Λιέει ἡ μάνναμ’. Ἡ θκόζμας ἡ Τρανός, ἡ παπαΝικόλας, δὲν ἔβανι καγκαμπότι πκάμψου ἀγουραζμένου, π’τοὺ πανίτ’ νὰ ἦταν ἀποὺ ἰργουστάσιου. Ἤθιλνι μούγκι χειρίσιου, δηλαδὴς μὶ τὰ χέργια ὑφαντὸ στοὺν ἀργαλειό.
Τώρα πῶς γένουνταν τοὺ χειρίσιου τοὺ πκάμψου. Ἔπιρνάμι νῆμα βαμπακιρνὸ γιὰ στμόν’ ἀ κὶ γιὰ μασούργια-ὑφάδ’. Τοὺ ὑφηνάμι σὰν πανὶ βαμπακιρνό. Ἅμα τὄβγαζάμι ἀπ’ τοὺν ἀργαλειό, αὐτὸ ἦταν σὰ μπακαβᾶς. Γιατιαὐτὸ κι τὄπιρνάμι κι πάηνάμι κάτ’ στοὺ Κουντουλάκ’, ὅταν εἶχι μπόλκου νιρό. Ἰκεῖ ἐβανάμι στοὺ καζάν’ ὡς τὰ μψὰ νιρὸ κι ἔρχναμι μέσα καμπόσις φρέσκις βουνιὲς βουϊδίσις. Ὕστιρα ἔβαζάμι μέσα τοὺ πανὶ κι κάθουνταν μέσα σιαὐτὸ του χαρμάν’ 3-4 μέρις, γιὰ νὰ ἄργαζι. Τὄβγαζάμι κι τοὺ ξεπλυνάμι μὶ πουλὺ νιρό. Ὕστιρα τοὺ κουπανούσαμι μὶ τοὺν κόπανου ἀπάν’ σμπέτρα. Τἄπλουνάμι πέρα πέρα στοὺ τζιαντὲ κι στέγνουνι. Πάηνάμι ‘νἄλλ’ τ’μέρα κι ἔφκιανάμι πάλι τοὺ ἴδγιου. Πλύσιμου στοὺ λάκκου μὶ μπόλκου νιρό, κουπάντζμα μὶ τοὺν κόπανου ἀπάν’ σμπέτρα κι ἅπλουμα γιὰ στέγνουμα. ‘Νἄλλ’ τ’μέρα πάλι τοὺ ἴδγιου. Φόντας μαλλάκουνι τοὺ πανί, ἰτότι σταματούσαμι. Τὄπιρνάμι σπίτ’, τὄκουβάμι στοὺ μέτρου τ’ἀντρίκιου κι τὄραβάμι. Στ’ λιμόκουψ’, στοὺ στήθους κι στὰ χέργια τοὺ καρίκουνάμι, γιὰ νὰ εἶναι κι μιρακλήθκου.
Ἰά. Ἔτσιας γένουνταν τὰ χειρίσια τὰ πκάμψα γιὰ τς παπποῦδιζμας. Ἂν δὲν ἤξιρνις, χάλιβις δὲ χάλιβις μάθισκνις. Κι ἂν χάλιβις, ἂς μὴ μάθισκνις… Γιὰ νύφ’ σὶ πήραμι ἰσένα μά, ἢ γιὰ κόκουτα κι νὰ καρνιαχτᾶς ἀράδα σὰν κλητήρας; Νύφ’ εἶσι σὺ μά, ἢ μπεηουποῦλα;
ἔτσιας μουλουγάει ἡ παπαδγιὰ Ἀφρουδίτ’
κι γράψιμου ἀγράμματου ἀρ.νι.μα. Κι τὶ νὰ πῆς;
Τώραϊας, λιέει ἡ μάνναμ’ στὰ 91τς, μόνου ἂν πάρ’ ἡ Ἀλέξς ἡ θκόζμας τοὺ Νώμπηλ, θὰ ξαναϋφάν’ χειρίσιου πκάμψου.
Μόνου π΄δὲ θὰ βρίσκουμι βουνιὲς βουϊδίσις στοὺ χουργιό, γιὰ νὰ τοὺ μαλλακώσουμι. Μπορεῖ ὅμους νὰ φέρουμι ἀπ’ τοὺ σμιθιρό μας ἀπ’ τὰ Σκρόπχιαχχχχχχχ.