nikiforos 2ΙΦΙΡΑ τ’ μάνναμ’ ἰδώϊα στοὺ μαναστήρ’ ἀπ’ ‘ν Κατιρίν’ μὶ τοὺν γάμου τ’ Χρήσου τἀγγουνοῦ τς κι μᾶς μουλουγάει, πῶς κάναν κιρὸ εἴχαμι μιλίσσια στοὺ χουργιό. Πρῶτ’ εἶχαν σιακάτ’ στὰ μαντριά τς ἡ μπαρμπαΜήκας, οἱ Τζιουνάδεις, ἡ Τζινουμήτσιους εἶχι κι στοὺ σπίτιτ’, οἱ Τζηκάδεις κι ἡ παπποῦς ἡ Γκαλτσαντώντς ἀπ’ χουσμέτιβι στοὺ μαναστήρ’ στοὺ Ζντιάν’, ὅταν γλύτουσι ἀπ’ τς ψουρόΓαλλ’ π’ σκότουσαν τοὺν Ἡγούμινου κι τς ἄλλ’ 1918.

 

Ὅμους τὶ τοὺ θέλτς; Ἴσια ποὺ ἴλιγαν ὅτ’ ἔχν. Τἆχαν σὶ κουσιώργια. Οἱ κουσιώρεις ἦταν πλιγμένις μὶ βιργιὰ φυντιάνια πλατανίσια, σὰν τὰ γαλίκια, κι ἀλειμμένις μὶ βουϊδίσια βουνιά, γιὰ νὰ γιουμώζ’ ἡ πλέξ’. Τοὺν χειμῶνα τς ἔφκιαναν ἀντῦμα μὶ λόζιου ἀποὺ βρίζα κι τς τύλιγαν ἀπ’ ὄξου, γιὰ νὰ μὴν ψουφοῦν οἱ μιλίσσις. Γιὰ νὰ πάρν ἰτότις λίγου μέλ’ ἔπριπι νὰ πνίξν τς μιλίσσις κι νὰ στίψν τς κηρίθρις…

Ὕστιρα ἀπόχτσι κάμπουσα κι ἀργότιρα πουλλὰ μὶ κινούργις κυψέλις ἡ μπαρμπαΚώτσιους ἡ γραμματκός. Ἡ θχειάκουΜιταξού, ἡ γναῖκα τ’, ἦταν ἀξαδέρφ’ τς μπαμπουΣτέργινας κι τ’ μάνναμ’ ‘ν εἶχι ἀμψιά. Ἔτσιας πάηνι κι τοὺν ἀβουηθοῦσι ἀποὺ λίγου ἡ πατέραζμ’. Ἅμα ὅμους κάνα χόβ’ ξιαστουχιοῦνταν κι κάθουνταν πουλύ, ἡ παπαΝικόλας ἀντραλίζουνταν, γκριζιαλνιοῦνταν ἀράδα κι τοὺν ἴλιγι, «μπράβους ἀ ρά. Πάλι στοὺν παραπατέρασ’ ἀκόλτσις κι ξιαστουχήθκις;». Τοὺν ἴλιγι ἡ πατέραζμ’. «Ἔ ρὰ πατέρα. Τοὺν ἀβουηθῶ, κι μὶ ἀρέζ’, ἀ κι μαθαίνου». Κα τοὺ 1960 ἡ πατέραζμ’ πῆγι πέρα στοὺν Οἴσβουρου στ’ Χαρίσειου Γιουργικὴ Σχουλὴ μαζὶ κι μὶ ἄλλ’ μιλισσουκόμ’, γιὰ νὰ διδαχτοῦν πιρσσότιρα γιὰ τὰ μιλίσσια ἀπ’ τς Γιουπόν’. Πῆρι κι βιβλία κι πιριουδικά, γιὰ νὰ δγιαβάζ’ ἀράδα.

Ἡ πατέραζμ’ ἅμα εἶδι κι ξαναεἶδι τὰ μιλίσσια, τοὺν ἄρσαν. Ἔτσιας χάλιψι νὰ φκιάσ’ κι αὐτὸς θκάτ’ μιλίσσια. Εἶχι ἰτότις πουλλὰ μιλίσσια ἡ μπάρμπας τ’ ἡ Κώστας ἡ Γκούγκουρας στοὺ Ρύμνιου, ἀδιρφὸς τς μάννας τ’. Τοὺν ἔδουσι ἡ πατέραζμ ἕνα βόδ’, ἀμπουτὶς εἶχι τρία κι τοὺ ἕνα οὕλου κάθουνταν, κι κείνους τοὺν ἔδουσι κάνα δικαριὰ κουσιώρεις. Ὅμους τοὺν ἔδουσι διφτιρουπούλια ἀδύνατα κι ὄχ’ προυτουπούλια δυνατά. Γιατιαὐτὸ κιαὐτὰ δὲν ξιχειμώνιασαν καλά, ἀλλὰ ἀπόμκαν μόνου καναδγυό. Ἡ Τρανὸς ἀρχίντσι πάλι νὰ τοὺν λαβίζ’. «Ἀ ρὰ σὶ ξιγέλασι ἡ μπάρμπα σ’. Τοὺν ἔδουσις ἕνα βόδ’ κι σἔδουσι μνιὰ χούφτα μύγις». ‘Ν ἄλλ’ τ’ χρουνιὰ ὅμους πῆρι κυψέλλις μὶ κηρύθρις κι ὅ,τ’ χρειάζουνταν. Ὅταν ἦρθι ἡ ὥρα νὰ τρυγίσν τς πίτις δὲν εἶχαν τέτχοια μηχανὴ μὶ μανιβέλα. Εἶχι ὅμους ἡ ἀξάδιρφους τ’ Τρανοῦ μας ἡ παπαΧαράλαμπους ἡ Ματούλας στς Λαζαράδις. Μνιὰ κι δγυὸ τραβοῦν στς Λαζαράδις κι νταβίζν τ’ μηχανή. Τοὺν λέει ἡ παπαΧαράλαμπους, «Α ρὰ ἀμψίδ’, τν ἔχουμι γιουμάτ’ καλαμπούκ’, ρά, κι σὰν τὶ νὰ φκιάσουμι;» Μὶ τὰ πουλλὰ τν ἄδγειασαν (σάματις κι πόσου εἶχι) κι ἔτσιας τρύγσαν τὰ μιλίσσια.

Ὅταν τρυγοῦσαν, μέραζαν ἀποὺ κάνα κύπιλλου μέλ’ γύρου στ’ γειτουνιά. Τοὺν 15Αὔγουστου, ὅταν βουσκούσαμι τὰ βόδγια στοὺ στριβάδ’ πέρα στὰ Κέδρα ἔπιρνάμι γιὰ φαΐ ψουμὶ κι μέλ’ κι ἔτσιας πιρνοῦσι ἡ μέρα μας μὶ τ’ νηστεία. Ὕστιρα, ἀπ’ γίνκαν καμπόσα τὰ μιλίσσια τ’ παπαΧρήσου, τς ἴφιρι μηχανὴ γιὰ τρύγμα ἡ Βασίλτς ἀπ’ τ’ Σαλουνίκ’ ὅπ’ σπούδαζι. Ὅλα αὐτάϊας τὰ ἰργαλεῖα, ἅμα σχουρέθκι ἡ παπαΧρήσους, τἄδουσι ἡ μάνναμ’ γιὰ σχώργιου στὰ προυκουμένα τὰ πιδγιὰ τ’ Βασίλ’ τ’ Ξινουγκουντῆ, τοὺν Κουστάκ’ ἀ κι τοὺν Γιάνν’. Αὐτάϊας ἔρχουνταν ἀποὺ κουντὰ στοὺν παπαΧρήσου κι μάθισκναν γιὰ τὰ μιλίσσια τὄνα κι τἄλλου. Ὕστιρα αὐτὰ πρόκουψαν ἀκόμα πιρσσότιρου.

Σήμιρα μπαίνουντας στοὺ χουργιό, στοὺ Καραγάτσ’, ἔχν’ τὰ μιλίσσια τς τὰ πιδγιὰ ἀποὺ ἀνάφιρα κι δὲν ἀγρουνίζου ἂν ἔχν ἄλλ’.

Ἰδῶ π’ τὰ λέμι, εἶνι βλουημένου πλᾶσμα ἡ μιλίσσα. Τν πινέβ’ πουλὺ ἡ Παλιὰ Διαθήκ’ γιὰ τὰ καλὰ προυϊόντα ἀποὺ φκιάν’ ἕνα τόσου μκρό, ἀλλὰ θαματουργὸ πλασματούλ’. Ἴσια μὶ 53 φορὲς λέει γιὰ τοὺ μέλ’, 8 φουρὲς γιὰ τ’ μιλίσσα κι δγυὸ φουρὲς γιὰ τοὺν μιλισσῶνα. Ἀλλὰ κι ἡ Χριστός, ἅμα ἀναστήθκι, ἔφαγι «ἀπὸ μελισσίου κηρίου», γιὰ νὰ δείξ’ στς Μαθηταί τ’, ὅτ’ δὲν ἦταν φάντασμα. Δόξα Τουν!!!

Κι νὰ τοὺ ξέρτι. Οἱ μιλίσσις κι προυτοῦ ἀπ’ ‘ν κρίσ’, κι μέσα σν κρίσ’, ἀ κι τώρα ποὺ ἔσουσι ἡ κρίσ’ κι τὰ διαουλουμνημόνια τς, (ἀπ’ λέν’ δηλαδὴς αὐτούϊα σιακάτ’ κα ‘ν Ἀθήνα, ὄξου κι ἀλάργα ἀπ’ τημᾶς), πάλι βγάζν οὑλόγλυκου μέλ’. Μό ρα δὲν πῆραν κι ντὶπ χαμπάρ’ ἀπ’ τὰ ξιπατουμένα τὰ μνημόνια τς. Φαντάσ’ νὰ μπουροῦσαν νὰ βάλν μνημόνια στς μιλίσσις κι σὶ ὅ,τ’ ἄλλου ἀγαθὸ ἔδουσι ἡ Μιγαλουδύναμους. Χίλις φουρὲς δόξα Τουν.

Τρίτ’ 21.8.2018

Σήμιρα ποὺ ἔσουσάμι ἀπ’ τὰ λυκουφαγουμένα τὰ μνημόνια τς.

Τοὺ γράφουμι, γιὰ νὰ μὴν τοὺ ξιαστουχήσουμι

κι ξιθαρρέψουμι ψίχανα.

ἀρ.νι.μα.

nikiforos 2