Απ’ του Μόκρου κρατάει κι μένα η σκούφια μ. Η γιαγιά μ απ’ τν μιριά τ πατέρα μ ήταν του γένους «Γκορτσά», κατά πως έγραφι κι η αφτότητα. Πάντους είχι του «καλλιτεχνικό» απ’ του Μόκρου. Απ’ όσου τ θυμούμι κι μουλουγούν, τάπιρνι τα γράμματα.
Διάβαζι αφλάδις κι βιβλία, ήξιρνι ακόμα κι γαλλικές λέξεις, αλλά κι ιλιάτσια, σταυρώματα κι ξιτάγματα. Έψελνι αλλά κι -παρά τα τόσα βάσανα- τραγδούσι πηρήφανα! Δεν ξέρου αν αγαπώ αφτό του χουριό γιατί τραβάει του αίμα, κι «του αίμα όσο κι αρύ να γεν νιρό δε γένητι!», ή γιατί καλουπέρασα μι όσους γνώρσα κι μι όσους έφαγα ψουμί. Απού φόντς αγρίξα μέχρι κι τώρα που τσάκσι η ηλικία μ, δουκιούμι να είμι αντάμα μι Μουκριώτις, κι του χειρότιρου για αφνούς να μ έχν σαν τν κότα στου μύλου, μανάρ προυσλιάρκου κι γκουρμπέτκου. Απού μια νυχιά κούτσκου, «εξ απαλών ονύχων» που λεν κι οι γραμματζμέν, άκουγα για του τρανό χουριό που «κάθι σπίτ εχ Φώτ, μουσικάνου, σπουδαγμένου κι ξινητιμένου».
Όταν τράνιψα κι πήγα σκουλιό, το πρώτου καλουκέρ μακριά απ’ του χουριό μ έκανα αξέχαστις διακουπές στουν Αρκουδόλακα, στ Σμίξ, ζν Ημιρουγκουρτσιά κι τουν Κόκκινου του Νόχτου. Εκεί γνώρσα άλλουν κόζμου κι άλλουν πουλιτισμό. Γνώρσα τς Παπαστιργιέ μι γκόρμπα γίδια, τς Γκουτζιουμητρέ μι φλουρουκάνουτα γίδια κι κουντακνά πρόβατα, τς Γιωργανάκδις μι γιδόπουρτα αλλα κι τουν Φωτ μι τα γρούνια που δυστυχώς δεν αδουκιούμι του παρόνουμα τ. Έμαθα Μουκριώτκα μασλάτχια κι παροιμίις.
Κάθι μισμέρ που ο πατέρας έφυφγι για τν Λουζιανή μι τα πράματα φουρτουμένα ξύλα, για να φερ του ψουμί μουργκίζουντας, ιγώ μαζί μι τουν τρανύτιρο αδιρφό μ απαρατούσαμι τα γιλάδια μαναχά κι παηνάμι στς Μουκριώτκις στρούγκις να λαλήσουμι. Θυμούμι σαν κι τώρα τς γνέκις μι τ άσπρα κιφαλουμάντηλα, που έρχουνταν απ’ του χουριό μι τα γκιούμια φορτουμένα στα πράματα κι σκιπασμένα μι τα πιρήφανα κιλίμια, για να παρν του γάλα. Ικείνις μάζιβαν τσάκνα κι ξύλα για τουν φούρνου κι του καζάν κι ιμείς λαλούσαμι. Οι αρμιχτάδις σώνουντας του άρμιγμα κι φεύγουντας οι γνέκις, κάθουνταν να γιουματίσν. Μας φίλεβαν κι εμάς πίτις κι φαϊά, αφού κλωθουμάσταν κι παραστεκουμάσταν σαν τα κταβούλια στου τυρόγαλου, αλλά κι να.. πατσίσουμι του λάλμα. - «Κατσίτι να φάτι, Λουζιανίτκα γιλαδαρούλια! Μας μαγάρσιτι τουν τόπου μι τα αγριουγέλαδα, δεν άφσιτι τα δυο αντάμα, στρούγκις, αλαταριές, αγρέκια κι σταλούδια. Τί σκυλουμουνέδα είστι ισείς!», μας πιργιλούσαν. Μας πρόσιχαν όμους πουλύ, αφού αφτοί είχαν «την επιμέλειά μας», αφού ήμασταν ανέγροικα λιανουπαίδια. - «Να τάχτι έγνια, μη φερ καμιά κατιβασιά ου λάκκους κι τα μαζώξ σιακάτ», τς έλιγι ου πατέρας μας. Έβραζαν κι γάλα για παπάρα, αλλά μας έφκιαναν κι παπάρα μι ξυνόγαλου στν γκούμπζα, για να μην μπιζιρνούμι τν βραστουπάπαρα. Απ’ τουν τυρουφάη τ Φώτη είχαμι ξικάν κάμπουσις μπλάνις κι πουλλά ζγκρουβάλια τυρί του δειλνό που κινούσαμι απ’ τουν στάλου.
Στν γούρνα τς Ημιρουγκουρτσιάς, στα θιόρατα ημιρόδεντρα, είχαμι του γρέκ καλουκέρ του ’68. Ακόμα έχου του κουρμί «διρμόν» απ’ τα τσιουμπήματα που μ έφκιαναν τα νταβάνια, τα κνούπια κι οι κόρτσις. Ικεί προυτύτιρα είχαν μαντριά κι κουμάσια οι Μουκριώτις. Ζιστός τόπους κι γιρό ξιχειμαδιό. Είχι κι ου Κλιάνθης τ Μακρή τα μιλίσσια στν ράχ κατά πως βασιλέβ ου ήλιους, αλλά κι τν ανθρουπουκάλυβα μι του λόζιου για αποθηκιφτικό χώρο εφοδίων μιλισσουκουμίας. Ου Κλεάνθης ήταν αγαπητός σι όλνους, πουλυτάλαντος, πουλυτιχνίτς, ουργανουπέχτς αλλά κι κυνηγός άγριας πανίδας κι μελισσών. Κάθι χρόνου ανοιξιάτκα έβρισκι τα λυκούλια αλλά κι τουν «μονόλυκο», δηλαδής του ένα απ΄ τα λυκούλια που γιννούσι κι έκρυβι ιπίτηδες η μάνα τ μακριά απ’ τ άλλα, για να μιγαλώς μαναχό τ. Γιαφτό κι στα χουριά μας τουν αζύγουτο άνθρουπο τουν πιργιλούμε «μονόλυκου». Αχώρια πόσα κνάβια έβγαζι απ’ τς κουφαλιέ, καπνίζουντάς τα μι του λόζιου. Σι κάθε τρύγο στα μιλίσσια μας ακαλνούσι να ιδούμι πώς ξισκέπαζαν τς κουσιόρις, καπνίζουντας τα μιλίσσια μι τς ίσκνις κι τς γιλαδουβουνιές. Έτσιας, ετρωγάμι κι κηρήθρις, είχαμι κι ανθόμιλου «αθέρα», να αλείβουμι στς φιλούδις μαζί μι του βούτυρου απ’ του διρμάτ.
Αλήτχια είνι ότι ικίνου του καλουκέρ μι του κουλουβύζαγμα στς Μουκριώτις κι τν καλουπέρασ απ’ τα μασλάτχια πήρα κάνα δυο πθαμές μπόι, κι κάπους ξιτάντσα ψίχα, γιατί ήμαν πουλύ τσιούτσιανους σαν μαρτάρα! Κάθι Σαββάτου, που πήγινα να λουστώ στου χουριό, η μάνα μ έλιγι. - «Ξιτσίμπλιασις ψίχα, πιδούλι μ. Ούτι στου Πριβαντόριου να σ’ είχα! Σι πχιάσκε η Ημιρουγκουρτσιά!». Τα ιπόμινα τρία καλουκέρια άλλαξα νουμή, γιατί άλλαξα κι ειδικότητα. Βοσκούσα τα ζγούρια τ μπάρμπα μ τ Βασίλ, μι μερουκάματου ένα Βιτάμ ή ένα σαλάμ ή μια σαρδιλουμάνα, αφού ου μπάρμπας μ είχι κι μπακάλκου. Πάντους ούτι άνιργους απόμεισκνα αλλά ούτι κι νησκός. Κατά πως λέει κι ου φίλους ου Φωτς, που είχι παραπρόπιρσι του Piccolo, για τι μένα, τ δλιά δε τν φουβούμι, τν πείνα σκιάζουμι!
Όταν ξαναγύρσα σ’ αυτόν τουν τόπου μιτά του ’70, τα πλιότιρα κουπάδια δεν τα ξαναβρήκα. Είχι αρχινίς η ερημουποίηση των αρμανιών. Άλλοι πήραν του δρόμου τς ξενιτιάς κι άλλοι σμαζώθκαν μι τα κουπάδια πιο κουντά στο χουριό. Οι μόνοι που απόμειναν, για να μην ερημώσ ου τόπους, ήταν οι «Λαζαριώτις» Γκουτζιοτμητρέ, οι τελευταίοι νομάδες των Καμβουνίων, που έρχουνταν πριν τουν Δικαπινταύγουστου. Ου μπαρμπα Νάτσιους είχι στρούγκα στν Σμιξ. Ικεί ουλουκλήρωσα τς σπουδες μ ως λαλτής. Ο παππούς ου Λιατσιουγιώρς, αφού παραγέρασι, δεν ακλουθούσι στα σφαχτά. Είχι μια καλύβα σμα στν στρούγκα κι ικεί πιρνούσι πουλλές ώρις, πιτυάζουντας ξυνουτύρ, όταν έπιρνι ου χινόπουρους κι λιγόστιβι του γάλα. Ήταν πουλύ φίλους μι τουν παππού μ που ιγώ δεν τουν πρόλαβα. Κάθι μέρα τουν γένουμαν πανουγόμ κι τουν ρουτούσα να μάθου ιστουρίις για παλιακά πρόσουπα κι γιγονότα. -«Τι τα χαλέβς κι τα σκαλνάς, ρα ψυχουγιέ, ολν τν ώρα; Να ξιπατώνουνταν κι να μη φαίνουνταν τέτχια χρόνια!». Έχου όμους καταγράψ πουλύ υλικό απ’ τν προυσωπική τ κι τν τουπική μας ιστουρία, αλλά δεν ήρθι ακόμα ου κιρός να του «απουχαρακτηρίσου». Πουλύ αργότιρα, στα μέσα τς δεκαετίας του ’80, γνώρσα κι τς συναδέλφ μι τα γιλάδια, τς Ζαραμπκιέ, τουν Γιάννη κι τουν Θύμνιο.