Ὁ Μέγας ἑρμηνευτὴς τῶν Ἁγίων Γραφῶν, Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, βλέποντας τὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁμιλώντας γιαὐτὸν θαυμάζει τὴν εὐμήχανο χάρι τοῦ Θεοῦ. Διότι βλέπει σαὐτόν, τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐνήργησε ἡ πανσοφία Του, γιὰ νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο.
Μὲ ἕναν ἀτιμωτικὸ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ θάνατο κατέλυσε δύο κράτη, τοῦ διαβόλου καὶ τοῦ θανάτου! Διότι σἐκεῖνον τὸν καιρὸ ἡ καταδίκη κάποιου σὲ σταυρικὸ θάνατο ἦταν βαρὺς ἐξευτελισμὸς καὶ στὸν περίγυρο ἐπέσυρε βαρύτατο περίγελω. Σὲ τέτοιον θάνατο κατεδίκασαν οἱ φαρδομάνικοι τῶν Ἱεροσολύμων τὸν Κύριο τῆς δόξης!
… «Ποῦ πορεύῃ τέκνον; Πῶς φέρεις πάθος ἐπονείδιστον;» Κι ὅμως ἡ Θεοτόκος Μητέρα δὲν βλαστήμησε κι οὔτε καταράστηκε κανέναν!!! Τὴν Μ. Ἑβδομάδα 2018 διάβασα στὸ πολύτιμο site Mikrovalto.gr ἕνα ὑπέροχο σὲ σύλληψι καὶ πλοκὴ ποίημα. Θέλει τὴν Παναγία, καθὼς ἀποχωρεῖ ἀπὸ τὸν Γολγοθᾶ, νὰ ἀκούη κάπου παραδίπλα νὰ κλαίη μιὰ ἄλλη γυναῖκα, ὅπως ἔκλαιγε καὶ ἡ ἴδια. Στέκει καὶ τὴν ρωτάει, «Γιατὶ κλαῖς, καλή μου;» Καὶ ἡ ἄλλη τῆς ἀπαντᾶ. «Πέθανε ὁ γιός μου, τὸ σπλάγχνο μου…». «Καὶ ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ γιοῦ σου», ρωτάει ἡ Παναγία. «Κι ἀπαντᾶ ἡ ἄλλη μέσ’ στὸ σκοτάδι. «Ἰούδας, λέγονταν ὁ γιός μου». Τὴν πῆρε τότε ἡ Παναγία μαζί της, ἐκείνη τὴν πρώτη νύχτα τοῦ κοινοῦ πόνου, γιὰ νὰ συμπαρηγορηθοῦν. «… Κι οἱ δυὸ μαννάδες περπατοῦν σφιχτὰ ἀγκαλιασμένες»! Εἴθε νὰ ἔγινε κι αὐτό. Εὖγε στὸν ποιητή!
ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέγων. «Σήμερα ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς βρίσκεται στὸ σταυρὸ κι ἐμεῖς ἔχουμε γιορτή. Γίνεται αὐτό, γιὰ νὰ μάθουμε, ὅτι ὁ σταυρὸς εἶναι γιορτὴ καὶ πανηγύρι πνευματικό. Προηγουμένως ὁ σταυρὸς ἦταν ὄνομα καταδίκης. Τώρα ὅμως ἔγινε ἀντικείμενο τιμῆς. Πρῶτα ἦταν σύμβολο ἀτιμώσεως, ἐνῶ τώρα εἶναι θεμέλιο τῆς σωτηρίας. Ὁ σταυρὸς ἔγινε γιὰ χάρι μας αἴτιος μυριάδων ἀγαθῶν. Αὐτὸς μᾶς ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴν πλάνη. Αὐτὸς μᾶς φώτισε, ἐνῶ ζούσαμε στὸ σκοτάδι. Αὐτὸς μᾶς συμφιλίωσε μὲ τὸν Θεό, ἐνῶ ἤμασταν ἐχθροί του. Μᾶς ἔκανε δικούς του, ἐνῶ ἤμασταν ἀποξενωμένοι. Μᾶς ἔφερε κοντά του, ἐνῶ ἤμασταν ἀπομακρυσμένοι. Αὐτὸς καταργεῖ τὴν ἔχθρα. Αὐτὸς ἀσφαλίζει τὴν εἰρήνη. Αὐτὸς εἶναι θησαυροφυλάκιο τῶν ἀμέτρητων ἀγαθῶν μας. Ἐξ αἰτίας του δὲν πλανώμαστε πλέον στὶς ἐρημιὲς (σὰν δαιμονισμένοι), διότι γνωρίσαμε καλὰ τὸν δρόμο τῆς ἀλήθειας. Δὲν ζοῦμε πλέον ἔξω ἀπὸ τὴν Βασιλεία. Ἀφοῦ βρήκαμε τὴν θύρα της. Δὲν φοβούμαστε τὰ φλογισμένα βέλη τοῦ διαβόλου, διότι εἴδαμε τὴν πηγή.
Γιὰ ὅλα αὐτὰ γιορτάζουμε, ἀφοῦ τελοῦμε τὴν μνήμη τοῦ σταυροῦ. Γιαὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος μᾶς παράγγειλε νὰ γιορτάζουμε γιορτὴ γιὰ τὸν σταυρό. Λέει. «Νὰ γιορτάζουμε ὄχι μὲ παλιὸ προζύμι, ἀλλὰ μὲ τὰ ἄζυμα τῆς εἰλικρίνειας καὶ τῆς ἀλήθειας» (Α’ Κορ 5,8). Στὴ συνέχεια ἀφοῦ πρόσθεσε τὴν αἰτία, λέγει, «Διότι τὸ δικό μας Πάσχα εἶναι ὁ Χριστός, ποὺ θυσιάσθηκε γιὰ μᾶς» (7).
Εἶδες ὅτι γιὰ τὸν σταυρὸ παραγγέλλει νὰ γιορτάζουμε; Ἀφοῦ «στὸν σταυρὸ θυσιάσθηκε ὁ Χριστός». Ὅπου ὑπάρχει θυσία, ἐκεῖ ἐξαφανίζονται καὶ τὰ ἁμαρτήματα. Ἐκεῖ ὑπάρχει καὶ συμφιλλίωσι μὲ τὸν Θεό. Ἐκεῖ ὑπάρχει γιορτὴ καὶ χαρά. Πές μου ποῦ θυσιάσθηκε; Πάνω σὲ ψηλὸ σταυρό. Καινούργιο λοιπὸν τὸ θυσιαστήριο, ἐπειδὴ εἶναι καινούργια καὶ παράδοξη καὶ ἡ θυσία. Ὁ ἴδιος ἦταν καὶ θυσία καὶ θύτης-ἱερεύς» (Ἰω Χρυσ. εἰς τὸν Σταυρὸν καὶ τὸν ληστήν, ΕΠΕ 36,8-10).
ἀρ.νι.μα 11.9.2018