Το σχολείο του χωριού μας, το δημοτικό εννοούμε και μάλιστα το παλιό δημοτικό, κτίσθηκε στην είσοδο του χωριού μας, του πάλαι ποτέ Μόκρου. Ή κατ΄άλλο τρόπο, κτίσθηκε στο μεσοχώρι του χωριού, όπως είχαμε συνηθίσει να λέμε την πλατεία μπροστά από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου.
Πότε κτίσθηκε; Κανείς δεν ξέρει ακριβώς, αλλά από διασταυρωμένες πληροφορίες πρέπει να κτίσθηκε το 1929. Από το 1960 τουλάχιστον, είχε στον βοριά την πλάτη του και κοιτούσε πάντα τον Νότο, συνήθεια που μέχρι και σήμερα που μιλάμε δεν άλλαξε και το ανακαινισμένο πλέον δημοτικό σχολείο επιμένει να έχει τον ίδιο προσανατολισμό. Η όψη του όμως η σημερινή απέχει παρασάγγας από εκείνη όπως το γνωρίσαμε εμείς οι εξηντάρηδες και βάλε.
Αίθουσες είχε δύο τον αριθμό. Και πολλές ήταν στα πέτρινα τότε χρόνια, στους καιρούς της μεγάλης φτώχειας, των πολέμων, της κατοχής και του εμφυλίου που είχαν προηγηθεί. Μία αίθουσα κοιτούσε ανατολικά κατά τον Όλυμπο και τον δικό μας τον Αμάρμπη και η άλλη δυτικά. Και οι δύο είχαν στριμώξει ανάμεσά τους το γραφείο των δασκάλων τόσο πολύ που έδειχνε πιο μικρό και από ό,τι ήταν. Για το κτίσιμό του η πέτρα είχε τον πρώτο λόγο. Τα παράθυρα ξύλινα και τα βορεινά και τα νότια. Η αυλή του πολύ μεγάλη, γι αυτό όπως είπαμε και παραπάνω την λέγαμε μεσοχώρι. Στην αυλή αυτή στα διαλλείματα παίζαμε τα τοπικά παιχνίδια τριώτα, τσιόκανα και κουτσό. Ήταν μία αυλή πλούσια, πολύ πλούσια σε… λάσπες. Λάσπες από κόκκινο χώμα. Ειδικά όταν έβρεχε και κολλούσε η λάσπη στα λάστιχα και στα σοσόνια μας (λαστιχένια παπούτσια) άντε να την ξεκολλήσεις. Αυτή η λάσπη μας έβγαζε την ψυχή κάθε Σάββατο απόγευμα που αγόρια και κορίτσια είχαμε καθήκον να σκουπίζουμε και να πλένουμε τις αίθουσες. Τα αγόρια κουβαλούσαν το νερό και τα κορίτσια σκούπιζαν και σκούπιζαν τις αίθουσες από τα κόκκινα νερά της λάσπης και αυτές ασκούπιστες ήταν. Ήταν σκέτη τυράννια, που δυστυχώς είχε ραντεβού μαζί μας ανελλιπώς όλα τα Σάββατα της σχολικής χρονιάς. Κι όλα αυτά τα δύσκολα αλλά ωραία, που συνέβαιναν σ΄εμάς τα δασκαλούλια (τους μαθητές) ήταν γιατί στο χωριό μας ακόμα δεν είχε εφευρεθεί το επάγγελμα της καθαρίστριας.
Τα θρανία ήταν ξύλινα και είχαν πράσινο χρώμα αν θυμάμαι καλά. Οι θέσεις κάθε θρανίου ήταν τρείς αν και πολλές φορές στριμωχνόμασταν τέσσερα παιδιά για να χωρέσουμε όλοι. Το κάθε θρανίο κάτω από την πάνω πλευρά, όπου ακουμπούσαμε τα βιβλία και τετράδια είχε μια ξύλινη σχάρα ας πούμε ,όπου αφήναμε τα σακκούλια (τις τσάντες) μας για τα βιβλία. Ήταν πάντοτε μάλλινα και αργότερα με την εξέλιξη έγιναν πάνινα και τα έφτιαχναν οι μάνες μας και με ένα σχοινί απαραίτητα για να τα κρεμάμε στον ώμο. Γράφαμε πάντοτε με μολύβι αλλά την καλλιγραφία απαραίτητα με μελάνι. Είχαμε μελανοδοχείο και κοντυλοφόρο με πέννα. Όταν το μελάνι χυνόταν στο τετράδιο ή κατά λάθος στο γράψιμο έπεφτε πολύ μελάνι τότε γινόταν κόλαση. Το τετράδιο γινόταν αγνώριστο και το στυπόχαρτο ήταν αδύνατον να φτιάσει την ζημιά. Ο πίνακας πολύ μαύρος ,στεκόταν μπροστά μας και είχε πάντα τρία πόδια. Κιμωλίες υπήρχαν μόνο άσπρες κι αυτές συχνά δεν υπήρχαν στην θέση τους. Από τα βασικά μαθήματα ήταν η ανάγνωση. Ξέρετε… φου φου η φωτιά, έλα Μίμη πάρε ένα μήλο και τέτοια. Αυτά στις μικρές τάξεις, γιατί στις μεγάλες μετά τα πράγματα γινόταν πιο σοβαρά σίγουρα. Σίγουρες βέβαια ήταν και οι ξυλιές με την βέργα την κρανίσια (από ξύλο κρανιάς) που έπεφταν αν στην ανάγνωση κόμπιαζες λίγο και δεν είχες άνεση στο διάβασμα. Η άνεση αυτή κατά τα "έθιμα" εκείνης της εποχής δεν είχε και καλές σχέσεις με τους περισσοτέρους μας και έτσι η βέργα του δάσκαλου είχε πάντα πολύ δουλειά. Κατά τ’ άλλα όλα καλά και στις εθνικές γιορτές λέγαμε και ποίματα (ποιήματα) και διαλόγους (θεατρικές παραστάσεις).
Οι δάσκαλοι της εποχής έκαναν πολύ φιλότιμες προσπάθειες για να μας μάθουν "μια κλούτσα γράμματα", που έλεγαν και οι φουκαράδες οι γονείς μας. Αυτοί μας δασκάλευαν κι εμείς τον νου στα πρόβατα. Και πώς να γινόταν αλλιώς, αφού μόλις ποδαρόναμε (πατούσαμε στα πόδια) οι γονείς μας μας έκαναν τσοπάνηδες και μάλιστα με τον νόμο που λένε. Έπρεπε λέει να τους βοηθήσουμε λιγάκι, γιατί κι αυτοί από μικρά παιδιά παιδεύονταν κοντά στα ζωντανά. Έτσι όλα τα παιδιά του σχολείου μια τα τραβούσε ο δάσκαλος και μια ο "τσέλιγκας " πατέρας. Έτσι ακριβώς είχαν τα πράγματα και η όρεξη για διάβασμα ήταν σπάνιο είδος, εκτός και αν κάποιο παιδί τα "έπαιρνε τα γράμματα", όπως λέγαμε τότε.
Οι περισσότεροι από εμάς τον δάσκαλο που θυμούνται εύκολα είναι φυσικά ο Στέφανος.
Λέμε για τον Στέφανο Παρμακλή, από την Φλώρινα. Υπηρέτησε στο χωριό μας από το 1954 έως το 1973 ως δάσκαλος και Διευθυντής. Υπήρξε δάσκαλος με όλη την σημασία της λέξης, παιδαγωγός, ήρωας στην προσπάθεια διδασκαλίας αλλά και "θηριοδαμαστής" του σχολείου, γιατί τα ατίθασα και άγρια παιδιά περίσσευαν σε εκείνα τα αγνά μα δύσκολα χρόνια. Πολλές γενιές πέρασαν απ΄ τα χεράκια του. Παντρεύτηκε την Αλεξάνδρα ( αρχηγό στο Σπίτι του Παιδιού) και απέκτησαν μία κόρη την Χριστίνα. Χάρηκα που το 2016 τιμήθηκε για τις προσπάθειες, που έκανε στην ανέγερση του καινούργιου δημοτικού σχολείου του χωριού που πρωτολειτούργησε το 1965.Άλλος γνωστός σε μένα ειδικά δάσκαλος ήταν ο Μήτσιος. Έτσι τον λέγαμε τότε. Αλλά ήταν ο Κουρτίδης Δημήτριος από την Ξηρολίμνη Κοζάνης, πόντιος στην καταγωγή και λίγο αφρατούλης. Ήταν και κυνηγός. Είχε και σκυλί που όλοι μας σαν το συναντούσαμε το ταΐζαμε από το φιλότιμό μας. Σαν ευγνωμοσύνη στο δάσκαλο ας πούμε. Τον είχαμε όλοι πάντα πολύ ευγνωμοσύνη. Και γιατί; Μα γιατί όταν κάναμε λάθος στην προπαίδεια, δεν έπιανε βέργα ποτέ μα ποτέ, παρά μόνο τα κλειδιά του τα κτυπούσε ελαφρά στο κεφάλι μας και η τιμωρία τέλος. Ωραίο πράγμα ε, την πηδούσαμε χωρίς να τσούζουν τα χέρια. Σήμερα δεν βρίσκεται στην ζωή αλλά θέλω να πιστεύω ότι υπάρχει στις καρδιές όλων μας. Μία δασκάλα που όνομα δεν θυμούμαι και ήταν απ’ την Κρήτη την είχαμε στην Δευτέρα τάξη και αυτή μας άλλαξε την τάξη στα κόλιαντρα (κάλλαντα). Εκεί που κάθε χρόνο τα λέγαμε μετά τις 12 τα μεσάνυχτα, αυτή μας είπε ότι θα μας δεχθεί "να της τα πούμε" μέχρι το απόγευμα στις 5. Και επειδή το χαρτζιλίκι έμελλε να είναι καλό, εμείς ως μαθητές της περιμέναμε πως και πώς να πάει η ώρα 5. Έτσι και έγινε. Της είπαμε τα κόλλιαντρα στις 5 ακριβώς το απόγευμα, παραβιάζοντας το έθιμο και έτσι τα κονομήσαμε όλοι.
Εμείς οι ένδοξοι μαθητές του δημοτικού εκτός από καθαρίστριες ,όπως προαναφέραμε πιο πάνω ήμασταν συνάμα και αγρότες. Ο αγροτικός κλήρος του σχολείου που καλλιεργούσαμε ήταν δεν ήταν δύο στρέμματα. Ήταν κοντά στο Λιβάδι. Εκεί που κτίσθηκε και υπάρχει σήμερα το Γυμνάσιο. Ο αγρός αυτός είχε μέσα και δένδρα, αμυγδαλιές μα αμύγδαλα ποτέ δεν θυμάμαι να μαζέψαμε. Θυμάμαι πως κάθε χρόνο κατά τον Μάιο περίπου και τουλάχιστον μια φορά το χρόνο και αφού μας είχαν ενημερώσει οι δάσκαλοι από την προηγούμενη μέρα, πηγαίναμε στο σχολείο με τσάπες και τα σχετικά και από εκεί κατευθείαν στον σχολικό κήπο γιατί τα ζιζάνια και τα χόρτα δεν μπορούσαν άλλο να περιμένουν. Μην ξεχάσω και δεν πω πως εμείς οι μαθητές κοντά στα άλλα είχαμε και την έγνοια της θέρμανσης του σχολείου. Έτσι όλο το χειμώνα εκτός απ’ το σακκούλι με τα βιβλία κουβαλούσαμε στο χέρι και ένα ξύλο, ξύλο για την σόμπα. Μόλις κάναμε προσευχή και πριν μπούμε στο σχολείο πετούσαμε το ξύλο σε μια μεριά, όπου σχηματιζόταν ένας σωρός από ξύλα. Αυτά ήταν το "πετρέλαιο" θέρμανσης της εποχής εκείνης, που η πολιτεία με το δίκιο της δεν είχε να δώσει. Είχε όμως να δώσει κάποιες χρονιές φαγητό, ψωμί ,τυρί και γάλα, χορηγία της Αμερικής απ’ την οργάνωση UNRRA και όχι φυσικά Ούντρα που από παραφθορά την έλεγαν και την λένε μερικοί. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το κίτρινο τυρί σε σχήμα τρίγωνο, το πολύ θρεπτικό πληγούρι, το γάλα και ας ήταν σκόνη και το αφράτο ψωμί. Είπα ψωμί και θυμήθηκα ότι το 1965 όντας στην έκτη τάξη και θεωρούμενος μεγάλος βοηθούσα κόβοντας το ψωμί σε μερίδες. Αυτές ήταν σύνολο 412 μερίδες. Τόσα ήταν τότε τα παιδιά του δημοτικού και του νηπιαγωγείου. Του νηπιαγωγείου του χωριού, που ήταν στο Σπίτι του Παιδιού και σαν μικρός που ήμουνα και εγώ πήγα μία και μοναδική φορά , όπως μία και μοναδική φορά έπαιξα ένα άγνωστο τότε παιχνίδι σε μένα. Ντόμινο το έλεγαν. Το χάρηκα. Και τότε ανακάλυψα πόσο καλό είναι να είσαι στα νήπια έστω και για μια μέρα.
Η έναρξη του σχολείου ή καλύτερα το άνοιγμα του σχολείου προσωπικά ακόμα και σήμερα με τρομάζει πολύ. Με τρομάζει σαν ακούω να χτυπάει το κυπρί (κουδούνι ) σε κάποιο σχολείο. Εκείνη την εποχή ο διευθυντής του σχολείου κατά το τέλος Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου έδινε το κουδούνι σε ένα παιδί και εκείνο γύριζε όλο το χωριό και το χτυπούσε, σημάδι ότι σε λίγο άρχιζε το σχολείο. Κάθε φορά που το άκουγα μ’ έπιανε θιρμασιά (πυρετός). Έλεγα τέρμα το καλοκαίρι, ήρθε η ώρα για σχολείο. Τέρμα οι διακοπές. Αντίθετα η αποφοίτηση είχε μια γλυκιά χαρά. Θυμάμαι όταν τελείωσα την έκτη τάξη. Έγινε γιορτή έναν Ιούνιο με απαλή ζέστη. Μας κέρασαν και λουκούμια. Πήραμε και τα απολυτήρια. Εγώ και άλλος ένας με βαθμό 8. Τρεις κοπέλες πήραν 9. Όλοι οι άλλοι κάτω απ' το 8. Τα κορίτσια τραγούδησαν κιόλας στο τέλος της γιορτής. Ήταν συγκινητικό. Παρότι το τραγούδι το άκουσα πρώτη και μία φορά, το περισσότερα λόγια του τα θυμάμαι ακόμα και σήμερα με νοσταλγία.
Να η απόδειξη:
Ήρθε καιρός να φύγουμε - Καιρός να ξαναπάμε
Δασκάλοι μας έχετε γεια - Έχετε γεια και σεις παιδιά
Θα χωριστούμε σήμερα - Με μια καρδιά μεγάλη
Δασκάλοι μας έχετε γεια - Έχετε γεια και σεις παιδιά
Άστε άστε, άστε με χάστε
Ώρα σας καλή - και ο θεός μαζί.
Χωριστήκαμε πράγματι με μια καρδιά μεγάλη και ανταμωθήκαμε μετά από χρόνια πάλι, με μια καρδιά μεγάλη, τουλάχιστον οι πιο πολλοί, στον στίβο της ζωής.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ι. ΦΑΡΜΑΚΗΣ
ΞΑΝΘΗ