παλπ244  Όπους λεν κι τα χαρτιά, «η ηλακάτη», δηλαδή η ρόκα, «είναι  ένα διχαλωτό ξύλο στο οποίο βάζουν  ποσότητα μαλλιού (τουλούπα), για γνέσιμο». Ουμιάζ  σαν  ένα τρανό γράμμα, του Φ, αλλά χουρίς να ινώνουντι τα κλούρια.

Ήταν ένα πουλύτιμου ιργαλείου που  μ’ αφτό οι νικουκιρές κι ξιγλιντούσαν κι ιτίμαζαν  ό,τ  χρήζουνταν να αντύσν τν φαμπλιά κι για να αρματώσν του σπίτ. Αφού έπλυναν τα κουλόκουρα κι τα μαλλιά στου λάκου, τα στέγνουναν, τάγρεναν, τα λανάρζαν  κι τάφτιαχναν τλούπις κι  μιτά σιρά ίχι του γνέσιμου. Η ρόκα ήταν  σύμβουλο άξιας νικουκυράς, γι’ αφτό τα παλικάρια τα έξυπνα αραδούσαν κουπέλες που νάξεραν   ρόκα, αργαλειό  κι κέντημα. Ήταν όμους κι άλλα που έλιγαν στα κουρίτσια να πιτάξν ρόκις κι  τλούπις  γιατί  θα τα παντρέβουνταν μόνο για τν ουμουρφιά τα. Καθένας μι τα μιράκιατ.  Έλιγαν ότι η ικανή  γνέκα, γνέθ ακόμα κι μι του κουτάλ, ινώ οι ουκνές όπως η Μαρουσιάννα, που ίχι του νου στους…  έρουτις, έγνιθαν  σι πέντι μήνις έξι αδράχτια. Ηταν τρανό πτυχίου, μιταπτυχιακό κι διδακτορικό να ξέρ του κουρίτς  γνέσιμο. Κι  μάθιναν τα καψουκόρτσα κι γνέσιμου, πέρα απ όλα τα’ άλλα, γιατί  μόλις παντρέβουνταν, τα  καλουδέχουνταν οι πιθιρές  λέγουντας. «Ήρθις νύφ, καλουσήρθις ,γνέσει  μαλλί για να φας ψουμί». Ήταν ένα ιργαλίου που έπιρνι η Μαριώ, που λέει κι του τραγδι, «και πήγινι του φράχτη-φράχτη, μάλλουν  σι ..ραντουβού, αφού είπι στ μανα της ότι τάχατις  ψάχν του αδράχτι», αλλά και η βλαχοπούλα «που πρόβατα και αρνιά φυλούσε και τη ρόκα της κρατούσε».

παλπ244

   Οι ρόκες γένουνταν  απού  σκληρό ξύλου, πιο πουλή απού κρανιά, για να μη λυγούν κι στραβών. Γι’ αφτό  όπχιου απ’ τα  χουσμέτια, απ’ τάρμιγμα  ή ιπιδίς βάρινι στα χέρια, τουν  τσιρένιαζαν κι τουν τσιουκάντζαν απ τουν πόνο, έλιγι «έχου τα χέρια ρόκις κι δεν μπουρώ να  ξαμώσου». Η ρόκα και η νικοκυρά έφκιαναν ιτότις  ανώτιρα πράματα απού αφτά που φκιάν σήμερα τα ιργουστάσια  κλουστοϋφαντουργίας. Ου αργαλιός ήταν σκλαβιά μιγάλη,  γιατί οι υφάντρις  ήταν δισμιβμένις χουρίς παρέα κι γιτουνιά, ινώ η ρόκα  ήταν «σιργιάνι», γιατί την κουβαλούσαν μαζί  τους. Πήγιναν να νυχτηρέψν,  έπιρναν κι τν ρόκα. Έβγιναν στ γιτουνιά να μασλατίσν  έγνιθαν. Ήτι καθιστές ήτι ουλόρθις,  ήτι  πιρπατούντας , δεν σταματούσαν του γνέσιμου. Πήγιναν στν στρούγκα φουρτουμένις, στου δρόμου  έγνιθαν. Λαλούσαν τα γαλάρια, μουλουγούσαν τα χαμπάρια  στ  αρμιχτάδις, έγνιθαν. Βοσκούσαν το τσελιγκάτο, έγνιθαν. Ποτές  δεν κάθουνταν  μι σταυρωμένα τα χέρια. Όπουτι άδειαζαν απ‘ τα  χουσμέτια, έπιαναν τν  ρόκα, τν έζουναν στν αμπασκάλ ή στ ζών  απ του φουστάν, κι έγνιθαν. Έτσιας κι  δλειά έβγαζαν κι   μάζουναν λίγου του νου απ’ τς έγνις,  τς  σκασίλις κι τα ντουραλίκια. Γιαφτό, ινώ  ήταν τόσου τιμουρσμένις  κι βασαντζμένις,  δε χριάζουνταν  πσυχαναλυτές, διαλογιστές, γιόγκις, πιλάτις κι ινστιτούτα  που κουσέβν τώρα  οι νιότιρις.  Ιφχαριστιούνταν  κι καμάρουναν,  αν έγνιθαν πολλές τλούπις, αν  γένουνταν  καλό του νήμα κι  αν κατάφιρναν να φέρ τρανή φούρλα του αδράχτ μι του σφουντύλ. Γιαφτό  έμινι κι παροιμία «μήρθι ου ουρανός σφουντήλ», άμα κάνας αντραλίζουνταν ή άκουγι κάτ αναπάντυχου κι κακό μαντάτου ή χτυπούσι στου κιφάλ.

  Μι τν διχάλα απ’ τν ρόκα ξικριμούσαν κι τα  φαγώσιμα  που έβαζαν ψηλά, για να μην τα φτάν οι γάτις κι ιμείς τα ξινηστκουμένα που δεν άφναμι «τα δυό αντάμα». Ιτότις  δε μας παρακαλούσαν να φάμι. Μας κυνηγούσαν  να μη φάμι. Γιαφτό  γίγκαμι   τσιφτιλήθκα  κι όχι σιαμούτκα, αφου για όλα έπριπι να σκιφτούμι για να βρούμι λύση.  Άμα ήταν απουσταμένις τν έφκιαναν τν ρόκα  μπαστούνα  για να ακουμπούν κι να ντιακώνουντι. Θυμούμι, ιπίσης,  στου Παλικλήσι τν θειά  μ τν Φρουσύνα, για να μισαρήσ  τα πρόβατα, απ τν μια μιριά φύλαγι ικίν του χουράφ κι απ τν άλλ’ ίχι αμπίξ τν ρόκα μι διμέν τν πουδιά,  για να αμπουδιούντι τα σφαχτά κι να μην μπέν στου σπαρμένου. Τα αδράχτια, επίσης, τα χρησιμουποιούσαν κι  για να ζουπούν τουν  ζαϊρέ στου χνί για να γιουμόσν τα μπουμπάρια κι  τις λουκανίδις ή να γυρίσν τάντιρα για τν μαγιρίτσα. Άμα η μάνα μας  έφκιανι πουλύ ξηρό του φαί ,ου πατέρας έλιγι. «Χρυσούλου, φέρι κι ταδράχτι, δεν αραδάει του φαί  να κατέβ στην κλιά». Όσις,  πάλι, έχαναν του σφουντύλ, έβαζαν στου αδράχτι πατάτα ή κρουμύδ για βάρους. Είχαν μυαλό οι γιαγιάδις κι οι μάνις μας κι ας μην ήξιρναν πουλά γράμματα. Η ρόκα ήταν  μόνιμου κι απαραίτητου αξισουάρ για τς  γνέκις  όπους  είνι τώρα τα καλλυντικά, ταρώματα, τα  κινητά μι τα  φεισμπούκια. Μόνο που ικίνις σκανιάζουνταν κι έβαζαν ινάτ  πόσις τλούπις έγνισαν,  πόσα κιντήδια κι υφαντά έφκιαξαν, ινώ τώρα  οι πουλιτιζμένις τηρούν, πέρα απ’ τα χουσμέτια κι τς υπουχριώσις, κι πόσα λάικς κι σχόλια  θα μαζέψν.

  Τα χρόνια ικίνα  τα κουρίτσια ήταν πουλύ  πιριορισμένα κι όχι ξιόλτα να γκιζιρούν  όπ’ χάλιβαν, για να μη  δίν δικιώματα στουν κόζμου. Πέρα απ’ τς  γουνίδις,  φουβούνταν κι απ’ τουν τρανύτιρου αδιρφό να βγουν απ’ του παραστάθ. Έβγιναν μούγκι  ή όταν ήταν ανάγκ ή για του μαντρί κι του χουράφ  ή να παέν στν ικκλισιά,  πάντα με συνουδία. Για διασκέδασ στν πλατέα έβγιναν μόνου σι τρανές γιουρτές, για νανταμώσν τς  φιλινάδις,  να βιγλίσν  κάνα γαμπρό κι να τα  νυφουδιαλέξν οι μιλλουντικές  πιθιρές. Στου σπίτι τα, τα κουρίτσια τάλιγαν «ξενοφουλιές» κι «ξενοβουνιές», ότι δηλαδής  πρέπ να φύγν μι τν ώρα τα απού του πατρικό, για να στήσν αλλού νοικουκιριό. Ήταν  κι  γιουρτές ειδικά για γνέκις αλλά πιο πολύ για τα κουρίτσια που ήταν για παντρειά. Τα Κλήδουνα, αλλά κι ου Λάζαρς κι τα Βαιού Όλις οι γιουρτές ίχαν» κοινωνική σκοπιμότητα», λεν τα χαρτιά. Ήταν για τα κουρίτσια  ιφκιρία να ξυπουστάν απ’ τα χουσμέτια, να ξιγληντήσν λίγου βγένοντας απ’ του σπίτ,   κι να βρουν κι του τυχιρό τα. Ιπιδίς όμους του Σάββατου του Λαζάρου άλλα κουρίτσια έπλιναν τα στράνια,  τα σκιπάζματα κι τα στρουσίδια στα λακκωματα, άλλα κουρίσια έσκαβαν ταμπέλια, άλλα σιλάρουναν σπίτια , ουβρό, στράτις  κι φράχτις για τα Πασκαλόγιορτα, του έθιμου του Λαζάρου του μιτακινούσαν την Κυριακή τ Βαγιού.  Απού του χουριό μας ξικήντσι  η  μιτακίνηση  των γιορτών  κι μιτά του   ιφάρμουσι κι… ου Αντρέας  μι του Πασόκ. Σίγουρα θα ίχαν ακούς οι συγχουριανοί,  αφτό που έλιγε ου Δημόκριτος : «Βίος ανεόρταστος, μακρά οδός  απανδόκευτος» (Ζωή χωρίς γιορτές είναι μακρύς δρόμος χωρίς πανδοχείο).  Αργότιρα, στα θκάμ τα ζνάρια, του έθιμου με τν ρόκα  γένουνταν ανήμερα του Σαββάτου. Αφτό του έθιμου  δεν έτυχι να του παρακολουθήσου, κι γιατί ήταν γνυκίσιου  κι γιατί πάντα μι έπιφτι ου λότους να τζιουμπανέψου. Γιαφτό, άμα κάνου κανέναν αλάθουν,  μη με πάρτι μπουσμά. Τέλους πάντους, θα γράψου ό,τ  δουκιούμι  κι ισείς ρουτάτι κι  τσ τρανύτιρις  γνέκις στου χουριό αλλα κι νιότιρις , όπους η Ζήσω, που αντύθκι Λάζαρους, να σας πουν πλιότιρις πληρουφουρίες  κι σουστώτιρις  κι να σας λύσν απουρίις.

  Τα παλιά τα χρόνια, τν Κυριακή τα Βαϊού, του διλνό, αφού  είχαν χουνέψ τν μπακαλιάρου μη του ρύζ, μαζέβουνταν στου μισιχώρ γνέκις κι κουρίτσια για του έθιμου μη τν  ρόκα. Μια γνέκα  ντύνουνταν  βλαχουπούλα Λαζαρίνα  κι μια  τζιουμπάνους Λάζαρους. Πιάνουνταν στουν χουρό,  έναν χουρό σαν τιλικό σίγμα που άνιγι κι έκλινι. Η βλαχουπούλα κρατούσι ρόκα, τάχαμ  έγνιθι, αλλα η τλούπα ήταν κόκκινη.  Έλιγαν  τραγούδια για τουν Λάζαρου που πέθανι κι τουν ανέστησε ου Χριστός. Οι αφλάδις  γράφν πως, αφού αναστήθκι ου Λαζαρος, έζησε μιτά στην Κύπρο, ίδρυσε την Εκκλησία τς Κύπρου κι δεν γέλασι πουτές  ιξιτίας από αφτά που είδι κι σικλιτίσκι  φόντας πήγι κι γύρσι απ’ τουν άλλου κόζμου. Καλύτιρα απού ιμένα  για του τι έφκιασι ου  Λάζαρους στν Κύπρου, ξέρ σίγουρα  ο  Κουστάκς ου Νάνους που ίνι ικεί παντριμένους. Ξέφυγα απ’ του θέμα κι έκλουσα πουλά σύνουρα. Θα  έχ δίκιου κι  πάλι ου Θύμνιους τς Τσιουμαλούς να μη ζαβρατήσ  ότι μουλουγώ πουλά  κι δύσκουλα. Να με συμπαθάει αλλά ας στρουθεί να διαβάσ. Δεν θα  χασουμιρήσ του λανάρ ούτι θα τουν απουμήν τα γαλάρια άρμιχτα.

   Αφου τέλιουναν τα τραγούδια κάμπουσις  γνέκις  έπιρναν  τν ρόκα να την κρύψν, ινώ τα πιδιά έκλιναν του δρόμου με βατσινιές κι έτς έβρισκαν ιφκιρία να πλησιάσν  τα κουρίτσια που τάχαν οι μάνις τα πιριουρισμένα. Του κρύψιμου τσ ρόκας  γένουνταν   στου μπάτου του χουριού, δηλαδή μιτά τς Ουρανίας του σπίτ, κάθι χρόνου κι σι διαφουριτική μπάντα, ανάλουγα πού ήταν τα σπαρμένα. Οι σουφοί  προγονοί μας δεν έσπερναν τότις όλα τα χουράφια. Μιά χρουνιά έσπιρναν ας πούμι ανατουλικά, τν άλλ δυτικά. Έτσι κι τα χουράφια  ξαπόστιναν- αφτό τώρα οι γραμματζμέν  του λέν «αγρανάπαυση»- κι τα σφαχτά ίχαν μπαϊρια να βουσκούν. Αφού καήπουναν τν ρόκα σι καμιά ζήγρα, αναλάμβαναν οι μπικιάρδις   κι  κουτάλιβαν για να τν αμπλάξν. Αφού τν έβρισκαν, τν έφιρναν στν πλατέα κι τν έσπαγαν .Έτς ολουκληρώνονταν αφτό του πιχνίδ κι η γιουρτή. Ένα έθιμου που δεν  άκουσα να γίνιτι αλλού όπους  στου χουριό μας. Οι γνέκις  κι τα κουρίτσια έπιρναν λίγου ανάσα απ’ τα χουσμέτια  ώστι να αρχινίς κι για αφτές  όπους κι για τουν Χριστό η δύσκουλη Μιγαλουβδόμαδα, αλλά κι οι μπικάρδις συδρουμούσαν   για νύφες για να στείλν  προυξηνιά,γιατί  αρχινούσαν κι οι δλιές στα χουράφια κι χριάζουνταν παραπάν χέρια.

   Κάποια χρουνιά,ανήμερα του Λάζαρ, ινώ στν πλατέα χόριβαν τν ρόκα, ου Γιάντς τς Γιάννους, ου Γιαννάκς τς   Πιπίτσας κι ου Λιφτέρς τς Γιουργίτσας άκουσαν ότις  στους Λαζαράδις ήταν ένας… κριμασμένους Λάζαρους. Ίσως άκουσαν  απού γνέκις που έλιγαν για έναν «που τουν πήγιναν να τουν κριμάσουν στου πασά την πόρτα» ή τα ξιγέλασι ιπίτιδις κάνας τρανύτιρους. Απού πιδική αφέλια κι πιριέργεια,  κίντσαν απ’ του χουριό  μι τα πουδάρια να παέν  στ Λαζαράδις να ιδούν τουν… «κριμασμένου Λάζαρο», όπως τον φαντάζουνταν τα πιδικά μυαλά τους .Μόλις πέρασαν ουπέρα στου Τουρνίκ , τα αντάμουσι ου πατέρας τ  Λιφτέρ, που έρχουνταν  καβάλα στου μουτουσακό απ’ τα νταμάρια που δούλιβι. Πήρι μαζί  τ τουν Λιφτέρ κι τσιατάρσει  τάλλα δυό πιδούλια να γυρίσν αγλήγουρα  πίσου στου χουριό μας. Φτάνουντας στου χουριό ,ου Μπαρμαγιώργους  βρήκι τν Τσακνακουγιάννου κι τν  έδουσσι τα χαμπάρια για του πού βρίσκιτι ου τρανύτιρους  ου γιος της αλλά  κι ου Γιαννάκς τς  Πιπίτσας, που τουν τράνιβι ιτότις η γιαγιά του, η  Χριστουδουλουγιάννινα, αφού οι γουνίδις του  ήταν μιτανάστις, όπους κι άλλ γουνίδις χουριανοί, στη λεγόμινη  τότι  Δυτική Γιρμανία. Καταλαβαίνουμι  τι αγουνία πέρασαν   μέχρι να ιδούν  τα πιδούλια  να έρχουντι, αφού ίχι μουργκής κι κόντιβι να νυχτώς. Αναδρουμόθκαν κι έκαναν  του δρόμου τουν κατήφουρου κουσέβουντας. Η κυρά Γιάννω, λόγου της γιουρτής φουρούσι ψηλουτάκουνα. Μη νουμίζτι όμους τίπουτα δουδικάπουντα τακούνια. Για να μην πιδικλουθεί κουσέβουντας  τάβγαλι τα παπούτσια  κι πχιαλούσι ξυπόλτη  να βρει τα πιδιά. Απ’ του κουντό,  έρχουνταν κι η κυρά-Γιάννινα,  για να βρεί ψυχουβγαλμέν κι αφτή  τουν αγγουνό. Φτάνουντας η Γιάννου στου Σαμάρ, ανταμουσι τα πιδιά κι πήρι ανάσα απ  τν αγουνία. Ούδι τότις φώναξι κι τν θειά  της, που ήταν στ Ζέρβα τ στρουφή  να  μην ανησυχεί, αφού τα πιδούλια, ιφτά -ουχτώ χρουνών  ιτότις,  βρέθκαν σώα κι αβλαβή.

     Τώρα που τράνιψαν  οι  τρεις  παραπάνω ..δράστες πρέπ να μας πουν  κι μας  γιατί   έφκιασαν τέτχιου μύθο κι κόντιψαν να φτάσν στ Λαζαράδις. Ελπίζου να μη μι καταγγήλν  ότις έβγαλα στ φόρα προυσοπικά τους δεδουμένα. Ιγώ αφτά ξέρου, αφτά έγραψα. Το τι και το πώς γένουνταν αφτό του έθιμου κι τι συμβόλιζαν όλα τα γενόμενα, δεν έμαθα. Ενδεχομένους του έθιμου μι του κρύψιμου της ρόκας, να είνι απουκλιστικότητα του χουριού μας. Του σίγουρο είνι  πως θυμίζει  στις σημερινές προγιαγιάδες, γιαγιάδες και μάνες τα   χρόνια που ήταν ξέγνοιαστα , κουρίτσια προυκομένα κι περιζήτητα και δεν φουβούνταν ούτι τα χουσμέτια ούτι κι τουν χουρό. Γιαφτό έλιγαν «η δλιά, δλιά κι ου χουρός γαϊτάνι». Ελπίζω οι Λαζαρίνες να μην πεισμώς μι μένα, που ανακατώθκα  σι γυνικεία θέματα κι ενθίματα!

  

                Με το καλό να φτάσουμε στην Ανάσταση, γεροί κι χουρίς να λείπ κανένας απ’ του μέτρημα!

 

Ο Κώστας Παλπάνης, θεολόγος, κατάγεται από την Ελάτη Σερβίων Κοζάνης