ΕΙΧΑΝ δὲν εἶχαν, τιλικῶς τοὺ ψήφσαν οἱ στραπουκαμέν’. Ἀμ τὶ θάρσιτι. Ἔτσιας θὰ μᾶς ἄφναν ἰδῶ στν Ἱλλὰς χουρὶς τέτοιου σπουδιώτατου μουρέλου; Ἀποὺ δῶ κι πέρα νὰ δείτι ὅλ’ ἰσεῖς ἀπ’ ξισκιούσασταν κι γαυγιζέτι, γιὰ νὰ μὴν ψηφστῆ. Ἔχ, τὶ ἔχ’ νὰ δοῦν τὰ ἔρμα σας.
Πρώτουν κι τιλιφταίουν. Ὅλις οἱ βιουμηχανίις ποὺ σκαπέτσαν σιαπὰν κα’ τ’ Βουργαρία, ἰδώϊα στὰ Σκόπχια κι σν Ἀλβανία ἱτοιμάσκαν νὰ κατιβοῦν ξανὰ στν Ἱλλάς. Μόλις τὄμαθαν, εἶπαν, Μπράβου σας ρὰ πιδγιά. Ἰμεῖς αὐτόϊας καρτιρούσαμι τόσουν κιρό. Ἔφυγάμι κάπουτις, γιατὶ μᾶς ζητοῦσαν ἀράδα «τάληρα, τάληρα…», π’ τραγουδοῦσι ἡ Χατζηχρήστους. Τώραϊας ὅμους θαραπαύκαμι. Ὅλις ἔπχιασάμι σειρά, ποιὰ βιουμηχανία νὰ προυτουκατιβῆ τοὺ συντουμώτιρου στν Ἱλλάς, γιὰ νὰ καμαρώσουμι, πχοιὸς θὰ μπῆ στ’ σειρὰ πρώτους νἀλλάξ’ φύλλλου.
Ξέρτι, ἰδώϊας ποὺ τὰ λέμι, αὐτόϊας δὲν εἶνι κι τόσου δύσκουλου. Νά. Θυμοῦμι τ’ μάννα μ’, π’ ἄλλαζι τὰ φύλλα γιὰ τ’ βασιλόπτα, ἢ ‘ν κλουρόπτα. Τἄπιρνι ἀπ’ τοὺ πλαστήρ’ κι τἄβανι στοὺν τράπιζου, ἢ στοὺ τραπέζ’, μέχρι νὰ τἄσουνι ὅλα. Τόσου εὔκουλα ἄλλαζι τὰ φύλλα. Ὅλα αὐτάϊας τὰ σκέφκαν οἱ τρανοί μας. Λέτι νἀρχινήσν αὐτοὶ πρῶτ’; Καμπόσ’ ἔχν κι κάτ’ τρανὲς κλοιὲς κι ποῦ θὰ τς πααίν; Ἄλλ’ ἔχν κι κάτ’ μουστακάρις! Ὅμους κι αὐτὸ θὰ τοὺ βουλέψουμι μὶ τοὺν ἀσβέστ’. Ἔτσιας ἀπουτριχών’ κι ἡ Γιώργους τὰ κατσικουτόμαρα. Ὅσου γιὰ τς καραφλάρις ἔχ’ κι πιροῦκις. Ὅλα εἶνι μηλητμένα. Μὴν τρουμάζτι ἀποὺ τίπουτας.
Κι λίγου πρακτικότιρα. Ἅμα ρθοῦν ὅλα τὰ ἰργουστάσια ξανὰ ἰδῶ στν Ἱλλάς, αὐτόϊας σημαίν’ ὅτ’ ἡ ἀνιργία στὰ ἔρμα τὰ πιδγιά μας ἀπ’ πῆραν τς δρόμ’ σιαπὰν κα’ ‘ν Ἰβρώπ’, σιαπέρα σν Ἀμιρική, κι σιακάτ’ στς Ἀραπάδις θὰ κατιβῆ ἀμέσους στοὺ 0,666.
ΘΑ ἔχ’ τρανὴ οὐφέλεια ἡ τόπους ὅλους ἀπ’ αὐτὸν τοὺν ψήφου, ἀπ’ τιλικῶς ψήφσαν οἱ θκοί μας οἱ στραπουκαμέν.
Ἦταν κι σμαδγιακιὰ ἡ μέρα π’ τοὺ ψήφσαν οἱ βλουϊμέν’. Ἦταν τς Ἁγίας Ἰβλαμπίας. Αὐτὴν τ’ μέρα ξικίντσι ἡ ἀπιλιφθέρουσ’ τς Μακιδουνίας μας ἀπ’ τὰ Στινὰ τς Πόρτας τοὺν Σιρβίουν τοὺ 1912. Μὴ διαβάστι ὅμους τοὺν Σπύρου Μιλᾶ. Θὰ κλέτι μνιὰ βδουμάδα. Γράφ’ γιὰ τὰ παλληκάργια ἀπ’ πουλιμοῦσαν στοὺν ἀνήφουρου κι μι χιουνόνιρου!!! Τἀκοῦτι ἀ ρα στρατουπουκαμέν’; Πόσ’ νουμάτ’ ὅλ’ τ’ νύχτα μέσα σι ἕνα Ἰκκλησάκ’. Κι τοὺ προυΐ πῆραν σβάρνα τν 500χρονη λέρα μαζὶ μὶ τοὺν Γιρμαναρά τς, ποὺ ἀκόμα ἀπουράει τοὺ τουμάρ’!!! Γιόμψι ἡ δρόμους ὡς τὰ Σέρβγια σκουτουμέν’, ἀλόγατα, κανόνια κι μισουφιγγαρίσις σημαίις.
Δγυὸ φουρὲς κρῖμα στοὺ σήμιρα κι πχοιὸς ξέρ’ πόσις στ’ αὔριου.
«Ὁ Θεὸς νὰ ἐλεᾶ μας»!
ἀρ.νι.μα. 10.10.2017