nikiforos 2Φόντς πῆγα νύφ’ στοὺ σπίτ’ τ’παπαΝικόλα ἦμαν μαναχιάμ’ νοικουκυρά. Ἀκόμα κι ἡ πιθιράμ’ ἡ παπαδιὰ ἡ Σουλτάνα δὲν μὶ ἀμπουδοῦσι σὶ τίπουτα. Αὐτὴν ἦταν ἀπ’ τοῦ Ρύμνιου ἀπ’ τς Γκουγκουράδις. Ἦταν ἀδιρφὴ τ’μπαρμπαΚώστα. Ἦταν ὅλ’ καλοὶ κι ἀγαθοὶ ἀνθρώπ’ κι ἡ θχειάκουΚότσινα κι αὐτὸς κι τὰ πιδγιάτ’ ὅλα μᾶς ἀγαποῦσαν, ἀκόμα κι ὡς τὰ σήμιρα.

Ἀφοῦ ἦμαν κι γὼ μαναχιὰ νοικουκυρὰ κι ἀπ’ τοὺ ’54 ντὶπ μαναχιὰ κανόντζα ὅλα τὰ χουσμέτχια ὅπους μὶ βόλιβι. Ἰτότι εἶδα ὅτ’ ὅταν ἔφκιανάμι ξυνὸν τραχανᾶ, ἔβανάμι προυζύμ’ κι μαρκάτ’ κι τοὺ ζύμουνάμι τοὺ βράδ’. Ὡς τοὺ προυΐ αὐτὸ ξύντζι γιρά. Ἀφοῦ ἅμα ἔμπηνις στοὺ δουμάτιου ἀπ’ ἦταν τοὺ σκαφίδ’ μὶ τοὺ ξυνὸ τοὺ ζμάρ’ σἔπιρναν οἱ ξυναδιὲς ἀπ’ τὰ μάτχια. Ὕστιρα ἔπιρνάμι αὐτόϊας τοὺ ζμάρ’ κι τὄκουβάμι κουμματσιούλια. Ἅμα ὄψιαζαν αὐτὰ λίγου ἀρχινούσαμι πάλι κι ἄλλα κουμματσιούλια. Ὡς τοὺ βράδ’ γένουνταν αὐτὴν ἡ δλιά, γιὰ νὰ στέγνουναν τὰ κουμματσιούλια ἀ κι νὰ μπουρούσαμι νὰ τὰ τρίψουμι. Τοὺν ξυνὸ τοὺν τραχανᾶ τοὺν ἔτριβάμι στοὺ κόσκνου, ἰνῶ τοὺν γλυκὸ τοὺν ἔτριβάμι στοὺ διρμόν’ κι γένουνταν λίγου χουντρύτιρους κιἤθιλνι πιρισσότιρου βράσιμου γιὰ νὰ φουσκώσ’.

Ἰγὼ πάλι ἅμα εἶδα ὅλ’ αὐτὴν ν’καθυστέρησ’ μὶ τὰ κουμματσιούλια ὅλ’ τὴν μέρα, σκέφκα νὰ τἀλλάξου. Ἔφκιασα ζμάρ’ χουρὶς προυζύμ’, μὶ μαρκάτ’ κι αὐγὰ κι ὕστιρα ἔπλασα πέτουρα. Φκιάνουντας τὰ πέτουρα μέχρι νὰ σώσου τοὺ τιλιφταίου τὰ πρῶα κιόλας εἶχαν στραγγίσ’ ἀ κι μπουροῦσαν νὰ τριφτοῦν στοὺ κόσκνου. Ἔτσιας τέλειουνα αὐτὴν τ’δλιὰ στὰ γλήγουρα γιατὶ ἦμαν μαναχιάμ’ κι μὶ κυνηγοῦσαν οἱ δλιές. Γένουνταν ἕνας τραχανᾶς μιρακλήθκους, κιτρινουβουλοῦσι. Ὕστιρα εἶδαν αὐτόϊας κι ἄλλις γναῖκις ἀ κι τώρα ὅλις φκιάν πέτουρα ἀντὶ γιὰ κουμματσιούλια κι σών’ μνιὰ χαρὰ κι νουρίτιρα.

Μνιὰ μέρα ἰκεῖας ἀπ’ ἦμαν στοὺ χουργιὸ ἀκούου μνιὰ χουργιανή μας ἀπ’ ἴλιγι, «μόρα χαρὰ σιαὐτὴν ποὺ μᾶς σταμάτσι νὰ φκιάνουμι κουμματσιούλια τοὺν τραχανᾶ». Ἰγὼ τἄκσα κι φχαριστῆθκα, ἀλλὰ δὲν εἶπα τίπουτας. Σάματις κι τὶ νὰ πῆς; Γιρὴ δλιά.

Καθὼς ἔτρουγάμι μὶ τ’μάνναμ’ λίγου μαρκάτ’ πρόβγειου, π’μᾶς τὄστειλι ἡ θκόζμας ἡ παπαΘουμᾶς.

 Πέφτ’ 10Γινάρ’2019 στοὺ μούργκζμα. Ὄξου σὰ νὰ ψιλουβρέχ’.

ἀρ.νι.μα.

nikiforos 2