Πιδγιὰ τ’Τζιουνουβασίλ κι τς Κατιρίντς ἦταν ἡ Τζιουνουβασιλουγιώρς 1897, ἡ Λίας-Κρανουλίας 1905 κι ἕνα κουρίτσ’ ἡ Μαρία παντριμέν’ στ’ Βουγγόπιτρα.
Στοὺν κιρὸ ποὺ γένουνταν στὰ χουργιά μας ἡ λουμοῦρα μὶ τἀνταρτκὰ ἔρχουνταν ἡ ἕνας κι ἡ ἄλλους νὰ διαφουτίσν, γιὰ νἀνοίξν’ τὰ μάτχια μας κι νὰ δοῦμι προυκουπή. Ὅπους φκιάν’ τώρα αὐτοῦϊας σιακάτ’ ἀ κι λέν’ τόσα μψόσαλα γιὰ τ’Μακιδουνία. Τέτχοια προυκουπὴ θέλν νὰ μᾶς φκιάσν κι ὅλ’ αὐτοί.
Μᾶς μάζουξαν μνιὰ φουρὰ πέρα σνἉγιΚοίμησ’, ἀφοῦ τοὺν ἉηΓιώρ’ μᾶς τοὺν εἶχαν κάψ’ οἱ παπποῦδις τςΜέρκιλ. Ἄλλ’ προυκουμέν’ κι αὐτοί. Μᾶς ἔμασαν ὄξου στοὺ χαϊάτ’ κι μᾶς μίλτσι ἕνας συναγουνιστής. Δὲν ξέρου ἀποὺ ποῦ λύκου εἶχι ρθῆ κι πῶς τοὺν ἴλιγαν. Ἀποὺ καμνιὰ φουρὰ ἔρχουνταν κι ἡ μέγας ἡ Τσιάντης μὶ ν’κλοῦτσα… Αὐτὸς εἶπι, εἶπι κι τὶ δὲ φουρλάτσι. Κα’ τοὺ τέλους μᾶς ἔβαλι στοὺ λιμὸ κι μνιὰ θλιὰ μὶ γουμαρουφόρτουμα. Μᾶς εἶπι. «Συναγουνισταί. Τηρᾶτι καλά, γιατὶ ἂν δὲν μἀκοῦστι σᾶς καρτιράει τοῦ Πυξάρ’ στοὺ Νιζισκό...».
Τοὺ Πυξάρ’ στοὺ Νιζισκὸ εἶνι μνιὰ τουπουθισία, ἔτς τοὺ λέν’ κι σήμιρα γιατὶ ἔχ’ Πυξάρ’, ὅπ’ εἶχαν κάμ’ ἔριβνα γιὰ μιταλλείου, ὅπους στοὺν θκόμας τοὺν λυκουἈμίαντου, π’χάλασι ὅλουν τοὺν τόπου. Ἔσκαψαν κι τἄφσαν ἔτσιας, ἀλλὰ ἀπόμκι μνιὰ τρανὴ χαβούζα.
Οἱ προυκουμέν’ οἱ ἀντάρτις διάλιξαν τοὺ Πυξάρ’ κι ἔφκιαναν ἰκεῖ τὰ «Λαϊκὰ Δικαστήρια». Ὅπχοιους καταδικάζουνταν ἰκεῖ, τιλείουνι μέσ’ στ’ χαβούζα. Δὲν ξαναγιρνοῦσι πίσου. Ἰκεῖ δικάσκαν καμπόσ’ Βιλβινοὶ κι δὲν γύρσαν πίσου. Ἰκεῖ δίκαζαν κι τοὺν Δημουλᾶ, τοὺν θκόμας τοὺν Δάσκαλου, ἀλλὰ σκώθκι ἡ Κρανουλίας κι τοὺν γλύτουσι, ἀλλιῶς θὰ τοὺν ἔτρουγι ἡ Μαρμάγκα.
Ὅταν ἰκείνους ἡ συναγουνιστὴς μᾶς εἶπι ἔτσιας γιὰ τοὺ Πυξάρ’, π’ τοὔξιρνάμι καλά, κέρουσάμι ὅλ’. Δὲν τοὖχαν κι πουλὺ νὰ μᾶς ξιπατώσν. Ρώτηξι ὅμους ἂν ἔχ’ καένας καμνιὰ ἀπουρία. Τότι σκώθκι ἡ Τζιουνουβασιλουγιώρς κι τοὺν εἶπι μὶ θάρρους. «Συναγουνιστή, ὅλα καλὰ αὐτάϊας ἀπ’ μᾶς εἶπις σήμιρα, ἀλλὰ μᾶς στιναχώρσις ὅλ’. Εἶπις ὅτι μᾶς καρτιράει τοὺ Πυξάρ’ στοὺ Νιζισκό. Συναγουνιστή, στιναχουρέφκαμι πουλύ». Τότι ἡ Συναγουνιστὴς εἶπι. Ζητῶ συγνώμ’. Δὲν ἔπριπι νὰ τοὺ πῶ αὐτό». Σὰ νὰ μᾶς γλέπου κι τώρα ὅλ’ μαζιμέν’ στοὺ χαϊάτ’ κι ἡ Τζιουνουβασιλουγιώρς νὰ τὰ λέη στοὺν Συναγουνιστή.
Ἰά, ἔτσιας γένουνταν ἰτότι μὶ τς Διαφουτισταὶ κι τς Συναγουνισταί. Νὰ μᾶς φλάξ’ ἡ Θιὸς κι ἀποὺ ἰτούτνους τς κινούργ’.
παπαδγιὰ Ἀφρουδίτ’
κι γραφὴ ἀρ.νι.μα.
σαββάτου 12τ’Γινάρ’2019