Ο μπάρμπα Λίας ήταν ο Παπαδόπουλος Ηλίας. Ο αδελφός του Βαγγέλη με το καφενείο. Αυτός ο πρύτανις της πλάκας και των αστείων στο Λιβαδερό, έμελλε να είναι τρία βράδια συγκάτοικός μας στην καλύβα μας στον Κόκκινο Νόχτο.
Ο μπάρμπα Λίας μεταξύ άλλων έφτιαχνε και πουλούσε πλαστήρια, πνακουτά (πινακωτές), πλάστες και τα συναφή. Το ξύλο του ήταν κυρίως από πλατάνι κι εμείς πολλά πλατάνια είχαμε στην Σμίξη, πολύ κοντά στη στάνη μας.
Ο μπάρμπα Λίας ζήτησε απ’ τον πατέρα μου να μείνει στην καλύβα μας τα βράδια, αφού για τρείς μέρες θα ήταν υλοτόμος. Για κακή του τύχη όμως στην καλύβα θα μέναμε και εμείς. Εγώ και η ξαδέλφη μου η Δέσποινα Παπαστέργιου, η Πέπου όπως την λέγαμε. Ήρθε και το πρώτο βράδυ όλοι καθίσαμε να φάμε. Εγώ και η ξαδέλφη μου δεν βάλαμε στο μάτι τόσο το φαΐ μα το ψωμί του μπάρμπα Λία. Ήταν άσπρο και αφράτο και όχι σαν το δικό μας το βρίζινο, μαύρο και ξινό κάποιες φορές. Πέσαμε για ύπνο. Το πρωί ο μπάρμπα Λίας έφυγε για το καθήκον του. Εγώ και η Δέσποινα μικρά παιδιά τότε, μόλις ξυπνήσαμε η πρώτη έγνοια μας ήταν στο κάτασπρο ψωμί του. Το είχε σε έναν τρουβά (ταγάρι) κρεμασμένο στην καλύβα. Το ξεκρεμάσαμε. Ήταν φαρίνα. Είχε σχήμα φραντζόλας και αμέσως τα χέρια μας έπιασαν δουλειά. Πρώτα εγώ και μετά η ξαδέλφη μου βουτούσαμε και σκάβαμε στην ψύχα. Μεγάλη ανασκαφή. Το ευχαριστηθήκαμε. Ήταν άλλο πράγμα το άσπρο ψωμί. Μεγάλη εφεύρεση. Κρεμάσαμε τον τρουβά και όλα καλά. Αμ δε; To βράδυ πάλι καθόμαστε για φαγητό. Ο μπάρμπα Λίας ανοίγει τον τρουβά, βλέπει την «καταστροφή» και λέει στον πατέρα μου:
- Δεν μου λες Γιάννη έχετε ποντίκια εδώ;
Ο πατέρας μου απαντά:
- Πάρα πολλά Λία. Η καλύβα είναι γεμάτη.
Ο μπάρμπα Λίας κόβει το μισοφαγωμένο ψωμί και το πετά στα σκυλιά. Ύστερα με προσοχή κάνει κόμπο τον τρουβά, τον κρεμάει και ξαπλώνει για ύπνο. Την άλλη μέρα εμείς κάνουμε πάλι την ίδια δουλειά και μετά δένουμε τον τρουβά κόμπο, όπως τον βρήκαμε. Ο μπάρμπα Λίας το βράδυ σαν γύρισε και έκατσε να δειπνίσει αμέσως κατάλαβε πως τα ποντίκια σίγουρα δεν ξέρουν να λύνουν και να δένουν κόμπους. Άρα κάποια… δίποδα ποντίκια είχαν κάνει την ζημιά. Κι εμείς καταλάβαμε ότι μας κατάλαβε. Κακό σημάδι. Είδαμε ακόμη πως το μισοφαγωμένο ψωμί δεν το πέταξε στα σκυλιά, μα χωρίς να σκεφθεί το έφαγε ο ίδιος. Στην συνέχεια γύρισε σε εμάς τους …ποντικούς και μας είπε: Παδιά αύριο φεύγω για το χωριό. Γίνεται γάμος στην γειτονιά σας. Παντρεύεται η Σταματία. Πετούν καραμέλες, κουφέτα και φοντάνια. Θα έρθετε; Και οι δυό κουνήσανε τα κεφάλια μας προς τα κάτω και ομόφωνα είπαμε ναι. Την άλλη μέρα φεύγουμε. Τα μουλάρια φορτωμένα με ξύλα και με εμείς στα καπούλια. Ο μπάρμπα Λίας σε όλο το δρόμο πεζός και ιδρωμένος από την κούραση. Φθάνουμε στο Λιβάδι. Τα κουρασμένα ζώα πίνουν νερό και ο μπάρμπα Λίας μας παραγγέλνει:
Παιδιά βάλτε από τώρα τα σκουφιά, μην σας κτυπήσουν τα φοντάνια και οι καραμέλες στο κεφάλι. Το κάναμε. Σε λίγο φτάνουμε στο γάμο, που δεν υπήρχε. Κοιτιόμαστε και ψάχνουμε τα πολλά κουφέτα που θα έπεφταν. Τίποτα. Ησυχία. Ο μπάρμπα Λίας μας κατεβάζει από τα ζώα και μας λέει:
- Άντε τώρα στις μάνες σας, γιατί κι εσείς καλά ποντίκια ήσασταν μα κι εγώ καλή γάτα σας βγήκα.
Αυτός ήταν ο μπάρμπα-Λίας. Πάντα με την πλάκα έτοιμη στη τσέπη του.
Μίαν άλλη φορά κατέβαινε τον κεντρικό δρόμο του χωριού με ένα δεμάτι χόρτο. Ο πρόεδρος και ο αστυνόμος τον κοίταζαν και γελούσαν…
-Παιδιά μη χαίρεστε καθόλου, το χορτάρι δεν το έχω για σας αλλά για το γαϊδούρι μου, τους λέει ο μπάρμπα Λίας.
Κόκαλο ο πρόεδρος και ο αστυνόμος.
Κώστας Ι. Φαρμάκης
Ξάνθη
Σχόλια
Τροφοδοσία RSS για τα σχόλια αυτού του άρθρου.