Λιβαδερό. Κόκκινος Νόχτος. Αρχές του μήνα Μάη. Κοντά στο 1960. Άνδρες ,γυναίκες και παιδιά, με την τσίμπλα στο μάτι, όλοι καβαλαρία φθάνουμε πολύ πρωί. Τα χόρτα ίσα με το γόνατο. Μόλις είχε χαράξει (ξημερώσει).
Τα πρόβατα είχαν μπει στην στρούγκα. Ήταν πολλά, κοντά στα τριακόσια. Πολλοί και οι συνεταίροι ( οι σμιγαταραίοι). Επτά συνολικά. Ο τόπος ευωδιάζει. Η φύση έχει κέφια κι είναι στα καλύτερά της. Κι ένας αργοπορημένος γκιώνης, στο απέναντι φουντωτό δένδρο, απαγγέλλει το τελευταίο του ποίημα. Και το απαγγέλει καλά. Όπως καλά αρμέγει τα πρόβατά του κι ο κάθε σμιγάτορας. Όταν στο τέλος μετρηθεί το γάλα του καθένα, τότε θα υπολογισθεί αναλογικά και πόσα κιλά γάλα θα πάρει στην φετινή γαλακτοπαραγωγική περίοδο. Την ώρα που το γάλα αφρίζει στα εφτά καρδάρια, κάποιοι ετοιμάζουν την φωτιά.Θα ψήσουν,λέει, αρνιά. Είναι κι αυτά εφτά. Ένα από κάθε συνέταιρο. Βαλμένο για την γιορτή του γαλόμετρου. Και μην πείτε πως είναι πολλά. Είναι τόσα για να χορτάσουν οι σαράντα περίπου νοματαίοι, μικροί και μεγάλοι.
Ο γαλόμετρος φθάνει στο τέλος. Τα καρδάρια γέμισαν. Χείλος με χείλος φρέσκο γάλα. Στο τεφτέρι γράφηκαν με κάθε λεπτομέρεια όλοι οι αριθμοί. Κι όλα τα κιλά. Και το κοπάδι ξεκίνησε για την βοσκή. Μαζί του κι οι δυο νεαροί τσοπάνηδες και οχτώ σκυλιά. Σωστά θηρία, τσομπανόσκυλα. Κι όσοι μείναν πίσω γυρίζουν με την σειρά τις αυτοσχέδιες ξύλινες σούβλες. Σ’ ένα ατέλειωτο Μαΐσιο πράσινο. ΄Ένα καθάριο αεράκι φυσάει. Και όλους μας ανεξαιρέτως την μύτη μας τρυπάει η τσίκνα και η μυρωδιά του ψημένου αρνιού.
Στρώνουμε το τραπέζι. Και για τραπεζομάντιλο κομμένα κλαδιά βελανιδιάς. Εκεί θα ακουμπήσουμε τα κομμάτια απ’ το ψημένο κρέας. Κι κεί θα καθίσουμε όλοι μας, σταυροπόδι.Έτσι απλά. Η καθαρότητα και απλότητα της φύσης μας το επιβάλει από μόνη της.
Ο πατέρας μου ως δίκαιος Αριστείδης βάζει κλήρο στα κομμάτια απ’ το ψητό. Και τον Γιώργο του Αντρέα,τον χωραφά, τον κάνει τυφλή λοταρία. Εκείνος κλείνει τα μάτια του κι ο πατέρας μου τον ρωτάει:
-Τίνος είναι το κομμάτι αυτό Γιώργο; Κι ο Γιώργος με κλειστά μάτια απαντάει ανάλογα:
-Του μπάρμπα Νάτσιου,
-Της θειάς της Γιώργινας
-Του Βασίλη και πάει λέγοντας.
Κάποια στιγμή ο αρχηγός του λότου πιάνει ένα μεγάλο κομμάτι και χωρίς να είναι ψυλλιασμένος μονολογεί θριαμβευτικά:
-Ω ρε τι μεγάλο είναι αυτό! Κι όλο ψαχνό και τρυφερό! Ύστερα ρωτάει:
– Τίνος είναι αυτό το κομμάτι βρε Γιώργη;
-Θκόμ (δικό μου δηλαδή) απαντάει μονομιάς ο Γιώργος.
Άγαλμα ο πατέρας μου.