Ἦμαν ἰτότι δώδικα χρόνια. Κι ἀπέρασαν οὐγδόντα χρόνια! Σὰν σήμιρα ἀπ’ μᾶς κήρξι τοὺν πόλιμου ἡ κουκουρόμνυαλους ἡ Μουσουλίντς. Σμαζώθκι ὅλου τοὺ χουργιὸ στοὺ μισουχώρ’. Τοὺ σπίτ’ τοὺ θκόμας ἦταν κουντὰ στοὺν ἁηΓιώρ’ κι ζμπλατέα κι τἄβλιπνα ὅλα ὅσα γένουνταν.
Τότι ἰκεῖ στοὺ μισουχώρ’ γένουνταν κουμμὸς κι θρήνους. (Αὐτὴν ἡ λέξ’ κουμμὸς-κομμὸς εἶνι ἀρχαία. Τν ἴλιγαν στς τραγουδίις τς οἱ ἀρχαῖοι κι σήμηνι τοὺν ἄγριουν θρήνουν). Ὅσ’ ἦταν προυστάτδις δὲν πάηναν στοὺν πόλιμου. Ὅμους κάνα δικαριὰ πιδγιὰ ἀπ’ τοὺ χουργιό μας πῆγαν ἀ κι γύρσαν ὅλ’ στοὺ τέλους. Κάθι μέρα ἡ παπἈντώντς ἔφκιανι παράκλησ’.
Κάθι μέρα ἔρχουνταν ταχυδρόμους ἀπ’ τὰ Σέρβγια κι ἴφιρνι τὰ γράματα ἀπ’ τοὺ Μέτουπου. Πουλλὲς γναῖκις ἰτότι δὲν ἤξιρναν ναὶ νὰ γράφν ναὶ νὰ δγιαβάζν. Ἴλιγαν τ’Σταυρούδου τ’Μακρυϊάνν,’ ἀποὺ ἦταν ἀρραβουνιαζμέν’ μὶ τοὺν Μπατσιακουζιώγα, κι τς τὰ δγιάβαζι ἢ κι τς ἔγραφι. Θυμοῦμι μνιὰ φουρὰ ἡ Ἀνέστηνα ἀρουτοῦσι ἰκεῖ στοὺ χαϊάτ’ στοὺν ἁηΓιώρ’ γιὰ τοὺ ψ, «μόϊ γναῖκις, αὐτόϊας τοὺ γράμμα ποὺ οὑμνοιάζ’ μὶ ρόκα π’γνέθουμι πῶς τοὺ λέν’ μά;» Ἡ Γκισιλούλινα ἤξιρνι κι δγιάβαζι κι ἔγραφι μαναχιάτς στοὺν Γκισιλούλ’ ἀπ’ ἦταν στοὺ Μέτουπου. Ἡ μπάμπου ἡ Γυφτουϊάννινα ἔκλιγι γιατὶ σὶ μνιὰ γιουρτὴ ἡ παπποῦς ἡ Γυφτουϊάνντς ἄνξι τοὺ καμνίν’ κι ἔφκιανι τὰ ὑνιὰ ἀπ’ τς Τρουβαλτνοί. Ἴλιγι ἡ καημέν’ ἡ μπάμπου, «λέλεμ’ ἡ καημένουζμ’, ἰτούτους ἡ θκόζμ’ ἡ ἄπραγους ἄνξι σήμιρα, τέτχοια τρανὴ γιουρτή, γιὰ νὰ φκιάσ’ τὰ ὑνιὰ ἀπ’ τς Τρουβαλτνοὶ κι μεῖς ἔχουμι τοὺν γιό μας τοὺν Πασκάλ’ στοὺν πόλιμου…»
Ἰὰ αὐτάϊας γένουνταν προυτοῦ οὐγδόντα χρόνια. Θιὸς σχουρέσ’ ὅσ’ θυσιάσκαν κι ἄσπρισαν τὰ κόκκαλα τς ἄταφα ἰκεῖ ἀπάν’ στὰ βνὰ κι στς σοῦδις, γιὰ νὰ εἴμιστι ὅλ’ ἰμεῖς ἰλέφθιρ’.
Τιτράδ’ 28.10.2020
παπαδγιὰἈφρουδίτ’
κι ἡ γιός τς ἀρ.νι.μα.