nikiforos 2ΕΞΟΡΙΑ εἶναι ἡ ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς πατρίδος ἀποπομπή-ἐκδίωξι. Ἡ ἀπέλασι μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα. «Αὐτὸς καταδικάσθηκε σὲ ἐξοστρακισμό, σὲ φυγή, σὲ ἀειφυγία, σὲ ὑπερορία ἢ ἐκτοπισμό». Εἶναι παλαιὸ ὅπλο τῆς ἐξουσίας, ἀλλὰ καὶ στοὺς πρόσφατους καιρούς μας, γιὰ νὰ γλυτώνη ἀπὸ τοὺς ἐπικίνδυνους ἀνατροπεῖς, καὶ μνηστῆρες της.

Ἦταν ἕνα πολιτικὸ μέτρο, ἂν δὲν τοὺς ἐκτελοῦσαν, ποὺ ἐφαρμοζόταν ἐναντίον εἰδικῶν προσώπων, ἄλλοτε δίκαια καὶ ἄλλοτε ἄδικα. Μεταφορικὰ εἶναι ὁ χωρὶς ἐξωτερικὲς χάρες καὶ ἀπαράκλητος τόπος. «Ποῦ σὲ μετέθεσαν κι ἔμεινες σαὐτὴν τὴν ἐξορία;».

ΤΟ ΜΗΤΡΩΟ τῶν ἐξορίστων διαθέτει πολλὰ πρόσωπα. Τὰ βιογραφικά τους εἶναι συνήθως κατάφορτα μὲ περγαμηνὲς βαριές. Στὰ ἀρχαῖα χρόνια ἡ ποινὴ τῆς ἐξορίας ἐπιβάλλονταν μὲ τὴν ψῆφο τῶν πολιτῶν μὲ τὰ ὄστρακα=σπασμένα κεραμίδια, ὅπου ἔγραφαν τὸ ὄνομα καὶ λεγόταν ἐξοστρακισμός. Ἔμειναν στὴν ἱστορία τὰ ὀνόματα ποὺ ἐξορίσθηκαν στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, Ἀριστείδης, Ξάνθιππος, Θεμιστοκλῆς, Θουκυδίδης, Κίμων καὶ τελευταῖος ὁ Ὑπέρβολος τὸ 417 π.Χ. Ἡ Ἀθήνα εἶχε τὸ «προνόμιο» νὰ ἐξορίζη εὐεργέτες της ἢ δικαίους. Ὁ Σωκράτης γλύτωσε τὴν ἐξορία, ἀλλὰ ἤπιε τὸ κώνειο! Στὰ χριστιανικὰ χρόνια ἐξορίζονταν ἐπιφανεῖς ἐπίσκοποι ἢ πατριάρχες, ποὺ δὲν συμφωνοῦσαν μὲ τὸ αἱρετικὸ παλάτι, Μ. Ἀθανάσιος ἐπὶ εἴκοσι χρόνια, Χρυσόστομος δύο φορές, Θεόδωρος Στουδίτης, Νικηφόρος, Μ.Φώτιος κ.ἄ. Βασίλισσες ἐπὶ Βυζαντίου ἐξορίζονταν σὲ γυναικεῖα Μοναστήρια, ὅπου γίνονταν μοναχές.

ΣΤΟ σημείωμα τοῦτο ὁ σκοπὸς δὲν εἶναι νὰ γραφῆ ἡ ἱστορία τῶν ἐξορισθέντων, ἀλλὰ νὰ ὑπογραμμισθῆ ἡ ἐλεήμων ἐξορία τοῦ πρώτου  ζεύγους τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Αὐτοὶ ἔχασαν τὴν πλουσιώτερη πατρίδα καὶ τὸ ἁγιώτερο παλάτι, στὸ ὁποῖο ζοῦσαν.

ΤΟ ζεῦγος εἶναι ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα. Πατρίδα καὶ παλάτι τους ἦταν ὁ παράδεισος. Ἐκεῖ τοὺς ἐνθρόνισε ὁ Πλάστης καὶ Δημιουργός τους. Ἐκεῖ ζοῦσαν παραδεισένια, «τὴν ἀταλαίπωρον διαγωγήν τους» (Ἰω Χρυσ ΕΠΕ 2,342).

ΟΜΩΣ, «ὁ Δεσπότης θεώρησε καλό, ὁ ἄνθρωπος τὸν ὁποῖο δημιούργησε νὰ ἔχη μέσα στὸν παράδεισο καὶ μία ἄσκησι ὑπακοῆς». Αὐτὴ ἡ ἐντολὴ δόθηκε μόνο γιὰ δοκιμασία τῆς ὑπακοῆς τους καὶ ἦταν σαφής. «Θὰ τρῶτε ἀπὸ ὅλα τὰ δένδρα τοῦ παραδείσου. Δὲν θὰ φᾶτε μόνο ἀπὸ τὸ δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ φᾶτε ἀπὸ αὐτό, θὰ πεθάνετε» (Γένεσις 2,16-17). Τελικὰ ὅλα τὰ καλὰ κρατοῦν λίγο. Τόσο κράτησε καὶ ἡ παραδεισένια ζωή. Μέχρι ποὺ ἦλθε καὶ ἡ μαύρη μέρα, κατὰ τὴν ὁποία οἱ πρωτόπλαστοι ἔφαγαν ἀπὸ τὸ ἀπαγορευμένο δένδρο.

ΕΤΣΙ «ἀρχὴν ἔλαβε ἡ εἴσοδος τῆς ἁμαρτίας». Ἐξ αἰτίας της «οἰκοδομήθηκε ὑπὸ τοῦ Δεσπότου καὶ ὁ θάνατος συμφερόντως». Τελικὸ ἀποτέλεσμα ὅλων τῶν γεγονότων ἦταν ἡ ἐξορία ἐκ τοῦ παραδείσου. «Δὲν ἀφήνει λοιπὸν τὸν Ἀδὰμ στὸν παράδεισο, ἀλλὰ τὸν προστάζει νὰ ἐξέλθη ἀπὸ ἐκεῖ». Καὶ τὴν ἐξορία «δὲν τὴν κάνει γιὰ τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο ἀπὸ φιλανθρωπία γιαὐτόν».

ΠΟΥ ὅμως εἶναι ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ τὸν ἐξόρισε; Διότι ἂν παρέμενε ὁ Ἀδὰμ στὸν παράδεισο, διέτρεχε τὸν κίνδυνο, «Μήπως ἁπλώση τὸ χέρι του καὶ λάβη ἀπὸ τὸ δένδρο τῆς ζωῆς  καὶ φάγη καὶ ζήση αἰώνια» (Γένεσις 3,22-24). Γιαὐτὸ τοὺς ἐξόρισε, «ἐπειδὴ εἶδε ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο πολλὰ δείγματα ἀδυναμίας, ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων ἔγινε πλέον θνητός. Γιαὐτὸ θεώρησε συμφερώτερο νὰ τὸν ἐξορίση ἀπὸ τὸν παράδεισο. Ὥστε ἡ ἐξορία αὐτὴ ἦταν ἀπόδειξι μεγάλης κηδεμονίας καὶ ὄχι ἀγανακτήσεως… Φροντίζοντας γιὰ τὸν πρωτόπλαστο τὸν πρόσταξε νὰ φύγη ἀπὸ τὸν παράδεισο…. Ὄχι δὲ μόνο ἡ ἐξορία ἦταν φιλανθρωπία, ἀλλὰ καὶ ἡ θέσι τῆς πρώτης κατοικίας τους. Τοὺς ἐγκατέστησε ἀπέναντι ἀπὸ τὸν παράδεισο, γιὰ νὰ ἔχουν ἀσταμάτητο πόνο, ἀλλὰ καὶ ὠφέλεια» (Ἰω Χρυσ εἰς Γένεσιν ὁμ 18 ΕΠΕ 2,510-512).

ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ τῆς ἐκ τοῦ παραδείσου ἐξορίας τοῦ Ἀδὰμ ἡ Ἐκκλησία μας τὸ μνημονεύει πάντοτε, ἀλλὰ ἰδιαίτερα κατὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς. Λέγει τὸ Συναξάριό της: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς ἀπὸ τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας τοῦ Ἀδάμ».

ΩΣ ἐπιστέγασμα τοῦ σημειώματός μας Ω ΕΛΕΗΜΩΝ ΕΞΟΡΙΑ παραθέτουμε τὸν περιγραφικὸ Οἶκο πρὶν ἀπὸ τὸ Συναξάριο τῆς Τυρινῆς, ΕΚΑΘΙΣΕΝ Ἀδὰμ τότε, καὶ ἔκλαυσε ἀπέναντι τῆς τρυφῆς τοῦ Παραδείσου, χερσὶ τύπτων τὰ ὄψεις καὶ ἔλεγεν· Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα.

Ἰδὼν Ἀδὰμ τὸν Ἄγγελον ὠθήσαντα καὶ κλείσαντα τὴν τοῦ θείου κήπου θύραν ἀνεστέναξε μέγα καὶ ἔλεγεν· Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα.

Συνάλγησον Παράδεισε, τῷ κτήτορι πτωχεύσαντι καὶ τῷ ἤχῳ σου τῶν φύλλων, ἱκέτευσον τὸν Πλάστην μὴ κλείση σε. Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα.

Παράδεισε πανάρετε, πανάγιε, πανόλβιε, ὁ δι’ Ἀδὰμ πεφυτευμένος καὶ διὰ τὴν Εὔαν κεκλεισμένος, ἱκέτευσον Θεὸν διὰ τὸν παραπεσόντα. Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα.

Τετάρτη Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου 2017

ἀρ.νι.μα.

nikiforos 2