Στα χουργιά μας όσα πιδγιά τα βάφτιζι ου παπάς κι τα χάρζι ου νούνους ή η νούνα του όνουμα «Κωνσταντίνος», «Κωνσταντινιά» και «Ελένη», τα φώναζαν μι πουλλές παραλλαγές κι μι πουλλά χαϊδιφτικά.
Ιμένα, τάξι πε, μι φώναζαν «Γκουντή», «Γκουντάρα», όπους ακόμα μι λέει ου φίλους μ ου Βαγγέλτς ου Κουλιός, ή «Κώτσιου» ή «Κουτσιαρή» κι χαϊδιφτικά «Κουστάκι», όπους ακόμα μι φουνάζ ου δικηγόρους ου Φουτάκς κι πουλλοί ακόμα, άντρις κι γνέκις, που αστουχνούν ότις τράνιψα, γρίβιασα, απόλκα προυστούρα κι μπρικέλα σαν Zαμπουρνό δαμάλ κι πιρπατώ στα δέφτιρα «- ήντα». Όπους όλα τα πιδιά μι αφτάιας τα ουνόματα, ετς κι ’γώ απηλουηούμαν όπους κι αν μι φώναζαν… Καναδγιό φουρές μπιρδέβουμαν κι ιγώ μι τόσα παρατσούκλια κι νόμζα ότι ήμαν Αργεντινός, Πουρτουγαλέζους, Βασιλόπιδου ή καταζητούμινους μι βαρύ ποινικό μητρώου. Αλνούς συννουνόματούς μ τς έλιγαν «ου Κουτσιούλας», «ου Κουτσιούλτς», «ου Κουσταντής», «ου Κουσταντούλας». Όσα κουρίτσια παντρέβουνταν μι Κωνσταντίνο έχαναν του πατρικό τα ουνοματεπώνυμου κι τα φώναζαν « η Κώστινα» ή «η Κώτσινα», μι πρώτου συνθιτικό του ιπίθιτου απ’ τουν άντρα ή κάπχιου άλλου σμάδ ή παρατσούκλ. Οι δε Μουκρώτις ήταν πιο ιξιλιγμέν, λόγω που ήταν κιφαλουχώρ αλλά κι του νουρίτιρου εκπουλιτισμού απ’ τς παρεπιδημούντις σι Ιλβιτία κι σι όλα τα ξένα κράτια. Λόγου ιπίσις ξενόγλουσσων ιπιδράσιων τουν Κώστα ,πέρα απ τσάλλις παραλλαγές κι υποκουριστικά, τουν έλιγαν κι στα ξένα «η Γκάς»! Τν Κωνσταντινιά στα χουργιά των Καμβουνίων, τν φώναζαν «Κουστάντου» ή «Κουσταντούλου». Τν Ελέν τν φώναζαν «Λένου» κι χαϊδιφτικά «Λινάκου» ή «Λινίτσα», όπους κι την θειά μ τν Φώτινα. Όταν μι του καλό έφτασι κι στου χουριό μ ου πουλιτισμός κι η ιξέλιξ, μαζί μι τς αλλις ριζικές αλλαγές άλλαξαν κι τα φουνάγματα στα ουνόματα. Ου Κώτσιους λέγιτι «Κώστας», «Ντίνος», «Kωστής», ή τς μόδας τώρα ίνι ακέργιου του όνουμα, «ο Κωνσταντίνος», όπους έλιγαν πουλλούς αυτουκράτουρες, βασιλιάδις, προυθυπουργούς, προυέδρους Δημουκρατίας κι άλλα τρανά κιφάλια, αλλά κι τουν Κατακουζηνό στου σήριαλ «Κωνσταντίνου και Ελένης», που μι τόσις ιπαναλήψις το μαθάμι κι ιμίς νιράκ.
Για να μην κατηγουρηθούμι για τίπουτας φαλλουκράτις, μισουγύνδις κι ανατουλίτις αλλαξάμι κι τα γνικίσια φουνάγματα κι χαϊδιφτικά. Η Κωνστάντου τώρα λέγιτι «Ντίνα», «Νάντια», «Τίνα», «Κόνι», η δε Λένου γίνκι «Λένα», «Έλενα» ή όπους βαφτίσκι, «Ελένη», λόγου ιπιρρουής τς Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ, τς Ελένης «ημιόνας» του σήριαλ αλλά κι τς Μινιγάκης. Στην ιστορική δικαϊτία του ’80, που άλλα ήταν ναλάξν κι άλλα σαρώθκαν κι ξιλιθρώθκαν, ίσους κι απού μόδα απ’ την ελληνουκύπρια τραγουδίστρια Κωνσταντίνα, ίπαν οι νιότιρις μοντέρνις χουριανές μας ότις τάχατις του βαφτιστικό «Κουσταντινιά» ίνι παλιακό όνουμα κι θυμίζ συνικισμό ,μαχαλά κι πχιό πουλύ του Νταμπούρ. Οι παλιακιές γνέκις μι του όνουμα «Κωνσταντιανιά», μόλις τ’ άκουσαν αφτόιας, τσ ήρθε άτχα κι ίπαν. «Τί πηριφάνις, μόδις κι σαλαμάρις ίνι αφτές που χαλέβτι να φκιάξτι. Άλλου η Κωνσταντινιά, άλλου η Κωνσταντίνα. Πουθινά οι αφλάδις δεν αναφέρν γνέκα που να αγίασι μ’ αφτό του όνουμα, «Κωνσταντίνα»! Η δε Κωνσταντινιά τς Βανθίας, σαν σπουδαγμέν ψίχα παραπάν αλλά κι μι κάπους ζγκουριασμένα τα ρέουλα, τς ιξήγησι ότι το «Κωνσταντινιά» ίνι το ορθόδοξο χριστιανικό όνομα, αρχουντικό , λουσάτου και «θηλυκή έκδοση» του «Κωνσταντίνος». Οι κινούργις οι μάνις όμους δεν έκαναν πίσου. Αρχίντσαν να βαφτίζουντι κι στα χουριά μας κουρίτσια μι του όνουμα «Κωνσταντίνα» , όπους κι η μικρότιρ από τς «τρεις χάριτες», θυγατέρις τ Γκουλιουτάκ κι τς Φρόσως. Ακόμα δουκιούμι πως φόντας ήταν τσιούτσιανου στου χουριό, του ρουτούσις «πώς συ λέν, γραμμένου μ;» κι απαντούσι αγλήγουρα «Νταντίντα!!». Ίπαν ότις έτς του βαφτιστικό «Κωνσταντίνα» ακούγιτι πιο πουλιτισμένα κι απουπνέει αέρα αρχουντιάς αλλά κι κλώθ ιφκουλότιρα η γλώσσα, γιατί ζούμι στν ιπουχή τς ιφκουλίας, τς προυόδου κι τουν προυτύπουν που γλέπουμι στν τηλιόραση. Τα τιλιφτέα χρόνια, για να μην γραπατσώνουντι οι συμπιθέρις, πουλλά κουρίτσια που τα βαφτίζν μι του όνουμα «Ελένη», τα δίνουν κι δέφτιρου όνουμα του «Μαρία». Έτσιας προέκυψι κι στα χουριά μας του χαϊδιφτικό κι διάσημου όνουμα «Μαριαλένα». Μη μας πιργιλούν κι οι προυτιβουσιάν οι Κουζιανιώτ ότις ίμαστι τίπουτας χουριατέοι κι καναγκιρίς.
Στου σκουλιό, στν Πέμπτη τάξη, απ’ τν Ιστουρία κι τα Θρησκευτικά πήραμι τς πρώτις πληρουφουρίες για τα ονόματα «Κωνσταντίνος» και «Ελένη». Ο Κωνσταντίνος, Ρωμαίος αυτοκράτουρας, γινίθκι στου Νις της Σερβίας. Όπους ιμίς αλλαζάμι γρέκ μι τα ζουντανά, έτς κι αφτός μιτακίντσι την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής αυτοκρατουρίας απ’ τη Ρώμη, την «αιώνια πόλη», την πόλη που ίδρυσαν ο Ρωμύλος και ο Ρέμος-όχι όμους αυτός που τραγδάει-, στην πόλη απέναντι από την «πόλη των τυφλών», τη Χαλκηδόνα. Η νέα πρωτεύουσα, η διάσημη «Βασιλεύουσα», η Κωνσταντινούπολη, η Πόλη, κτίστηκε ουπάν στην πόλη μι του όνουμα «Βυζάντιο», που είχι χτίς στα παλιά τα χρόνια ου Βύζας, ου οικιστής απ’ τα Μέγαρα. Εμαθάμι, ιπιπλέον, ότι ου «Βύζας» δεν ήταν μούγκι ουμάδα ποδοσφαίρου, αλλά κι ότις ου Παναής δεν ήταν ου μόνους διάσημους απ’ τα Μέγαρα. Η μεταφορά τς έδρας της προυτέβουσας της αυτοκρατουρίας κι άλλις στρατιωτικές και πουλιτικές του ιπιτυχίες, χάρισαν στουν Κωνσταντίνο του προσωνύμιο «Μέγας». Σταμάτησι οριστικά τους διωγμούς κατά των χριστιανών κι μι του πασίγνωστου « Διάταγμα των Μεδιολάνων» κατοχύρωσε τη θρησκευτική ελευθερία, τη λεγόμενη «ανεξιθρησκία». Έτσιας ου καθένας μπουρούσι να πιστέβ σι όπχιον Θεό χάλιβι, αρκεί να μην αμπουδάει κι τς αλλνούς. Σίγουρα θα μι πείτε ότι έκανε κι πουλλά στραβά, όπως όλοι μας, κι πχιό πουλύ αυτοί που έχν τν κουτάλα. Ιγώ όμους απού μικρός τουν είχα σ’ ικτίμηση, ιπιδίς έφτιαξι την Κυριακή «επίσημη αργία των χριστιανών» κι γλιτουνάμι του σκουλιό.
Η μητέρα του, Ελένη, γινίθκι στο Δρέπανο της Μικρασίας, αφιέρωσε τ ζωή τς «στην ίδρυση και ανοικοδόμηση ναών κι ευαγών ιδρυμάτων». Βρήκε τον Σταυρό του Χριστού στα Ιερουσόλυμα, του μεγαλύτιρο τμήμα του οποίου βρίσκιτι στη Μονή Ξηροποτάμου, στο «Περιβόλι της Παναγίας». Η Εκκλησία, για να τουνίσ την σημαντικότατη προυσφορά του Κωνσταντίνου και τς μητέρας του Ελένης στη θιμελίωση και διάδουση του Χριστιανισμού, τους ανακήρυξι «αγίους» και τς έδωσι και τον τιμητικό τίτλο «θεόστεπτοι ισαποστόλοι». Καθιέρουσι δε να γιουρτάζουντι αντάμα στις 21 απ’ του Μάη μήνα. Οι λίγου τρανύτιρ απού ιμένα που τέλιουσαν ιξατάξιου Γυμνάσιου σίγουρα δουκιούντι πως δυο απού τα «SOS» θέματα στν Ιστουρία ήταν «του νουμουθετικό έργο απ’ τουν Ιουστινιανό» κι για «πχιούς λόγους ο Μέγας Κωνσταντίνος μιτακίντσι τν προυτέβουσα τα ρουμαϊκής αυτουκρατουρίας». Απ’ του μάθημα των Λατινικών εμαθάμι πως του όνουμα μ έχ λατινικές ρίζις κι ινουεί «άτουμου σταθιρό κι αμιτακίνητου στ’ απόψεις του» κι όχ παλάντζα που βαϊζ πότι ζιρβά κι πότι διξιά, όπους μι πιργιλούν ιμένα οι χουριανοί μ.
Σχιδόν σι κάθι σπίτ στου χουριό μας υπάρχ είτι Κώστας είτι Κωνσταντινιά είτι Ελένη. Άλλα σπίτια έχν δυό ουνόματα κι άλλα κι τα τρία που γιουρτάζν αντάμα κι έτς σι μιά μέρα ξιαλουνίζν απου γιουρτάσια κι ιτιμασίις.
Μπουρεί οι Γιαννάδις κι οι Γιάννες να ίνι πλιότιρ, αλλά ούτι κι γι’ αφνούς έχουμι έστου ένα ιξουκλίς κτισμένου. Τς γιορταζάμι όμους μι κάθι μιγαλουπρέπεια! Απού ιτότις που αγρίκσα, η ουνουμαστική μου γιουρτή, του «ύψουμα» που λέμι στουν τόπου μας, ήταν «λαφριά» γιουρτή κι σαν καθημιρνή. Υπήρχι μια αναστάτους κι μια αγουνία στουν κόζμου αφτήν τν μέρα. Παράπουνο τόχα που οι παπούδις μας δεν εφκιαξαν μια ικκλισιά μι τόνουμα του Κωνσταντίνου, κι ας ήταν αυτουκράτουρας Μέγας, Άγιος και Ισαπόστολος ,έστου πιριφιριακή, όπους έκτισαν για τουν Αηνικόλα, τουν Αγιώργ κι τουν Αηδημήτρη, να ‘χω κι ’γω να καμαρώνου για του αυτουκρατορικό μου όνουμα κι σικλιτίζουμαν που στου Μόκρου μούγκι γένονταν μιγάλο πανυγήρ για τον Άγιου.
Στου Μόκρου γένουνταν κι άλλου παράξενου, που κι ‘γω τώρα που τράνιψα του ξικαθάρσα μι τν βουήθεια των φίλων μου, του Φωτ κι του Θανάσ. Ινώ έχν πουλιούχου τουν Αηνικόλα, έφκιαναν του πανηγύρ ανήμερα τΑγιουκουσταντίνου, για τουν ουποίου δεν έχν ούτι τρανή ικκλισιά ούτι ιξουκλής. Άσι που λουμούριαζαν κι ιμάς που εψαχνάμι να βρούμι τουν Αγιουκουσταντίνου. Κι αφτοί οι ίδιοι ήταν μπιρδιμέν αν υπάρχ ικκλισιά αφιερουμέν στουν Άγιου και στ μάνα του, τν Ελένη. Του λουμούριαζμα ουφείλουνταν στου γιγουνός ότι στου χουριό έχν δυό ικκλισιές αφιερουμένις στουν πουλιούχο τς Αηνικόλα. Μια παλιότιρ κι παραδίπλα μια κινούργια, όπους έχουμι κι ιμίς στν Λουζιανή δυο ικκλησιές αφιερουμένις στν Αγιαπαρασκευή. Η κινούργια ικκλισιά τ ΑηΝικόλα ιγκινιάσκι, έγιναν δηλαδή τα «θυρανοίξια», όπους του λέν τα χαρτιά, ανήμιρα στου πανηγύρ τα Αγιουκουσταντίνου. Καναδγιό Μουκρώτις κατάλαβαν αλάθουν κι νόμσαν ότις η κινούργια ικκλισιά ίνι ου Αγιουκουσταντίνους. Τέλους πάντους, λύθκι κι αφτό του λούζιασμα. Όταν βέβια αρχίντσι ου κόσμους να μη μαζέβιτι στα πανηγύρια, γιατίς γλιντούσαν κι συγκαθούσαν στου Μιρσιντέζ, στις Ντίσκου, στ λαϊκές βραδιές κι στ’ ανταμώματα κι σι όλα τα ξυνυχτάδικα, κατήργησαν κι του πανηγύρ ανήμερα τα Αγιουκουσταντίνου κι τάχαμου φκιάν πανηγύρ του καλουκέρ που μαζώνουντι στα ιξουκλήσια, γιατί τότι έρχουντι κι οι ξινιτιμέν. Αφτοί οι ανθρώπ πάντα θέλν να προυτουπουρούν κι να φέρν κινούργις μόδις. Είνι του μόνου χουριό που εφαρμόζοντας του «Κατ’ Οικονομίαν», την προσωρινή δηλαδή άρση Ιερών Κανόνων, για να διευκολυνθεί ο άνθρωπος», ιξασφάλτσι ειδική άδεια να γένουντι οι γάμοι ακόμα κι στ νηστεία για τουν Δικαπινταύγουστο. Προυφανώς, για να ιξυπηριτούνται οι αδειούχοι μιτανάστες, που απ’ αγάπη για τουν τόπου τους χαλέβν να παντρέψν τα πιδιά στου χωριό που γινήθκαν κι τράνιψαν οι ίδιοι, μαζί με συγγενείς, φίλους κι ακαλισμένους όλνους τς χωριανούς, κι ν αφήκν παράδις στουν τόπου τς.
Όπους σι κάθι σπίτ στα χουριά μας, όταν ζύγουνι η γιουρτή, ετς κι στου θκό μας γένουνταν οι απαραίτητες ιτιμασίις. Κάθι χρόνου, δέκα μέρις πριν απού κάθι γιουρτή είτι για τουν πατέρα μ είτι για τάλλα τ’ αδέρφιαμ, η μάνα μ ξισήκουνι του σπίτ κι λουηρνούσι , χουσμέτιβι απού νυχτουχάραγα, άλλαζι στρουσίδια, μπάντις, κιντίδια, σιμέδια, κουρτίνις κι άλλα στουλίδια. Αφού σιλάρουνι του σπίτ κι τουν ουβρό, φύλαγι μιτά στου παραστάθ μι μια τρανή λούρα κι δεν μας άφνι να πατήσουμι μέσα μι τα παπούτσια κι τα ρούχα απ’ τς δλιές, για να μη φκιάξουμι του σπίτ «αλών» κι να φανεί καθαρό, όπους έλιγι. Έφκιανι γλυκά κι μιζέδια κι άλλα προυσίφουρα κι όσου κι αν ντάβζαμι, δε μας άφνι να ξαμώσουμι, για να έχ να ξιαντρουπιαστεί στουν κόσμου κι ας τν ουρμήνιβι η γιαγιά μας. «Νύφ δώσι λίγου κι στα πιδούλια, να τα φύγ του μιράκ. Ίνι πιδγιά κι δεν κάνει να ζλέβν, θα τα πέσι ου σπόρους». Ύστιρα απού τόσα παρακάλια μας έδουνι ίσια- ίσια να ψυχουπχιάσουμι. Τα καήπουνι μιτά, για να μην τα βρούμι κι τα χλαπακιάσουμι. Πουλές φουρές αστουχνούσι κι η ίδια σιαπού τάβαζι κι τα βρισκάμι, αφού πιρνούσι του γιουρτάς. Ου πατέρας φρόντιζι για του κρασί, για να φχαριστής όσνους έρχουνταν, που τουν βοηθούσαν κι στ αμπελουδλιές κι όπ αλλού τους χρειάζουνταν. Όταν έφτανι του θκόμ του «ύψουμα», του κρασί σώνουνταν. Όσο πιρίσιβι απ’ τάλλα γιουρτάσια τόπιναν όλου τ’ Αγιουργιού που γιόρταζι ου τρανύτιρους αδιρφός μ. Έλιγαν πως «μήνας χουρίς ρου(ρ), δε χρήζ κρασί». Κι ου Μάης δεν έχ ρου!
Για τ Αγιουκουσταντίνου, όμους, η μάναμ δεν έφκιανι πουλές ιτιμασίες. Δεν έρχουνταν κόσμους να με τιμής κι να σκώς του «ύψουμα», γιατίς ήταν απουσταμένους απ’ ένα ντέλου δλιές κι έγνις. Οι γνέκις, πέρα απ’ τ στρούγκα,είχαν συλλουή κι τα κηπώματα να φρουντίσν. Οι άντρις είχαν «σφάια πικρά» να μην βρέξ κι δεν μπουρέσν να δέσν διμάτια μι τν κασόνα, αλλά κι αργότιρα μι τς πρέσις, τα τριφύλια κι θα βάιζαν κι τα γινήματα κι τ’ αμπέλια απού τίπουτας χαλάζια. Του ’χαν ξέταγμα κι φόβου ότι ανήμιρα τσ γιουρτής ου Αγιουκουσταντίνους θα φκιάξι κάνα μασκαραλίκ. Σχιδόν πάντα έβριχι πουλύ, μέχρι χαλάζ έριχνι. Η μάνα μ, όπους κι οι άλλις νικουκιρές, χόλιαζι που λόγου απ’ του καθόρ,-«ντουρλάπ» του λέν σι άλλα χουριά- θα χαλνούσι του αβλάκι κι τ’ απουκουπάρια που έσκαβαν μαζί μι τν συνφάδα τσ, μι τν θεια μας την Νικόλινα, τν Γλυκιά κι τν Διαμάντου, για να φέρ ου νιρουφόρους του νιρό να πουτίσν τα κηπώματα. Ου αέρας κι η βρουχή γκριμούσαν τα φασιλόξυλα κι τα φασουλουκήπια γένουνταν ίσιουμα, όπους κι τα σπαρτά. Ου πατέρας, καθώς κι όλ που ίχαν τριφύλλια για δέσιμου, ήταν γκουβρουμένους, φσούσι σαν τα βόδια στουν όργου, ουχταλνιούνταν κι έβγαζι άμπουρα, γιατί θα σάπζι του τριφύλ στα Γαβριά κι στου Τουρνίκ , θα γένουνταν σίνακας. Άλλις πάλι χρουνιές, τις λίγες που δεν έβριχι, φσούσι βουριάς κι πάλι γκρίνιαζι, γιατί τα τριφύλια τρίβουνταν, φουρτουρούσι του φύλλου κι του έδενε τσάκνου κι ουδοντογλυφίδες , όπους έλιγαν οι αγανακτζμέν χουριανοί μ. Μεράκ του ’χα να γιουρτάσουμι μια χρουνιά καλουτρόπς. Αν δεν έβριχι, θα ήμασταν ηλιουκαμέν απ’ τα τριφύλλια, να τα δέσουμι κι να τα κουβαλήσουμι. Ήταν για όλνους τς χουριανούς «αχαμνή» μέρα παρά γιουρτή. Κι για μας τα δασκαλούλια ήταν δύσκουλ μέρα. Έπριπι να ξέρουμι τι, πχιούς κι γιατί τς γιουρτάζουμι. Ίχαμι κι του άγχους μη ρίξ χαλάζ κι θα τσιτσιαλνούσι τα κουρόμπλα αλλά κι τα πιταράκια στ φουλιές. Καθένας μι τουν πόνου τ. Έτσιας, κανγκάνας δεν είχι όριξ για γιουρτές κι βίζιτις…Μούγκι οι Μουκριώτις γιόρταζαν, πανηγύρζαν κι γλιντούσαν ,αφού δεν είχαν τριφύλλια να φρουντίσν. Στα θκάτς τα φτηνουχώματα πρόκουβαν μόνο βρίζις, στα στράγκια τα χουράφια. Στουν κάμπου που λαλούσαν μπακακιέ μέχρι τουν Αύγουστου, λόγου που ήταν βαρκό, φύτρουναν μούγκι πιρπιρούνις, ρουγάζια, ξυνήθρις κι γαλατσίδις. Ιπιδίς όμους ου Θεός σι κάθι τόπου διν κι κατ διαφουριτικό, στουν Μουκριώτκου τουν κάμπου έριξι σπόρια απού άγριους νάρκισσους κι έτσιας καμαρών κι αφτοί για τν ιδιατέρα τουπική παραγουγή, τα διάσημα παγκοσμίως «τραντάφυλλα», όπως τα λεν ικείνοι, για να μη κουρδώνουντι μόνου οι Καψαλιάρδις κι οι Βαντσιώτ για τουν κρόκου.
Οι παλιότιρ μουλουγούσαν ότις κάθι χρόνου τΑγιουκουνσταντίνου ου κιρός ήταν βρουχιρός, ακόμα κι άν τν προυηγούμεν μέρα τσιντζίρζι ου ήλιους. Κι δεν είχαν άδικο. Του 1981, ανήμιρα στ γιουρτή, έφκιαξι πάλι χαλαζμό. Έριξι τέτχια βροχή που δεν μπουρούσαμι να πιράσουμι απ’ τν σούδα στου Σιπιτό εξιτίας απ’ τν κατιβασία. Απ’ τουν Αηλιά κι τουν ανήφουρο είχι μια πθαμή χαλάζ για τρείς μέρις. Στα Γαβριά, στου Συρτό κι στου Τιφουσέλ είχι γέν λίμνη. Απού τουν αέρα οι σειρές απ’ τα τριφύλλια είχαν πιράς ουπέρα στου Μαναστήρ. Γιαφτό μουλουγούσαν ακόμα πως οι Δισκατιώτις που έχν πουλιούχου τουν Αγιουκουσταντίνου κι τν ίδια μέρα παλιότιρα έφκιαναν κι του παζάρ, την μεγάλη θρησκευτική εμποροζωοπανήγυρη, απού τς 21 μέχρι κι τς24, στα Τουρκουμνήματα, αγανάκτσαν οι φουκαράδις που κάθι χρόνου στ γιουρτή έβριχι, μπουμπουνούσι κι νουτούσαν οι παζαριώτις, κι πήραν απόφασ να γένητι του παζάρ στην πρώτη Ιουνίου που θα καλουτάρινει ου κιρός, στου ίσιουμα, ουπχάτ απ’ του Γυμνάσιου. Απού φόντς όμους αρχίντσαν να γράφν οι μαθητές Πανελλήνιες, του φκιάν μιτά τς 10 Ιουνίου.
Ακόμα κι τώρα που τράνιψα, κι δεν έχου τριφύλλια, σπαρτά, καραγάτσια κι άλλες έγνοιες, όποτες κοντοζυγώνει η γιουρτή μ, μι τυραννάει η αγωνία τ μικρού πιδιού. Πιριμένω μι λαχτάρα να γέν τα χουσμέτια κι τα προυσίφουρα, όπους τάφτιαχνε η μάνα μ για τν γιουρτή τς κι για όλ τν φαμιλιά τς. Βάζου μι τουν νου μ αν θα ‘ρθουν οι φίλοι μ να μι γιουρτάσν ή θα ριξ χαλάζια κι θα μ απομείν μούγκι η χαρά να τς πιριμένου. Γιαφτό κι αφκριούμι τουν κιρό στν τηλιόραση αλλά τηρώ κι του φιγγάρ μέρις πριν, μην τύχ κι χαλάς πάλι ου κιρός ανήμιρα στν γιουρτή μ κι δικιωθούν πάλ οι χουριανοί μ που ‘χαν τ Αγιουκουσταντίνου για «λαφριά» γιουρτή.
Χρόνια πολλά στις εορτάζουσες και στους εορτάζοντες, όπως κι αν τους αποκαλούμε κι όπου κι αν βρίσκονται!