«Τῌ Ἁγίᾳ καὶ Μεγάλῃ Δευτέρᾳ μνείαν ποιούμεθα τοῦ μακαρίου Ἰωσὴφ τοῦ παγκάλλου καὶ τῆς ὑπὸ τοῦ Κυρίου καταρασθείσης καὶ ξηρανθείσης συκῆς».
ΚΑΤΑ τὴν ἁγία καὶ Μεγάλη Δευτέρα μνημονεύουμε τὸν μακάριο Ἰωσὴφ μὲ τὴν πανέμορφη ψυχὴ καὶ τὴν καταρασθεῖσα ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ ξηρανθεῖσα συκιά.
ΓΙΑ τὸν Ἰωσὴφ θὰ σημμειώσουμε λίγα στοιχεῖα. Εἶναι τὸ ἑνδέκατο παιδὶ τοῦ πατριάρχη Ἰακώβ. Εἶναι ἐκεῖνο τὸ εὐλογημένο παιδί, ποὺ εἶδε τὰ θεόσταλτα ὄνειρα, τὰ ὁποῖα ἐπαληθεύτηκαν ὅλα ἐπακριβῶς. Ὅταν τὰ ὄνειρα εἶναι θεόσταλτα, τότε ἐπαληθεύονται μὲ λεπτομέρεια. «Ὅταν δὲν εἶναι θεόσταλτα, τότε χρειάζονται μέντιουμ, ὀνειροκρῖτες καὶ καφετζοῦδες». Ἡ θαυμαστὴ ἱστορία του καταγράφεται σὰν μὲ βιντεοσκοπημένη ἀκρίβεια στὴν Γένεσι κεφ. 37-50. «Ὁ Ἰωσὴφ ἦταν δεκαεπτὰ ἐτῶν καὶ βοσκοῦσε τὰ πρόβατα τοῦ πατέρα του μαζὶ μὲ τὰ ἀδέλφια του… Ὁ Ἰακὼβ ἀγαποῦσε τὸν Ἰωσὴφ πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅλα τὰ παιδιά του, διότι ἦταν στερνοπαίδι τῶν γηρατειῶν του. Τοῦ ἔρραψε δὲ καὶ ἕνα χιτῶνα πλουμιστό…». Μετὰ ἀπὸ τὴν ἀδελφοφονικὴ πώλησί του, ποὺ κατέβηκε στὴν Αἴγυπτο, «ὁ Κύριος ἦταν μαζί του καὶ εἶχε συνεχῶς ἐπιτυχίες».
Μετὰ ἀπὸ ὅλες τὶς περιπέτειές του ἔφθασε καὶ ἐνώπιον τοῦ Φαραώ. «Ἅμα θέλ’ ὁ Θεός, ἂς κάμ’ ὅ,τ’ θέλ’ ὁ κακὸς ὁ γείτονας». «Ἄκουσα γιὰ σένα, τοῦ εἶπε ὁ Φαραώ, νὰ λένε, ὅτι ἐξηγεῖς ὄνειρα». Κι ὁ Ἰωσὴφ τοῦ ἀπάντησε. «Χωρὶς τὸν Θεὸ δὲ θὰ δοθῆ σωτήρεια ἀπάντησι στὸν Φαραώ». Ἡ συνέχεια ἦταν ἡ ἀφήγησι τῶν ὀνείρων καὶ ἡ ἐξήγησί τους. Τότε ὁ Ἰωσὴφ συμβούλεψε τὸν Φαραὼ «νὰ βρῆ ἄνθρωπο φρόνιμο καὶ συνετὸ καὶ νὰ τὸν καταστήση ἄρχοντα ὅλης τῆς γῆς Αἰγύπτου». «Ἄρεσαν τὰ λόγια τοῦ Ἰωσὴφ στὸν Φαραὼ καὶ εἶπε στοὺς δικούς του. Ποῦ θὰ βροῦμε ἄλλον τέτοιον ἄνθρωπο, ποὺ νὰ ἔχη Πνεῦμα Θεοῦ μέσα του; Καὶ εἶπε. Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος φρονιμώτερος καὶ συνετώτερος ἀπὸ σένα». Ὁ Ἰωσὴφ γίνεται ὁ δεύτερος ἄρχοντας τῆς Αἰγύπτου μετὰ ἀπὸ τὸν Φαραώ, καὶ συγκεντρώνει ὅλες τὶς σοδειὲς καὶ τὰ χωράφια τῆς χώρας καὶ τοὺς ἀνθρώπους δούλους του, ἀφοῦ ὅλοι καταχρεώθηκαν.
ΤΕΛΟΣ ἦλθε ἡ ὥρα καὶ τὸν προσκύνησαν τὰ φονικὰ ἀδέλφια του ὀνομάζοντας καὶ τὸν πατέρα τους δοῦλο του. Ὅταν ἐκοιμήθη ὁ Ἰακώβ, τότε τὰ ἀδέλφια του ξανάρχισαν τὴν παλιὰ τακτική τους, πὼς τάχα ὁ πατέρας τους, λίγο πρὶν πεθάνη, ἄφησε ἐντολὴ νὰ συγχωρήση τὴν ἀδικία καὶ τὴν ἁμαρτία τους, ποὺ τοῦ ἔκαναν πρὶν δεκαετίες. Τότε ὁ Ἰωσὴφ εἶπε, κοντὰ στὰ ἄλλα, κι ἄλλον ἕνα λόγο ποὺ δὲν ζυγίζεται. «Τοῦ γὰρ Θεοῦ εἰμι ἐγώ». Μὴ φοβεῖσθε καὶ λέτε παραπανήσια λόγια, ποὺ δὲν τὰ εἶπε ὁ πατέρας μας. Δὲν θὰ σᾶς κάνω κακό. Ἀφοῦ δὲν τὸ ἔχω μέσα μου. Ποῦ νὰ τὸ βρῶ, γιὰ νὰ σᾶς τὸ πράξω; «Ἔκλαψε ὁ Ἰωσήφ», ὅταν τοὺς εἶδε νὰ ἔχουν ἀκόμη τὸ ἴδιο κακομυαλό, ὅπως κι ὅταν ἤθελαν νὰ τὸν σκοτώσουν, ἀλλὰ τὸν πούλησαν, καὶ τοὺς εἶπε, «Ἐγὼ εἶμαι τοῦ Θεοῦ. Σεῖς σκεφθήκατε γιὰ μένα πονηρά. Ὁ Θεὸς ὅμως ἀποφάσισε γιὰ μένα ἀγαθά, ὥστε μέχρι σήμερα νὰ τραφῆ πολὺς λαός».
ΜΕ ἐλάχιστα λόγια φαίνεται γιατὶ ὁ Ἰωσὴφ ἦταν πανέμορφη ψυχή, ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καὶ τύπος-προφητεία τοῦ Χριστοῦ. Γιαὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία τὸν μνημονεύει στὸ ξεκίνημα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Γιὰ νὰ εἶναι τύπος καὶ ὑπογραμμὸς τῆς ζωῆς ὅλων μας. Ἀμήν.
Μ.Δευτέρα 2.4.2018
ἀρ.νι.μα.