elati9.9.10 33Mι τουν Χρηστάκ τ Τσακνάκη είμιστι γειτουνιά στου χουριό…Είνι τρανύτιρους απού μένα. Φίλος μι τουν πατέρα μ, έχουμι  πουλύχρον οικουγενειακή φιλία. Είμιστι  κι οι δυο τσιφτηλίδις, όπους  μας έλιγαν οι μάνις μας.

Φκιάνουμι μιρακλήθκις δλιες, αλλά ξέρουμι πως τα μιράκια πληρώνουντι…Ερωτευμέν με τα ζωντανά μας κι μι τουν τόπο μας. Έχουμι κι πουλλά  βουμπιρλίκια, αφού δεν του τρώμι γλυκό ούτι μι του κουρμί μας. Μαλώνουμι ακόμα κι μι τάντιρά μας. Τουν ιαφτό μας δεν τουν έχουμι κι σι τρανή υπόληψ,α λλά έχουμι κι του νου να μη βλάψουμι άλλουν.   

  Εφκιασάμι αντάμα πουλλές αψόμουτις δλιέες, σαλαμάρις κι μύθια ένα σωρό κι έτσ εδουσάμι δικιώματα κι αφουρμές σι όλνους να μας κατασέρν κι να μας αγκαστρών. Δίκιου  έχν! Ιμείς τς γιόμσαμι τν ποδιά μι πέτρις να μας τς πουλιμούν! Αφού δεν φυλαξάμι ιμείς του κουρμί μας, καρτιρούμι να μας αλπθούν οι άλλ; Επαθάμι σαν τν παροιμία: "Δεν μας έφτανι που μας έφαγι ου λύκους του γουμάρ, δίνουμι  κι τζιουλάπ στουν κόζμου"...

    Κάθι χρόνου μόλις έρχιτι ου Παχνιστής δουκιούμιστι που ανταμώθκαμι μι τα κουπάδια μας στ Ζήκου τ Ράχη. Τουποθεσία   πανόραμα, βοριουανατολικά δυο ώρις πουδαρόδρουμου  αλάργα απ' του χουριό, "τριεθνές" σύνουρου μι Λαζαράδις κι Μόκρου, κοντά στουν Κόκκινου τουν Νόχτο. Ήταν Κυριακή 6 του μήνα, σα σήμιρα του 1988.   Χινόπουρου κανονικό μι πάχνις, βρουχές κι αντάρις. Απ' του Σαββάτου έβριχι μι του καρδάρ. Τν Κυριακή μέχρι πριν του μισμέρ του πύτιασι κι του  γύρσι σι χιόν. Όταν σταυρώθκαμι στου ρόσιμου στ ράχη, είχι ξιστιρώσ κι τσιντζίρζι ου ήλιους. 'Ημασταν σκλήδα μέχρι του κόκαλου, αλλά δεν μας ένοιαζι. Αρκεί που ραχάτιβαν  τα σφαχτά! Σάματις ήταν η πρώτ η βρουχή που εφαγάμι; Για τς τζιουμπαναριέ, όταν βρέχ, είναι καλός κιρός.

  -Τί κιρός είνι ιτούτους Παλπανουκώστα; Ούτι ου Μάρτς δεν φκιάν έτσι, είπι ο Χρηστάκς. Τώρα ξιστέρουσι κι απόψι θα κάν παγουνιά. Μήπους πρεπ να τα μάσου τα πρόβατα για του μαντρί στουν Πιτρουτό κι συ τα γιλάδια για του στάβλου στου χουριό;

 - Δεν έχν ανάγκ,είπα ιγώ μι τν πουλλή τη γνώμ! Οσο για τόσο εχς κι δω μαντρί να ξημηρώσν τα πρόβατα σ. Τα γιλάδια,βξέρου ιγώ πού θα τα γρικιάσου, να μη κρυώσν. Ιδώ ου τόπους είνι προυσηλιακός κι ζιστός. Μια χαρά βουσκούν μέσα στου  απουγουρημένου λόγου υλοτομίας, Λαζαριώτκου. Είμιστι διπλά παράνομοι, αλλά πού θα ξαναβρούμι τέτχια αλώνια; Ταχιά, μόλις απλώσ ου ήλιους,  θα σκουθεί κι του χιόν απ' τν Κανατσιόλα κι θα γυρίσ μουχλάδα. Καλύτιρου τόπου απού ιδώ δε θα βρεις!

   Αρχίντσαμι να μασλατούμι κι ν' απολάμβανουμι τν μαγευτική θέα…Πυρόξανθη, πεντακάθαρ χινουπουριάτκη φύση με λευκές ανταύγιες τις χιουνισμένις  βουνοκουρφές τριγύρου. Μπνάσια, Μπούρινους, Ντουβρά,  Όλυμπος, μέχρι Πίνδο έφτανι του μάτι μας! Τι να πρωτοθαυμάσουμι; Μαγεμέν απ' του τουπίο, πού μυαλό για έγνοιες; Κι τι δεν είπαμι. Δεν άφσαμι Χριστιανό που δεν τουν περασάμι απ' του στόμα! Τα ζουντανά, αφού γίγκαν νταούλ (χόρτασαν) απ' τν βουσκή, τιντώθκαν προυσηλιακά  στου ίσιουμα κι ευφραίνουνταν. Αλλά κι 'μεις καλά ποριψάμι  μι τα μασλάτχια κι τα γέλια, αφού εγλιπάμι κι τα ζώα αγαλλιασμένα…Χορτασάμι κι 'μεις να κόβουμι μπιάφις κι να τραβούμι τσιγάρις κι  αδειασάμι απού τρία κλειδουπίνακα φα'ί' ου καθένας. Κόντιψι να μας νυχτώσ ουδικεί. Χώρσαμι  βασιμαηλιού, κινώντας για του γρέκι. Βρεγμένοι αλλά κι ξιμπλιτσουμέν απ' τα γέλια, αφού   πιργιλιούμιστι κι αναμιτάξυ μας!!

   Πού ναξιρνάμι τι μας καρτιράει κι πως τα γέλια θα μας βγουν ξυνά…

  Άρξαμι να φτάσουμι στου χουριό, φυσικά πιρπατούντας. Ιμένα μι αδέθκι ου πατέρας στουν Αγινικόλα.

- Ά'ι'ντι ρα πιδί, πού είσι κι άρξις να ρθεις! Γιατί δεν τάφιρις τα γιλάδια στου χουριό; Δεν θα κρυώσν όξου απόψι μι τα βουνά τρόιρα χιουντζμένα;

- Σιγά,του χιον. Μια πασπάλ εχ στου βουνό! Ουπέρα που ήμαν είνι άνοιξ. Για μένα δεν ρώτιξις άμα κρύουσα κι πώς πέρασα, είπα μι παράπουνου.

 - Ισύ καλά να παθς μι τα μυαλά  που κουβαλάς! Σ' είπα απ' του προυί να τα φερς στου στάβλου! Όπους έστρουσις, θα κοιμθείς! Τα ζώα τι χρουστούν να ξιπαγιάσν όξου όλ τν νύχτα; Αρχίντσαν να παγών οι λάσπις καταής! Μέχρι του προυί θα γέν σίδηρου ου τόπους κι τα κλαδιά θα γιουμόσν τσιάφ κι πάχνις!

 - Δεν είχα πού να μοιάσου ,απάντσα κι τουν έκουψα τν φόρα. Κι συ παραπρόπιρσ του '83 μι του πουλύ του χιον, τα ίδια έφκιασις κι χειρότιρα κι ακόμα συ γκρινιάζ η μάνα!

 -Τώρα που θα φτάσουμι σπίτ, θα συ χαρεί κι σένα σαν παρδαλό κταβ, είπι γελώντας. Απού καλό ιγώ σκώθκα κι έφυγα κι συ καρτιρώ ιδώιας μες στου ξιρουκρύου; Μι θέρσι ου Λυμπίσιους!

   Στου σπίτ είχα δεύτιρου ημίχρουνου μάλουμα.

-  Ξιχαντριάσκαμι στν βιράντα να τηρούμι πότι θα φέρς τα γιλάδια, μι ζαβράτσι ου Γιώργος, ου τρανύτιρους αδιρφός μ. Μας θέρσι ου βουριάς! Τζιάμπα λιανίσκαμι, να ιτιμάσουμι τουν στάβλου απού τ χαραή!

  Δεν πρόλαβα ν' απαντήσου κι αρχίντσι τουν ιξάψαλμου κι η μάνα μ.

  -Κρίμας τα γράμματα που έμαθις  κι τα χρόνια σ που έφαγις στα θρανία! Όλα τα στραβά απ' τουν πατέρα σας τα πήρις! Έτσ κι κείνους! Σαν τς μακαρίτις τουν Τιλιοβασίλ κι τουν Σιάργκα που μουλουγούν, φκιάντς! Αν δεν ηρθούν τα ιννιά  μισάνυχτα, δεν μαζέβισι  απ' τα μαντριά, ο,τ κιρό κι να έχ! 'Ολ οι τζιουμπαναριέ σμαζώθκαν απ' του δειλνό στα σπίτια, ισύ τι έφκιανις μαναχός στ' αρμάνια σαν τουν Αρμόλαου στου Μαναστήρ;

 - 'Ημαν παρέα μι τουν Τσακνσκουχρηστάκ, είπα ιγώ.

 -'Αλλους καλύτιρους κιαφτός! "Χάλιβα να πέσου ,καλά που μι άμπουξις", εφκιασέτι. Πχιος να  πείτι τα πλιότιρα. Άλλοι όμους γιλούν μι τι σας. Δε χορτασέτι να τα βουσκάτι μες στου κρύου, καρτιρούσιτι να τιντουθούν, να τα  βάλτι κι του προυσκέφαλου κι μιτά να φύγτι για του χουριό; Γι τουν ιαφτό σας δεν σας νοιαζ,ούτι για τς φαμπλιές που σας καρτιρούν;

   Είπι ένα σουρό η μάνα μ, αλλά ιγώ δεν έβγαλα άχνα. Κλουριάσκα σαν του γάτου δίπλα στν σόμπα να πυρουθώ. "Ο,τ έγινι δεν αλλάζ. Πέρασι η βροχή, ταλαγάνι δεν χρειάζιτι" είπι ου πατέρας μ.

   Αφού  τέλιουσι ου ιξάψαλμους, τηλιφώντσα στουν Χρηστάκ.

  -Πώς σι αδέχκαν η γνέκα κι τα πιδιά σ, τουν ρώτηξα. Ιγώ άκουσα όσα μαζεύει η φουκαλίτσα κι απ' τν μάνα μ όσα σιάβαρα  φέρν η πουταμιά, όταν κατιβάζ.

  - Μή θαρρείς πώς ιγώ καλουπέρασα, απάντσι ου Χρηστάκς! Δεν πρόλαβα να μπω σπιτ κι μι χώθκαν κατιβασιές ολ μαζί. Κι τα πιδιάμ κι η γνέκα. "Μια ζουή τζιουμπάνους μι λεν κι φκιαντς μπόσκις δλιες! Θα στραγκίσν τα πρόβατα απ' του κρύου κι μιθάβρου στου μαντρί δε θα βιλάζν αρνιά, αλλά θα λαλούν κουκουβάγις!" Πάλι καλά που δε μέκλεισαν όξου στου κρύου να τριμουχουλιάζου σαν ικείνα τα ματούλκα τα κτάβια που καρτιρούσαν όξου απ' τν καλύβα, ν ανοίξουμι τν πόρτα να μπουν μέσα!

  -Μη τς λες ότι ήμασταν μαζί, γιατί θα ρθουν κι  σι μένα να μι μαλώσν, είπα ιγώ.

 -Ευτυχώς μέκουψι του χλαπανάρ κι δεν είπα τίπουτα! 'Ασι που δεν πρόλαβα να πω "καλησπέρα" μι αρχίντσαν του διάβασμα. Χίλια λόγια μ' είπαν, όσα χώματα μαζών μπρουστά η μπουλντόζα τ Φιλίππου κι ακόμα λεν! Ζάρουσα σν κοχ μι του κιφάλ κατιβαζμένου, λες κι "μ έφαγι η γουμάρα τα πίτυρα" κι ακούω που μι ζαβρατούν, χουρίς να βγάλου άχνα. Δεν έπριπι να σ' ακούσου τσιφτιλή! Καλά είπα να τα μαζέψου για τουν Πιτρουτό. Γιαφτό λεν "ξένα λόγια ακούς,ξένις στράτις πέρς"! Ετσ μέρχιτι να ξαναφύγου όλν τν νύχτα για του Βρουμουνέρ κι να τα μαβλίξου για πέρα!

    Είπαμι κι άλλα πουλλά, γιλώντας μι τα χάλια μας. Η μάνα μ έλιγι. "Δε χορτασέτι κουβέντα ακόμα; Μας ξικουφανέτι κι μας κι σας, άκσι κι όλου του χουριό τ ανδαγαθήματα σας!".

   Πέρασαν τριάντα τέσσερα χρόνια, αγαπημένε μου Χρήστο, απού ικείν τν αξέχαστ Κυριακή. Μια Κυριακή που έλαμπι του πρόσωπό μας, όπους κι η φύση που είχι κλέψ τν ψυχή μας…Τριάντα τέσσερα χρόνια κι καλά κι χαμνά. Εφκιασάμι κι άλλα χειρότιρα μύθια κι  εφτασάμι μέχρι τ παπά τν λαβίδα! Ακόμα δεν αλλαξάμι ρέουλα. Όπους πουλύ σουστά λες: "Του σκυλουδέρματου δεν γένητι γαλουδέρματου!" Τόσις παροιμίις ξέρουμι, καμιά δεν εφαρμουσάμι…Είμιστι πουλύ τυχιροί που ζούμι ακόμα! Να ιφχαριστούμι τουν Αγινικάνουρα, τν Αγιουβαγγιλίστρα κι όλα τα βακούφια που γλυτουσάμι! Να ιφχαριστάς κι τουν μιγάλου τουν αγγουνό σ που σι σύμασι απ' του Κακό τ Ανήλιο. Είχις πηνήντα τόνους ξύλα στου σπίτ κι δέκα στου μαντρί, κι πλαλούσις στ αρμάνια μες του καταμισήμιρου, να κοψ κι άλλα κι να βρεις τουν τυφλαμό σ! Τόσα κυβικά ξύλα δεν είχι ούτι ου Τσιτσόπουλος στου χουριό μας ούτι ου Αληχανίδης στα Σέρβια! Γιαφτό να τουν δίντς τουν Χρήστο ψίχα παραπάν σύνταξ απ' ό,τι φιλουδουρίζ τάλλα ταγγόνια σας! Καλά σι λέει ο Ραφαήλ: "Τί τν φλάγς τ σύνταξ; Ούτι στα κλαρίνα θα τ φας ούτι στα μπουζούκια!"

    Αλλά  κι 'γω λαφρουκάνταρου τρανό είμι  κι ας έμαθα κι δυο αράδις γράμματα! Τρεις δλιες έφκιανα στν Κουζάν κι κόσιβα όλν τν νύχτα κι στου χουριό να σπείρου τα γρασίδια κι να γένουμι κριλιέζ μι τουν Τσίλια. "Μου  έφαγις τα συκώτια με τη γκρίνια σου, Θεολόγε. Εσύ είσι δέκα φορές χειρότερος απ' τον πατέρα σου!", έλεγε κι είχι μεγάλου δίκιου. Ικείν τν ιπουχή μούγκι ου Λιφτέρς τς Γιάννως κι ου διευθυντής τς ΔΕΗ έπιρναν τρανύτιρου μισθό απού ιμένα. Τι του κακόν μ ουντούσα να έφκιανα παραπάν; Άμα θελ του μιλίσσι να χαθεί, απουλνάει φτιρά". Να ιφχαριστώ τουν Βαγγέλ τουν Σιαμπανόπουλο που μι βρήκι ανασκιλουμένου μι τ αμάξ κι μι σύμασι για του Νουσουκουμείου! Τέτχιου μυαλό που κουβαλώ, έπριπι να τσακίσου του κιφάλ μ,όχι τα πουδάρια κι τα πλιβρά.

    Τώρα κάτσι ισύ στν Αθήνα κι γω στν Χαλκίδα ζαμπακουμένους στου διαμέρισμα σαν του πλί στν κλουβί. Να φέρνουμι φούρλις σαν τουν καλατζή! 'Οπως εκλεινάμι τότι τα γίδια στν κόρδα κι απ' του ζόρι τα δαγκώνουνταν αναμιταξύ τα, κρούουνταν,  δάγκουναν κι τα λουριά απ'  τα κυπριά. Ιφκιρία μπας κι  βάλουμι ψίχα γκλάβα, αφού στου χουριό ταφκιασάμι μαντάρα, για να μην πω καμιά βαρύτερη κουβέντα. 'Εφαγάμι κι οι δυο κουπριές μι του πλόχιρου! Δε μας φταιγ κανένας. Ηξηρνάμι πως "Τ αψύ τ' άλογο πιδικλώνιτι κι τ' αψύ τ' αγγειό τού τρυπάει το ξύδ"! Ο,τ κι να μας κατηγουρούν τώρα, δίκιου εχν. Mην αστουχνάς ότι  μας μάλουναν κι μας διπλάρουναν μι τουν Λαμπρουγιάν (φτυάρι που συμπούσαν του τζιακ) ακόμα κι

 οι μάνις που μας γέντσαν κι μας τράνιψαν απού νυχιά κρέας. Μην καρτιρούμι έλεος απού πιδιά, αγγόνια, αδέρφια κι απ' τς γνέκις μας. Ως πόσα ν αντέξν κι αφτές μι μας τς σαλοί! Θα μας ξενουμούσαν απού  κιρό, αλλά βλεπν ότι έχουμι κι χαρίσματα κι φουβούντι μη βρουν χειρότιρ λύκοι απού ιμάς που εχν! Τι θαρρείς απού λυπουσύνη μας κρατούν;

   Χρήστο μ καλέ. "Ό,τι τραβάει το κορμί, φταίει το κεφάλι". Είμιστι λυκουφαγώματα, να λέμι τν αλήτχια. Να δοξάζουμι τον Θεό που μας ψέλν οι γνέκις κι ήμιστι ακόμα ζουντανοί, παρά να μας ψέλν τα οστά ου Παπαγιώρς μέσα στου κτι, σκιπαμένου μι τουν σιμέ κι να έχει κι κιντημέν άσπρη γιρλάντα τρόιρα κι πηρήφανη φουτουγραφία ακουλμέν! Παρά τρίχα γλυτουσάμι απ' του να μας γραψν στου ψυχουχάρτ! Καλύτιρα να τουν κιρνούμι ιμείς κάναν καφέ τουν αγαπητό μας Παπαγιώργη, παρά να τουν στριχών οι γνέκις μας στου τζιόπ απ' του ράσου τάληρα κι δικάρκα για να μας μνημουνέβ. Κι η θκιαμ είνι κι μακριά! Ιφκιρία να μι ξιχάσ μια ώρα αρχύτιρα μι τόσα που τράβιξι μι τα θκά μ μιράκια!    

    Σιάφα τώρα, κι συ κι 'γώ να γκλύσουμι κάμπουσα χρόνια ακόμα!!!!

   Καλημέρα!!!