ΗΤΑΝ μέσα στοὺ 1950-1960. Εἶχαν πλακώσ’ ἀρρώστχις κι ίλουνουσία ἀπ’ τὰ κνούπχια κι τς ψείρις. Ἰτότι ἔστειλνι στὰ χουργιά μας ἡ Νουμαρχία ὑπάλληλ’ κι ἴφιρναν βαρέλια μὶ ἕνα κιτρινουπὸ φάρμακου. Μιτιαὐτόϊας ράντζαν τὰ ἀχούργια, τὰ γουρνουκούμασα ἀ κι τὰ κουκουτουκούμασα.
Ἔτσιας καθάρζι ἡ τόπους ἀποὺ αὐτάϊας ὅλα. Ἀκόμα κι ἀπ’ τς κόρτσις (κουργιοὶ) π’μᾶς γκουμπζαλοῦσαν, ἀπ’ τς σκυλόμυιγις, ἀπ’ τς καπούσις, κι ἀπ’ τὰ τσιμπούργια.
Ἴφιρναν ἀπ’ λέτι τοὺ ΝτὶΝτὶΝτὶ κι ἔρχουνταν στὰ σπίτχια μὶ ‘νψικαστήρα σμπλάτ’. Ἴλιγαν τς νοικουκυρές, «σιαποῦ μὰ εἶνι τὰ κουμάσια σας;» Αὐτὲς τς ἔδειχναν τὰ κουμάσια τς κι αὐτοὶ ράντζαν. Ὕστιρα τς ἴλιγαν, «Ἔχτι μά, τίπουτας αὐγά;» Οἱ νοικουκυρὲς τς ἔδουναν 5-6 αὐγὰ ἢ καμνιὰ μπλάνα τυρὶ κι πάηναν σι ἄλλου σπίτ’. Ἅμα ἄφναν ἀφύλαχτου τοὺ βαρέλ’ σμ πλατέα, πάηναν οἱ τζιουμπαναραί κι ἔβαζαν φάρμακου σὶ καένα σέϊ γιὰ νὰ ἔβαζαν σὶ σκληκιαζμένα πρόβατα ἢ γίδγια. Ἔβαναν κι κρυουλίν’, ἀλλὰ ἤθιλνι παράδις.
Ἡ θκόζμας ἡ Τρανὸς ἔρχνι στς κότις ΝτὶΝτὶΝτὶ κι ὕστιρα ἰπειδὴς ἀμπδοῦσαν ἀρνιθόψειρις στὰ χέργιατ’ τἄλουζι μιτιαὐτό. Ἄλλ’ πάλι ἔρχναν κι στὰ μαλλιά τς γιὰ τς βρουμόψειρις, ἀμπουτὶ γκουμπζιαλοῦσαν πουλὺ ἰνουχλητικά. Ὡς ἕναν κιρὸ εἴχαμι στοὺ σπίτ’ μνιὰ τρανὴ γιάλιν’ μπουκάλα μὶ τέτχοιου δηλητήριου. Ὕστιρα σιαὐτὴν ἔβανάμι ξύδ’ θκό μας.
Τώρα αὐτόϊας τοὺ ἀνικάλυψι ἕνας Ἱλβιτὸς κα’ τοὺ 1873, ἀλλὰ τοὺ χρησιμουποίησαν κα’ τοὺ 1939 κι μιτὰ ἀπ’ τοὺν Β’παγκόσμιου πόλιμου. Κρατάει οὐχτὼ χρόνια, λέν’. Στ’χημεία τοὺ λέν’ διχλουρου-διφαίνυλου-τριχλουρουαιθάνιου.
Τοὺ 1969 τοὺ παρατόρσαν. Πχοιὸς ξέρ’ πόσ’ καρκίν’ θἄφκιασι κι αὐτό. Ἰφτυχῶς ἀπ’ πρόλαβαν κι τὄδιουξαν ἰπὶ χούντας. Ἅμα δὲν προυλάβισκναν νὰ τοὺ διώξν, μπουρεῖ κι νὰ μὴν μπουροῦσαν νὰ ὑπουγράψν σμΠρέσπα ἡ θκόζμας ἡ Ἀλέξς μὶ τοὺν ἄλλουν. Ἢ πάλι νὰ μὴν μπουροῦσαν νὰ ψηφίσν τὰ 153 γκρέκουρτσα. Ἅμα πάλι τοὖχαν τώρα αὐτό, λίγου νὰ ράντζαν τὰ ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΑ ἀμέσους σὰν τς κόρτσις κι σὰν τὰ κνούπχια ὅλ’ θὰ τουμπακιάζουνταν. Τζιάμπα μᾶς ἔρξαν λιγμέν’ καπνουγόν’ ἀπ’ τ’Μπραζιλίαχχχχχχ. Τέτχοιου φιλάνθρουπου φάρμακου (Τσίκλουμπερ) βρῆκαν οἱ χημικοὶ ἀπ’ τς συνβούλιβι ἡ Μπέρναντ Σῶ κι τοὺ κιρνοῦσαν στοὺ Νταχάου κι στοὺ Μπριγκινάου τς καημέν’ τς Ἱβραῖοι. Ἡ Ἄιχμανς αὐτὸϊας τς ἔδουνι κι ἄει. Εἶδις τὶ μιρακλῆς ἄνθρουπους ἦταν;;;
Γιὰ πχοιὰ ΜΑΚΙΔΟΥΝΙΑ μὶ λὲς κι πχοιὰ ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΓΙΑ. Ἡ θκόζμας ἡ Ἀλέξς, φουκαράδιζμ’, θὰ σᾶς συλλάρουνι ὅλ’. Εἶδις π’μᾶς οὐφέλτσι ἡ καημέν’ ἡ χούντα π’κατάργσι τοὺ ΝτιΝτιΝτι; Πάει κιαὐτήν. Ἰμεῖς τώρα ἔχουμι… Νὰ δῆς πῶς τοὔλιγαν σν ἀρχαία ν’Ἀνθήνα κι τοὺ πήραν σι ὅλουν τοὺν κόζμου, ὡς κι σιακάτ’ σνἈφρική ρά… ΔΗΜΙΟΥΚΡΑΤΙΑ ρά. Οἱ Ἄγγλ’ ἔστειλναν ἰξαγουγὴ στς φουκαράδις τς μαῦρ’ βασανιστικὰ ἰργαλεῖα (πουλιτιζμένα). Τὶ θάρσιτι. Μούγκι ἰμεῖς ἰδώϊας οὕλου ‘νξιαστουχοῦμι ‘νἰρμάδα τ’Δμουκρατία. Γιατιαὐτὸ κι παθαίνουμι τόσα.
Ἄει νὰ μὴ γράψου κι ἄλλα, γιατὶ ἄκσα, ὅτ’ ἀπαγουρεύκι νὰ τραγδοῦμι τ’ΜΑΚΙΔΟΥΝΙΑ ΞΑΚΟΥΣΤΗ….. Δὲν ξέρου. Ἀλλὰ μπουρεῖ νὰ μᾶς ἰπιτρέψν νὰ τν ψέλνουμι στς κηδείις…
Τιλικῶς θὰ γέν’ ὅλα τὰ σαλά!!!
Εἶνι νὰ κλαῖς ὅλ’ τ’μέρα. Ἰὰ κι τώρα π’τὰ γράφου αὐτάϊας κλαίου λίγου. Ἂς βάλ’ τοὺ χέριτ’ ἡ ἅγιουςΣιδέρης π’γιουρτάζ’ σήμιρα.
Ἄει. Δόξα Τουν. Διφτέρα 4φλιβάρ’2019 τ’ἁϊἸσιδώρ’.
Χρόνια πουλλὰ στοὺν παπαΣιδέρ’ στοὺ Δρουσιρό. Ἰψὲ εἴχαμι Ἀγρυπνία.
παπαδγιὰ Ἀφρουδίτ’.
γράψιμου ἡ ἀγράμματους ἡ γιός τς.