palp2022 1 ΑντίγραφοΓια του Μόκρο που θα πει «υγρό», «υγρότουπους», δηλαδή μπατίνα, μουτσιαλκό κι βαρκό, του πιο τρανό  κιφαλουχώρ των Καμβουνίων, δε χρήζουντι πουλλά συντάκια κι καλόλουγα. Σήμερα του λεν «Λιβαδερό», δηλαδή   «λιβαδότουπους για  πράματα κι σφαχτά», μια κι είχαν κι εχν τρανά κι πηρήφανα κουπάδια.

Είνι βουνίσιου χουριό  μι κάμπου γιουμάτου μι αναβρικά, μπάρες, λουνσταριές κι βιρούδια που λαλούν οι μπακακιέ μέχρι τουν Θιρστή. Βέβια εχ κι στράγκιου τόπου, χουραφιές, μαντρινιές,ισιώματα, τσκάρια κι αυλαγάδις, αλλά είνι  φτηνουχώματα, κι τσιαγάνις, που  φυτρών μούγκι  κόγκουλ, κουλτσίδια, ξυνήθρις, βρίζις κι γαλατσίδις. Δεν είνι σαρκιρός τόπους, ικτός αν βρέχ κάθι μέρα. Απ’ τς δικαπέντι του Θιρστή κι μιτά ου τόπους λιβακώνιτι κι γένητι μπαρούτ κι σκώνιτι κουρνιαχτός. Εχ όμους αέρα κι δεν έχν ζάμπουρα, μυγάρια,νταβάνια κι κνούπια όπους ιμείς στν Λουζιανή. Του καλουκαίρ όμους, ακόμα κι αν τν μέρα τσιντζιρίζι ου ήλιους, τα βράδυα δε σ έχ ου τόπους χουρίς σκφούνια κι μαλλιότου.

   Του ξερν του Μόκρου σι όλα τα βιλαέτχια σι όλουν του ντουνιά. Απού ικεί που κρούει ου ήλιος μέχρι κει που βασιλέβ,  εχ «πρισβιφτές» κι «διαφημιστές» τρανούς. Είνι οι ίδιοι οι Μουκριώτις που πήραν τα μάτια τς  απ’ του χουριό, ένικα η ανέχεια, ιδίους μιτά του ’50, κι αυξήθκαν, πληθύνθκαν κι  κατακυρίεψαν τα ξένα. «Για κάμπουσα χρόνια θα ξινιτιφτούμι κι θα ξαναγυρίσουμε», είπαν. Οι πλιότιρ όμους έπαθαν σαν ικείνουν που παντρέφκι για λίγου κι  πρόχειρα, αλλά γέρασι μι τν ίδια γνέκα. Ακόμα ικεί βρίσκουντι. Παραμέρσις κριάκουρου κι είδις απχάτ  άνθρουπου; Ακόμα κι στν Γη του Πυρός κι ικεί που ζουν τα φλόρα τ’ αρκούδια, σίγουρα είνι Μουκριώτς! Παντού  κι πανταχού υπάρχ «ένας μύθους κι δυό Μουκριώτις»!

palp2022 1

 Κι αν έραξαν μακριά απ’ τουν τόπου, ως ικεί που ψήν ου ήλιους του ψουμί, ου νους απ’ τουν καθένα φέρν τρόιρα απ’ του χουριό. Όσοι εχν τα χρόνια μ αλλά κι κάπους τρανύτιρ, δε σταμάτσαν ώρα να αραθυμούν του χουριό κι να σκέβουντι του «νόστιμον ήμαρ». Ξενιτέφκαν, δούλιψαν γιρά, πρόκουψαν, μάζουξαν ένα τέλου παράδις, απόλκαν ρίζις κι καταβουλάδις, αλλά του χουριό δεν τ αστόχσαν, γιατί του κουβαλούν μαζί τς.  Όπους ιτότις που ήταν πιδιά κι κουρίτσια κι κουβαλούσαν ζν αμπασκάλ του ξύλου για τν σόμπα στου σκουλιό. Ή του διρμάτ μι τουν τρουβά κι τουν τυρουφάη στουν ώμου στα  κουπάδια, αλλά κι τα φαρδιά σακιά, τς μπούρντις, στα βαμπάκια κι τα κασόνια μι τα καπνά κι τα δρόκνα στα καμπουχώρια απ’ τς Γκαραγκούνδις κι στα Βέργια.

Κάμπουσι θυμούντι κι τα ιξάμηνα που ήταν «τζιουμπαναριέ μι ρόγα», «στήχκαν» του λεν στα Μουκριώτκα, δηλαδής μι μηνιάτκου μισθό, κι κουβαλούσαν κι του ταλαγάν. Ένας στηχμένους άφσι κι  μύθου. Αφού έσουσι η πρώτ μέρα απ’ του ιξάμηνου κι τιντώθκι του βράδ στν καλύβα, είπι αναπαυμένους. «Σι γ@μσα του κέρατου για ιξάμηνου! Πέντι μήνις κι εικουσιενιά μέρις απόμιναν ακόμα!». Aμ ου άλλους; Στχήχκει τ Αηδημητριού κι του βράδ που πήγι να πλαγιάσ, έκανι τρανό σταυρό κι είπι. «Άντι, Παναγίτσα μ καλή! Καλό ξημέρουμα κι τ Αγιουργιού να ξαναφέξ!»                                                                                                                                                                                                                                 

   Απλώθκαν σι πέντι ηπείρους κι σι σαρανταπέντι θάλασσις. Φοντς αρχίντσι του 1900, έφυγι ένα φτιρό μι άντρις απ’ του Μόκρου για Αστραλία, Καναδά κι Αμιρική. Πέντ-έξι, όμους, μόλις έφτασαν στου λιμάν’ι, γύρσαν πάλι τσπίσους. Μόλις  είδαν ότις μια βαρκούλα θα τς πάηνι στου τρανό του καράβ, είπαν. «Δεν εφαγάμι μυαλά απού κόκουτα να σαλαθούμι κι να σεβούμι σιαφτή τν  λακουκόπανα! Σάματς έχ τν γκουρτσιά  να τσακουθούμι, άμα αρχινίς η λακουκόπανα να καμπανίζ, για να κουλουτουμπάρ;».

Αρχάς του ’60  άνοιξαν κινούργια στράτα Πήγαν κι στς φάμπρικις τς Γιρμανίας κι στου Βελγίου τς μπιστιριές. Τάφιρι όμους ετς η ζουή που οι Μουκριώτις, πρωτοπόρ κι ασιγούριφτ πλασιά,  άνοιξαν αμπουριά κι γι τν Ιλβιτία, «τ’ χώρα των εκατομμυριούχων». Ζν Ιλβιτία -χρόνου μι του χρόνου- γίγκαν πλιότιρ κι απ’ τς Ιλβιτοί. Έφυγαν νιοι  κι νιες κι γέρασαν στα ξένα. Ου νους τς όμους  παέν -γυρνάει ολουένα στου  χουριό. Στουν  Κάμπου μι τς ανάβρις ,τα ρουγόζια κι τς γκριγκουρτσιές, αλλα κι τα ενδημικά, αρουματικά, ιαματικά κι καλλυντικά διάσημα μουκριώτκα τραντάφλα, τους «πανέμορφους, ευωδιαστούς άγριους νάρκισσους», κατά πως ταλέν τα χαρτιά κι οι σπουδαγμέν. Κλώθ  κάθι ώρα του μυαλό στουν Αμάρμπη, ζν Αγιανάληψ, στου Νιχώρ, στν Κυδουνιά, στα Ιλάτχια, στουν Κόκκινου του νόχτου, στν Ημιρουγκουρτσιά κι οπ γινήθκι, πουδάρουσι, αγρίξι κι τράνιψι ου καθένας.

«Αναθιμάσι, ξινιτχιά, κι συ κι τα καλά σου», μουρμουρίζν κι  σουρβαλνούν τα δάκρυα σαν κόκκινα κουρόμπλα. «Θα γυρίσουμι στου χουριό»,  ινουρέβουντι, αφού ξερν καλά πως «κάθι κόκουτας στν κουπριά τ λαλάει» κι «κάθι προυβατίνα στν νουμή τς χτυπάει του τσιουκάν κι γαλουκατιβάζ». «Εκανάμι κακά νιάτα, θάρρουμ ζήσουμι, να κάνουμι ταλάχιστουν καλά γιράματα», παρηγουριούντι μαναχοί.

    Κι εντός Ελλάδος είνι  Μουκριώτις, «ισουτιρικοί μιτανάστις» σι όλα τα σύνουρα. Οι πλιότιρις φαμπλιές ζουν στν Κόζιαν κι στ Σαλουνίκ. Ερωτιβμέν κι αυτοί μι του χουριό κι  αναμιταξύτς, όσου κι αν καμιά φουρά λαβίζν κι γραπατσώνουντι για τουν κοινό τους «έρωτα», του Μόκρου. Ακόμα κι τάντιρα καμιά φουρά λουμουριάζουντι κι μαλών. Υπάρχ βέβια κι του Λιβαδερό Δράμας, μια γκιλτσταριά χουριό. Δε λέμι, καλό χουριό είνι, αλλά σαν του Λιβαδερό Κοζάνης «δεν υπάρχει», κατά πως ουμιλούν κι οι τζιάκδις. Άλλα τα μάτχια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας! Άλλου Ιλβιτία, άλλου Νέα Ελβετία! Άλλου Λουζιανή-Ελάτη Κοζάνης, νύφη χιλιόμορφη τς Μπνάσιας, κι άλλου Ελάτη, η «Αράχουβα των Τρικάλων! Κάθι τόπους κι τα λούδια τ, κάθι χουριό μι τα ζακόνια τ…

palp2022 2palp2022 3

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

palp2022 4Ο Κώστας Παλπάνης γεννήθηκε στην Ελάτη Κοζάνης το 1961. Έχει και ρίζες από το Λιβαδερό (η γιαγιά του ήταν από τους Γκορτσάδες). Είναι πτυχιούχος Θεολογικής Σχολής. Εργάστηκε ως εκπαιδευτικός από το 2000 έως και το 2013, όταν  μετατάχθηκε ως διοικητικός υπάλληλος στη γραμματεία του ΔΙΕΚ Κοζάνης αρχικά και από το 2016 στο ΔΙΕΚ Χαλκίδας.

Έζησε έντονα τα παιδικά του χρόνια στο χωριό, βοηθώντας τους γονείς του σε όλες τις δουλειές και παίζοντας στον ελεύθερό του χρόνο με τους φίλους και συμμαθητές του. Έτσι, γέμισε με εικόνες και παραστάσεις της φύσης, των εθίμων, των παραδόσεων και των δρώμενων μιας παλαιότερης εποχής της περιοχής των Καμβουνίων.

Από αυτό το πλούσιο σεντούκι με τις παιδικές θύμησες αντλεί τα όσα θαυμαστά μας αφηγείται κάθε τόσο, με τον μοναδικό δικό του τρόπο, ως άριστος γνώστης και χειριστής της ντοπιολαλιάς, προς τέρψιν όλων ημών!

(Στη φωτο: ο Κώστας και το μοσχαρούλι σε αρμονική συνύπαρξη, αμφότεροι στην παιδική ηλικία)