φαρμ148Ο Μιχάλης, ο Θανάσης ή Νάτσιους και ο Χρίστος ή Χρίσους. Τρεις σιδεράδες του χωριού. Κι οι τρεις από ξένο μέρος κι όχι απ’ το χωριό. Και δυστυχώς και οι τρεις τους ήταν για το χωριό οι ...γύφτοι. Τα ονόματά τους πολύ γνωστά στο Λιβαδερό.

Ο γυφτου-Μιχάλτς, ο γυφτου-Νάτσιους και ο γυφτου-Χρίσους. Έτσι ακριβώς.

             Γύφτοι οι ταλαίπωροι. Γύφτοι γιατί έτυχε να έχουν ένα καμίνι. Που έκαιγε κάρβουνα. Ένα φυσερό. Που φυσούσε το καμίνι για να ανάψει. Κι ένα αμόνι. Για να στριμώχνουν και να χτυπάνε τα κατακόκκινα απ’ την φωτιά σίδερα. Για να φτιάξουν τα υνιά, τα καρφιά, τα τσαπιά. Και τα πέταλα. Άκρως απαραίτητα για να καλιγώνουν (πεταλώνουν) οι χωριανοί τα ζώα τους. Να μη γλιστρούν στις κατηφοριές και να αντέχουν στις ανηφοριές.

 Όμως αυτοί ήταν νοικοκυραίοι σωστοί. Σιδεράδες καλοί. Και στην μουτζούρα πρώτοι. Πάντα κατάμαυροι απ’ τα κάρβουνα. Και η αμοιβή τους ήταν πάντα σε είδος: τυρί, αυγά, γάλα, βρίζα, αλεύρι, μαλλί και πολύ σπάνια ρευστό. Ήρθαν στο χωριό απ’ αλαργινούς τόπους. Εργάσθηκαν πάνω απ’ τη φωτιά αρκετά χρόνια. Όσα απαιτούσαν οι ανάγκες εκείνης της εποχής. Άλλαξαν το ασθενικό ξύλινο αλέτρι με το σιδερένιο υνί. Που άντεχε να οργώνει σε πετροχώραφα και ξερά χωράφια. Και είχε το χωριό πολλά τέτοια. Μην πούμε ότι όλα τα χωράφια του χωριού τελικά τέτοια ήταν. Σκληρά, ξερά και από πέτρες …να φαν κι οι κότες.

φαρμ148

            Ο Μιχάλης λεγόταν Παρασκευάς και ήρθε απ’ τη Δεσκάτη. Το καμίνι το έστησε στον Τσουκαλά, πάνω απ’ τον Ντούφα, στον λάκκο ανάμεσα σε Κουματζιάδες και Χουμσάδες. Εκεί είχε και κήπο, κότες και δύο σκρόφες (γουρούνες). Χήρεψε πολύ νωρίς, κι είχε ένα παιδί, μάλλον αγόρι. Ξαναπαντρεύτηκε με γυναίκα, που κι εκείνη είχε ένα κορίτσι. Αργότερα σαν μεγάλωσαν τα παιδιά παντρεύτηκαν μεταξύ τους και έφυγαν στο Μακροχώρι της Βέροιας. Έγινε μεγάλο σούσουρο στο χωριό. Παντρεύονται δύο αδέλφια; Όχι βέβαια. Μα τα παιδιά αυτά καμία συγγένεια δεν είχαν. Και το σούσουρο φυσικά καμία βάση δεν είχε. Ο Μιχάλης με την «Μιχάλινα» έκαναν κι ένα παιδί μαζί .Τον Κώστα, τον γυφτου-Κώτσιου. Ο γυφτου-Κώτσιους ήταν και πολύ καλός βιολιστής. Αφού δούλεψε αρκετά στο καμίνι του πατέρα του, αργότερα παντρεύθηκε, έκανε τρεις κόρες και έφυγε στην Γερμανία.

            Ο Θανάσης λεγόταν Δερίλας κι ήρθε από τα Γρεβενά. Πριν εργάζονταν στο Μεταξά και κατά διαστήματα και στο Λιβαδερό, σε μια καλύβα. Αργότερα έκανε κι αυτός καμίνι στο ισόγειο του σπιτιού του ανηλιακά, πίσω από τους Ντισιράδις. Λέγεται πως το μέρος, όπου έκτισε του το δώρισε ο Ντισιρουθόδουρος (Δισερής Θεόδωρος) ο μεγάλος, με ανταμοιβή να του φτιάχνει ο γυφτου-Νάτσιους τα υνιά εφόρου ζωής τζάμπα. Ο γυφτου-Νάτσιους λοιπόν ήταν καλός τεχνίτης και πολύ δυνατός. Με μεγάλα μπράτσα, κάτι που το απαιτούσε αυτή η δουλειά. Έπαιζε και ωραίο βιολί. Είχε βοηθό στο καμίνι τον γιό του τον Χρίστο, τον γυφτου-Χρίσου, που κι αυτός ήταν πολύ καλός στο βιολί.

            Ο Χρίστος είχε πέντε παιδιά: Την Αθανασία, την Ευγενία ,τον Θανάση, τον Κώστα και την Άννα. Θυμάμαι πάντα πως όταν στα μικρά μας χρόνια λέγαμε τα κάλαντα, από τα πρώτα σπίτια που πηγαίναμε ήταν αυτό του γύφτου-Χρίσου. Δεν ήταν καθόλου "γύφτος" ο άνθρωπος και πάντα εξηγούνταν με λεφτά, την ώρα που οι άλλοι στο χωριό δεν είχαν και μας έδιναν μόνο ξυλουκέρατα (χαρούπια), φιρίκια και μισά μήλα. Λένε πως όταν πέθανε η «Χρίσινα» η γυναίκα του Χρίστου, ο γυφτου-Νάτσιους, ο πεθερός της στην κηδεία της έπαιξε ένα πολύ πένθιμο τραγούδι και από τότε δεν ξανάπαιξε βιολί. Ο Χρίστος ξαναπαντρεύτηκε με γυναίκα από τα Γρεβενά κι έκανε κι άλλο παιδί, τον Ηλία.

           Όταν με τον καιρό ο γιρμανός (σιδερένιο άροτρο) μπήκε στο χωράφι για τα καλά και στην δούλεψη των χωριανών, οι «γύφτοι» έσβησαν τα καμίνια τους, πήραν τα λιγοστά υπάρχοντά τους κι έφυγαν, αφήνοντας πίσω στο χωριό μια ολόκληρη πολύ φωτεινή και δημιουργική ιστορία από φωτιές κάρβουνα, φυσερά, υνιά και τσαπιά.

           Ακριβώς τότε και το Λιβαδερό «απαλλάχθηκε» από τους «γύφτους» του, που τόσο πολύ το βοήθησαν με το καμίνι, την εργατικότητά τους και τα κάρβουνά τους.