nikiforos 2Μουλουγοῦν κάναν κιρό, ὅτ’ οἱ Γκουβράδις στοὺ χουργιὸ γίνκαν ψαριάϊδις. Ἡ Γκουβρουντιώνας, ἡ Γκουβρουχουρίις κι ἡ Γκουβρουζιώγας, ἀπ’ τς πρόλαβάμι κι μεῖς. Αὐτοὶ κατέφκαν μὶ τὰ γουμάργια τς κι τὰ γαλίκια κάτ’ σν Κατιρίν’ ἀ κι φόρτουσαν σαρδέλλις.

Μέχρι νὰ ξανανιβοῦν τοὺν ἀνήφουρου τοὺν Ἔλυμπου ἀ κι νὰ φτάσν σιαπὰν κα’ τοὺ χουργιό μας κι ὡς τ’ Λουζιανὴ τὰ ψάργια τς βάρηναν κατά τς χουνιμένες τς μυρουδγιές. Δηλαδὴς βρώμσαν. Αὐτοὶ ὅμους ὄχ’ μούγκι ἔσκουζαν πάρτι ψάργια φριέσκα, ἀλλὰ πότι πότι ἀμπρουστὰ στς νοικουκυρὲς ἔπιρναν ἀποὺ κανένα κι τὄτρουγαν ἔτσιας ντὶπ οὐμὸ κι ἄψτου. Ἔτσιας τὰ πούλτσαν ὅλα κι μνιὰ χαρά.

ΑΜ’ τὶ θαρεῖτι ἀ ρὰ μπριώνδεις. Δὲν πααίν’ παρακάτ’. Τοὺ ἴδγιου φκιάν’ κι ἡ θκόζμας ἡ Ἀλέξς. Ἔβαλι ζόρλα νὰ τοὺ χάψουμι κι νὰ τοὺ χουνέψουμι ὅλ’, ὅτ’ ἡ ἄχΣΥΜΦΟΥΝΙΑ τς ΠΡΕΣΠΑΣ εἶνι ὅ,τ’ καλλίτιρου γίνκι σν Ἰλλὰς ἀπ’ τν’ ἰπουχὴ τ’χαλκοῦ! Ὀ ρὰ δὲν ἀντράπκι λίγου ἡ βλουημένους ἀ κι πῆγι κι στ’ Σαλουνίκ’ κι τἆπι. Ἀλλὰ ξιαστόχσα. Εἶχι ἀποὺ γύρουτ’ ὅσις Μιραρχίις θὰ ἔχ’ ἡ χίτλιρ, ὅταν θὰ φκιάσ’ τοὺν ΕΒΔΟΥΜΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΙΜΟΥ. Μόναχα τάγκς δὲν εἶχαν, γιατὶ θὰ εἴχαμι κινούργιου Πουλυτιχνείου. Κι ἄειντι πάλι κινούργις γιουρτές.

Ἂν ἔχ’ τν ἀλήθχεια κι ἂν κουτάη, ἂς ἔρθ’ μαναχός τ’ σὰν τοὺν Διγινῆ «μὶ Τιτραπίθαμου σπαθὶ κι δγυὸ οὐργιὲς κουντάρ’…». Ἔτσιας εἶνι ἡ ἀλήθχεια, Ἀλέξημ’ καλέ. Ἀλλιῶς, πλᾶς ψάργια βρώμκα. Τώραϊας ἀκούου ὅτ’ θὰ τὰ πῆς κι ἰντὸς ἕδρας. Θὰ τὰ πῆς κι σν Ἀνθήνα. Κοίτα καλὰ νὰ μὴν πάθς κάνα μπέρκου γιρὸ σν Ἀνθήνα. Κάναν κιρὸ ἦταν ἀντιΜακιδουνικὸς ἡ Δημουσθένς, ἀλλὰ νὰ ξέρς κι ἰκεῖ σιακάτ’ τώρα ὅλ’ ἀγαποῦν τΜακιδουνία. Μόνου στὰ γήπιδα μᾶς λέν’ κι λίγου Βούλγαρ’, σὰν τς χουρουφυλάκ’ ἀπ’ ἴφιρις στὰ Συλλαλητήργια. Δὲν οὐντίζν μὶ τισένα, οὔτι κι μὶ τοὺν ἄλλου τοὺν ρουδουκόκκιανου ἀποὺ ὑπόγραψι. Τήρα μὴν πάθς καμνιὰ κασκαρίκα χουντρὴ κι τφσᾶς κι δὲν κρυών’ οὔτι κι σν ἄλλ’ τ’ ζουή. (Ἀφοῦ δὲν ὑπάρχ’ ἄλλ’ ζουὴ ρά. Ὅ,τ’ φᾶμι κι ὅ,τ’ πιοῦμι κι ὅ,τ’… ἰδώϊας σιαὐτὴν τ’λυκουζουή).

Ἀ ρὰ Ἀλέξ’ κρῖμα σ’. Ἔβαλις τ’Μακιδουνία μας στοὺ ΣΤΟΙΧΜΑ. Ἰὰ νὰ δοῦμι πότι θὰ τβάλτς κι στὰ ΖΑΡΓΙΑ. Ποῦ νὰ ξέρς; Ἰσὺ εἶσι μάστουρας, μάνναμ’. Εἴμιστι ὅλ’ σίγουρ’, ὅτ’ θὰ κιρδέσς κι τοὺ ΣΤΟΙΧΜΑ κι τὰ ΖΑΡΓΙΑ, ὅπους κέρδσις κι κείνου τοὺ ἔρμου τοὺ Δημουψήριζμα. Εἶδις; Οἱ Ἕλληνις μὶ τοὺ ΟΧ’ ἰνουοῦσαν ΝΑΙ. Μούγκι ἰσὺ τοὺ κατάλαβις. Κι ἔτσιας νἄλλ’ τ’ μέρα ἀνακοίνουσις, ὅτ’ τοὺ ἀπουτέλισμα ἦταν ΝΑΙ ρά. Φᾶτι του κι σκάστι. Σᾶς ἀρέζ’ δὲν σᾶς ἀρέζ’. Ντὶπ Δημουκρατκά. Ποῦ νἆταν κάνας ἄλλους; Θὰ τοὺν εἴχιτι γδάρ’ ἀνάπουδα. Φαντάσ’ τοὺν μπαρμπαΓιάνν’ τοὺν Μιταξᾶ μὶ τοὺ ΟΧ’ τ’1940 νὰ ἰννουοῦσι ΝΑΙ. Ἄειντι τὶ φατσίστα θὰ τοὺν ἰλιγάμι ὅλ’. Κι μὶ τοὺ δίκιου μας, ἀφοῦ θὰ μᾶς εἶχι ξιπλήσ’ σὶ ὅλνους τς δγιαουλόψυχ’.

Ἄει. Καρτιροῦντας τοὺ ΣΤΟΙΧΜΑ κι τὰ ΖΑΡΓΙΑ.

Τιτράδ’ 9Γινάρ’2019 κι ἰφτυχῶς μόνου ὄξου χιουνίζ’ ξανὰ πουλύ. Γίνκαν ὅλα ἄσπρα.

Γιὰ νὰ μὶ λέμι ἡ μαύρους ἡ Γινάρς, σὰν τοὺ μαύρου 1897.

ἀρ.νι.μα.

nikiforos 2