Δὲν ἐξαντλήσαμε τὸ θέμα. Ὁ τελικὸς λόγος ὅμως περὶ ὑπάρξεως Τελωνίων ἀνήκη στὴν Ἁγία Γραφή. Διαγράψαμε πορεία γράφοντας τὶς σκέψεις τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Τέλος δὲ κλείνουμε τὸν παρόντα κύκλο γιὰ τὸ θέμα περὶ Τελωνίων μὲ τὸν λόγο τῆς Καινῆς Διαθήκης, ποὺ ἔχει καὶ τὸν πρῶτο λόγο.
Διότι εἶναι διδασκαλία της ὁ περὶ Τελωνίων λόγος. Δὲν εἶναι οὔτε σκιάχτρο, οὔτε κατοπινὸ ἐφεύρεμα. Γιαὐτὸ ἂς τὴν ἀκούσουμε. Γιὰ νὰ ξέρουμε μὲ σιγουριὰ τὶ θὰ συναντήσουμε, ἢ τὶ δὲν θὰ συναντήσουμε, ὅταν μὲ τὸ καλὸ φύγουμε ἀπὸ τὸν παρόντα κόσμο. Μακάρι βέβαια νὰ μὴν συναντήσουμε. Δηλαδὴ τὶς μάχες ποὺ γίνονται μισὸ μέτρο πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μας. Γιὰ νὰ μὴν ξαφνιαστοῦμε…
Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ Λουκᾶς 16,22 λέγει στὴν περικοπὴ γιὰ τὸν πλούσιο καὶ τὸν πτωχὸ Λάζαρο, «ἐγένετο ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον τοῦ Ἀβραάμ. Ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη». Ἡ συνέχεια τοῦ σκηνικοῦ ἐκτυλίσσεται «ἐν τῷ Ἅδῃ». Θέτουμε λοιπὸν σὰν βάσι τοῦ λόγου μας τούτην τὴν εἰκόνα, ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ ἀψευδὲς στόμα τοῦ Κυρίου μας. Διότι δὲν εἶναι στὸ χέρι τοῦ καθενὸς νὰ ἀποκαλύπτη τὶ γίνεται στὸν μετὰ θάνατον χῶρο.
Πρῶτος ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μᾶς ἀποκαλύπτει, ὅτι κλείνοντας τὸ σκηνικὸ τῆς ἐπίγειας ζωῆς γιὰ κάποιον ἄνθρωπο ἔρχονται πλέον πρόσωπα ἄλλα καὶ παραλαμβάνουν τὴν ψυχή του. Γιὰ τὸν ταλαίπωρο ἐπὶ γῆς Λάζαρο μᾶς ἀναφέρει, ὅτι ἦλθαν ἄγγελοι καὶ μετέφεραν τὴν ψυχή του στὸν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ. «Ὁ Λάζαρος μόλις πέθανε τὸν ἀνέβασαν ἄγγελοι, διότι αὐτοὶ εἶναι διάκονοι κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, γιαὐτοὺς ποὺ πρόκειται νὰ κληρονομήσουν σωτηρία (Ἑβραίους 1,14). Ἀνῆλθε λοιπὸν μὲ συνοδεία Ἀγγέλων στὸν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ. Ὡς κόλπος τοῦ Ἀβραὰμ ὀνομάζεται ἡ χώρα τῶν ζώντων, ἡ κατοικία αὐτῶν ποὺ θὰ χαίρονται αἰώνια καὶ ὁ τόπος τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν» (Γρηγορίου Παλαμᾶ, 1296-1359, ὁμιλ ΜΗ’ ΕΠΕ 11,144). Κόλπος=ἀγκάλη τοῦ Ἀβραὰμ ὀνομάζεται ὁ παράδεισος. Δηλαδὴ ἡ ἀγκάλη τοῦ πλουσίου Ἀβραὰμ εἰκονίζει τὸν παράδεισο. Τέτοια θὰ μποροῦσε κάλλιστα νὰ ἦταν καὶ ἡ ἀγκάλη τοῦ πλουσίου μας. Ἂν βέβαια ἔβλεπε τὸν Λάζαρο στὰ σκαλιὰ τοῦ παλατιοῦ του καὶ ἐν συνεχείᾳ τὸν φρόντιζε ὁ ἴδιος κι ὄχι τὰ σκυλιά, τὰ ὁποῖα ἔγλυφαν τὶς πληγές του καὶ μοιραζόταν μαζί του τὰ ψίχουλα τοῦ τραπεζιοῦ του.
Γιὰ τὸν Λάζαρο δὲν μᾶς λέγει ἂν ἐτάφη ἢ τὸν ἀποτελείωσαν τὰ σκυλιὰ ποὺ περιποιοῦνταν τὶς πληγές του, παρὰ μόνο ὅτι τὸν παρέλαβαν οἱ ἄγγελοι καὶ τὸν πῆγαν στὸν παράδεισο. Δηλαδὴ Ἄγγελοι παρέλαβαν τὴν ψυχή του καὶ τὴν ἀνέβασαν ἐκεῖ ποὺ γνωρίζουν καλά. Γιὰ τὸν πλούσιο μᾶς λέγει ὅτι ἐτάφη. Δὲν ἀναφέρει ποιοὶ παρέλαβαν τὴν ψυχή του. Ἀλλὰ ἀφοῦ πλέον ὀδυνᾶται στὴν φλόγα τῆς κολάσεως καὶ ζητάει σταγόνα νεροῦ ἢ ἐλέους, γιὰ νὰ ξεδιψάση, μποροῦμε μετὰ βεβαιότητος νὰ ποῦμε, ὅτι τὸν παρέλαβαν οἱ δαίμονες.
Σὲ δεύτερη μαρτυρία πάλι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς ἀποκαλύπτει μιὰ βασικὴ λεπτομέρεια γιὰ τὸν ἄφρονα πλούσιο ποὺ ἀγωνιοῦσε, τὶ νὰ κάμη μὲ τὴν καινούργια, πλούσια ἐσοδειά του. Τελικὰ ἀφοῦ βρῆκε τὴν λύσι μὲ τὸ γκρέμισμα τῶν παλιῶν ἀποθηκῶν του καὶ τὴν ἀνέγερσι καινούργιων πολὺ μεγαλειτέρων, γιὰ νὰ χωρέσουν ὅλα τὰ ἀγαθά του, ὥστε νὰ ἀπολαμβάνη εἰς ἔτη πολλά, ἀκούει τὴν φοβερὴ εἴδησι σὰν τὸν κεραυνὸ ἐν αἰθρίᾳ, «ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ, ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» (Λουκᾶ 12,20).
Στὸν ἄφρονα πλούσιο τὸ καινούργιο στοιχεῖο τοῦ θέματός μας εἶναι οἱ ἀπαιτηταί. Ἀπαιτηταὶ εἶναι οἱ εἰσπράκτορες, οἱ φορολόγοι τῶν φόρων, οἱ τελῶνες ὡς εἰσπράκτορες τῶν δημοσίων φόρων. Βεβαίως ἐδῶ οἱ εἰσπράκτορες-ἀπαιτηταὶ εἶναι δαίμονες. Αὐτοὶ πλέον, δίκην θρασυτάτων, ἀναιδῶν καὶ ἁρπακτικῶν τελωνῶν, ἀναμένουν τὴν ἐκπνοὴ τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ ταλαιπώρου πλουσίου. Ἦταν καὶ πλούσιος καὶ ταλαίπωρος! Δυστυχῶς γιὰ τὸν ἀναμενόμενο νὰ ἐκμετρήση τὸ ζῆν, ἐπειδὴ γνωρίζουν ὅτι ἐργάστηκε κατὰ διαβόλου, γιαὐτὸ καὶ οἱ ἀπαιτηταὶ τρίβουν τὰ χέρια τους γιὰ τὴν ἀπόλαυσι τῆς λιπαρῆς λείας. Ἀδημονοῦν πότε θἄρθη ἡ στιγμὴ νὰ ἐπέμβουν δικαιωματικὰ ἐπὶ τῆς ψυχῆς καὶ νὰ τὴν ὁδηγήσουν, γιὰ νὰ «ὠδυνᾶται αἰωνίως ἐν τῇ φλογί» συντροφιὰ μὲ τὸν ἄλλο ἄμυαλο πλούσιο.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζει τὸν διάβολο μαζὶ μὲ τὰ ὑπ’ αὐτὸν ὄργανά του «ἄρχοντα τῆς ἐξουσίας τοῦ ἀέρος» (Ἐφεσίους 2,2). Μποροῦμε νὰ φαντασθοῦμε, ἀδελφοί μου, σὰν τὶ λογῆς ἀνελέητος καὶ χωρὶς ἀνακωχὴ πόλεμος διεξάγεται γύρω μας καὶ πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας σὲ ὅλην τὴν σφαῖρα τῆς γῆς μὲ τὶς ψυχές, ποὺ ἐξέρχονται πλέον ἀπὸ τὰ γήϊνα καὶ ἀνέρχονται στὰ οὐράνια;
Ὁ ἀπόστολος Ἰούδας μᾶς λέει στὴν μικρή, μὰ δυνατὴ ἐπιστολή του, ὅτι ὁ Μιχαὴλ ὁ ἀρχάγγελος ἔκαμε εὐγενικὴ μάχη χωρὶς βρισιὲς μὲ τὸν διάβολο, ἔστω κι ἂν τὸ ἄξιζε, περὶ τοῦ Μωϋσέως σώματος. Λέγει, «Ὁ δὲ Μιχαὴλ ὁ ἀρχάγγελος, ὅτε τῷ διαβόλῳ διακρινόμενος περὶ τοῦ Μωσέως σώματος οὐκ ἐτόλμησε κρίσιν ἐπενεγκεῖν βλασφημίας, ἀλλ’ εἶπεν, ἐπιμήσαί σοι Κύριος» (στ. 9).
Βεβαίως στὰ προηγούμενα τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἰούδα καὶ σαὐτὸν τὸ στίχο τὸ θέμα εἶναι ἡ βλασφημία τῶν ἀκαθάρτων αἱρετικῶν τῶν ἡμερῶν ἐκείνων καὶ τὸ σῶμα Μωϋσέως εἶναι καὶ ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραήλ. Ἐμᾶς ὅμως μᾶς ἐνδιαφέρη, γιὰ τὸ θέμα ποὺ ἐξετάζουμε, ὅτι μὲ τὸν θάνατο τοῦ θεόπτου Μωϋσέως ἐμφανίστηκε ὁ πονηρὸς σὰν τὴν πράσινη μυῖγα καὶ διεκδίκησε ποσοστὰ κατοχῆς ἐπὶ τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἑρμηνευταί μας λένε, ὅτι αὐτὸ ἔγινε ἴσως διότι ὁ Μωϋσῆς ἦταν χρεωμένος μὲ τὸν φόνο ἑνὸς Αἰγυπτίου.
Ὁ Οἰκουμένιος, ἐπίσκοπος Τρίκκης, γράφει στὸ ὑπόμνημά του στὸ σημεῖο αὐτό (MignePG 119,713B). «Λέγεται ὅτι ὁ Μιχαὴλ ὁ ἀρχάγγελος διακόνησε τὴν ταφὴ τοῦ Μωϋσέως. Ὁ Διάβολος ὅμως δὲν τὸ δεχόταν αὐτό, κι ἔφερνε ὡς ἐπιχείρημα τὸν φόνο τοῦ Αἰγυπτίου, ποὺ εἶχε διαπράξει ὁ Μωϋσῆς, γιαὐτὸ καὶ διατείνονταν ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ τύχη μιᾶς ἐντίμου ταφῆς.
Μπορεῖ πάλι ὁ ἀπόστολος νὰ ἀναφέρη τὸ γεγονὸς αὐτὸ σὰν τὴν κοινὴ ἀπολογία καὶ ἀνάκρισι ὅλων, ποὺ γίνεται μετὰ τὴν ἔξοδό μας ἀπὸ τὰ ἐπίγεια πρὸς τὴν μετὰ θάνατον ζωή... Δηλαδὴ σὰν νὰ θέλησε ὁ Θεὸς νὰ δείξη στοὺς ἀτελέστερους μὲ αὐτὸ ποὺ ἔγινε φανερά, αὐτὸ ποὺ γίνεται ἀφανῶς μὲν ἀλλὰ γίνεται μετὰ βεβαιότητος. Ὅτι δηλαδὴ μετὰ ἀπὸ τὴν ἀπαλλαγή μας ἀπὸ τὰ ἐπίγεια ὁ Διάβολος μαζὶ μὲ τὰ πονηρὰ δαιμόνιά του ἀντιστέκεται στὶς ψυχές. Προσπαθεῖ δηλαδὴ νὰ ἐμποδίση τὴν πορεία μας πρὸς τὰ οὐράνια. Αὐτὸς μὲν ἀντιστέκεται, οἱ δὲ ἀγαθοὶ ἄγγελοι συμμαχοῦν μὲ τὶς ψυχές, ὅπως εἶδε καὶ ὁ μακάριος Ἀντώνιος».
Ἀφοῦ δὲ ἔχουμε αὐτὴν τὴν τόσο σημαδιακὴ μαρτυρία περὶ τοῦ Μωϋσέως, ὅτι ἐπενέβη ὁ πονηρὸς διεκδικώντας καὶ χρειάστηκε ἡ ἐπέμβασι τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, τότε γιατὶ νὰ μὴ δικαιούμαστε μὲ βεβαιότητα νὰ γενικεύσουμε αὐτὴν τὴν εἰκόνα; Νὰ ποῦμε, δηλαδή, ὅτι καὶ σὲ κάθε ψυχὴ ποὺ φεύγει ἀπὸ τὴν γήϊνη διάστασι τοῦ σώματός της ἔχουμε ἀμέσως τὴν ἐπίθεσι τοῦ «ἄρχοντος τοῦ ἀέρος» καὶ τῶν πονηρῶν πνευμάτων του. Προσέρχονται καὶ ἀπαιτοῦν ποσοστὰ ἢ ἀκόμη καὶ ὁλόκληρη τὴν ψυχή;
Γιαὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας, ὡς φιλόστοργος μητέρα, ἔχει τὴν ὑπέροχη ἐπίκλησι στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο γιὰ τὸν καιρὸ τῆς ἐξόδου μας ἀπὸ τὰ γήϊνα. Δηλαδὴ ἀφοῦ τελειώση ἡ ἐπίγεια καὶ ἀπατηλὴ ἐμποροπανήγυρί μας. «Καὶ ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἐξόδου μου τὴν ἀθλίαν μου ψυχὴν περιέπουσα καὶ τὰς σκοτεινὰς ὄψεις τῶν πονηρῶν δαιμόνων πόρρω αὐτῆς ἀπελαύνουσα» (εὐχὴ μικροῦ ἀποδείπνου: Ἄσπιλε, ἀμόλυντε...). Τὸ πνεῦμα τῆς παρούσης εὐχῆς εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἴδιο μὲ τὴν ἐπέμβασι τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ «ὅτε τῷ διαβόλῳ διεκρίνετο».
ἀρ.νι.μα.