«Aϊ κουρίτσι μ καλό. Μι τα ρέουλα που κουβαλάς κι τν τιμπιλιά που εχς για αδιρφή, θα ουρατήσουμι να σι βγάλουμι απ’ τα χέρια μας. Κι να στραβουθεί κάνας χριστιανός να σι αραδήσ κι να στειλ προυξηνιό, δε γλέπου να στιριώντι σα ζιβγάρ.
Τν Κυριακή θα σι διχτεί η πιθιρά σ στουλζμέν νύφ, τ Διφτέρα νυχτουχάραγα θα σι ξινουμής πάλι τσπίσους, αφού δεν έμαθις ούτι νιρό να βράζ στουν τζιουτζιουβιέ, νου δεν εχς για νοικουκυριό, αχώρια που εχς τ γλώσσα δυο πθαμές! Πού θα του βγάλουμι του κιφάλ απ’ τν αντρουπή ιτότις; Κι του χειρότιρου, ιμένα θα αναθιμάει η πιθιρά σ πως δε σι ουρμήνιβα, δε σι δασκάλιβα, δε σ’ έμαθα όλα τα χουσμέτχια κι σι άμπουξα σι αφτήν ανέγροικου κι αλάλτου τέκνου σαν του δαμάλι που δεν ξερ ν αυλακιάζ! Ξέρου τι θα μι πεις! Είδα κι σένα, μάνα, που ήσαν σφήκα στα νιάτα σ, τι τυχιρό είχις! Μαναχιά σ μουρμουρίζ κι λες ότις οι τιμπέλις κι οι σαλές έχουν τς τύχις τις καλές!». Κι αν τα καψουκόρτσα άκουγαν του «τρουπάριου τς Κασσιανής» μια φουρά του χρόνου, κάθι Μιγάλ Τρίτ, σίγουρα άκουγαν κάθι μέρα κι τούξιρναν νιράκι του «τρουπάριο τς μάνας», μόλις τράνιβαν, πατούσαν δηλαδής τα δέκα τους χρόνια. Έπριπι να χουνέψν καλά πως η καλή νοικουκυρά σκώνιτι πριν να φέξ, νίβιτι, κάνει τουν σταυρό τς κι ζώνιτι τν πουδιά να χουσμιτέψ!
Όταν όμους έρχουνταν ου κιρός, γύρου στα δικάξ, τα κουρίτσια ολουκλήρουναν τς «βασικές σπουδές οικιακής οικουνουμίας» κι όλα μι «άριστα», μι εκπαιδεύτριες τς τρανύτυρις τς γνέκις. Χρόνου μι του χρόνου, έβαζαν γκλάβα κι μάθιναν τα χρειαζούμινα: Πλύσιμου, μαγείριμα, ζύμουμα, πίτις απ’ όλα τα σκέδια, πλέξιμου, κέντημα, γνέσιμου, αργαλειό κι να σιλαρών του σπίτ. Αλλά κι στα μητρικά καθήκουντα ικπιδέβουνταν, αφού αβουηθούσαν να τρανέψν τα μκρότιρα τ’ αδέρφια κι ετς μάθιναν να τα φασκιών, να τα πικουνέβν αλλά κι όσα χρήζουνταν τα γιντσιάρκα για να πουδαρώσν. Μάθιναν απ’ τς μάνις κι απ’ τς μανιές ιλιάτσια, ξιματιάσματα, ξιτάγματα, να φκιάν χαϊμαλιά αλλά κι όλα τα χρειαζούμινα ανά πιρίπτουσ, γάμου, κηδεία, μνημόσυνα, ψυχουσάββατα. Ό,τ έπριπι, δηλαδίς, για τς ζουντανοί κι για τς πιθαμέν! Για σκουλειό κι γράμματα πάεναν όπουτι άδειαζαν απ’ τα χουσμέτια, αφού τα γράμματα δεν τς έκαναν νοικοκυρές κι νύφις ξακουσμένις. Οι μάνις τώρα είχαν άλλου τρουπάριου. «Τήρα να κλουριάσ κάναν τώρα που πιρνάει η μπουιά σ κι μην πουλυδιαλέγς! Κάθι χρόνου βγεν κινούργια φυντιάνια! Θα απουμήνς ανύπαντρη κι θα παραπουνιέσι κι θα λες: «Μάνα μου δε μι πάντριψις, φόντς ήμαν στουν κιρό μου!». Είνι αυτά τα κουρίτσια-ήρωες που τράνιψαν απότουμα, για να τρανέψν μι τ σειρά τα τρεις γινιές κούτσκα: αδέρφια, ξαδέρφια, τα θκα τς τα πιδιά και αγγόνια. Ακούραστα κι πρόθυμα φρόντσαν τς πιθιρές σαν μάνις, τ’ αγγόνια σαν δυο φορές παιδιά τους κι τις νύφις σαν θυγατέρες!
Κάμπουσα ήταν κι ανυπόμονα να πάρν τα μάτια τα απ’ του πατρικό και να παντριφτούν, ακούγουντας ότις «αν θες να πιρνάς καλά, να πας ικεί που σι θέλν κι σ’ αγαπούν», αφού αυτός ήταν ου προυορισμός απ’ του κουρίτς, να στησ θκιή τ τσιάμπρα. Άκουγαν ότι είνι «ξενοφουλιές» κι «ξενογουνιές» κι έπριπι μι τν ώρα τα ν απαρατήσν του πατρικό κι του σόι κι να έχν γουνίδις τα πιθιρκά κι αδέρφια τα κουνιάδια. Τι τραγικό να ισθάνισι ότις σαν θυγατέρα είσι βαρύ φουρτιό στου πατρικό σ για τς γουνείς που σι γέντσαν κι ανεπιθύμιτη απού τα «πιδιά», δηλαδίς τ’ αδέρφια που έχτι του ίδιου αίμα! Κάμπουσα έλιγαν «τι τώρα, τι αργότιρα! Μια ψυχή που είνι να βγει, ας βγει». Απ’ τ’ ανυπόμονα βγήκι του τραγούδ «Μπιζέρισα, μωρ μάνα, μαντήλια να κιντώ κι θα τα παρατήσου, να πάου να παντριφτώ!» αλλά κι ου λόγους: «Άντρα θέλου, τώρα τουν ιθέλου!». Γιλούσαν απού ινάτ, για να μην κλάψν! Γιαφτό έλιγαν μι παράπουνο πικρό: «Με βλέπεις, μάνα, που γιλώ κι λες δεν έχου ντέρτια…». Ήταν κι ικείνα τα μούτκα που, ινώ καμώνουνταν ότις κοιμούντι μι τα τσαρούχια, τουν είχαν διμένου του γαμπρό κι έλιγαν απού μέσα τα. «Ιγώ π δεν κρένου, δε λαλώ, ιγώ θα πάρου τουν γαμπρό!!».
Μιτά του ’50 του χουριό ιξιλίχτηκι. Τα πιδιά απού κανένα, αραιά κι που, αρχίντσαν να παέν στου Γυμνάσιου. Για τα κουρίτσια ούτι λόγους για του Γυμνάσιου, για να «μη γιέν πτάνις». Όσ γουνίδις ήταν πιο «ιξιλιγμέν», άφναν του πουλύ ένα κουρίτς να ξιμυτήσ απ’ του σπίτ, μόνου για να παέν στν «Ιδιουτική Σχουλή Κοπτικής-Ραπτικής Δημόκα» στν Δισκάτα. Πουλύ λίγα ήταν τα κουρίτσια που σπούδασαν τ ραπτική στ Δισκάτα, αφού κι λιφτά διν είχαν οι γουνίδις κι η Δισκάτα ήταν μακριά απ’ του χουριό για τς γναίκις κι τα κουρίτσια! Τα πλιότιρα μάθιναν «οικουκυρικά» σι μαθήματα «οικιακής οικονουμίας» που έκαναν δασκάλις τς Πρόνοιας στου χουριό. Τα υπόλοιπα ζήλιβαν τν τύχη απ’ όσα μάθιναν μια τέχν πέρα απ’ τα χουράφια…
Στα μέσα του ’60 κι αρχές του ’70 αρχίντσαν να παέν κι τα κουρίτσια στου Γυμνάσιου. Τα πλιότιρα που απόμειναν στου χουριό, όταν ιφκιρούσαν απ’ τα χουσμέτχια, μάθιναν κι μοδιστρική. Είχι έρθ μια ικπρόσουπους τς Singer απ’ τ Δισκάτα κι παρέδουνι μαθήματα στ Θανάσ τ Σαμαρά του σπίτ μι τν ιλπίδα να πουλήσ ραπτου-μηχανές. Άλλα κουρίτσια βγάζουντας του σκουλιό έπχιαναν δλια κι στου ταπητουργείου τς Πρόνοιας που είχαμι στου χουριού. Ιρχούντας ου χινόπουρους, πάηναν στα βαμπάκια στν Καρδίτσα. Ανοιξιάτκα στα τσαπίσματα κι στα καπνά στα Βέργια. Ανάλουγα μι τν ιπουχή, έφταναν μέχρις τα Σπάτα στν Αθήνα, να μαζέψν σταφύλια για μιρουκάματου. Μι τς παράδις που θα έβγαζαν, θα έφκιαναν κι τν προίκα τα: κιντήματα, σκιπάσματα, στρουσίδια κι σπιτουμάζουμα. Απ’ τς παράδις που μάζουναν μι τόσουν κόπου, έκλεινι ου γουνιός κι άλλις αμπουριές κι πάντριβι κι τα πιδιά τ. Όταν παντρέβουνταν, όμους, τα ίδια, δε δικιούνταν πατρική πιριουσία, γιατί…ήταν κουρίτσια. Μια χρουνιά, κάμπουσις μέρις πριν να φυγν για τα βαμπάκια, έβριχι μι του καρδάρ. Ήταν τα καημένα τόσου αγανακτισμένα απ’ τ χαμαλίκα που τα καρτιρούσι, που παρακαλούσαν: «Βρέξι, Θιέ μ, γαμπροί να αρραβουνιαστούμι , για να μην πάμι στα βαμπάκια! Τι ου λύκους να μας φάει, τι η αρκούδα να μας μαδήσ!». Βγάλτι ου καθένας σας συμπιράσματα….
Παένουντας όμους εργάτριες, πουλλά κουρίτσια βρήκαν κι του τυχερό τα ικεί. Ερωτέφκαν μι πιδιά είτι συγχουριανούς μας είτι απού κουντινά μας χουριά αλλά κι μι καμπίσιους μπικιάρδις που τάβλιπαν σαν ξιρλούκουμα κι κλώθουνταν σαν τουν πέρπιρα στ λάμπα. Έρχουνταν οι υπουψήφιοι γαμπροί στου χουριό, να τα ζητήσν ιπήσιμα απ’ τουν πατέρα τα. Έτσιας, αρκιτά παντρέφκαν ικεί, αφού κι όμουρφα ήταν κι εργατικά κι νοικουκυρουκόρτσα κι προικιζμένα μι αρχές κι αξίες κι έβλιπαν ότις ικεί είνι καλύτιρα τα πράματα απ’ ό,τ στου χουριό κι στα σπίτχια τα, που τάχαν σαν του μπάμπαλου στου μάτ… Όπ κι αν πήγαν σα νύφις, σι στεριά κι θάλασσα, οι πιθιρές ακόμα μολογούν πόσου τυχιρό είχαν που πήραν τέτχιες νύφις! Ήταν μικρές στα χρόνια, μα ήταν κι θαυματουργές. Ήξερναν να φκιαν απ’ όλα κι κατά πως πρεπ. Κι να τιμούν τουν άντρα κι τα πιθιρκά κι του σόι όλου! Γιαφτό, αρχίντσαν να έρχουντι κι «εισαγόμενοι» γαμπροί απ’ όλα τα σύνουρα, για να αραδίσν κι άλλα κουρίτσια απ’ του χουριό μας. Ήταν οι νύφες που μπουρεί να μην έφτασαν μέχρις τν Αμιρική, παντρέφκαν όμους στα Βέργια, ιδίους στου Νησί, κι στν Αρναία τς Χαλκιδικής. Όσα κουρίτσια του ένα μιτά του άλλου αρραβουνιάζουνταν στου χουριό μι «εισαγόμινους» γαμπρούς, τν άλλη τν ημέρα έμπιναν στου λιφορείου παίρνουντας τουν δρόμου τς «ξενιτιάς», μι τν ιλπίδα ότι ικεί που θα παέν, θα ζήσν καλύτιρα. Κι για να μην είνι μαναχά τα, συδρουμούσαν, για να παντριφτούν κουντά σι αυτά αδερφές, ξαδέρφες κι γειτόντσες. «Αποικίες» έφκιασαν μι αυτόν τουν τρόπου στουν τόπου που ρίζουσαν κι πρόκουψαν. Κάποια απ’ τουν πόνου κι του παράπουνο ούτι ματαγύρσαν να ιδούν το χουριό τα…
Μα ας ξανακλώσουμι τώρα πώς γένουνταν τ’ αρραβουνιάσματα ικείνα τα χρόνια. Ου πατέρας απ’ του κουρίτς είχι τν έγνοια να ξιφορτουθεί, όπους έλιγαν, του φουρτιό αγλήγουρα, για να παρν σειρά κι τ’ άλλα τ’ αδέρφια. Αντάμα μι τ γνέκα τ έβαζαν μι του νου τς σι ποια φαμπλιά θα ταίριαζι να παέν νυφ κι θα τς βγαλ ασπροπρό-σουπους. Λίγου τς ένοιαζι αν του κουρίτς τουν χάλιβι τουν γαμπρό ή αν ήθιλι να αρραβουνιαστεί τόσου μικρή. Τηρούσαν μούγκι στν πιθιρά που θα παέν, να καταφέρν «να του φαν γλυκό», γιατίς ιπιστρουφή δεν είχι. Μα κι οι γουνίδις απ’ του πιδί τηρούσαν να συμπιθιριάσν μι αυτούς που θα ταιριάσν, γιαφτό λέμι ότις «αν δεν ταιριάζαμι, δε θα συμπιθιριάζαμι!». Έτσιας, αντάμουναν, τα κουβέντιαζαν κι έδιναν λόγου. Άλλις φουρές έστειλναν προυξινιό μι άνθρουπο τς ιμπιστουσίνς, μι πείρα κι «κοινής απουδουχής».
Αφού οι τρανοί έκλειναν, όπους έλιγαν, τ «συμφουνία», αν δηλαδής θα δώκουν κι προίκα σι παράδις, χουράφια, σφαχτά ή άλλα πανουπροίκια, έλιγαν πότις θα γεν ου αρραβώνας. Βλέπς, ικεί γύρου στου ’70, κάμπουσ υπουψήφιοι γαμπροί αρχίντσαν να ζητούν κι παράδις «ντούκου κι οπουσδήπουτις», για να πάρουν του κουρίτς! Κι οι γουνίδις όπους κι τ’ αδέρφια είχαν δεν είχαν, έπριπι να βρουν τς παράδις, για να παντρέψν του κουρίτς μι αυτόν που θα το έπιρνι απ’ τα χουράφια κι τα ζώα κι θα του ιξασφάλιζι καλύτρου μέλλουν, είτ ήταν χουριανοί μας είτι απ’ άλλα σύνουρα. Ινημέρουναν κι τα κουρίτσια που τς πλιότιρις φουρές ούτι τουν είχαν κατά νου τουν γαμπρό ή βίγλιζαν άλλουν για γαμπρό! Κι να μην τουν χάλιβαν τουν μπικιάρ, δεν κουτούσαν να βγάλν άχνα κι να φερν αντίρρησ, αφού ου γουνιός ήξιρνι καλύτιρα…Βέβια, υπήρχαν κι περιπτώσεις που οι μπικιάρδις, αφού θαμπώνουνταν απ’ τν ουμουρφάδα κι λιγώνουνταν απ’ τουν έρουτα για του κουρίτς κι του κουρίτς καλόβλεπε.. τουν υπουψήφιου, έστειλναν αγλήγουρα τς συγγινίδις ή τς γουνίδις να αραδήσν τα κουρίτσια, χουρίς ιπιπλέουν προίκα, μην προυκάν κάνας άλλους υπουψήφιους μνηστήρας! Τέλους πάντους, είτι έτσι είτι αλλιώς, συμφουνούσαν οι πατιράδις πού θα δώσν του κουρίτς, για να γένει αρραβώνας. Μην αρχινάτι να λέτι ότις «τι σαλαμάρις έφκιαναν οι παλιοί!». Ιτότις ετς γένουνταν. Σάματις κι ιμείς τώρα τα φκιάνουμι όλα σουστά… Αφτά γένουνταν, όταν αρραβουνιάσκαν οι γουνίδις μας κι κατιδώ. Παλιότιρα, οι μανιές μας κι οι παππούδις μας ούτι αγνώρζαν μι πχιόν έδουσαν λόγου οι τρανοί να τς αρραβουνιάσν κι ούτι «καλημέρα» δεν έλιγαν αναμιταξύ τς, πριν να στιφανουθούν. Ακόμα κι αν σταυρώνουνταν στουν δρόμου, έλιγαν πέντι κουβέντις στ’ αγλήγουρα κι αυτές απού μακριά!
Αφού σμάζουναν τα φασούλια απ’ τα κηπώματα κι τα καλαμπούκια απ’ τα χουράφια, ιρχούντας ου χινόπουρους, γένουνταν οι πλιότιρις αρραβώνις, ιδίους μες του χειμώνα, ιπιδίς μέχρι να αρχινίς η Σαρακουστή για τν Πασκαλιά έπριπι να ταχτουποιηθούν αυτά τα θέματα. Τίπουτας δε γένουνταν χουρίς λόγου κι κάποιου σκουπό. Παίρνουντας η άνοιξ κι τα χουσμέτχια, έπριπι να αβουηθούν κι οι μέλλουσις νύφις κι στα πιθιρκά, ετς για «πρακτική ιξάσκης» πριν του γάμου! Συνουιούνταν, λοιπόν, οι συμπέθερ κι όριζαν ένα Σαββάτου για τουν αρραβώνα, που γένουνταν πάντα στου σπίτ τ κουριτσιού. Οι πλιότιρ απ’ τς γουνίδις μας αρραβουνιάσκαν μι συνουπτικές διαδικασίις. Ου πατέρας ή ου μπάρμπας -αν του πιδί ήταν ουρφανό-αντάμα κι μι κάναν άλλουν αδιρφό ή αδιρφή, πάεναν στου σπίτ απ’ του κουρίτς κι το ζητούσαν λέγουντας. «Εμαθάμι ότις έχτι μια καλή προυβατίνα για δόσιμου. Έχουμι κι ‘μείς ένα καλό κριάρ, για να τα σμίξουμι.» Μι αυτόν του λόγου τα συμφωνούσαν κι ου πατέρας απ’ του πιδί τς πιρνούσι τα δαχλίδια. Αν ου αρραβώνας γένουνταν μι προυξινιά, ήταν παρών κι ου προυξιντής, για να πάρ κι αφτός τουν κόπου τ, μαξιλαρουθήκ κι τσιρέπια. Έβαζι η μάνα απ’ του κουρίτς ένα ζιβγάρ τσιρέπχια στουν ώμου απ’ τουν σμιθιρό κι αφτός χουρουμπδούσι δυο φουρές κι εύχουνταν να ζησ η νύφη κι ου γαμπρός. Αφτό ήταν κι έσουνι η τελετή. Γύρζαν στου σπίτ απ’ τουν ίδιου δρόμου, για να μη χαλάσ η προυξηνιά, αλλά κι όποιους έμπινι στου σπίτ απ’ αραβουνιασμένου έπριπι να ξαναφύγ απ’ τν ίδια πόρτα. Ιρχούντας η Πασκαλιά, η πιθιρά έβαζι στν κανίστρα τν κλούρα, φουστάν, τσίπα, τσιρέπια -άντι κι κάνα ζιβγάρ παπούτσια-κι τα πάηνι δώρου στου κουρίτσ. Η αρραβουνιάρα χάρζι κιντιμένις σι χασέ μαξιλαρουθήκις για τα πιθιρκά κι τσιρέπια για τα κουνιάδια, ιννουίτι χειρουποίητα.
Τα αυστηρά ήθη τς ιπουχής των γονιών μας δεν ιπέτριπαν να κοιμούντι τα αρραβουνιασμένα αντάμα κι μαναχά τα. Όπους κι οι εκκλησιαστικοί κανόνις. Ίσους πλιότιρου για «πρακτικούς» λόγους κι όχ τόσου για θρησκευτικούς. Τα κουρίτσια ιτότις στα δικαπέντι κι στα δικάξ που τα αρραβώνιαζαν ήταν ακόμα ψίχα αψόμουτα κι αγένουτα λόγου φτώχειας κι λόγου κακής διατρουφής , αφού ιτότις τα πιδιά μούγκι έπριπι να τρων καλά, για «να μην τα πέσει ου σπόρους». Τν ουμουρφάδα όμους κι τν νοικουκυρουσύν τν είχαν κι ας ήταν τιμουρσμένα. Έπριπι να πειράσ κάμπουσος κιρός αρραβουνισμένα ως «χρόνους προυσαρμουγής κι ενηλικίουσης» μι λίγα κι ιλαφριά χουσμέτχια κι χουρίς συζυγικές υπουχριώσεις, μέχρις «να δεσ του κόκκαλου» κι να προυσαρμουστούν. Γιαφτό κι τα φύλαγαν απ’ τουν γαμπρό. Άσι που λόγου έλλειψης τηλιόρασης, ινημέρουσις κι προυφύλαξης υπήρχι κίνδυνους πρόουρης αγκαστριάς. Πράγμα πουλύ κακό για ιτότις. Οι αρραβουνιαστκές πήγιναν στα πιθιρκά όμους κι αβουηθούσαν στα χουσμέτχια κι στα χουράφια κι στα σφαχτά υπό αυστηρή ιπιτήρησ αλλά μέχρις ικεί. Ύπνου ου καθένας κοιμούνταν μαναχός τ.
Ινουίτι ότι οι αρραβουνιζμέν δεν έμισκναν μαναχοί πουτές-πουλύ δε πιρισσότιρου να κοιμθούν αντάμα- χουρίς να είνι κι άλλους φρουρός στουν ουντά. Ου αρραβουνιστικός πήγινι στου σπίτ απ’ του κουρίτς να του ιδεί, αλλά μαναχοί τς δεν απόμισκαν, για να μην ξαμώς κι προυσβάλ του κουρίτς. Αν δεν στέκουνταν μπάστακας η πιθιρά, ρόλου «φύλακα τς τιμής» αναλάμβαναν αδιρφές κι ξαδέρφις τ κουριτσιού. Οι ιπισκέψεις ήταν βέβια σπάνιες κι μούγκι κατόπιν αδείας κι πάντα άνευ διανυκτέριφσης. Οι μάνις όμους κι αυτές δεν άφναν τα πιδιά ξιόλτα κι τα ουρμήνιβαν. «Τήρα καλά, τσιφτιλή, μην παένς μαναχός κατά του κουρίτς κι δίνουμι δικιώματα στουν κόζμου να μας κατασέρν! Έχι τουν νου σ, κακουμοίρη μ, μη τν αμπλάξ πουθινά σιαπέρα κι φκιάξτι κάνα μύθου κι γινθεί κάνα πρωϊμάδ! Να στιφανουθείτι πρώτα κι μιτά έχτι μια ζουή μπρουστά σας.» Τουν ήλιου, όμους, κι τουν έρουτα καμιά μάνα κι κανένας πατέρας δεν τουν έκλεισαν όξου απ’ του σπίτ! Οι μπικιάρδις πάντα στα κρυφά έβρισκαν τρόπου να ανταμών τς αρραβουνιάρις κατόπιν μηνυμάτων. Απόμιναν πουλλά μύθια ανάμισα σι ασυγκράτητους γαμπρούς κι σι πιθιρκά. Γιαφτό οι τρανοί συδρουμούσαν να γιέν αγλήγουρα ου γάμους, για να γένουντι όλα καθώς πρέπ κι νόμιμα.
Απού φόντς αρραβουνιάσκαν οι γουνίδις μας κι χαλάρουσαν ψίχα οι συνθήκις, έβγιναν αντάμα στου μισουχώρ κι στου Θιουτόκου ή στουν Αηδημήτρη, ανάλουγα μι τν ιπουχή, σι επίσημ έξουδο, για να ξιθαρέψ κι να ανταμουθούν φόρα κι μι άλλα φρεσκουαρραβουνιαζμένα. Υπήρχι σειρά, σέβας κι τάξ σι όλα. Χρόνου μι του χρόνου αρχίντσαν τ αρραβουνισμένα να κοιμούντι αντάμα απ’ του πρώτου βράδ, αρκεί ου γαμπρός να πάεν νύχτα κι να φευγ νύχτα, για να μην κουτσουμπουλέβ η γιτουνιά.
Βέβια μι τα χρόνια,μιτα του 70, οι αρραβώνις γένουνταν πιο κουσμικοί κι γκλάμουρους, αν κι υπήρχαν κι ζγκουριαζμένα μυαλά ακόμα που αντιρριούνταν. Στου σπίτ απ’ του κουρίτς πάηναν οι γουνίδις τ γαμπρού αλλά κι τ’ αδέρφια κι, αν ήταν μικρό του σόι, πήγιναν κι του συγγένιου πρώτου βαθμού. Τηρούσαν όμους πόσα κι ποια άτουμα θα παέν. Πάντα μονός αριθμός. Μιτά τα καλουσουρίζματα, τν ανταλλαγή ευχών κι δώρων κι του σπάσιμου τ πάγου, πιρνούσι τα δαχλίδια ου πατέρας απ’ του πιδί ή ου νούνους. Ου κάθι γουνιός έφκιανι τουν αρραβώνα κατά πώς δυνάζουνταν οικουνουμικά κι κατά πώς τα συμφωνούσι μι τα συμπιθέρια. Μονόπιτρα κι ρουλόγια δεν δώρζαν, αλλα αρχίντσαν να κιρνούν κι του κατιτίς στου κουρίτς. Του κουρίτς μι τουν απλά, τουν δίσκου δηλαδίς, κιρνούσι πρώτα του αντρουσόι, μέντα για τς γνέκις , κρασί κι τσίπουρου για τς άντρις κι λουκούμια σουγλισμένα στου τσάκνου, δηλαδής στν ουδουντουγλυφίδα. Ετς γένουνταν κι η πρώτ γνουριμία κι έλιγχους τς νοικουκυρουσύνης τς νυφς «εκ του σύνεγγυς», που ελιγάμι στου χουριό μας. Εύχουνταν χαϊρλίθκα «να μας ζήσν τα πιδιά κι αγλήγουρα κι ου γάμους». Αφού τραγδούσαν κι έτρουγαν κι κάνα μιμπίλ μι σταφίδις, έριχναν κι κάνα πλόχειρου στα τζιόπια για του δρόμου κι έφυγναν για τ γαμπρού του σπίτ, για να γλιντήσν κι ικεί. Αφού έσουνι κι αυτό του γλέντ, έφυγναν οι συμπιθέρ μαζί μι του κουρίτς. Τα αρραβουνιαζμένα τώρα βλέπουνταν κάπους πιο ιλέφθιρα κι χουρίς δημόσιις πιριπτύξις, αλλά τουν φόβου απ’ τουν πιθιρό πάλι τουν είχαν. Αρχίντσαν να κοιμούντι κι στα σπίτχια απ’ τς αρραβουνιστικές αλλά αντάμα μι ακοίμητους φρουρούς στν άλλ τν κόχ!
Αρχές του ’80 η τηλιόρασ κι ου Αντρέας μι τν Αλλαγή «χάλασαν» τουν κόζμου κι τν νιουλαία, την τάξη κι τν ηθική των παλιών… Ου αέρας τς «αλλαγής» κατηγοριέτι ακόμα απ’ τς παλιότιρ ότις «πήρι κι σήκουσι τ σειρά κι τάξη κι έφιρι αλλαγές στου οικουγινειακό δίκιου αλλά κι ξιλυσιά κι απουλταριά στα ήθη κι τα ιθίματα»! Η νιουλαία απού ιτότις απουφασίζ μι ποιον κι ποια, πότι κι πώς, κι αν θ αρραβουνιαστούν ή θα παντριφτούν κατιφθίαν, για να στήσν σπιτικό! Τουν γουνιό δεν τουν πέφτ κανένας λόγους! Αρκεί να βαζ τς παράδις για τα απαραίτητα κι να τρανέψ τα αγγόνια, γιατίς τώρα οι γνέκις δλέβν. Βλεπς οι μάνις μας κάθουνταν απού φοντς αγκαστρώνουνταν, γιατίς… έπιρναν ολουένα άδεια μητρότητας κι μι απουδουχές! Όλις οι τρανύτιρις που ζουν ακόμα κι θυμούντι τα θκας τς τα «γκαβά» τα χρόνια, λέν. «Ιτούτα είνι χρόνια καλά! Σαν ισάς, ιμείς παντρεβουμέστι κάθι μέρα! Μας έχτι απ’ του κουντό, έχτι κι τουν άντρα που σταματάει κτσό πουδάρ, χίλις ιφκουλίις, χουρίς πιθιρκά κι κουνιάδια, κι πάλι είστι απουσταμένις κι παραπουνιμένις!». Φσούν- ξιφσούν οι γουνίδις κι τς αρέζ-δεν τς αρέζ, προυσαρμόσκαν- θέλουντας κι μη- στα κινούργια διδουμένα κι στη «νέα τάξη πραγμάτων» κι φκιάνουμι κι ’μείς κατά πώς όλους ου κόζμους, γιατί άλλαξαν τα χρόνια…
Η λέξ «αρραβώνας» είνι εβραϊκή: «erabon» που θα πει «εγγύηση, ενέχυρο, προκαταβολή, καπάρο». Ήταν ιμπουρική συναλλαγή των Φοινίκων κι γίγκι μιτά έθιμου και τελετή μι τ σημασία «αμοιβαία υπόσχεση γάμου». Ικείνα τα χρόνια είχι σκουπό «την πνευματική γνωριμία των νέων κι των συγγενών τους». Στα βυζαντινά χρόνια η ακολουθία του αρραβώνα ή «των μνήστρων» γένουνταν στν Ικκλησιά, αφού απουλνούσι. Όσοι είχαν παράδις, ακαλνούσαν τουν παπά στα σπίτχια, για να διαβάσ τα δαχλίδια. Διάβαζι ειδική ακολουθία του αρραβώνα κι στάβρουνι τα δαχλίδια που τάχαν διμένα μι κόκκινη κλουστή. Τα ’βαζαν ουπάν σι άσπρου χειρουμάντηλου αμπρουστά στν εικόνα τς Θεοτόκου. Όσοι είχαν μιγάλ ανέχεια, έπιρναν δανκά τα δαχλίδια απ’ τν ικκλισιά κι τα έδουναν πίσου μιτά τουν αρραβώνα. Απ’ όσου ρώτηξα κι έμαθα, στου χουριό μας αρραβώνας στν ικκλησιά δεν γένουνταν πουτέ αλλά μόνου στου σπίτ. Προυτού τουν πόλιμου του ’40 ήταν παρών κι ου παππάς. Μιτά είχαμι πάντα «πουλιτικό» αρραβώνα, χουρίς δηλαδίς παππά. Χρόνου μι του χρόνου, αρραβώνας δε γένουνταν στν ικκλισιά ξέχουρα απ’ τ στεψ ούτι κληρικός ιπιτρέπιτι να ευλογεί αρραβώνα κατ’ οίκον με απόφαση της Ιεράς Συνόδου απ’ του 1999. Τ μέρα που θα γιεν ου γάμους -πριν τα στέφανα- ου παππάς αρραβουνιάζ του ζιβγάρ («ακολουθία του αρραβώνα») κι μιτά του παντρέβ («μυστήριο του γάμου»).Κι μιτά…βαφτίζ κι του κούτσκου.
Ου αρραβώνας ήταν σμαδιακή μέρα στς ζουές απ’ τς νέοι ιτότις. Χρόνους γνωριμίας ζευγαριού κι συμπεθέρων. Ακόμα κι αν τα αρραβουνιαζμένα δεν ανταμώνουνταν νόμιμα κι δεν χαίρουνταν τουν έρουτά τους, ήταν γιαφτά η καλύτιρ ανάμνησ σ’ όλ την ζουή τς…Κατά πως μουλουγούν, ένας αγγουνός είπι τουν παππού τ.
«-Παππού, η γιαγιά λέει ότις κουρκούτιασι του μυαλό σ κι δεν θυμάσι καγκάναν κι τίπουτας απ’ όσα έζησις,κι καλά κι άσχημα!
- Όλα τα θυμούμι, πιδί μ, πες τ μανιά σ! Ιφτά μήνις έκανα αρραβουνιαζμένους μι αφτήν! Κι ας μι πουλιμούσι η μάνα τς τα φασουλόξυλα, για να μην ζγώσου ούτι στουν ουβρό!!!!»
Ευχαριστώ παρά πολύ όλες και όλους για τις πολύτιμες πληροφορίες. Σίγουρα ο καθένας και η καθεμιά έχει να θυμάται και κάτι διαφορετικό και έχει τα δικά του βιώματα. Πρώτα ο Θεός, μιτά τν Πασκαλιά θα ουμιλήσουμι κι για τουν γάμου.
Φωτογραφία αρχείου (Ελάτης)