεύγουν ξαφνικά, καὶ δὲν προλαβαίνουν νὰ ποῦν οὔτε μιὰ λέξι; Οὔτε νὰ δακρύσουν; Οὔτε μποροῦν νὰ κάμουν διαθήκη; Ποιὸς σοῦ ἐγγυᾶται, ὅτι θὰ βρῆς δάκρυα κατὰ τὴν ὥρα ἐκείνη, γιὰ νὰ τὰ καταθέσης στὸν Θεό, ὅσα κατέθεσε ἐκεῖνος ὁ ληστής;
Γιαὐτὸ νὰ μὴν ἀναβάλλουμε, οὔτε νὰ περιμένουμε νὰ ἐξομολογηθοῦμε τὴν ὥρα τοῦ θανάτου μας. Δὲν τὰ ἔγραψα αὐτὰ γιὰ νὰ ἀποκοιμήσω τὶς ψυχές σας, ἀλλὰ περισσότερο γιὰ νὰ τὶς διεγείρω. Ὄχι γιὰ νὰ σᾶς κάμω ἀμελέστερους, ἀλλὰ προθυμότερους, ὥστε ἀφοῦ ἀγωνισθοῦμε καλῶς στὸ στάδιο τῶν νηστειῶν, νὰ γίνουμε ἄξιοι γιὰ τὸ στεφάνι τῆς νίκης, γιὰ ἄφεσι ἁμαρτιῶν καὶ γιὰ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ὅλα αὐτὰ εἴθε νὰ γίνουν μὲ τὴν χάρι καὶ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, μετὰ τοῦ ὁποίου δόξα στὸν Πατέρα, μαζὶ καὶ στὸ Ἅγιο καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Ἁγίου Ἀναστασίου Ἀντιοχείας
Λόγος στὸν 6ο Ψαλμὸ MigneP. G. 89,1112-1116
8.10.2019 Ταϊσίας τῆς πόρνης!!! ἀρ.νι.μα.
καὶ συγχωρᾶτε με γιὰ τὶς ὑπερβολὲς καὶ γιὰ τὶς ἐλλείψεις μου. 1180 λέξεις.