Κάθε χρόνο,ανάλογα με την Κυριακή του Πάσχα,το Σάββατο μετά την Τσικνοπέμπη αποκαλείται "Σάββατο των ψυχών" ή "Ψυχοσάββατο". Ωστόσο, δεν είναι το μοναδικό αφιερωμένο στη μνήμη των νεκρών.
Η ορθόδοξη Εκκλησία-κοινωνία ζώντων και τεθνεώτων- σε κάθε θεία Λειτουργία μνημονεύει όλους τους απ' αιώνος κοιμηθέντας "επ' ελπίδι αναστάσεως και ζωής αιωνίου". Έχει επιπλέον αφιερώσει την ημέρα του Σαββάτου στη μνήμη των κεκοιμημένων. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που οι μάνες μας έφτιαχναν πίτες κάθε Σάββατο και τις μοίραζαν στη γειτονιά, για "να φάν κι οι πιθαμέν".
Ψυχοσάββατα,πιο συγκεκριμένα, η Εκκλησία έχει ορίσει δύο. Το "χειμωνιάτικο" Ψυχοσάββατο πριν από την Κυριακή των Απόκρεω (Μικρή Αποκριά) και το "καλοκαιρινό" Ψυχοσάββατο πριν την Κυριακή της Πεντηκοστής, γνωστό ως "τα Ρουσαλιού".
Βέβαια, η αγάπη των ανθρώπων για τους προσφιλείς κεκοιμημένους "καθιέρωσαν" στην εκκλησιαστική παράδοση και στη συνείδηση των πιστών τα Ψυχοσάββατα να είναι περισσότερα από τα δυο Κανονικά, αυτά δηλαδή που ορίζουν οι εκκλησιαστικοί Κανόνες. Ψυχοσάββατο,λοιπόν, για τους πιστούς είναι και το Σάββατο πριν την Κυριακή της Τυρινής (Τρανή Αποκριά) αλλά και το επόμενο, το πρώτο της Σαρακοστής, το Σάββατο δηλαδή του Θεοδώρου του Τήρωνος που εορτάζεται το "Δια κολλύβων θαύμα". Στη Θεσσαλονίκη αλλά και γενικότερα στη βόρεια Ελλάδα,Ψυχοσάββατο θεωρείται και το Σάββατο πριν τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου. Το Ψυχοσάββατο αυτό είναι γνωστό και ως "Ψυχοσάββατο των γεωργών και κτηνοτρόφων".
Ο αείμνηστος κορυφαίος καθηγητής Λειτουργικής του Α.Π.Θ και αγαπητός μου δάσκαλος Ι. Φουντούλης εξηγεί την αδιάρρηκτη σύνδεση του κύκλου της ζωής με τον κύκλο της φύσης. Σύμφωνα λοιπόν με τη δική του ερμηνεία, η εορτή
του Αγίου Δημητρίου ανέκαθεν ήταν ιδιαίτερα αγαπητή για τους ανθρώπους της υπαίθρου και κομβικό χρονικό σημείο για τις εργασίες τους. Οι γεωργοί τ' Αηδημητριού ετοιμάζονταν για τη σπορά και οι κτηνοτρόφοι κατέβαζαν τα κοπάδια τους από τα ψηλά βουνά στα χειμαδιά, για να ξεχειμωνιάσουν. Συνήθως είτε αποσχολημένοι με τον θέρο είτε ευρισκόμενοι στα Κονάκια τους, δεν "άδειαζαν" να τελέσουν το "καλοκαιρινό" Ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής και να προσευχηθούν (επικοινωνήσουν) με τους κεκοιμημένους τους. Όταν λοιπόν Βλάχοι και Σαρακατσάνοι κατέβαιναν στα χειμαδιά, τελούσαν μνημόσυνα με κόλυβα και "σχώρια" υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των αγαπημένων τους το Σάββατο πριν την εορτή του Αγίου Δημητρίου, συνήθεια που εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα.
Ο λόγος που η Εκκλησία καθιέρωσε τα Ψυχοσάββατα είναι ο σεβασμός στην εικόνα του Θεού, τον άνθρωπο. Να τιμηθούν όπως πρέπει και όσοι δεν είχαν κανέναν δικό τους να τους ρίξει μια χούφτα χώμα, να τους κλάψει και να τους ανάψει έστω ένα κεράκι, για να αναπαυθεί η ψυχή τους. Άλλωστε, η απόδοση τιμών στους κεκοιμημένους έχει πανάρχαιες ρίζες (χοές, σπονδές, "χύτροι" την τρίτη ημέρα των Ανθεστηρίων στην αρχαία Αθήνα), εξ ου και ο όρος"κηδεία" που σημαίνει όχι μόνο "το παράχωμα" των μεταστάντων αλλά όλη τη "φροντίδα" για τους νεκρούς. Ας θυμηθούμε την Αντιγόνη αλλά και την περιγραφή της τελετής ταφής στον Επιτάφιο του Περικλή στην οποία αναφέρεται ότι: "μία δὲ κλίνη κενὴ φέρεται ἐστρωμένη τῶν ἀφανῶν, οἳ ἂν
μὴ εὑρεθῶσιν ἐς ἀναίρεσιν". Ήταν,λοιπόν, αρχικά ένα "δημοσία δαπάνη" μνημόσυνο στο οποίο η Εκκλησία ως φιλόστοργος μητέρα κήδευε και τιμούσε με δική της δαπάνη όσους χάθηκαν σε χαλεπούς καιρούς ή σε πολέμους και δεν ανεβρέθησαν ή όσους δεν είχαν συγγενείς ή φίλους ή ήταν πάμφτωχοι οι οικείοι τους και αδυνατούσαν να πράξουν "τα απαραίτητα" για όσους έφυγαν, όπως λένε στο χωριό μου. Ταυτόχρονα όμως υπενθυμίζει στους περί πολλά "μεριμνούντας και τυρβάζοντας" ζώντας το "αγρυπνείτε και προσεύχεσθε εξαγοραζόμενοι τον καιρόν", "καθώς ως άνθος μαραίνεται και διαλύεται πας άνθρωπος". Τους καλεί να μετανοήσουν.Να αλλάξουν δηλαδή τρόπο σκέψης και πράξης.
Κάθε άνθρωπος δεν παύει να προσεύχεται (επικοινωνεί) και να μνημονεύει (θυμάται) τους δικούς του που έφυγαν, αλλά δεν χάθηκαν, κάθε λεπτό, ώρα και μέρα. Κάθε Ψυχοσάββατο όμως νιώθει κάπως
περίεργα. Αισθάνεται μια ανεξήγητη "αχαλίνωτη" επιθυμία, μία εσωτερική ανάγκη να ετοιμάσει μια "γιορτή", όχι ως "ανάμνηση" ή "επαναβίωση" ενός γεγονότος, αλλά χριστιανική γιορτή, δηλαδή βίωμα χαράς και ευφροσύνης, "κοινωνία" με τον Θεό και όλους. Έτσι το Ψυχοσάββατο ο πιστός συν(γ)χωρεί(ανοίγει χώρο στην καρδιά του) γιορτάζει, επί-κοινωνεί με τον Θεό και άνθρωπο και συν(γ)-χωρείται, δηλαδή βρίσκεται μαζί με άλλους. Θλίβεται βέβαια γι' αυτούς που αγαπά και του λείπουν αφόρητα. Προσπαθεί έτσι να "διασκεδάσει" με την αρχική έννοια του όρου, να "διασκορπίσει" δηλαδή τη θλίψη της απουσίας των προσφιλών του προσώπων, προσκαλώντας τους σε ένα "γιορτινό τραπέζι". Και επιθυμεί να στρώσει ένα τεράστιο, κοινό τραπέζι αγάπης με καλεσμένους όλους τους ζωντανούς και τους απ' αιώνας κεκοιμημένους συγγενείς φίλους, γνωστούς…Θέλει να κάνει γενέθλια και ονομαστική γιορτή όλων των ευρισκομένων "εν τόπω χλοερώ και αναψύξεως" αλλά και "γαμήλιο γλέντι" για όσους και όσες έφυγαν αστεφάνωτοι. Αισθάνεται την ανάγκη να ετοιμάσει με όλους μαζί, γνωστούς, συγγενείς, φίλους, συγχωριανούς και μη, ένα επί γης "αντάμωμα", ένα πλούσιο γεύμα και γλέντι χαρμολύπης χωρίς αποκλεισμούς, εξαιρέσεις, διακρίσεις, ιδιαίτερες προσκλήσεις και κάρτες εισόδου. Να νιώσει πως, αν απλώσει τα χέρια του, μπορεί ν' αγκαλιάσει όλους τους εκδημήσαντες, να μιλήσει μαζί τους, να αστειευθεί και να πει όσα δεν πρόλαβε να τους "μολογήσει" πριν φύγουν για το ταξίδι χωρίς επιστροφή. Επιθυμεί να χαιρετίσει τον καθένα και καθεμία ξεχωριστά. Να τους πει "Συγνώμη, αν σας στεναχώρησα" και "Ευχαριστώ για όλα όσα απλόχερα μου χαρίσατε". Να πει, επιτέλους, αυτό το "Σ'αγαπώ",που το έχει κόμπο στο λαιμό μια ζωή, σε όσες και όσους δεν τόλμησε, φοβήθηκε ή δεν πρόλαβε να πει, αφού μάταια πίστευε πως είναι νωρίς ακόμα ή δεν ήρθε ακόμα η ώρα. Να ψάχνει εναγωνίως να δει και να χαιρετήσει τους ανεκπλήρωτους παιδικούς έρωτες. Να αποδεχτεί επιτέλους πως "η ζωή περνάει και χάνεται", "η ζωή είναι μια βόλτα" από την πλατεία του χωριού μέχρι την ταβέρνα του Χρυσούλα που σεριάνιζε νέος ή νέα κι ίσως αύριο να είναι αργά, για να αγαπήσει. Ίσως τώρα να επανανοηματοδοτήσει την ζωή του κάνοντας αλλαγή σκοπών και στόχων.
Ο καθένας μας και όλοι μαζί ονειρευόμαστε ένα αντάμωμα ψυχών ουράνιων και επίγειων. Στο αντάμωμα αυτό δεν θα λείπει καμία επουράνια ψυχή, αφού γι' εκείνες έχουν τελειώσει όλα τα "χουσμέτχια" και τίποτα δεν θα εμποδίσει την προσέλευσή τους. Σ' αυτό το αντάμωμα θα προσέλθουν όλοι και όλες από όλα τα μήκη και πλάτη του Παραδείσου. Θα είναι ένα τραπέζι όχι απλή προέκταση στο χρόνο και παράταση του χρόνου της φθοράς αλλά και επιβεβαίωση της αιωνιότητας σε μια μόνο μέρα. Αν η "συν-χώρεση" είναι ο σκοπός των μνημοσύνων, όντως το Ψυχοσαββατιάτικο αντάμωμα είναι σύναξη "συν-χωρούντων" αδελφών. Πραγματικό πανηγύρι μνήμης, αγάπης και χαρμολύπης. Έτσι μόνο απελευθερώνεται ο καθένας μας από μια ζωή αλυσοδεμένη στην αναγκαιότητα. Αποδεικνύουμε πως αντιλαμβανόμαστε τον σκοπό και το νόημα της ζωής μας.
Μα και οι ψυχές των προσφιλών μας προσώπων βιάζονται να βρεθούν σ' αυτό το ολιγόωρο σημερινό αντάμωμα ουρανού και γης, κόσμου ορατών και αοράτων…Να συνομιλήσουν οι άνω με τους κάτω και να συνεορτάσουν οι κάτω με τους άνω.Οι γυναίκες καλοντυμένες με τα χειροποίητα φουστάνια τους, με τσίπες και περίτεχνα παραδοσιακά χτενίσματα θα φέρουν η καθεμιά φαγητά, γλυκά και πίτες. Οι άνδρες σιλαρωμένοι, γραβατωμένοι με μπιργιαντίνη στα μαλλιά και φορώντας φρεσκοβαμένα σκαρπίνια θα φέρουν τσίπουρο και κρασί παραγωγής τους. Θα τρώνε, θα πειράζονται, θ' αστειεύονται, όπως μόνο εκείνοι και εκείνες ξέρουν. Και μετά θα στήσουν διπλό χορό. Θα θυμηθούν όλα τα τραγούδια που έλεγαν σε όλες τις φάσεις της σκληρής ζωή τους σε καθημερινές και γιορτές, σε χαρούμενες και πένθιμες μέρες. Ανάμεσά τους θα ξεχωρίσουν οι οργανοπαίχτες, οι μερακλήδες άντρες και γυναίκες στο τραγούδι και στο χορό. Θα τραγουδούν με το δικό τους μελωδικό τρόπο, με την καρδιά και την ψυχή τους χαρές, πίκρες, μεράκια, παράπονα. Και όταν έρθουν τα "ξεχωρίσματα", η ώρα να γυρίσουν στο τόπο της μόνιμης πλέον κατοικίας τους, θα τραγουδήσουν για μας που θα μείνουμε πίσω, υπενθυμίζοντάς μας πως σύντομη και " ψεύτικη είναι η ζωή μας, ένα πρωί ένα μεσημέρι κι ένα δειλινό". Έτσι θα ολοκληρωθεί η ολιγόωρη "ειδική" άδειά τους και χορτάτοι θα επιστρέψουν στην αιωνιότητα και στην κανονικότητα της.
Ψυχοσάββατο σήμερα. Ήρθε, για να μας θυμίσει τους μεγάλους απόντες της ζωής μας. Μας λείπουν πιο πολύ όχι μόνο γιατί δεν έχουν ανάγκη την φροντίδα μας, αλλά γιατί η ζωή μας είναι δύσκολη χωρίς την παρουσία τους. Οι φωτογραφίες στις κορνίζες των αγαπημένων μας προσώπων που έφυγαν για άλλες πολιτείες, σήμερα είναι είναι πιο ζωηρές, πιο λαμπερές. Αισθανόμαστε την παρουσία τους, ακούμε τα βήματά τους, νιώθουμε τη μυρωδιά τους. Ακούμε τις φωνές, τα γέλια, τις ορμήνιες, τα μαλώματά τους, τις παροιμίες, τις ιστορίες τους και τραβάμε τις κουρτίνες της ψυχής να τους δούμε στη άλλη μεριά του ποταμού. Μας γνέφουν απο μακριά και μας χαιρετούν γλυκόπικρα φωνάζοντας. "Έχτι του νου σας! Και τηράτι να ζήστε! Ούτε εμείς εσουσάμι τς δλειές μας, πριν φύγουμε. Όποιος πέρασε ουπέρα απ' του πουτάμ, πίσου δε γυρνάει!"
Είναι εκεί απέναντι ένα χωριό μας, κόσμος.Οι πολύβουες ακούραστες μέλισσες, οι μάνες μας και οι γιαγιές μας, που σε όλη τη ζωή τους όλη αυτή τη βδομάδα δεν είχαν έγνοια που θα τσικνίσουν. Το βράδυ της Πέμπτης "ανάπιαναν" τα προζύμια και "καθαρνούσαν" το σιτάρι, για να το βράσουν. Νυχτουχάραγα ζύμωναν ψωμί και λειτουργιές και έπλαθαν πίτες, θρηνώντας βουβά για τους απόντες. Ξεκρεμούσαν και την κανίστρα που έπρεπε να είναι καθαρή και είχαν σιδερωμένο το κεντημένο περήφανο κανιστρομάντηλο της προίκας τους.. Την Παρασκευή, μόλις χτύπαγε η καμπάνα για εσπερινό , μαυροντυμένες και μπαρμπουλωμένες αλλά όμορφες, μελαγχολικές αλλά και χαρούμενες, ξεκινούσαν για την Τρανή Συνάντηση στην Τρανή μας Εκκλησιά φορώντας τα καλά παπούτσια και ρούχα, για ν' ανταμώσουν με τις άλλες κυράδες και όλες μαζί να κλάψουν τον καημό τους. Με το ψυχοχάρτι στη μια τσέπη μαζί με τον παρά για τουν αφέντ(τον παπά), το μπουκάλι με το τσίπουρο και το πακέτο τσιγάρων στην άλλη, και την κανίστρα αγκαλιά γεμάτη καλούδια. Πίτες, ψωμί, τυρί, ελιές,(οι πιο νόστιμες της ζωής μας) σιτάρι βρασμένο και γλυκά για το συχώριο. Είναι μαζί τους και οι "σκληροί", αυστηροί, ηλιοκαμένοι, με ροζιασμένα χέρια πατεράδες μας που τα θεωρούσαν όλα αυτά περιττά, "τσάκνα κι άχυρα". Που πίστευαν ότι οι άντρες είναι για τη ζωή. Δεν μπορούν να "κολλήσουν" στον θάνατο. Έλεγαν πως "Οι γυναίκες δεν ξεχνούν. Μόνο που συνήθως θυμούνται τ' άσχημα". Συμφωνούσαν όμως μαζί τους πως "αφού έτσι τα βρήκαμε, έτσι ας τ αφήσουμε". Ποτέ δεν ξεχνούσαν το ψυχοχάρτι και αγράμματες οι περισσότερες ζητούσαν βοήθεια από παιδιά κι εγγόνια να γράψουν με "ειδική" σειρά τα ονόματα όσων έφυγαν. Είναι απέναντι και οι παππούδες μας που τα Ψυχοσάββατα δεν ήθελαν να πάνε στα κοπάδια και στις καλύβες. Ήθελαν να πάνε στην Εκκλησιά, για να καθίσουν στα πεζούλια του νάρθηκα, ώστε να πάρουν πρώτοι εκείνοι τα "σχώρια". Ήταν ημέρα χαρμολύπης και ευκαιρία να "κόψν τουν άλτσου", αφού μπορούσαν να φάνε λίγο παραπάνω,να πιουν λίγο τσίπουρο παραπάνω και να καπνίσουν αγοραστές τσιγάρες, όλα για καλό σκοπό. Να "σχωρέσουν" τα αγαπημένα τους πρόσωπα, πριν συγχωρεθούν και οι ίδιοι.Στην πρώτη σειρά της όχθης απέναντι, είναι και η αιώνια νεολαία.Οι συμμαθητές και συμμαθήτριες μας που τόσο νέοι και νέες έφυγαν απο κοντά μας, βυθίζοντας σε ισόβιο πένθος τα σπίτια τους και το χωριό μας.
Ψυχοσάββατο σήμερα.'Ομορφη,ηλιόλουστη και παράξενη μέρα. Ας κάνουμε μια στάση από την έντονη ενασχόλησή μας με την επιβίωση και ας ασχοληθούμε με τη ζωή. Όλοι "εμείς που μείναμε πάνω από το χώμα το σκληρό" θυμόμαστε με νοσταλγία τα Ψυχοσάββατα ως "παιδικό πάρτυ" και δική μας γιορτή. Ακόμα και ο δάσκαλος μας "απολνούσε" νωρίτερα το απόγευμα όσους είμασταν απογευματινή βάρδια στο σχολείο, για να προλάβουμε να μαζέψουμε το μερίδιο από τα "σχώρια". Να ποδοπατιώμαστε στο νάρθηκα απλώνοντας τα χέρια για ανθρωπιστική βοήθεια στις μαυροφορεμένες που έχασαν σχεδόν έφηβες, άλλες συζύγους και άλλες παδιά κι αδέρφια και ορισμένες ζουν ακόμα ισόβια μαυροντυμένες,αφού άντεξαν να κηδέψουν αρχικά τον άντρα και μετά το παιδί τους η κάθε μια.Σήμερα, υπέργηρες και βασανισμένες,στέκουν ως λαμπάδες αείφωτες, με δισέγγονα και τρισέγγονα έχοντας μόνιμα ζωγραφισμένη
στο πρόσωπό τους τη θεία ωραιότητα,την ιερά μελαγχολία την γλυκύτητα του προσώπου του Χριστού. Θυμόμαστε πάλι το "Δώσε και μένα, θειά", για να γεμίσουμε τις τζαλαντίνες με σχώρια, για να συγχωρέσουμε τις ψυχές αλλά να ντιακωθούμε κι να ψυχοπιάσουμε κι εμείς, αφού πάντα ο θάνατος κάποιων δίνει ζωή σε άλλους…Τώρα ήρθε η σειρά μας να κρατήσουμε εμείς την κανίστρα και να γράψουμε στο ψυχοχάρτι με κεφαλαία γράμματα όλες τις θειές και τους μπαρμπάδες της ζωής μας που μετάγγισαν την ζωή τους για να ζήσουμε καλύτερα και έφυγαν κουρασμένοι-ες,ιδρωμένοι-ες αλλά γεμάτοι-ες περηφάνια .
Ψυχοσσάβατο σήμερα και όλοι ετοιμάσαμε λίγο βρασμένο σιτάρι, δείγμα ελπίδας ότι η ζωή δεν τελειώνει στον τάφο. Σπείρεται, για να ξαναφυτρώσει. Ο θάνατος δεν είναι το τέρμα αλλά μια στάση, ένα πέρασμα, ένα προσωπικό Πάσχα. Ανοίξαμε το ψυχοχάρτι της καρδιάς μας, συμπληρώσαμε ονόματα αγαπημένων μας προσώπων, "μελετήσαμε" τους δικούς μας αλλά και τους "δικούς μας ξένους" που είναι μακριά κι από μακριά μας αγαπάνε, δείγμα πως δεν τους ξεχάσαμε. Ανάψαμε ένα κερί "έστω στην πέτρα", δείγμα ότι δεν είμαστε μόνοι. Να πυρωθούν και ν' αγαλλιάσουν οι μακάριες ψυχές από τη φλόγα του, αλλά να ζεσταθούμε κι εμείς από τη θύμησή τους. Οι πεθαμένοι συνεχίζουν να υπάρχουν ζωντανοί στη σκέψη μας και μια μέρα θα ξαναβρεθούμε στο αιώνιο αντάμωμα, στην ίδια ποθεινή ουράνια πατρίδα. Άλλωστε, δεν είμαστε μόνο επίγειοι συγγενείς, φίλοι, συγχωριανοί αλλά κυρίως "αλλήλων μέλη" της μίας Εκκλησίας, του ενός μυστικού Σώματος του Χριστού. Και όταν πάσχει ή χαίρεται ένα μέλος συμπάσχουν ή χαίρονται όλα μαζί του.
Ψυχοσάββατο σήμερα και η συναισθηματική μου φόρτιση είναι έντονη, όπως όλων σας. Ίσως γιατί αυτή τη μέρα νοσταλγώ περισσότερο τον τόπο που περπάτησα με αγαπημένα πρόσωπα που έφυγαν. Ο νους περιφέρεται "στ Γκουρτσιά", όπως έλεγαν οι παπούδες, μη θέλοντας να ξεστομίσουν τη λέξη "νεκροταφείο", για να ξορκίσουν τον θάνατο. Εκεί, στο "κοινό και αδιαίρετο οικόπεδο", την τελευταία κατοικία μας, στην Αγία Παρασκευή. Ίσως, γιατί πάντα εκεί είχα κάποιους που μου έλειπαν αφόρητα. Ίσως, γιατί κάθε μέρα από μικρό παιδί άκουγα τους θρήνους μανάδων και συζύγων. Ίσως, επειδή μεγάλωσα δίπλα τους όσο ζούσαν, αλλά έγιναν "γείτονές" μου αγαπημένοι, αφού "εξεμέτρησαν το ζην" και τους θεωρούσα όλους συγγενείς μου. Ίσως, γιατί αυτός ο ηλιοπερίχυτος χώρος, αυτό το ίσιωμα ήταν η παιδική χαρά που έπαιζα με τα γειτονόπουλα . Εκεί, ανάμεσα στους τάφους...
Αισθάνομαι ευτυχής που γνώρισα τόσους πολλούς σοφούς ανθρώπους που με συμβούλεψαν, με ευεργέτησαν, με γαλούχησαν με αρχές και αξίες.Που εισέπραξα απέραντη φροντίδα από τόσες μάνες .Που τόσες λεχώνες μου "έριξαν" γάλα απ' τον κόρφο τους, όταν μ" έφτυνι ου τσιούλτς, γιατί ήμαν κι ψίτσα χάσκαρς"...Κάθε φορά που ανέβαινα στο χωριό, ακόμα και όταν ζούσαν οι γονείς μου, εκεί στο αγαπημένο μου ίσιωμα έκανα στάση και τους έλεγα την "Καλημέρα" ή "Καλησπέρα". Από εκεί στο στάβλο και, όταν νύχτωνε, στο σπίτι. Τους καλόπερνα, γιατί δεν με μάλωναν που έκοβα κλωνάρια από τα κυπαρίσσια και τα πεύκα τους, για να ταΐσω τις γίδες και χαλούσα τον ίσκιο τους, που τόσο έλειψε από το λιοπύρι της ζωής τους…Και ενώ τους μάλωνα για τα λάθη τους, εγώ έκανα ακόμη περισσότερα και μεγαλύτερα…
Θα απουσιάζω πάλι από το σημερινό μεγάλο αντάμωμα, όχι βέβαια στο χώρο του Σχολείου, αλλά στην Παρασκευή, στη γειτονιά όλων, στη γειτονιά μου και γειτονιά των αγγέλων. Δεν θα είμαι σήμερα μαζί με τους συγχωριανούς μου, για να θυμηθούμε και να τιμήσουμε ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί αυτούς που μας λείπουν και μας περιμένουν στην σημερινή γιορτή των ψυχών τους.
Και φέτος όμως θα είμαι όπως κάθε χρόνο νοερά μαζί σας και μαζί τους. Το μυαλό δεν φυλακίζεται. Ακούω ήδη τον σεβαστό μου Παπαγιώργη να μνημονεύει όλους τους κεκοιμημένους: γονείς, συζύγους, αδελφούς, διδασκάλους, αναδόχους, συγγενείς, φίλους, συγχωριανούς και όλους τους"προαναπαυσαμένους". Και μόλις του δώσω το ψυχοχάρτι, θα με επιτιμήσει στοργικά με το δικό του τρόπο, ώστε να λαγκάξουν οι θλιβερές καρδιές μας, να σκορπίσουν τα πικραμένα χείλη και να σταματήσουν προσωρινά τα δάκρυα μας. "Κωστάκη, πάλι έγραψες ένα φύλλο καινούργια ονόματα στο ψυχοχάρτι, αλλά πάλι δίευρω θα ρίξεις στην
τσέπη μου!"
Ο Θεός να τους αναπαύσει. Αιωνία η μνήμη όλων. Να ζήσουμε να τους θυμόμαστε. Αυτό μόνο τους αρκεί.
Σχόλια
σεβαστέ μου Πανοσιολογιώτατε!
Η αγάπη των Λουζιανιτών,
ζώντων και τεθνεώτων,
είναι η πηγή της εμπνευσης
των γραπτών μου.
Απλά ως αντίδωρο και
μνημόσυνο επιστρέφω λίγη
από την αγάπη τους.
Σίγουρα όλοι οι κεκοιμημένοι πρόγονοί μας
αναπαύονται στον Παράδεισο,
αφού δια βίου φρόντιζαν
"ξένους, ασθενείς
νηστικούς και διψασμένους".
Με τη βοήθεια του Υψίστου
και τις δικές σας ευλογίες
θα συνεχίσω να καταγράφω
την άυλη κοινή μας κληρονομιά.
Καλή Σαρακοστή!!
Τροφοδοσία RSS για τα σχόλια αυτού του άρθρου.